Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007

4 Ιουνίου: Συζήτηση για τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των μεταναστών στο ελληνικό σχολείο

Το Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών και τα Πίσω Θρανία, η πρωτοβουλία δασκάλων για τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας, διοργανώνουν συζήτηση με θέμα τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των παιδιών των μεταναστών και προσφύγων στο ελληνικό σχολείο.

Η ενασχόλησή μας με το ζήτημα αυτό εδώ και πολλά χρόνια δείχνει πόσο σημαντική και ουσιαστική στην ένταξη των παιδιών είναι η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας. Όμως παρόλο που τα τελευταία 20 χρόνια η παρουσία παιδιών μεταναστών στο ελληνικό σχολείο είναι πολύ μεγάλη, σε θεσμικό επίπεδο η Ελλάδα αδιαφορεί και κλείνει τα μάτια σαν να μην υπάρχει.

Θα θέλαμε να συζητήσουμε με βάση το συγκεκριμένο παράδειγμα του Δημοτικού Σχολείου της Γκράβας, στο οποίο τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια για τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας. Στόχος αυτής της συνάντησης είναι να δούμε πώς αυτό μπορεί να θεσμοθετηθεί απευθυνόμενοι τόσο στο Υπουργείο Παιδείας όσο και στις ομοσπονδίες των Εκπαιδευτικών.

Παρακαλούμε για την ανταπόκρισή σας σε αυτό το κάλεσμα απευθυνθείτε στο τηλ. 210-3813928 κ. Γιώργος Μανιάτης ( 17.00- 20.00 μ.μ)

Η εκδήλωση θα γίνει τη Δευτέρα, 4 Ιουνίου στις 8.00 το βράδυ στο Στέκι Μεταναστών, Τσαμαδού 13, Εξάρχεια.

Σχετικά κείμενα από τις ανορθογραφίες:
* Η "εθνική" γλώσσα ως όργανο ρατσισμού - κοινωνικού αποκλεισμού
* "Πίσω Θρανία": Μια πρωτοβουλία εθελοντικής διδασκαλίας ελληνικών σε μετανάστες

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

132ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών (Γκράβα) και οι μετανάστες μαθητές του

Στέλλα Πρωτονοταρίου και Πέτρος Χαραβιτσίδης, 'Για ένα σχολείο που σέβεται τη "διαφορετικότητα". Θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις.' Εκπαιδευτική Κοινότητα, τ.78, Μάιος-Ιούλιος 2006.




















Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

Γλωσσικά “ολισθήματα”: “Συμβαίνουν” και στους κλασικούς φιλολόγους!

Το Διοικητικό Συμβούλιο Συλλόγου Φοιτητών Φιλολογίας πηγαίνει να συναντήσει διδάσκοντα Τμήματος Φιλολογίας για φοιτητικό θέμα. Ο διδάσκων αυτός είναι κλασικός φιλόλογος και καθηγητής πρώτης βαθμίδας. Με το που τον βρίσκει το Δ.Σ. ένας φοιτητής, από τη ΔΑΠ και απόφοιτος αργότερα από την κλασική κατεύθυνση του Τμήματος, λεει “ήρθαμε σα Δ.Σ. για να ...”. Ακούγοντας το ο καθηγητής τον διακόπτει, τον κοιτάζει με βλέμμα αποδοκιμασίας και προσποιητής απορίας και λεει εμφατικά “Σα Δ.Σ.; Ως Δ.Σ., ως! Δηλαδή δεν είστε το Δ.Σ.;”. Ρίχνει και ένα θριαμβευτικό βλέμμα στα άλλα μέλη του Δ.Σ., που σπεύδουν, ο καθένας με τον τρόπο του, να αναγνωρίσουν το “ολίσθημα”.

Λίγους μήνες αργότερα ο ίδιος αυτός καθηγητής έχει εκλεγεί πια Πρόεδρος του Τμήματος και γίνεται η πρώτη συνεδρίαση του Τμήματος με τη δική του προεδρία. Ο νέος πρόεδρος παίρνει το λόγο για να πει δυο λόγια για την εκλογή του και να κάνει “προγραμματικές δηλώσεις”. Και ξεκινάει: “Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συναδέλφους για την εκλογή μου. Σαν πρόεδρος θα προσπαθήσω να...”. Δεν ξέρω τι είπαν από μέσα τους ή μετά οι συνάδελφοι του κυρίου προέδρου, αλλά εκείνη την ώρα τουλάχιστον κανένας δεν τον διέκοψε.

Και τα δύο περιστατικά είναι απολύτως αληθινά και μεταφέρονται με ακρίβεια. Έχουν συμβεί μερικά χρόνια πριν.

Δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε ψεγάδι στην επιστημονική κατάρτιση του εν λόγω καθηγητή της κλασικής φιλολογίας για να φορτώσουμε εκεί το δικό του “ολίσθημα”. Μάλιστα, ο κλασικός αυτός φιλόλογος, αν και πολιτικά δεν ανήκει στο συντηρητικό χώρο, φλερτάρει, λιγότερο ή περισσότερο, με γλωσσαμυντορικές θέσεις. Το σημαντικότερο, όμως, είναι άλλο. Όπως δείχνει το πρώτο περιστατικό, ξέρει τον κανόνα και έχει συνείδηση του τι είναι “σωστό”. Είναι, μάλιστα, σε εγρήγορση για να διορθώσει ανά πάσα στιγμή το συνομιλητή του. Κι όμως, κι όμως, το γλωσσικό σύστημα είναι δυνατότερο, είναι σκληρό μαζί του και ο κλασικός μας φιλόλογος, και κλασικός και φιλόλογος με τη μεγαλύτερη βούλα που υπάρχει, αυτή του καθηγητή πανεπιστημίου, “υποπίπτει σε γλωσσικό ολίσθημα”. Ε, τι να πούμε τώρα για τον “απλό” φοιτητή κλασικής φιλολογίας, όταν κοτζαμάν καθηγητής την πατάει; Ας παρηγορηθεί με τη σκέψη ότι ούτε η γνώση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της “ουσίας” της, της γραμματικής και του συντακτικού, αλλά ούτε, τελικά, και γενικά το μορφωτικό επίπεδο κάποιου σώζουν από τα γλωσσικά “λάθη” -αν και σου δίνουν έναν αέρα να διορθώνεις όλους τους άλλους, κατά προτίμηση κουνώντας με δασκαλίστικο τρόπο το δάχτυλο.

Μια άλλη διάσταση είναι η σχέση εξουσίας που δημιουργεί και επιβεβαιώνει το να διορθώνεις γλωσσικά λάθη, τα γλωσσικά λάθη του άλλου, εννοείται. Το να πάει να συναντήσει φοιτητής έναν καθηγητή και, με το καλημέρα σας μάλιστα, αυτός να τον διορθώνει, τι άλλο είναι από δήλωση και επιβεβαίωση του “ποιος είναι εδώ το αφεντικό”, τι άλλο είναι από υπογράμμιση και ανάδειξη της ανισότιμης σχέσης, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει; Με τη διόρθωση αυτή ο φοιτητής, και μέσω του ένα όλοι οι φοιτητές του Δ.Σ., “μπαίνει στη θέση του”, του “θυμίζουν ποια είναι η θέση του”. Και, αφού σου το έχει θυμίσει, ο κλασικός μας φιλόλογος σου πετάει και ένα “τι θέλατε λοιπόν;”. Τον πρόεδρο, βέβαια, τον καθηγητή, κανείς δεν τον διορθώνει, τουλάχιστον δημόσια, εκεί δηλαδή που η διόρθωση θα αμφισβητούσε το κύρος του και θα υπονόμευε την εξουσία του. Γιατί το να διορθώνεις είναι εξουσία και δείχνει εξουσία.

Αυτό είναι το κακό, πάντως, με τα γλωσσικά “λάθη”. Μπορεί “σαν κλασικός φιλόλογος” και “σαν πανεπιστημιακός” να ξέρεις και να προσέχεις και να διορθώνεις τους υπόλοιπους, μπορεί να αποκτάς και να δείχνεις εξουσία διορθώνοντάς τα, τελικά όμως σου “συμβαίνουν” και σένα.

Μιχάλης Καλαμαράς

Διαβάστε επισης από τις ανορθογραφίες:
* Η γλωσσική ιδεολογία του 'σωστού' και του 'λάθους'.

Διαβάστε ακόμα τις επιφυλλίδες του Γιάννη Χάρη:
* Στην επικράτεια του «ως», Τα Νέα, 15 Σεπτεμβρίου 2001.
* Ως - Σαν =1-0;', Τα Νέα, 29 Σεπτεμβρίου 2001.
* Το «ως» σαν οδοστρωτήρας, Τα Νέα, 13 Οκτωβρίου 2001.

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007

Η υπεραλίευση των τόνων στο ελληνικό γλωσσικό αρχιπέλαγος...

Η προσπάθεια που καταβάλλεται στην Γερμανία από το «Συμβούλιο για την γερμανική ορθογραφία» και απευθύνεται και στις γειτονικές της γερμανόφωνες χώρες προκειμένου να υιοθετηθεί απ’ όλες μία μέση ορθογραφική οδός (εφημερίδα «Αντιφωνητής», 15-3-2006) αποκαλύπτει την έντονη ανάγκη να υπάρξει ένα κοινό σύστημα συνεννόησης, το οποίο θα εξορθολογίσει τις ακρότητες και θα συνεισφέρει στην άρση κάθε σύγχυσης. Τη σημασία της προσπάθειας αυτής οι Έλληνες την αντιλαμβανόμαστε εύκολα, καθώς γενιές ολόκληρες έχουν ταλαιπωρηθεί από τα γλωσσικά κονταροχτυπήματα αρχαϊστών-«καθαρολόγων» και «μαλλιαριστών». Η φυσιολογική λύση του προβλήματος δόθηκε μεταπολιτευτικά με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης (καί διοικητικής) γλώσσας, ενώ το βήμα εξορθολογισμού ολοκληρώθηκε με την καθιέρωση του μονοτονικού όταν οι συνθήκες είχαν πλέον ωριμάσει. Κι ενώ το υπάρχον σύστημα παρέχει το απαιτούμενο πλαίσιο που προσφέρει τις λύσεις στις γλωσσικές απορίες, προτείνει την κοινή γραμμή και αίρει τις συγχύσεις, ανταποκρινόμενο μάλιστα στην γλωσσική πραγματικότητα των φυσικών ομιλητών της ελληνικής, η παλινορθωμένη με ιδιαίτερη ένταση τον τελευταίο καιρό εμμονή των υποστηρικτών του πολυτονικού συστήματος σ’ αυτό τείνει να δημιουργήσει νέο «γλωσσικό ζήτημα», καθώς καταργεί την κοινή γραμμή κι επιβραβεύει την αδιέξοδη τακτική τού «γράφω όπως μ' αρέσει, γιατί έτσι μ' αρέσει». Είναι ανάγκη, λοιπόν, να υπερασπιστούμε το μονοτονικό σύστημα απέναντι στο πολυτονικό, υπερασπιζόμενοι την ανάγκη κοινού τρόπου ορθογράφησης που δεν θα επιτρέψει την εξάπλωση των συγχύσεων.

Το μονοτονικό σύστημα τονισμού, παρά τις κατηγορίες που του απευθύνονται για κατάλυση της μακραίωνης ελληνικής γραπτής παράδοσης, για αδυναμία του να καταδείξει την ετυμολογία των λέξεων, άρα και τη σχέση των νέων με τα αρχαία ελληνικά, και για γενικότερη περιφρόνηση της «λογικής»(;), συνιστά ουσιαστικά το μοναδικό στην πραγματικότητα εξορθολογισμένο σύστημα τονισμού, γι' αυτό και βρίσκει τις απαντήσεις σ’ όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονται, δικαιολογώντας δυναμικά την ύπαρξή του. Αναφορικά καταρχάς με το πόσο «λογική» είναι η χρήση του, σημειώνουμε πως το μονοτονικό αποτελεί το σύστημα τονισμού που αντιστοιχεί στις σύγχρονες γλωσσικές ανάγκες των Νεοελλήνων, εφόσον δηλώνει τη συλλαβή που προφέρεται δυνατότερα σε κάθε λέξη, τη συλλαβή συνεπώς που τονίζεται. Ψιλές, δασείες, περισπωμένες και βαρείες δεν καταγράφουν καμία φωνητική πραγματικότητα της νέας ελληνικής. Η προσωδία έχει χαθεί για την ελληνική γλώσσα ήδη από την εξέλιξή της στην κοινή των ελληνιστικών χρόνων. Μακρές και βραχείες συλλαβές στα νέα ελληνικά δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. Ως εκ τούτων, η συμμόρφωση του τονικού συστήματος στις πραγματικές ανάγκες της γλώσσας συνιστά τη μοναδική λογική κίνηση. Είναι αυθαίρετο να χαρακτηρίζεται ως «λογικό» το πολυτονικό, που δεν αντιστοιχεί στη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα.

Η κατάλυση της «μακραίωνης ελληνικής γραπτής παράδοσης» αποτελεί άλλο ένα επιχείρημα υπέρ του πολυτονικού, το οποίο όμως αντικρίζει μόνο την μία όψη του νομίσματος. Είναι γεγονός πως μετά την προσθήκη των τονικών σημαδιών στον ελληνικό γραπτό λόγο κατά την ελληνιστική εποχή από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, προκειμένου να διατηρηθεί στη μνήμη των φιλολόγων η προσωδιακή προφορά που 'χε στο μεταξύ χαθεί, και κυρίως μετά τη γενίκευση της χρήσης των σημαδιών αυτών πολύ αργότερα, κατά τον 9ο προς τον 10ο μ.Χ. αι., ακολούθησε μία μακρά περίοδος 10 περίπου αιώνων κατά τους οποίους η ελληνική γλώσσα γραφόταν στο πολυτονικό. Είναι όμως επίσης γεγονός πως εξίσου μακραίωνη είναι και η ελληνική γραπτή παράδοση πριν το πολυτονικό. Οι υποστηρικτές του πολυτονικού θεωρούν «συγκλονιστική» την κατάργηση των τόνων που χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες στην ελληνική γραφή, δεν θεωρούν όμως ποτέ εξίσου συγκλονιστική την παρέμβαση των αλεξανδρινών φιλολόγων στο σύστημα γραφής με την προσθήκη τονικών σημαδιών που ποτέ νωρίτερα δεν υπήρξαν! Οι υποστηρικτές του πολυτονικού θεωρούν «ασέβεια» την μεταγραφή στο μονοτονικό κειμένων που πρωτογράφτηκαν στο πολυτονικό, ιδίως εφόσον οι συγγραφείς των κειμένων αυτών έχουν επιχειρηματολογήσει και υπέρ του πολυτονικού. Από την άλλη μεριά ωστόσο θεωρούν «αυτονόητο»(;) ότι πρέπει να τυπώνονται στο πολυτονικό τα έργα αρχαίων συγγραφέων που ποτέ δεν τα έγραψαν σε αυτό! Έτσι, τα κείμενα του Ομήρου, του Ηρόδοτου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα, του Δημοσθένη θεωρείται «λογικό» να γράφονται στο πολυτονικό, τη στιγμή που ποτέ δεν πρωτογράφτηκαν σε αυτό! Δύο μέτρα και δύο σταθμά; Ή τα παρουσιάζουμε όπως συμφέρει στη διαμορφωμένη ιδεολογία μας;

Το πολυτονικό προβάλλεται έναντι του μονοτονικού για τον επιπρόσθετο λόγο πως καθιστά σαφέστερη την ετυμολογία των λέξεων. Υποστηρίζεται, για παράδειγμα, ότι ο «ανθυπολοχαγός» δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί από τους νέους ομιλητές της γλώσσας μας, αν δεν αναχθεί στην ετυμολογική του ρίζα, η οποία θα εξηγήσει πώς η πρόθεση «αντί» τρέπεται σε «ανθ-». Ούτε το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, έχει ισχύ, αφού συγχέει την γραφή με την ετυμολογία. Ακόμη κι αν επιλέξουμε τη γραφή των λέξεων στο πολυτονικό σύστημα, η επιλογή αυτή από μόνη της δεν αρκεί προκειμένου να εξηγηθεί καμία αρχική προέλευση των λέξεων. Χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία, η οποία θα εξηγεί πώς προέκυψε η κάθε λέξη. Η ερμηνεία αυτή απαιτεί πάντα την ίδια διαδικασία παρουσίασης σ’ όσους δεν την έχουν υπόψη τους, είτε η οποιαδήποτε λέξη είναι γραμμένη στο πολυτονικό, είτε στο μονοτονικό. Η ετυμολογία, λοιπόν, ως ξεχωριστή ερμηνευτική διαδικασία, είναι λάθος να συγχέεται με τη γραφή. Η πραγματικότητα αυτή ενισχύεται από λέξεις των οποίων η ετυμολογία δεν σχετίζεται καθόλου με τις προσωδιακές συνθήκες που φανερώνουν οι τόνοι. Παράδειγμα αποτελεί το ρήμα «διέρχομαι», το οποίο δεν απαιτεί καμία παραπομπή στο πολυτονικό προκειμένου να εξηγηθεί η προέλευσή του από την πρόθεση «διά» και το ρήμα «έρχομαι». Με βάση, συνεπώς, την άποψη που προκρίνει το πολυτονικό για λόγους ετυμολογικούς, τι θα έπρεπε να συμβεί στην προκείμενη περίπτωση; Μήπως θα έπρεπε να εφεύρουμε ένα νέο σύστημα γραφής, το οποίο θα παραπέμπει απευθείας στην ετυμολογία των λέξεων; Είναι βέβαιο πως τέτοιου είδους απόπειρες δεν οδηγούν πουθενά, ή, μάλλον, οδηγούν μόνο στην σύγχυση, όπως φαίνεται από την αντίστοιχη «ορθογραφική» απόπειρα του Γ. Μπαμπινιώτη στο λεξικό του, σύμφωνα με την οποία επιχειρήθηκε η «διόρθωση» της γραφής των λέξεων με βάση την ετυμολογία τους. Το αποτέλεσμα ήταν το «αγώρι», το «τσηρώτο» και η «καλοιακούδα»! Πλήρης γλωσσική αναρχία!

Δεδομένης της αδυναμίας των προηγούμενων επιχειρημάτων που διατυπώνονται υπέρ του πολυτονικού, οι υποστηρικτές τους έχουν οδηγηθεί στο σημείο να το συνδέουν με μια υποτιθέμενη ικανότητά του να ωριμάζει τις γνωστικές λειτουργίες των μαθητών και να βελτιώνει τις οπτικοαντιληπτικές τους ικανότητες, καθώς τους εξοικειώνει με έναν συνθετότερο κώδικα γραφής. Η σύνδεση αυτή στηρίζεται μάλιστα σε «έρευνες» που γίνονται σε μαθητές οι οποίοι διδάσκονταν παράλληλα τόσο το μονοτονικό, όσο και το πολυτονικό σύστημα τονισμού. Το επιχείρημα της βελτίωσης των μαθητών χάρη στη μελέτη συνθετότερων κωδίκων γραφής είναι εξαιρετικά αποτυχημένο, για τον απλούστατο λόγο ότι η γραφή της νεοελληνικής γλώσσας, ακόμη κι αν απλουστεύεται κάπως όταν γίνεται χρήση του μονοτονικού, εξακολουθεί να είναι μία εξαιρετικά σύνθετη γραφή, στην οποία εμφανίζεται, για παράδειγμα, πλήθος [i] (η,ι,υ,ει,οι,υι), [o] (ο,ω), [e] (ε, αι). Η ποικιλία αυτή, ωστόσο, δεν είναι αρκετή προκειμένου οι χρήστες της νέας ελληνικής να κατορθώσουν τον άψογο χειρισμό της· αντίθετα, μάλιστα, η ποικιλία αυτή προκαλεί σύγχυση σ' ένα μεγάλο ποσοστό των χρηστών, οι οποίοι υποπίπτουν σε ορθογραφικά λάθη. Επιπρόσθετα, η μακρά περίοδος εφαρμογής του πολυτονικού κάθε άλλο παρά αποδεικνύει ότι η χρήση του οδηγούσε στην βελτίωση των μαθητών. Οι μαθητές που διδάσκονταν το πολυτονικό ταλαιπωρούνταν σε μεγάλο ποσοστό από τα τονικά σημάδια, τα οποία συχνά λειτουργούσαν τελείως αποτρεπτικά για έναν ικανό αριθμό νέων από το να συνεχίσουν και να κατορθώσουν ν' αποφοιτήσουν απ’ το σχολείο. Το «πόρισμα» οποιασδήποτε «έρευνας», συνεπώς, επί μικρού δείγματος μαθητών, που «αποδεικνύει» την «θεραπευτική» ικανότητα του πολυτονικού, δεν μπορεί να σταθεί πλάι στα αληθινά πορίσματα της μακροπερίοδης εφαρμογής του πολυτονικού στο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης. Επιπλέον, χρειάζεται πάνω στις αντίστοιχες «έρευνες» να ελέγχεται και το εξής: αν η πρόσθετη διδασκαλία του πολυτονικού πλάι στο μονοτονικό ωφέλησε όντως ορισμένους μαθητές, πόσο περισσότερο θα 'χαν ωφεληθεί οι ίδιοι μαθητές στην περίπτωση που η πρόσθετη γλωσσική τους ενασχόληση δεν γινόταν πάνω στο πολυτονικό, αλλά σε επιπλέον γλωσσικές ασκήσεις στο μονοτονικό;

Το δυστύχημα με τις «έρευνες» αντίστοιχου τύπου είναι πως επιδιώκουν ζητήματα καθαρά ιδεοληπτικά, όπως είναι η χρήση του πολυτονικού, να τα ανάγουν σε ζητήματα σωστού χειρισμού της γλώσσας και ικανών τρόπων εκπαίδευσης των νέων, παραβλέποντας πως ο οποιοσδήποτε λανθασμένος χειρισμός της γλώσσας από τους χρήστες της δεν είναι δυνατόν να οφείλεται ούτε στο πολυτονικό, ούτε στο μονοτονικό, αλλά σε λόγους που αφορούν τόσο ζητήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας όσο και γενικότερα κοινωνικοοικονομικά. Επαναλαμβάνω πως η μακροχρόνια εφαρμογή του πολυτονικού στην νεοελληνική εκπαίδευση κάθε άλλο παρά απέδειξε ότι αυτό το σύστημα τονισμού συμβάλλει στην ανάπτυξη των ικανοτήτων των μαθητών. Ομιλητές της γλώσσας μας που αποτυγχάνουν να τη χειριστούν σωστά υπήρχαν πάντα και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, όποιο σύστημα τονισμού κι αν εφαρμοστεί. Τα αίτια της αποτυχίας του σωστού χειρισμού της γλώσσας επιβάλλεται ν' αναζητηθούν εκεί που πραγματικά βρίσκονται, όπως στις μεθόδους διδασκαλίας, στους λόγους της μαθητικής διαρροής απ' τα σχολεία, στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, στην οικογενειακή κατάσταση των μαθητών, στις επαγγελματικές τους επιδιώξεις και στο έντονο χρησιμοθηρικό πνεύμα που επικρατεί μπροστά στην αγωνία της επαγγελματικής αποκατάστασης. Οποιοσδήποτε προσδιορισμός της αποτυχίας στη χρήση του μονοτονικού δεν εξυπηρετεί καμία πραγματικότητα, παρά μόνο την ιδεοληψία των φανατικών του πολυτονικού.

Πρόσθετα «επιχειρήματα» για την «αισθητική» του πολυτονικού απέναντι στη «μονοτονία» του μονοτονικού δεν αξίζει καν να συζητούνται: η αισθητική είναι θέμα καθαρά υποκειμενικό· με την ίδια λογική θα μπορούσε κάποιος να ικανοποιείται από τη λιτότητα, την απλότητα και την έλλειψη επιτήδευσης του μονοτονικού, τη στιγμή που το πολυτονικό, «φτιασιδωμένο» μ’ όλα του τα τονικά σημάδια, θυμίζει γριά πόρνη! Επιπλέον, και με δεδομένη την πραγματικότητα πως η ελληνική γλώσσα στη μακραίωνη πορεία της έχει αλλάξει πολλές φορές μορφή, προκαλεί απορία γιατί αναπαράγεται όλη αυτή η εμμονή για την «ιστορική αξία» του πολυτονικού, τη στιγμή που οι υποστηρικτές της «παραδοσιακής» μορφής της γλώσσας μας ουδέποτε διεκδίκησαν την επαναφορά άλλων στοιχείων που ξεπεράστηκαν με το πέρασμα του χρόνου, όπως για παράδειγμα τη δοτική πτώση, η οποία, με την ίδια λογική, θα έπρεπε να επανακάμψει ως... παραδοσιακό στοιχείο παραδοσιακότερο της παράδοσης»!

Καθώς, συνεπώς, το πολυτονικό δεν εξυπηρετεί καμία πραγματική ανάγκη αλλά ούτε καν δικαιώνεται να διεκδικεί την αποκλειστική «ιστορική» μορφή γραφής της γλώσσας μας, εφόσον αυτή έχει αλλάξει επανειλημμένως, άρα οι ιστορικές μορφές είναι πολλές, επιβάλλεται να σταματήσει επειγόντως η υπεραλίευση των τόνων στο ελληνικό γλωσσικό αρχιπέλαγος. Διαφορετικά, η συντηρούμενη αποψίλωση του γλωσσικού αρχιπελάγους προβλέπεται να οδηγήσει στην έξαρση του περισπώμενου φυτοπλαγκτού, που συνθλίβει κάθε ζωντανή έκφραση στερώντας της το οξυγόνο. Οι Γερμανοί που αναζητούν κοινή ορθογραφική οδό δίνουν το παράδειγμα. Εμείς, που κατορθώσαμε ύστερα από σφοδρές διαμάχες να 'χουμε πλέον αυτήν την κοινή οδό, με τη δημοτική γλώσσα και το μονοτονικό, ας πάψουμε να κινδυνολογούμε και να επιτείνουμε τη σύγχυση· μόνο κάκιστη υπηρεσία προσφέρουμε έτσι.

Γιάννης Στρούμπας
Φιλόλογος - 3ο Γενικό Λύκειο Κομοτηνής


Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2007

Αρχαία ελληνικά, η θαυματουργή γλωσσική... φραπελιά!

Μία «έρευνα» για την «προσφορά» των αρχαίων ελληνικών στην «ουσιαστικότερη εκμάθηση» των νέων...

Στις 23/1/2007 το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εξέδωσε δελτίο τύπου σχετικό με «έρευνα» που πραγματοποίησε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Π.Ι.) για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο, με αφορμή την εβδομαδιαία αύξηση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος. Το δελτίο τύπου του ΥΠ.Ε.Π.Θ. σημειώνει πως «τα αποτελέσματα της έρευνας είναι συντριπτικά υπέρ του μαθήματος, δικαιώνοντας ταυτόχρονα την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να αυξήσει τη διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας από το σχολικό έτος 2005-2006», ενώ η ανακοίνωση του Π.Ι. που ακολουθεί αμέσως παρακάτω επιβεβαιώνει - προς «εμπέδωσιν»! - το ίδιο συμπέρασμα, ώστε να μην υπάρξει καμία αμφισβήτηση: «Τα συντριπτικά υπέρ του μαθήματος ποσοστά της έρευνας δικαιώνουν την εκτίμηση της Πολιτείας για την πολλαπλή ωφελιμότητα της συστηματικής διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας στο Γυμνάσιο και δίνουν οριστική απάντηση σε όσους -εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας- επιμένουν να ζητούν τον εξοβελισμό του μαθήματος από το ωρολόγιο πρόγραμμα των Γυμνασίων και σε όσους αμφισβητούν τη σημαντική προσφορά του στην ουσιαστικότερη εκμάθηση της νέας ελληνικής γλώσσας, στον περαιτέρω εμπλουτισμό του λεξιλογίου των μαθητών, όπως και στην ανάπτυξη της κριτικής τους σκέψης.»

Η παράθεση των συμπερασμάτων και μόνο είναι ενδεικτική του ότι έχουμε να κάνουμε με μία «έρευνα» που συνιστά στην πραγματικότητα εργαλείο πολιτικής και όχι επιστημονική εργασία. Μιλάμε για «εργαλείο πολιτικής» γιατί η «έρευνα» που πραγματοποιήθηκε είχε στόχο να δικαιώσει μία πολιτική απόφαση για την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, γι' αυτό και απροσχημάτιστα κινήθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση. Το λογικό θα ήταν πρώτα να 'χε πραγματοποιηθεί μία έρευνα κι έπειτα να ακολουθούσαν τα βελτιωτικά μέτρα με βάση τα πορίσματα αυτής. Εδώ η διαδικασία ήταν ακριβώς η αντίστροφη και ο στόχος προκαθορισμένος: έπρεπε με κάθε τρόπο να δικαιωθεί η πολιτική του Υπουργείου. Επιπλέον μιλάμε για «έρευνα» που δεν αποτελεί επιστημονική εργασία, για τον απλούστατο λόγο πως δεν πρόκειται καθόλου για έρευνα, παρά για μία κοινή δημοσκόπηση, με ερωτήσεις που εκμαιεύουν τις «αυτονόητες» απαντήσεις και είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των πορισμάτων που το Υπουργείο επιθυμεί. Αν προστεθεί εδώ και η «οριστικότητα» της «έρευνας», που κατακεραυνώνει, σύμφωνα με το Υπουργείο, κάθε αντίθετη άποψη, η «επιστημονικότητα» εμπεδώνεται! Κι είναι πραγματικά άξιο απορίας πώς κατόρθωσε η «έρευνα» να μας δώσει τα συμπεράσματα που προαναφέρθηκαν, όταν η αυξημένη σε διδακτικές ώρες διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών εφαρμόστηκε μόλις μία σχολική χρονιά. Δηλαδή, μέσα σε μία χρονιά τα αποτελέσματα της βελτιωμένης χρήσης της νεοελληνικής χάρη στην αρχαία ήταν τόσο εμφανή, ώστε να εξαχθεί και το ανάλογο «οριστικό» πόρισμα; Και σε ποια απτά δεδομένα στηρίζονται τα αντίστοιχα συμπεράσματα, πέρα από την προσωπική εκτίμηση των ελάχιστων (345) φιλολόγων που συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια; Υπάρχουν δηλαδή συγκεκριμένες δραστηριότητες που αποδεικνύουν ότι πράγματι οι μαθητές βελτίωσαν τα νέα ελληνικά τους χάρη στα αρχαία; Κι αν έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί δεν γίνεται κι ένα ακόμη βήμα: να αυξηθούν περαιτέρω οι ώρες διδασκαλίας των αρχαίων, ώστε να μιλούν όλοι τέλεια τη νέα ελληνική;(!) Εφόσον λοιπόν υπάρχει πλέον η «έρευνα» (η οποία δεν υπογράφεται καν απ' τους ερευνητές που την εκπόνησαν!) που αναδεικνύει τις θεραπευτικές ιδιότητες των αρχαίων ως γλωσσικής... φραπελιάς, θα 'ταν ολέθριο σφάλμα αυτά να μην «αξιοποιηθούν»!

Πέρα όμως από τα προηγούμενα, το Υπουργείο μαζί με το «εκτελεστικό του όργανο», το Π.Ι., θύματα της δικής τους αθεράπευτης ψύχωσης, αντιμάχονται, σαν άλλοι Δον Κιχώτες, κινδύνους ανύπαρκτους, που ορθώνονται μόνο στην φαντασία τους. Ποιοι είναι εκείνοι που ζητούν «τον εξοβελισμό του μαθήματος από το ωρολόγιο πρόγραμμα των Γυμνασίων»; Προσωπικά, δεν γνωρίζω κανέναν. Κι αν ίσως υπάρχουν κάποιοι, συνιστούν μικρό ποσοστό, που δεν δικαιολογεί τέτοια «πολεμική» τακτική. Ο εξοβελισμός του μαθήματος δεν είναι το ζητούμενο. Η αξία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είναι αναγνωρισμένη σε παγκόσμιο επίπεδο. Το δυστύχημα ωστόσο είναι πως στη χώρα μας, επί σειρά δεκαετιών, η έμφαση δεν δίνεται στις ιδέες και στα ανθρωπιστικά μηνύματα που εκπέμπουν τα ελληνικά κείμενα παλαιότερων περιόδων, αλλά στον τύπο, και μάλιστα σε μια πολύ συγκεκριμένη διάλεκτο, την αττική του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα. Πάνω σ’ αυτό είναι ενδεικτικότατη και η ορολογία του Π.Ι., το οποίο δεν αναφέρεται στο κείμενό του στην «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία», παρά μόνο στην «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα»! Κι εκτός του ότι αυθαίρετα επιμένουμε να θεωρούμε ως «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα» μόνο την αττική διάλεκτο της κλασικής εποχής, η ύπαρξη στοιχειώδους μέτρου και λογικής στη διδασκαλία έστω της Γλώσσας και όχι της Γραμματείας παραμένει ζητούμενο, αν αναλογιστεί κανείς πως οι ώρες που διαθέτονται για τα νέα ελληνικά είναι λιγότερες από τις ώρες για τα αρχαία! Αυτός ο παραλογισμός είναι ο κατακριτέος, αυτή η υπερβολή, και τίποτα περισσότερο.

Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε μπροστά στο αυτονόητο, το οποίο όχι μόνο δεν στηρίζεται από καμία ερευνητική προσπάθεια εκ μέρους του ΥΠ.Ε.Π.Θ., αλλά και στο οποίο επιμελώς δεν γίνεται καμία αναφορά: αν στόχος είναι η «ουσιαστικότερη εκμάθηση της νέας ελληνικής γλώσσας» (σ.σ.: αυτή η «ταπεινή» σημειώνεται με πεζά αρχικά γράμματα και όχι με κεφαλαία, όπως η «άλλη», η περισπούδαστη!) και ο «εμπλουτισμός του λεξιλογίου των μαθητών», ποιος θα μας εξηγήσει επιτέλους γιατί δεν επιλέγεται για τον σκοπό αυτό η ενίσχυση της διδασκαλίας της νέας ελληνικής γλώσσας, αντί για της αρχαίας; Αλήθεια, γιατί κανένας απ' όσους μαθαίνουν ιταλικά ή γαλλικά δεν χρειάζεται απαραιτήτως τα λατινικά; Πάντως το ίδιο το δελτίο τύπου του ΥΠ.Ε.Π.Θ. μάς χαρίζει γλωσσικά απολιθώματα - «βρικόλακες», που απαξιώνουν τη φυσική εξέλιξη της γλώσσας: «υπουργείον», «υπ' όψιν», «εισήχθησαν», «υπεβλήθησαν», «απεστάλησαν»: η «ζωντάνια» της νέας ελληνικής σ’ όλο της το μεγαλείο, «χάρη» στην επαρκή γνώση της τυπολογίας της αρχαίας!

Αναφορικά με την «ανάπτυξη της κριτικής σκέψης», χρειάζεται να μας διευκρινίσει το ΥΠ.Ε.Π.Θ. αν η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι η μόνη που μπορεί να την πετύχει. Χώρια δε που για μία ακόμη φορά θα πρέπει να επισημάνουμε πως τον ουσιαστικότερο ρόλο στην ανάπτυξη της κρίσης τον διαδραματίζουν τα διανοήματα, όχι η τυπολογία. Κοντά σ' αυτά αν προσθέσουμε κι ένα τελευταίο συμπέρασμα του Π.Ι., πως «η μαθητεία στην Αρχαία Ελληνική Γλώσσα βοηθάει καταλυτικά στη συνειδητοποίηση της πολιτιστικής ταυτότητας και προσφέρει σημαντική υπηρεσία στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης», θα ρωτούσαμε το «σεβαστόν Υπουργείον» αν υπάρχει άλλο μάθημα που κατεξοχήν συμβάλλει προς την κατεύθυνση αυτή. Η απάντηση φυσικά είναι θετική, και αναφερόμαστε βεβαίως στο μάθημα της Ιστορίας. Θα πρέπει όμως εδώ και πάλι να μας εξηγήσει το Υπουργείο αν η Ιστορία, ως σχολικό μάθημα, κατορθώνει ν' ανταποκριθεί στην αποστολή της, ιδίως από τη στιγμή που η αύξηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών άφησε χωρίς αντικείμενο τους καθηγητές των ξένων γλωσσών και τους θεολόγους, και οδήγησε το Υπουργείο στην απόφαση να διδάσκουν οι συγκεκριμένοι κλάδοι καθηγητών, αν και μη σχετικοί με το αντικείμενο, το μάθημα της Ιστορίας στο Γυμνάσιο.

Τέλος, για τα ερωτήματα της «έρευνας» που διερευνούν αν οι δύο ώρες διδασκαλίας την εβδομάδα ήταν επαρκείς για το μάθημα των αρχαίων ελληνικών και αν η αύξηση των ωρών συνέβαλε στην αποτελεσματικότερη κάλυψη της ύλης, την ίδια θετική απάντηση θα έδιναν και όλοι οι άλλοι καθηγητές διαφορετικών ειδικοτήτων για τις ανάγκες των μαθημάτων τους. Ας ξανατεθεί όμως διαφορετικά το ερώτημα, επιστρεφόμενο στο Υπουργείο: οι δύο ώρες διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας είναι αρκετές για να βελτιώσουν οι μαθητές τη χρήση της νεοελληνικής;

Η θλιβερή «έρευνα» του Υπουργείου και του Π.Ι. δεν πετυχαίνει τίποτα περισσότερο από το να συντηρεί και να αναπαράγει τις ιδεοληπτικές εμμονές εκείνων που συστηματικά κινδυνολογούν και προβλέπουν το τέλος της ελληνικής γλώσσας (η οποία, αν και δεν χάθηκε ούτε επί τουρκοκρατίας, «κινδυνεύει» τώρα!), προσποιούμενοι ότι επιθυμούν τη διατήρηση της «παράδοσης», αν και στην πραγματικότητα δεν νοσταλγούν παρά μόνο την ξύλινη τυπολογία της καθαρεύουσας των μαθητικών τους χρόνων (αυτήν ξέρουν, αυτήν εμπιστεύονται!). Κι επειδή η τάση αυτή συνδέεται και με τη νοσταλγία του πολυτονικού συστήματος τονισμού, η υπεράσπιση του οποίου τελευταία γίνεται όλο και μαχητικότερη, μένει να δούμε πότε θα μας προκύψει και η ανάγκη για την επίσημη επαναφορά του πολυτονικού μέσα από τις «έρευνες» του Π.Ι. . Εδώ όμως θα χρειαστεί να επιμείνουμε.

Γιάννης Στρούμπας
Φιλόλογος - 3ο Γενικό Λύκειο Κομοτηνής


Σχετικά κείμενα:

* Γρηγόρης Καλομοίρης (Γ. Γραμματέας ΟΛΜΕ), Θέμης Κοτσιφάκης (μέλος του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ), Παύλος Χαραμής (πρόεδρος ΚΕΜΕΤΕ/ΟΛΜΕ), "Ερευνητικές λαθροχειρίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου", εκπαιδευτικό δίκτυο ενημέρωσης AlfaVita, 24.1.2007.

* Αντώνης / Gazakas (φιλόλογος - Δράμα), "Αλήθεια, Ποια Είναι η Αλήθεια;", μπλογκ Μέσα στη Νύχτα, 24.1.2007.

* Γιάννης Παπαθανασίου (φιλόλογος - Θεσσαλονίκη), "«έλλειμα παιδείας»", μπλογκ Συζήτηση για τη διδασκαλία της γλώσσας στο Γυμνάσιο, 24.1.2007.

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 14, 2007

Ποια από τα τοπωνύμια δε βρίσκονται στην Ελλάδα;

quiz-QUIZ-ΚΟΥΙΖ-κουιζ-quiz-QUIZ-ΚΟΥΙΖ-
"Τούτα τα χώματα ποιος τα πατάει;"

Ποια από τα παρακάτω τοπωνύµια εντοπίζονται εντός των ορίων
του ελληνικού κράτους και δη στο νοµό Ιωαννίνων και ποια σε άλλα
βαλκανικά κράτη;

Ντάκοβο
Κεράσοβο
Βρίστοβο
Ριάχοβο
Μέτσοβο
Κρύφοβο
Κόσοβο
Μπέροβο
Μπούκοβο
Καπέσοβο
Γκρίμποβο
Κουμάνοβο
Τέροβο
Τέτοβο
Ντρούγκοβο
Τσεπέλοβο
Σρμπίνοβο
Ρουσίνοβο

Απαντήστε και κερδίστε... super δώρα!!!

1ο Βραβείο:
Ποιητική συλλογή του Ανώνυµου Ελληναρά µε τίτλο “Μειονότητες; Ποιές Μειονότητες;”
2ο Βραβείο:
DVD µε dolby surround + extras, της ταινίας “Τι Έκανες στη Σρεµπρένιτσα Θανάση;”, συµπαραγωγής ΥΠΕΞ-Εκκλησίας της Ελλάδος.
3ο Βραβείο:
Ένα πλήρες σετ εθνοκαθαριστικών προϊόντων “Σλόμπο”.
4ο Βραβείο:
Μια µέρα µε τους stars Μλάντιτς-Κάρατζιτς στις εξωτικές βίλες του Βελιγραδίου, προσφορά του “Συνδέσµου Ελληνοσερβικής Φιλίας” - παράρτηµα Ιωαννίνων.
5ο Βραβείο:
∆ωρεάν µετάβαση για 2 άτοµα στο επόµενο συλλαλητήριο για την ελληνικότητα της Μακεδονιάς, προσφορά της Νοµαρχίας Θεσσαλονίκης.

--------------

Απαντήσεις:
Ελλάδα: Κεράσοβο, Βρίστοβο, Ριάχοβο, Καπέσοβο, Τσεπέλοβο, Γκρίμποβο, Κρύφοβο, Τέροβο, Μέτσοβο. (χάρτης του Νομού Ιωαννίνων)
Κροτία: Ντάκοβο
Κόσοβο/Σερβία: Κόσοβο
Δ της Μακεδονίας/ΠΓΔΜ: Ρουσίνοβο, Μπέροβο, Μπούκοβο, Ντρούγκοβο, Σρμπίνοβο, Κουμάνοβο, Τέτοβο.


------------

Το κουιζ και οι απαντήσεις από το έντυπο "Αυτόνομες Παρεμβάσεις", τ. 11, φθινόπωρο 2006. Το έντυπο εκδίδεται από την ομώνυμη ομάδα αυτόνομων σε Αθήνα και Γιάννενα.

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2007

Α.-Φ. Χριστίδης: Γλωσσικές μυθολογίες: η περίπτωση της ελληνικής


δύο χρόνια από το θάνατο
του Α. -Φ. Χριστίδη (1946 - 26.12.2004)


------------------------------------------------

Α.-Φ. Χριστίδης
"Γλωσσικές μυθολογίες: η περίπτωση της ελληνικής"
από το βιβλίο: Α.-Φ. Χριστίδης, Γλώσσα, Πολιτική, Πολιτισμός.
Αθήνα: Πόλις, 1999, σσ. 79-97

Στη σύντομη αυτή ανακοίνωση σκοπεύω να συζητήσω ένα σύμπλεγμα ιδεών για την ελληνική γλώσσα που κυριαρχούν στις σχετικές συζητήσεις από τη μεταπολίτευση και μετά [1]. Οι ιδέες αυτές έχουν μια πολύ παλαιότερη καταγωγή, αλλά αποκτούν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία μέσα στις συγκυρίες της τελευταίας εικοσαετίας. Αντλούν τη λογική τους, και τη δύναμή τους, όχι από τα γλωσσικά φαινόμενα αυτά καθεαυτά, αλλά από άλλους χώρους -τους χώρους της πολιτικής, της ιδεολογίας, της ψυχολογίας- και γι' αυτό έχουν ένα χαρακτηριστικά μυθικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις που θα συζητήσουμε, ιδίως όπως διαμορφώνεται την τελευταία εικοσαετία, παρατηρείται, επιπλέον, το εξής εξαιρετικά ενδιαφέρον (και όχι βέβαια χωρίς προηγούμενο) φαινόμενο: κατακτημένες και γενικά αποδεκτές απόψεις για τη φύση της γλώσσας είτε αγνοούνται είτε διαστρεβλώνονται, προκειμένου να κατασκευαστεί ο επιδιωκόμενος μύθος. Και αυτό γίνεται από γλωσσολόγους. Πρόκειται για μια συνειδητή παλινδρόμηση της γλωσσολογίας -ή ακριβέστερα, κάποιων γλωσσολόγων- στον χώρο της προ-επιστημονικής γλωσσικής μυθολογίας.

Η περίοδος που μας ενδιαφέρει μπορεί να διαιρεθεί σε δύο φάσεις. Η πρώτη ορίζεται από την πτώση της δικτατορίας και φτάνει μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του '80 ή και λίγο μετά. Τα γεγονότα που σημαδεύουν την πρώτη περίοδο και που αντανακλώνται στις συζητήσεις για τη γλώσσα είναι, καταρχάς, η καθιέρωση το 1976 της δημοτικής ως επίσημης μορφής γλώσσας. Η απόφαση αυτή σημαίνει ότι το «γλωσσικό ζήτημα» έχει πάψει πια να είναι ένα από τα στρατηγικά μέτωπα μέσα στα οποία διαδραματίζονται οι ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Ακολουθεί η ολοκλήρωση της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Η περίοδος αυτή -τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80- χαρακτηρίζεται, επιπλέον, από μια έντονη πολιτικοποίηση της νεολαίας, που εκφράζεται κυρίως στον φοιτητικό χώρο [2].

Όλα αυτά τα συμβάντα, από μόνα τους αλλά και σε συνεργασία, ενεργοποιούν -τόσο σε κύκλους στενά συνδεδεμένους με το παλαιότερο γλωσσικό καθεστώς και εγνωσμένα συντηρητικών προτιμήσεων, αλλά και ευρύτερα- μια σειρά από αντιδράσεις, που θα μορφοποιηθούν, γύρω στα 1982, με τη διακήρυξη του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου αλλά και με πολλά δημοσιεύματα του καθηγητή Γ. Δ. Μπαμπινιώτη.

Ο μύθος που κατασκευάζεται συνοψίζεται στη διατύπωση «η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει» (ΕΓΟ 1984, 11). Οι γλώσσες κινδυνεύουν όταν χάνουν τους ομιλητές τους ή όταν υποσκελίζονται σε κάποιες χρήσεις τους από κάποια άλλη ισχυρότερη -για εξωγλωσσικούς, ιστορικούς λόγους- γλώσσα [3]. Επομένως, στη διατύπωση «η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει» εκφράζεται ένας γλωσσικός μύθος και μάλιστα με την ένθερμη υποστήριξη γλωσσολόγων. Εδώ ακριβώς βλέπει κανείς καθαρά αυτό που επισήμανα λίγο πιο πάνω ως χαρακτηριστικό της περιόδου που εξετάζουμε: την, χωρίς αναστολές, υποχώρηση ή παλινδρόμηση κάποιων γλωσσολόγων στην περιοχή της προ-επιστημονικής μυθολογίας.

Αλλά ποιο είναι το βαθύτερο περιεχόμενο -και η βαθύτερη λογική- του μύθου που καταγράφεται σ' αυτή την κινδυνολογική διατύπωση; Αυτό αποκαλύπτεται από τα στοιχεία που προσκομίζονται ως τεκμήρια της επερχόμενης καταστροφής: «λεξιπενία», γιατί οι νεότεροι χρήστες αγνοούν λέξεις της λόγιας παράδοσης· «αλλοίωση» της φυσιογνωμίας της ελληνικής από την «αθρόα, άκριτη και αδικαιολόγητη εισβολή ξένων λέξεων που ρυπαίνουν τη γλώσσα μας» (ΕΓΟ 1984, 13)· γλωσσικά λάθη που απειλούν την ακεραιότητα της γλώσσας [4]· «κομματικοποίηση της γλώσσας –αναγωγή της σε κριτήριο κομματικής πειθαρχίας και ιδεολογικής ορθοδοξίας» (Μπαμπινιώτης 1984, 167). Όλες αυτές οι επισημάνσεις απλά αποκαλύπτουν τα ιδεολογικά ερείσματα του κινδυνολογικού μύθου και δεν αποτελούν με κανένα τρόπο τεκμήρια επερχόμενης γλωσσικής καταστροφής. Η καθιέρωση της δημοτικής και -αργότερα- η απόφαση να διδάσκονται τα αρχαία από μετάφραση στο γυμνάσιο, αλλά και κάποιες άλλες παρεμβάσεις στη διδασκαλία των ανθρωπιστικών μαθημάτων, θίγουν ένα ισχυρό ιδεολογικό οικοδόμημα που αντιδρά υποστηρίζοντας ότι κινδυνεύει ένα «κτήμα ες αεί», η ελληνική γλώσσα.

«Αποκοπή από τις ρίζες». Αυτή είναι η φορτισμένη διατύπωση που επιλέγεται για να ονομάσει την απειλή. Και η «αποκοπή» αυτή παράγει ανεπαρκείς χρήστες. Το επιχείρημα είναι απολύτως άκυρο, στον βαθμό που είναι γνωστό ότι για τη γνώση μιας μητρικής γλώσσας δεν προϋποτίθεται -όσον αφορά τον χρήστη- η γνώση της ιστορίας της [5]. Η στοιχειώδης αυτή γλωσσολογική γνώση εξοβελίζεται γιατί δεν υπηρετεί το μύθο που προωθείται. Το ζήτημα του δανεισμού -που συνδυάζεται με τους αρχόμενους φόβους ή φοβίες γλωσσικών, και άλλων, «αλλοιώσεων» που δημιουργεί η ευρωπαϊκή προοπτική [6] μετατρέπεται σε ζήτημα «ρύπανσης» (Μπαμπινιώτης 1994, 19,174,195,236) και εξοβελίζεται η στοιχειώδης γλωσσολογική γνώση ότι όλες οι γλώσσες διαμορφώθηκαν και διαμορφώνονται -σε όλα τα επίπεδά τους- από τη συνάντησή τους, ισότιμη ή ανισότιμη, με άλλες γλώσσες. Τα γλωσσικά λάθη στη χρήση λόγιων τύπων, είτε στον έντυπο λόγο είτε στα ηλεκτρονικά μαζικά μέσα ενημέρωσης, χρεώνονται και αυτά στην αποκοπή από τις ρίζες και προσάγονται ως τεκμήρια καταστροφής. Και εδώ εξοβελίζεται η γνώση ότι τα λάθη κινητοποιούνται από γλωσσικούς μηχανισμούς -δεν είναι ποτέ τυχαία- και επομένως μια γλώσσας δεν μπορεί να κινδυνεύει από την ίδια της τη φύση. Η «κομματικοποίηση της γλώσσας», ως επιχείρημα γλωσσικής καταστροφής, απλά προδίδει την αντίθεση με κάποια περιεχόμενα (και εδώ ή έντονη πολιτικοποίηση της νεολαίας στην περίοδο που συζητάμε ήταν ένα από τα κυριότερα εναύσματα). Η γλώσσα είναι πάντα και παντού ένα σύνολο χρήσεων που, μεταξύ άλλων, ορίζουν ομάδες. Το επιχείρημα της «κομματικοποίησης» δεν αφορά τη γλώσσα ως σύνολο, αλλά κάποια χρήση της στο πλαίσιο κάποιας ή κάποιων ομάδων και τις αντιθέσεις που διαχωρίζουν -επί της ουσίας- την ομάδα ή τις ομάδες αυτές από άλλη ή άλλες ανταγωνιστικές ομάδες.

Επαπειλούμενη, λοιπόν, «καταστροφή της γλώσσας», «φθορά», «ευτελισμός», «αλλοίωση», «ακρωτηριασμός» (βλ. λ.χ. Μπαμπινιώτης 1994, λστ΄). Μια σειρά από έννοιες ή, καλύτερα, μεταφορές που ανήκουν στην προϊστορία της γλωσσολογικής επιστήμης αναβιώνουν -και μάλιστα με τις ευλογίες γλωσσολόγων- για να προστατεύσουν την ελληνική γλώσσα από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Οι εσωτερικοί εχθροί, είτε ως πολιτικοί σχηματισμοί είτε ως κοινωνικές ομάδες αμφισβήτησης, απειλούν, μεταξύ άλλων, μια αντίληψη περί παιδείας που βάσισε, τα τελευταία εξήντα χρόνια, τον «φρονηματιστικό» της ρόλο -την καταστολή δηλαδή της κριτικής στάσης- σε μια τυπολατρική και, βεβαίως, λογοκριμένη σχέση με την ελληνική αρχαιότητα και τη γλωσσική έκφρασή της. Οι εξωτερικό εχθροί -η «εισβολή» δανείων κυρίως από την αγγλική- είναι αυτοί που «ρυπαίνουν», «αφελληνίζουν», μολύνουν την «καθαρότητα» της ελληνικής.

Θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό· για την ώρα, όμως, αυτό που θα πρέπει να τονιστεί -ή, μάλλον, να ξανατονιστεί- είναι ότι το νόημα του καταστροφολογικού αυτού μύθου δεν αποκαλύπτεται από το εμφανές του περιεχόμενο (αυτό ισχύει γενικά για τους μύθους) αλλά από το αφανές. Και το αφανές περιεχόμενό του δεν αφορά τη γλώσσα, παρά ευρύτερες πολιτικό-ιδεολογικές ή, και απώτερα, ψυχολογικές επενδύσεις, που απειλούνται από τις συγκυρίες της περιόδου που εξετάζουμε.

Για να ολοκληρωθεί η εικόνα της γλωσσικής αυτής μυθολογίας, όπως διαμορφώνεται -ή, καλύτερα, αναμορφώνεται- στην περίοδο αυτή, θα πρέπει να αναφερθούν και κάποια άλλα συστατικά της. Το βασικότερο ίσως είναι το -μυθικό- επιχείρημα της μοναδικότητας της ελληνικής γλώσσας [7]. Η μοναδικότητά της έγκειται στον ενιαίο και συνεχή χαρακτήρα της: είναι η μόνη ευρωπαϊκή ή και ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που μιλιέται χωρίς διακοπή 4.000 χρόνια τώρα, εμφανίζει ετυμολογική συνέχεια και αμφίδρομη ροή του λεξιλογίου της, διαχρονική ενότητα της γραφής και της ορθογραφίας της και «μοναδική» διαχρονική δομική συνοχή. Το «δια ταύτα» αυτής της υποθετικής μοναδικότητας είναι ότι τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται στο σχολείο τα αρχαία και την καθαρεύουσα (τη «λόγια παράδοση»), γιατί αλλιώς οδηγούμεθα σε ανεπαρκείς χρήστες -σ' έναν «ακρωτηριασμό της ελληνικής» και σ’ έναν «βαθμιαίο ευτελισμό της, σε μια κουτσουρεμένη ελληνόμορφη διάλεκτο» (Μπαμπινιώτης 1994, λστ΄).

Προτού σχολιάσουμε το «διά ταύτα», ας δούμε τα «τεκμήρια» αυτής της «μοναδικότητας». Καταρχάς, είναι απολύτως ανακριβές ότι η ελληνική είναι η μόνη ευρωπαϊκή και ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που μιλιέται αδιάκοπα 4.000 χρόνια. Το ακριβές είναι ότι γράφεται εδώ και 3.500 χρόνια και σίγουρα υπάρχει από πολύ παλαιότερα ως διακριτή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Αυτό βέβαια δεν είναι ιδιαιτερότητα της ελληνικής· ισχύει και για τις άλλες αρχαίες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Το γεγονός ότι δεν διαθέτουμε γραπτά τεκμήρια ιστορικού βάθους από άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες δεν σημαίνει ότι είναι χτεσινές γλώσσες. Και το γεγονός ότι η ελληνική γράφεται εδώ και 3.500 χρόνια δεν οφείλεται στην εγγενή ιδιοφυΐα της -άλλες γλώσσες άρχισαν να διαθέτουν γραπτή απεικόνιση πολύ νωρίτερα- αλλά σε ιστορικές συγκυρίες. Το επιχείρημα της ετυμολογικής συνέχειας είναι επίσης απολύτως άκυρο ως στοιχείο μοναδικότητας: η έρευνα το ανακαλύπτει στην ιστορική μελέτη οποιασδήποτε γλώσσας. Το γεγονός ότι η μακραίωνη διγλωσσία διατήρησε -τεχνητά, και όχι για όλον τον ελληνόφωνο πληθυσμό- αρχαιότερες μορφές δεν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί τεκμήριο ετυμολογικής συνέχειας. Τι εννοείται με την αμφίδρομη ροή του λεξιλογίου; Ότι ο νεαρός χρήστης δεν μπορεί να είναι επαρκής χρήστης της γλώσσας του αν δεν διδαχθεί τη λόγια παράδοση, η οποία μπόλιασε -ως εσωτερικός δανεισμός- το λεξιλόγιο της νεότερης ελληνικής: το γνωστό, και άκυρο, επιχείρημα ότι δεν ξέρεις επαρκώς ελληνικά, αν δεν ξέρεις την αρχαία και την καθαρεύουσα. Με την ίδια λογική ο νεαρός Γάλλος δεν θα είναι ποτέ επαρκής χρήστης της γλώσσας του, αν δεν ξέρει λαϊκά λατινικά, μεσαιωνικά λατινικά και αρχαία γαλλικά.

Η περίφημη διαχρονική ενότητα γραφής και ορθογραφίας δεν συνιστά επίσης κανενός είδους μοναδικότητα -υπάρχουν πολλά άλλα παράλληλα. Και η ιστορική ορθογραφία δεν σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, την επιβίωση της αρχαίας μέσα στην νεότερη γλώσσα.

Το επιχείρημα της «δομικής» συνοχής είναι ένα γλωσσολογικό φάντασμα που καλείται να στηρίξει το επιχείρημα της μοναδικής και μοναδικά ενιαίας ελληνικής γλώσσας. Η ελληνική, μας λένε, παρά τις αλλαγές που υπέστη μέσα στον χρόνο, δεν «αλλοιώθηκε» ως «προς τον εσωτερικό σκελετό της»· μπορεί να εμφανίζει χαρακτηριστικά μετακίνησης σε άλλη τυπολογική κατηγορία -από συνθετική σε αναλυτική- αλλά αυτό δεν είναι και τόσο σημαντικό· σημαντικό και αποδεικτικό της μοναδικότητάς της είναι ότι διατήρησε διακρίσεις πτώσεως, αριθμού, γένους, κλπ. (Μπαμπινιώτης 1994, κζ΄). Τα δεδομένα κόβονται, ράβονται και αξιολογούνται αυθαίρετα, για να στηρίξουν τον μύθο της μοναδικότητας της ενιαίας ελληνικής γλώσσας και να οδηγήσουν στο γλωσσολογικά αυθαίρετο και ασύστατο συμπέρασμα ότι χωρίς αρχαία και καθαρεύουσα ο χρήστης της νεότερης ελληνικής είναι γλωσσικά ανάπηρος. Η ενότητα και η συνέχεια υπάρχουν, όμως, για τον ερευνητή και όχι για τον χρήστη, ο οποίος δεν μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα μέσω ετυμολογικών λεξικών και ιστορικών γραμματικών [8]. Και εδώ θέλω να ξαναθυμίσω ένα χαρακτηριστικό όλης αυτής της νεότερης φιλολογίας περί γλώσσας: την παντελή της αδιαφορία για τη γλωσσολογική γνώση και τη, συχνότατα συνειδητή, παλινδρόμηση σε προ-επιστημονικές θέσεις που υπηρετούν τις επιθυμητές σκοπιμότητες [9].

Το μυθικό επιχείρημα της μοναδικότητας της ενιαίας ελληνικής γλώσσας ολοκληρώνεται με το εξίσου μυθικό επιχείρημα της μοναδικότητάς της από πλευράς περιεχομένου -η «ελληνική σημαντική» της διακήρυξης του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου (1984, 12). Η ελληνική αυτή σημαντική γεννιέται, κατά κύριο λόγο, στην αρχαιότητα και μεταφέρεται μαγικά και αδιάσπαστα μέσα στον χρόνο -με κύριο όχημα τη λόγια παράδοση- στη νεότερη ελληνική, αφού βέβαια κατακτήσει και εκπολιτίσει την υπόλοιπη Ευρώπη. Για να ολοκληρωθούν γλωσσικά αλλά και πνευματικά οι νεότεροι, πρέπει να γίνουν κοινωνοί αυτής της σημαντικής, όπως βρίσκεται προνομιακά αποτεθειμένη στην αρχαία ελληνική και στην αρχαιότροπη γλωσσικά λόγια παράδοση. Κι εδώ επιστρατεύεται και ο Βιτγκενστάιν, αφού υποστεί τις αναγκαίες προκρούστειες παρεμβάσεις, ώστε να είναι χρήσιμος για το μύθο. «Ο κόσμος μου υπάρχει, στον βαθμό που μπορώ να τον εκφράσω με τη γλώσσα μου», λέει ο Βιτγκενσταίν, και εννοεί ότι ο κόσμος υπάρχει, για το υποκείμενο, στον βαθμό και με τον τρόπο που έχει εμπλακεί στον ιστό της γλώσσας και της λογικής δομής της. Όταν μιλάει για γλώσσα ο Βιτγκενστάιν, δεν εννοεί βέβαι α την κάθε μεμονωμένη γλώσσα, αλλά τη γλώσσα γενικότερα και την κοινή, ενδεχόμενα, λογική δομή των γλωσσών. Η μυθολογία της «ελληνικής σημαντικής» τροποποιεί ανενδοιάστως τη ρήση του Βιτγκενστάιν: «ο ελληνικός κόσμος μου υπάρχει, στον βαθμό που μπορώ να τον εκφράσω με την ενιαία και μοναδική ελληνική μου γλώσσα» (Μπαμπινιώτης 1994, 6, 17). Γι' αυτό είναι εθνικό έγκλημα να μην διδάσκονται τα αρχαία και η καθαρεύουσα στο γυμνάσιο, για ορισμένους και στο δημοτικό, αν όχι και στα νήπια [10].

Θα ήθελα να κλείσω την εξέταση της πρώτης αυτής περιόδου (1974-1985) μ' ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σκόπιμης ελευθεριότητας στη χρήση των γλωσσολογικών εννοιών και εργαλείων. Πρόκειται για την έννοια της «μιγαδοποίησης» (Μπαμπινιώτης 1994, 242). Η «εισβολή», όπως ονομάζεται, αγγλικών, κυρίως, λέξεων στην ελληνική απειλεί να τη μετατρέψει σε «μιγαδική» γλώσσα. Μιγαδικές είναι οι γλώσσες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, για να ικανοποιήσουν τις επικοινωνιακές ανάγκες εργατικού ή δουλικού δυναμικού στην υπηρεσία των αποικιοκρατών (κυρίως γαιοκτημόνων). Το δυναμικό αυτό ήταν ποικίλης γλωσσικής προέλευσης και το γλωσσικό όργανο που προέκυψε βαθμιαία, η μιγαδική γλώσσα, βασίστηκε στη γλώσσα της αποικιοκρατικής δύναμης (αγγλικά, γαλλικά, πορτογαλικά, ισπανικά), αλλά επηρεάστηκε και από τις ποικίλες υποστρωματικές γλώσσες. Οι μιγαδικές είναι πλήρεις γλώσσες, απόλυτα ισότιμες με οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Υπάρχει αναλογία ανάμεσα στις συνθήκες που γέννησαν τις μιγαδικές γλώσσες και στις συνθήκες μέσα στις οποίες η ελληνική έρχεται σε επαφή σήμερα με την αγγλική; Απολύτως καμία. Το επιχείρημα της μιγαδοποίησης προωθείται γιατί δρα συμβολικά: ερεθίζει το αντανακλαστικό της «καθαρότητας» -και, μάλιστα, μέσα από τις (για κάποιους) αρνητικές φυλετικές συνδηλώσεις της έννοιας «μιγάς»- και συναντιέται με το επιχείρημα της μοναδικής ελληνικής γλώσσας, η οποία κινδυνεύει να εκβαρβαριστεί.

Επιτρέψτε μου τώρα να καταλήξω σε κάποιες γενικότερες διαπιστώσεις σχετικά με τις γλωσσικές αντιπαραθέσεις της πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας. Η καθιέρωση της δημοτικής ακολουθεί φυσικά την πτώση της δικτατορίας: τα οχυρά του καθαρευουσιανισμού και η ευρύτερη ιδεολογική τους βάση έχουν υπονομευθεί από τις πράξεις και τον «ελληνοχριστιανικό» λόγο της δικτατορίας. Επιπλέον, η καθιέρωση της δημοτικής προβάλλει ως αίτημα εκπαιδευτικού εκσυγχρονισμού ενόψει της ένταξης στην ΕΟΚ. Το γεγονός αυτό αποτελεί το πρώτο έναυσμα για την ανασύνταξη της ελληνοκεντρικής ιδεολογίας, που ενισχύεται από την αντιπαλότητα προς την έντονη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας, τη ριζοσπαστική ρητορική του πρώιμου ΠΑΣΟΚ και τις παρεμβάσεις του κυβερνητικού πια ΠΑΣΟΚ στο αναλυτικό πρόγραμμα σε ό,τι αφορά τη γλωσσική διδασκαλία αλλά και ευρύτερα των ανθρωπιστικών μαθημάτων (Ιστορία λ.χ.).

Η κινδυνολογία για την ελληνική γλώσσα -και την ελληνικότητα- που αρχίζει να αναπτύσσεται είναι, στην ουσία, αντίλογος στην ριζοσπαστικοποίηση της πρώιμης μεταπολίτευσης αλλά και στον ευρωπαϊσμό, στον οποίο χρεώνεται, εν μέρει, η επαπειλούμενη «αποκοπή από τις ρίζες» (Μπαμπινιώτης 1994, 13). Ο αντίλογος αυτός χρησιμοποιεί εργαλεία γνωστά από την ιστορία του ελληνικού «γλωσσικού ζητήματος»: «ενιαία ελληνική γλώσσα», «γλωσσική καθαρότητα» κλπ. Τα εργαλεία αυτά όμως ανασημασιοδοτούνται. Και δεν εννοώ απλά την προκρούστεια χρήση της νεότερης γλωσσολογίας, ώστε να περιβληθούν με κάποια επίφαση επιστημονικής εγκυρότητας. Εννοώ την ανασημασιοδότησή τους στο πλαίσιο μιας άλλης ιστορικής συγκυρίας. Το αξίωμα του «ενιαίου» της ελληνικής γλώσσας και το αίτημα της «καθαρότητας» είναι για τον 19ο αιώνα και το νεότευκτο νεοελληνικό κράτος η αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας μέσω της αρχαίας ελληνικής που διαθέτει τόσο κύρος στην Ευρώπη. Οι Νεοέλληνες θα πάψουν να είναι Ανατολίτες και θα γίνουν Ευρωπαίοι μέσω της ενιαίας ελληνικής γλώσσας -κατ' ουσίαν μέσω της αρχαίας και της καθαρεύουσας- και μέσω της κάθαρσης της νεοελληνικής από τα τεκμήρια της φθοράς και της παρακμής: τα τουρκικά, κυρίως, δάνεια.

Στην περίοδο που εξετάζουμε, το «ενιαίο» της ελληνικής γλώσσας επανερμηνεύεται ως μια ιστορική μοναδικότητα που αποδεικνύει την ανωτερότητα της ελληνικής απέναντι στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, τις οποίες γονιμοποίησε· το αίτημα της κάθαρσης αφορά στην προστασία της -και την κάθαρσή της- από τη δυτική, μέσω της αγγλικής, εκφυλιστική γλωσσική ηγεμονία (ο κίνδυνος της «μιγαδοποίησης»). Η ευρωκεντρική εθνική γλωσσική ιδεολογία του 19ου αιώνα αρχίζει να μετασχηματίζεται σε αντιευρωπαϊκή-εθνοκεντρική ή και εθνικιστική γλωσσική ιδεολογία της ανωτερότητας και της μοναδικότητας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την εποχή αυτή αρχίζει να διαμορφώνεται το «νεοορθόδοξο» ρεύμα που συγχρονίζεται απολύτως με τον γλωσσικό και άλλον ελληνοκεντρισμό, υποσκάπτοντας έτσι ένα βασικό χαρακτηριστικό της ορθοδοξίας, που είναι χαρακτηριστικό κάθε θρησκείας, την οικουμενικότητα της (βλ. Χόμπσμπαουμ 1994, 245). Βασικό συστατικό της νεοορθόδοξης τάσης είναι ο αντιευρωπαϊσμός, μέσα από τον παραδοσιακό αντιδυτισμό της ορθόδοξης εκκλησίας. Η λόγια παράδοση υπήρξε πάντα ευρωποκεντρική. Οι κληρονόμοι της, στην εποχή που συζητάμε, ανασημασιοδοτώντας τα ίδια εργαλεία, υιοθετούν κατ' ουσίαν την αντίθετη στάση [11].

Η επόμενη περίοδος -μέσα της δεκαετίας του '80 μέχρι και σήμερα- είναι σημαδεμένη από διεθνή γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας: κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, παγκόσμια κυριαρχία του αντίπαλου στρατοπέδου και της οικονομίας της αγοράς με τη νεοφιλελεύθερη μορφή της. Στις πρώην ανατολικές χώρες, το πήδημα από το τηγάνι του υπαρκτού σοσιαλισμού στη φωτιά του καπιταλισμού σημαίνει φτώχεια, αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, αναβίωση των εθνικισμών. «Όταν η κοινωνία αποτύχει, το έθνος εμφανίζεται ως η υπέρτατη εγγύηση» (Χόμπσμπαουμ 1994, 245).

Για την Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν, βέβαια, σημαντικές επιπτώσεις. Στην εξ Ανατολών απειλή έρχονται να προστεθούν τα προβλήματα από τον Βορρά, με πρώτο και κύριο το «μακεδονικό» και, κατά δεύτερο λόγο, τα ζητήματα με την Αλβανία. Η αντιπαράθεση με τα Σκόπια είναι αυτή που «φουντώνει», για να το πω έτσι, τη διαφαινόμενη από την προηγούμενη περίοδο εθνικιστική μορφοποίηση του ελληνοκεντρισμού -γλωσσικού και άλλου. Το επιχείρημα της μοναδικότητας και της ανωτερότητας του απειλούμενου ελληνισμού βρίσκει έναν εξαιρετικό «σύμμαχο» στον σκοπιανό αλυτρωτισμό και στις εθνικιστικές του επιλογές. Ο ελληνισμός και η ελληνικότητα κινδυνεύουν από τους βόρειους υπανάπτυκτους σφετεριστές και από τους Ευρωπαίους -τους ξένους- ,που δεν κατανοούν τα ιστορικά μας δίκαια, παρόλο που εμείς -αυτό το μυθικό «εμείς»- είμαστε εκείνοι που εκπολιτίσαμε με τη γλώσσα «μας» και τον πολιτισμό «μας».

Οι εξωτερικές αυτές συγκυρίες συναντιούνται με την εσωτερική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας: λιτότητα, ανεργία, ανασφάλεια, σκάνδαλα και σκανδαλολογία, πολιτική παθητικοποίηση και απογοήτευση. «Όταν η κοινωνία αποτύχει, το έθνος εμφανίζεται ως η υπέρτατη εγγύηση», για να ξαναθυμηθούμε τη διατύπωση που μόλις παραθέσαμε. Εξωτερικές και εσωτερικές συγκυρίες συνεργάζονται ώστε να αποκτήσει πλατιά βάση και αποδοχή ο εθνικιστικός ελληνοκεντρισμός.

Τι γίνεται, ειδικότερα, στο μέτωπο της γλώσσας; Το αίτημα της επαναφοράς των αρχαίων στο γυμνάσιο -για ορισμένους και στο δημοτικό- διατυπώνεται όλο και πιο επιτακτικά, και σ' ένα όλο και ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό φάσμα. Το παραδοσιακό «σωστικό του έθνους» (κατά την έκφραση της Έλλης Σκοπετέα), οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, και όλο το σχετικό σκεπτικό της ανασημασιοδοτημένης μυθολογίας της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου κυριαρχεί, και τα αρχαία επαναφέρονται. Τα σχετικά διδακτικά εγχειρίδια καθορίζονται και διαμορφώνονται από αυτή τη μυθολογία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη φάση αυτή δεν ακούγεται πλέον το επιχείρημα της «κακοποίησης» της ελληνικής γλώσσας από την «κομματικοποίησή» της. Ο λόγος είναι απλός: ο αντίπαλος λόγος μοιάζει να έχει χάσει -ως περιεχόμενο- τη δύναμη να επηρεάζει αποφασιστικά. Τονίζω τη λέξη «περιεχόμενο», γιατί αυτό ήταν ο βαθύτερος στόχος της κινδυνολογικής γλωσσικής μυθολογίας. Κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, συρρίκνωση, στο εσωτερικό, της αριστεράς και του αυθεντικού αμφισβητητικού λόγου, παθητικοποίηση.

Αυτό που κυριαρχεί, στη φάση αυτή, είναι ο μύθος της μοναδικότητας και της ανωτερότητας της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού (του αρχαίου ελληνικού) πολιτισμού. Μετριούνται μετά μανίας οι λέξεις τις οποίες δάνεισε η γενναιόδωρη και μοναδική ελληνική στις φτωχές, σχεδόν άναρθρες, συγγένισσές της -τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες- και σηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών, όταν διαπιστώνεται ότι υπάρχει ο κίνδυνος να εξαιρεθεί η ελληνική από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η θεμιτή όχληση από μια τέτοια προοπτική, εδώ παίρνει διαστάσεις ελληνοκεντρικής υστερίας. «Αυτό μπορεί να ισχύσει για άλλες μικρές γλώσσες», ακούγεται από επίσημα χείλη, «αλλά όχι για την ελληνική».

Για να συνοψίσω: στην τελευταία εικοσαετία, απόψεις για τη γλώσσα που κατάγονται από την ελληνική εθνική μυθολογία -αυτή που σχετίζεται με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας- ανασημασιοδοτούνται δραστικά στην κατεύθυνση μιας εθνικιστικής μυθολογίας. Η απάντηση στο πρόβλημα της «ετερότητας» είναι η εθνικιστική αναδίπλωση.

Ωστόσο το ζήτημα της «ετερότητας» υπάρχει, και μάλιστα για ένα έθνος όπως το νεοελληνικό, το οποίο ιστορικά ισορροπεί -ή ανισορροπεί- ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή, στην «καθ’ ημάς» έστω Ανατολή. Και θα συμφωνήσω απόλυτα με τον κ. Ελεφάντη (1994) ότι η ετερότητα είναι σήμερα στο στόχαστρο μιας παντοδύναμης γεωοικονομίας των πολυεθνικών και των πολυμέσων, που αποστρέφονται εθνικές ιδιαιτερότητες οι οποίες εμποδίζουν την απόλυτη κυριαρχία τους. Αυτή η κρίσιμη όψη του ζητήματος δεν εμφανίζεται καθόλου στη γλωσσική μυθολογία που εξετάσαμε, και αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο, με δεδομένη την ευρύτερη ιδεολογία της. Και όπως πάλι επισημαίνει πολύ σωστά ο κ. Ελεφάντης, «οι αρχιερείς της παγκοσμιοποίησης» συχνά σηκώνουν το λάβαρο του αντιεθνικισμού– και στο ζήτημα της γλώσσας [12]

Πώς θα διαφοροποιηθεί κανείς από έναν αντιεθνικισμό, έναν κοσμοπολιτισμό, που έχει βαθύτερο κίνητρο το κέρδος και την κυριαρχία, και πώς θα υπερασπιστεί την «ετερότητά» του χωρίς να παλινδρομήσει σ' έναν ξενοφοβικό εθνικισμό;

Θα μιλήσω για τη γλώσσα και για τη γλωσσική πολιτική, με την επίγνωση -κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό- ότι το «χοντρό παιχνίδι», για το πω έτσι αγοραία, δεν παίζεται στο γήπεδο της γλώσσας, αλλά σε άλλα, στρατηγικότερης σημασίας, γήπεδα.

Τι κάνει κανείς απέναντι σ' έναν λόγο, σε γλωσσικές χρήσεις, που σχεδιάζεται στα «λογιστήρια» της «παγκοσμιοποίησης», για να χρησιμοποιήσω τις εκφράσεις του κ. Ελεφάντη, και που στοχεύει στη συγκάλυψη, στον καταναγκασμό, την παραπληροφόρηση, την εμπορευματοποίηση των πάντων και στην υποταγή του δέκτη στις επιταγές της; Αυτό το είδος λόγου το ζούμε εδώ και μια δεκαετία στην Ελλάδα, στον χώρο κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, της παντοδύναμης ιδιωτικής τηλεόρασης. Και αυτή η γλωσσική χρήση πριμοδοτεί και μυθοποιεί την ξένη λέξη -όλα τα κανάλια έχουν αγγλικές επωνυμίες-, γιατί ξέρει την εμπορικότητά της, τη δύναμη που ασκεί πάνω στον δέκτη ως αποδέκτη και καταναλωτή.

Το χειρότερο που έχει να κάνει κανείς είναι να κραυγάσει «κινδυνεύει η καθαρότητα της γλώσσας μας και της φυλής μας», και να προχωρήσει στην εθνικιστική μυθοποίηση της γλωσσικής ετερότητάς του και στη νομική, ενδεχομένως, προστασία της. Η γλώσσα δεν κινδυνεύει από τέτοιες γλωσσικές χρήσεις, γιατί η γλώσσα μπορεί και να αποκαλύπτει και να συγκαλύπτει, και να απελευθερώνει και να καταναγκάζει. Έχει, λοιπόν, η γλώσσα μια συστατική ουδετερότητα. Η συγκάλυψη, ο καταναγκασμός, η παραπληροφόρηση δεν αποτελούν γλωσσική παθολογία. Σε αυτά τα περιεχόμενα απαντά κανείς μ’ έναν αντίπαλο λόγο που εκφράζει τα αντίπαλα περιεχόμενα.

Στον χώρο της γλωσσικής πολιτικής, η «ετερότητα», μια «ετερότητα» που θα πρέπει ταυτόχρονα να διακρίνει και να ενώνει, θα διαφυλαχθεί -και, σε κάποιο ποσοστό, θα διαμορφωθεί- όχι μέσα από τη μυθοποίηση της μητρικής γλώσσας και της ιστορίας της, αλλά μέσα από την απομυθοποίησή της: μέσα από την αποκάλυψη τόσο των ιστορικών (και όχι μυθικών) ιδιαιτεροτήτων της όσο και της ενότητάς της με τις άλλες γλώσσες· ενότητα που, απώτερα, προκύπτει από την ενότητα της ανθρώπινης νόησης.

Η απομυθοποίηση αυτή θα πρέπει βέβαια να επεκταθεί, με ανάλογο τρόπο, και στη διδακτική της ξένης γλώσσας: της «ισχυρής» ξένης γλώσσας που εκφράζει ένα «ισχυρό» πολιτισμικό μοντέλο. Η υπεράσπιση της «ετερότητας» -ειδικά στον χώρο των «ασθενών» λεγόμενων γλωσσών- θα πρέπει να διαμορφώσει τη διδακτική εκείνη που συνειδητά θα αντιστέκεται στις μυθοποιητικές συνδηλώσεις με τις οποίες η ισχυρή -πολιτισμικά- γλώσσα περιβάλλεται στην επικράτεια της «ασθενούς» γλώσσας. Ας μην ξεχνάμε ότι η μεθοδολογία της διδακτικής παράγεται, για προφανείς λόγους, στις χώρες όπου μιλιούνται «ισχυρές» γλώσσες. Είναι καιρός εμείς οι γλωσσολόγοι των «μικρών» γλωσσών να ξανασκεφτούμε το ζήτημα της διδακτικής της ισχυρής ξένης γλώσσας, που δεν είναι βέβαια καθόλου άσχετο με το ζήτημα της διδακτικής της μητρικής γλώσσας (Semoglou 1993).


1.Ευχαριστώ την Έλλη Σκοπετέα, που με βοήθησε να δω καθαρότερα, και σε ιστορική προοπτική, αρκετά σημεία αυτού του προβλήματος.
2.Στις αρχές αυτής της περιόδου νομιμοποιείται και το Κ.Κ.Ε.
3.Οι σημερινοί Βούλγαροι μιλούν μια σλαβική γλώσσα, αλλά η αρχική τους γλώσσα δεν ήταν σλαβική· κάτω από την επιρροή του σλαβικού περιβάλλοντος αφομοιώθηκαν γλωσσικά. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις ακολούθησαν μια συνειδητή πολιτική υποβάθμισης των τοπικών γλωσσών, αναδεικνύοντας τις δικές τους γλώσσες σε γλώσσες της διοίκησης αλλά και της εκπαίδευσης. Αυτό το έζησε και η Κύπρος, μόνο που εδώ λόγω της εσωτερικής αντίστασης το φαινόμενο αυτό δεν πήρε τις διαστάσεις που παρατηρεί κανείς λ.χ. στην Αφρική (βλ. σχετικά Phillipson 1992). Η τύχη της ελληνικής γλώσσας στη διασπορά είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Εκεί η ελληνική γλώσσα όντως κινδυνεύει, γιατί χάνει τους ομιλητές της.
4.«Κακοποίηση» της γλώσσας, βλ. Μπαμπινιώτης 1994, 166· ΕΓΟ 1984, 7.
5.Για τον Μπαμπινιώτη (1994, 10) «λεξιπενία» είναι η «φτώχεια στη χρήση και την κατανόηση ενός ευρύτερου λεξιλογίου». Ως «ευρύτερο» λεξιλόγιο θεωρείται, κατά κύριο λόγο, η αρχαία και η αρχαιότροπη γλώσσα (καθαρεύουσα). Το γεγονός ότι η αρχαία γλώσσα δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί ως «ευρύτερο λεξιλόγιο» των ομιλητών της νέας ελληνικής δεν αναστέλλει τη διατύπωση αυτής της άποψης. Η ελληνική γλώσσα, υποστηρίζεται, είναι «ενιαία». Θα συζητήσουμε αυτόν τον μύθο λίγο παρακάτω. Η ουσία του (μυθικού) επιχειρήματος της «λεξιπενίας» είναι εξωγλωσσική: η υποχώρηση της καθαρεύουσας απειλεί ένα ολόκληρο συντηρητικό ιδεολογικό οικοδόμημα. Η «λεξιπενία» είναι ένα από τα όπλα με τα οποία το οικοδόμημα αυτό αμύνεται ή και αντεπιτίθεται.
6.«Το ζήτημα που τίθεται στην πράξη είναι σε ποιο βαθμό μπορεί να αλλοιωθεί η γλωσσική μας ταυτότητα από την επαφή της ελληνικής με τις ισχυρές (σε έκταση χρήσεως και κοινωνικοπολιτικό γόητρο) γλώσσες της Κοινότητας» (Μπαμπινιώτης 1994, 13).
7.Βλ. λ.χ. Μπαμπινιώτης 1994, λδ΄, κδ΄-ε΄. Επιχειρήματα μοναδικότητας βρίσκει κανείς και σε άλλες γλωσσικές μυθολογίες, βλ. σχετικά Χόμπσμπαουμ 1994, 170 και Phillipson 1992.
8.Δύσκολα συγκαλύπτεται, μέσα στη θέση αυτή, ο απόηχος της ακραίας καθαρευουσιάνικης άποψης -που κατακεραυνώθηκε επανειλημμένα από τον Χατζιδάκι-, η οποία έβλεπε στη νεότερη ελληνική τη «διεφθαρμένη» και «νοσηρά παραφυάδα» της αρχαίας ελληνικής.
9.Έτσι, οι θέσεις του Κοραή, («όποιος χωρίς την γνώσιν της αρχαίας επιχειρεί να ερμηνεύσει την νέαν ελληνική ή απατάται ή απατά») ή του Χατζιδάκι (η ιστορική έρευνα της νέας ελληνικής προϋποθέτει την μελέτη της μεσαιωνικής και της αρχαίας) προσάγονται -απολύτως διαστρεβλωτικά (βλ. Μπαμπινιώτης 1994, 65)- ως επιχειρήματα της μοναδικής ενότητας και συνέχειας της ελληνικής, για να οδηγήσουν στο συμπέρασμα της αναγκαιότητας της διδασκαλίας των αρχαίων και της καθαρεύουσας στα σχολεία. Αλλά τόσο ο Κοραής, όσο και, κυρίως, ο Χατζιδάκις διατυπώνουν την προφανή αρχή -προφανή για τη μελέτη και την έρευνα της ιστορίας κάθε γλώσσας- ότι η ιστορική γλωσσολογική έρευνα αναζητεί και παρακολουθεί τους ιστορικούς μετασχηματισμούς μιας γλώσσας.
10.«Γι' αυτό και η ίδια η διδασκαλία μιας μητρικής εθνικής γλώσσας, όταν διδάσκεται σωστά και στο απαιτούμενο βάθος, είναι αυτόχρημα διδασκαλία του ύφους και του ήθους ενός λαού, ιστορικός και φρονηματιστικός μαζί παράγων» (Μπαμπινιώτης 1994, 6).
11.Και δεν πρόκειται απλά για την αντίθεση «Ελλάδα-Ευρώπη», αλλά για την αντίθεση «οικουμενικότητα-διεθνικότητα» (στενότερη ή ευρύτερη) από το ένα μέρος, «εθνοκεντρισμός-εθνικισμός» από το άλλο.
12.Για κάποια παλαιότερα ανάλογα φαινόμενα, βλ. Χόμπσμπαουμ 1994, 165.

*****

Δημοσιεύτηκε στον τόμο Η ελληνική γλώσσα στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση. Γλωσσικός πλουραλισμός και γλωσσοεθνοκεντρισμός, σελ. 163-179/ La langue grecque dans l' Union europeene elargie. Plurilinguisme et ethnocentrisme linguistique, σελ. 411-422 (Αθήνα: Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, 1996/ Αthenes: Centre de la Traduction Litteraire, 1996).

Βιβλιογραφικές αναφορές

ΕΛΕΦΑΝΤΗΣ, Α. 1994. Για την «καθαρότητα» της γλώσσας. Η Εποχή, 8 Μαΐου.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ (ΕΓΟ). 1984. Ελληνική γλώσσα: συζητήσεις και αναζητήσεις. Αθήνα: Καρδαμίτσα.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ. Δ. 1994. Η γλώσσα ως αξία: το παράδειγμα της ελληνικής. Αθήνα: Gutenberg.
PHILLIPSON, R. 1992. Linguistic Imperialism. Οξφόρδη: Oxford University Press
SEMOGLU, O. 1993. Enseignement precoce du francais ou eveil au langage: proposition pour les ecoles maternelles grecques. Ανακοίνωση στο: 3rd European Conference of the Quality of Early Childhood Education, Κρυοπηγή, Χαλκιδική, 1-3 Σεπτεμβρίου.
ΧΟΜΠΣΜΠΑΟΥΜ, Ε. 1994. Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Μτφρ. Χ. Νάντρις. Αθήνα: Καρδαμίτσα.

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark