Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Η γλωσσική (α)συνέχεια

Α. Η έννοια της συνέχειας

Ίσως η βασικότερη ιδιότητα της Ελληνικής, σύμφωνα με τις πιο παραδεδομένες απόψεις, είναι η τρισχιλιετής και πλέον ιστορία της, η συνέχειά της από την Αρχαία μέχρι και την Κοινή Νέα Ελληνική (ΚΝΕ). «Η ενιαία και αδιαίρετη Ελληνική» αποτελεί σχεδόν στερεοτυπική έκφραση, που επαναλαμβάνεται από ανθρώπους πολύ διαφορετικών πολιτικών και άλλων αντιλήψεων. Η σκόπιμη ταύτιση συνέχειας και ενότητας έχει δημιουργήσει έναν από τους πιο ισχυρούς μύθους της Ελληνικής, την αδιατάρακτη ενότητά της, η οποία καταλαμβάνει κεντρική θέση σε όλες σχεδόν τις συζητήσεις για την Ελληνική.

Κρίνοντας από την ελληνική εμπειρία, θα πίστευε κανείς ότι θα μπορούσε πολύ εύκολα να βρει αντίστοιχες συζητήσεις με παρεμφερείς αντιλήψεις σε όλες σχεδόν τις χώρες με μακρά γλωσσική παράδοση. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει: είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς μία τόσο -φαινομενικά- ατράνταχτη και σημαντική αντίληψη ελάχιστα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή γλωσσολογική βιβλιογραφία. Η εξήγηση, βέβαια, είναι προφανής: Στις περισσότερες χώρες δεν τίθεται καθόλου το ζήτημα της συνέχειας της εκάστοτε γλώσσας, ενώ απόψεις όπως αυτές που είναι ευρύτατα διαδεδομένες στην Ελλάδα βρίσκονται σίγουρα στο περιθώριο και σχεδόν πάντοτε ανασύρονται από εθνικιστικές ομάδες. Φυσικά, η Ελληνική δεν είναι η μόνη γλώσσα με μακρά ιστορία στην Ευρώπη: οι περισσότερες από τις σημερινές επίσημες γλώσσες των Ευρωπαϊκών κρατών έχουν μακραίωνη ιστορία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις νεο-ρομανικές (π.χ. Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική), ενώ και η Αγγλική μαρτυρείται ήδη από τον 7ο αι. μ.Χ. Και παρόλο που και εκεί ανθεί η μελέτη παλαιότερων μορφών των γλωσσών, όπως λ.χ. της Παλαιάς / Αρχαίας Αγγλικής ή Γαλλικής (Old English, Old French) και βέβαια και της Λατινικής, το θέμα της συνέχειας ελάχιστα απασχολεί τους μελετητές, αλλά και την ευρύτερη κοινωνία.

Αυτό συμβαίνει γιατί η έννοια της γλωσσικής συνέχειας ορίζεται διαφορετικά απ’ ό,τι στην Ελλάδα: αν με τον όρο συνέχεια εννοήσουμε το γεγονός ότι σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο υπάρχει μία ομάδα -η κυρίαρχη- ομιλητών των οποίων η μητρική γλώσσα προέρχεται από μία προγενέστερη που μιλούσαν συγκεκριμένοι ομιλητές στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, τότε απλά επισημαίνουμε ένα συνηθισμένο φαινόμενο, το οποίο παρατηρείται σε πάρα πολλές γλώσσες παγκοσμίως.

Το κρίσιμο ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι η συνέχεια αυτή καθαυτή, αλλά αν οι προγενέστερες μορφές της εκάστοτε γλώσσας (π.χ. της Αγγλικής ή της Ελληνικής) θεωρείται ότι απηχούν την ίδια γλώσσα ή όχι. Με άλλα λόγια, αν δικαιούμαστε να αναφερόμαστε σε ενιαία Ελληνική ή Αγγλική. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το ζήτημα αυτό δεν τίθεται καν, γιατί είναι γνωστό στη γλωσσολογική κοινότητα ότι ο καθορισμός των γλωσσών είναι περισσότερο πολιτικό θέμα παρά οτιδήποτε άλλο, και προφανώς επειδή δεν συντρέχουν και οι πολιτικοί λόγοι για να ανασυρθεί ένα τέτοιο ζήτημα. Ο εξω-γλωσσικός χωρισμός των γλωσσών είναι προφανής και σε συγχρονικό επίπεδο: χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των Σκανδιναβικών γλωσσών, ιδιαίτερα της Σουηδικής και της Νορβηγικής, που παρά τη στενή τους συγγένεια θεωρούνται διαφορετικές γλώσσες, κυρίως διότι αποτελούν τις τυποποιημένες μορφές γλώσσας των αντίστοιχων εθνικών κρατών. Αλλά και ορισμένες Γερμανικές διάλεκτοι συγγενεύουν τόσο με την Ολλανδική, που οι ομιλητές τους μπορούν με μικρή δυσκολία να επικοινωνήσουν με τους Ολλανδούς. Παρ’ όλα αυτά, δύσκολα αμφισβητείται το γεγονός ότι η Ολλανδική και η Γερμανική είναι δύο διαφορετικές γλώσσες, που απλά ανήκουν στην Γερμανική οικογένεια της Ινδο-Ευρωπαϊκής. Ακόμα, λοιπόν, και σε περιπτώσεις όπου το κριτήριο της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ πληθυσμών, που αποτελεί ίσως και το μοναδικό σχετικά αξιόπιστο γλωσσικό κριτήριο για τον καθορισμό των γλωσσών, συντρέχει στην πράξη, και πάλι αυτό δεν σημαίνει ότι τελικά οι ομιλητές των δύο αυτών «γλωσσών» θα θεωρηθεί ότι μιλούν την ίδια γλώσσα.

Επομένως, όπως ο καθορισμός των γλωσσών σε συγχρονικό επίπεδο γίνεται με βάση κυρίως πολιτικά κριτήρια, το ίδιο θα ίσχυε και σε διαχρονικό επίπεδο, μόνο που στην τελευταία περίπτωση τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, καθώς δεν πρόκειται για ζωντανές γλώσσες. Και μόνο, λοιπόν, η προβολή ενός τέτοιου ζητήματος περί συνέχειας και ενότητας μιας γλώσσας αποτελεί πολιτική πράξη, με συγκεκριμένους στόχους. Αυτό επαληθεύεται απόλυτα στην περίπτωση της Ελληνικής.

Β. Η «ενιαία και αδιαίρετη» Ελληνική

Όπως αναφέραμε, η αδιαίρετη συνέχεια της Ελληνικής βρίσκεται, δυστυχώς, στα πρόθυρα της μετατροπής της σε στερεοτυπική φράση, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλα σχεδόν τα επικοινωνιακά περιβάλλοντα χρήσης. Φυσικά, το κρίσιμο στοιχείο στην όλη συζήτηση, όπως ήδη επισημάναμε, δεν είναι το -αναμφισβήτητο- γεγονός της καταγωγής της ΚΝΕ από την Αρχαία, αλλά η προσπάθεια να αποδειχτεί (όποτε αυτή γίνεται και δεν θεωρείται απλά αυτονόητο) ότι τόσο η ΚΝΕ όσο και η Αρχαία (και ενδεχομένως και άλλες «ελληνικές», όπως η Ελληνιστική ή η Μεσαιωνική) αποτελούν μορφές της ίδιας, ενιαίας γλώσσας, της Ελληνικής. Φυσικά, αυτή η μυθική αντίληψη δεν είναι καινούρια: βρίσκεται στον πυρήνα των γλωσσικών πεποιθήσεων που στήριξαν στο παρελθόν την επιβολή της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας της Ελλάδας. Όμως και σήμερα η ισχύς της φαίνεται στην ρητορική εναντίον των νέων, οι οποίοι δεν μπορούν να καταλάβουν «παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας» (της ίδιας, ενιαίας Ελληνικής βέβαια), και έχουν απίστευτη ένδεια λεξιλογικού πλούτου, αφού δεν αξιοποιούν τον θησαυρό της Ελληνικής (υπονοώντας, βέβαια, τις λέξεις της Αρχαίας, που ανήκουν στην ίδια, ενιαία γλώσσα). Και φυσικά, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επαναφορά της διδασκαλίας αρχικά προγενέστερων μορφών της Ελληνικής από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, και στη συνέχεια αποκλειστικά της Αρχαίας (δηλαδή της Αττικής του 5ου αι.), για να φανεί ξεκάθαρα ότι το ζήτημα είναι η σύνδεσή μας με την αρχαιότητα και όχι με την «παρηκμασμένη» ελληνιστική.

Υπάρχουν, όμως, επιχειρήματα που πιστοποιούν τον ενιαίο χαρακτήρα της Ελληνικής; Ας το εξετάσουμε από τρεις διαφορετικές απόψεις: επικοινωνιακά, δομικά και αμιγώς λεξιλογικά. Ως προς την επικοινωνιακή διάσταση του θέματος, στο ερώτημα αν η Αρχαία και η ΚΝΕ είναι αμοιβαία κατανοητές δεν μπορεί φυσικά να υπάρξει απάντηση, μια και δεν έχουμε φυσικούς ομιλητές της Αρχαίας. Αλλά και μόνο για τους ομιλητές της ΚΝΕ είναι σαφές ότι η Αρχαία δεν είναι κατανοητή χωρίς συστηματική διδασκαλία και μελέτη. Και φυσικά, το επιχείρημα πολλών, ότι δηλαδή πολλές λέξεις είναι ίδιες ή παρόμοιες δεν καθιστά την Αρχαία κατανοητή, καθώς η αναγνώριση σποραδικών λέξεων μέσα σε προτάσεις δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση κατανόηση του νοήματος των προτάσεων. Επομένως, από «επικοινωνιακή» άποψη, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η Αρχαία και η ΚΝΕ είναι η ίδια γλώσσα. Η κατάσταση είναι ελαφρά διαφορετική για τις μετακλασικές μορφές της Ελληνικής, όπως είναι αναμενόμενο λόγω των γλωσσικών αλλαγών που σταδιακά οδήγησαν στην ΚΝΕ. Όμως ούτε η ελληνιστική κοινή αποτελεί μορφή της ΚΝΕ, ενώ ακόμα και κείμενα τα οποία θεωρητικά ανήκουν στη «Νεοελληνική» λογοτεχνία, όπως ο «Κατζούρμπος» του Χορτάτζη (17ος αι.), προκαλούν σοβαρές δυσκολίες στη κατανόηση σε όσους δεν έχουν ιδιαίτερη εξοικείωση με τη Μεσαιωνική ελληνική (δηλαδή, στη συντριπτική πλειονότητα των ομιλητών της ΚΝΕ). Όσο για νομικά κείμενα από την Βενετοκρατούμενη Ελλάδα (π.χ. Κρήτη), πολλές φορές είναι αμφιλεγόμενο αν είναι γραμμένα στην ελληνική ή σε ένα μίγμα ελληνικής και ιταλικής. Αυτό υποδεικνύει ότι μάλλον καταχρηστικά (αν όχι τελείως λανθασμένα) συμπεριλαμβάνονται έργα σαν τον Κατζούρμπο στα μνημεία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, μια και ούτε από άποψη γλώσσας ούτε από άποψη κοινωνίας ανήκουν στη νέα ελληνική πραγματικότητα.

Ένα άλλο κριτήριο που επικαλούνται πολλοί για να αποδείξουν την ενότητα της Ελληνικής είναι δομικό, δηλαδή ότι λίγες μορφο-συντακτικές αλλαγές έχουν γίνει από την Αρχαία μέχρι τη ΚΝΕ. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να σταθεί ούτε να εκληφθεί σοβαρά, μια και στη διάρκεια αυτών των αιώνων (για να μην αναφερθούμε φυσικά στις προ-κλασικές φάσεις της Ελληνικής) έχουν σημειωθεί ριζικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: α) στο μορφολογικό (σαρωτικές αλλαγές στο ονοματικό αλλά και στο ρηματικό σύστημα: εξαφάνιση παραδειγμάτων κλίσης, μεταπλασμός ονομάτων και ρημάτων, δημιουργία νέων παραγωγικών καταλήξεων, αλλαγές στο γένος των ονομάτων, εμφάνιση πολλών περιφραστικών χρόνων του ρήματος και εξαφάνιση παλαιών μορφολογικών τύπων, όπως ο στιγμιαίος Μέλλοντας κ.λ.π.), β) στο φωνολογικό (το σύστημα της ΚΝΕ είχε διαμορφωθεί περίπου από τον 10ο αι. μ.Χ.) και γ) στο συντακτικό (αλλαγές στις επιτρεπτές σειρές των όρων της πρότασης, ανάπτυξη συμπληρωματικών προτάσεων στη θέση του Απαρεμφάτου κ.λ.π.). Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι περισσότερες από τις παραπάνω αλλαγές πραγματοποιήθηκαν σε μια μεγάλη διάρκεια από την ελληνιστική εποχή και εξής, και ότι η ΚΝΕ πήρε την σημερινή της μορφή μόλις τον 20ο αι.

Τέλος, ακόμα και η σημερινή μορφή της ΚΝΕ έχει τροποποιηθεί προς το λογιότερο σε σχέση με τις Μεσαιωνικές και τις Νέες ελληνικές διαλέκτους, κυρίως ως προς το επίπεδο του λεξιλογίου, με την αθρόα χρήση αρχαίων λέξεων και ριζών για την δημιουργία νέων λέξεων από τον 19ο και εξής. Η σχετική λεξιλογική και μορφολογική ομοιότητα της ΚΝΕ με προγενέστερες φάσεις της Ελληνικής (και κυρίως με την προ-μεσαιωνική ελληνική) οφείλεται εν μέρει και στον καθαρευουσιανισμό και την τάση «εξυγίανσης» της γλώσσας από διάφορα «ξένα» και «λαϊκά» στοιχεία. Αλλά ακόμα και αυτή η λεξιλογική συνάφεια της ΚΝΕ με την Αρχαία δεν είναι ικανή να υποστηρίξει τον ενιαίο και αδιαίρετο χαρακτήρα της γλώσσας, σε αντίθεση με όσα συχνά αναφέρονται, ότι εφόσον υπάρχουν τόσες πολλές ίδιες λέξεις, τότε πρόκειται για την ίδια γλώσσα. Όπως ήδη επισημάναμε, η κατανόηση λέξεων δεν σημαίνει και την κατανόηση της γλώσσας: Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και η Ιταλική, η οποία αντλεί σε συντριπτικό ποσοστό τον λεξιλογικό της πλούτο από την Λατινική, αλλά αυτό δεν οδηγεί τους Ιταλούς να υποστηρίξουν ότι η Ιταλική και η Λατινική είναι μία γλώσσα ή ότι μπορούν να καταλάβουν εύκολα Λατινικά.

Συμπερασματικά, όλα τα γλωσσικά κριτήρια συνηγορούν στο ότι η ΚΝΕ είναι «απόγονος» της Αρχαίας, αλλά κανένα γλωσσικό κριτήριο δεν στηρίζει την άποψη ότι η Αρχαία και η ΚΝΕ αποτελούν μορφές της ίδιας γλώσσας, δηλαδή ο μύθος της ενιαίας Ελληνικής είναι εξω-γλωσσολογικός, άρα γλωσσικός-πολιτικός.

Γ. Ενιαία Ελληνική-ενιαίος Ελληνισμός

Είναι, μάλλον, προφανές ότι ο μύθος της ενιαίας Ελληνικής τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τον μύθο περί πολιτισμικής (και για κάποιους ακραίους εθνικιστές φυλετικής) ενότητας και συνέχειας του Ελληνισμού. Η ελληνική γλώσσα, που θεωρήθηκε πρωταρχικό στοιχείο πολιτισμού και ταυτότητας κάθε γλωσσικής ομάδας, έπρεπε οπωσδήποτε να αναχθεί στην αρχαιότητα τον 19ο αι., σε αντιστοιχία με τους Έλληνες, οι οποίοι έπρεπε οπωσδήποτε να «αναχθούν» πολιτισμικά στην ένδοξη αρχαιότητα. Η συνέχεια του «Ελληνισμού» προϋπόθετε και προϋποθέτει, φυσικά, και την συνέχεια της Ελληνικής, όχι με την έννοια της διαδοχικής διαφοροποίησης μίας γλώσσας που κατάγεται από την Αρχαία, αλλά με την έννοια της αδιαίρετης γλώσσας η οποία διαθέτει μία ιστορία 3.500 χρόνων. Είναι, ασφαλώς, περίεργο πώς όλος ο πλούτος αυτής της ενιαίας Ελληνικής δεν είναι καταγεγραμμένος στο DNA των ομιλητών της ΚΝΕ... Όμως όσο ενιαία είναι η Ελληνική, άλλο τόσο ενιαίος και συνεχής είναι και ο «Ελληνισμός». Και επειδή η «πολιτισμική συνάφεια» είναι ίσως πιο δύσκολο να υποστηριχθεί, η «ενιαία Ελληνική» αποτελεί μάλλον προπύργιο της συγκεκριμένης αντίληψης, αφού υπάρχουν κάποιες λέξεις κοινές, χωρίς αμφιβολία...

Αυτή η πολιτική αντίληψη διαφοροποιεί την περίπτωση της Ελληνικής από αυτή λ.χ. της Αγγλικής. Και στη τελευταία δεν συντρέχει κάποιος γλωσσολογικός λόγος για να αποκαλέσουμε την Αρχαία Αγγλική μορφή της Αγγλικής, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση το όνομα «Αρχαία Αγγλική» υποδεικνύει ίσως μία προσπάθεια αναγωγής της Αγγλικής σε κάποιο μακρινό παρελθόν (και, πάντως, πιο μακρινό από τον 15ο αι. και τον Σέξπιρ), ωστόσο δεν δίνει λαβή για καμία συζήτηση περί ενιαίας Αγγλικής και λεξιλογικού πλούτου του οποίου κοινωνοί πρέπει να γίνουν όλοι οι ομιλητές της Αγγλικής. Και αυτό γίνεται φανερό με μία επίσκεψη σε ένα χώρο θεσμικής, καθεστωτικής έκφρασης της ιστορίας όπως είναι τα Μουσεία Ιστορίας: εκεί οι ομιλητές της Αρχαίας Αγγλικής αναφέρονται ως Αγγλο-Σάξονες (Anglo-Saxons) και όχι ως Άγγλοι ή Βρετανοί (English / British). Και, βέβαια, καμία γλώσσα- απόγονος της Λατινικής δεν διεκδικεί το όνομα της Νέας Λατινικής...

Συμπερασματικά, «η ενιαία Ελληνική» αποτελεί έναν ακόμα γλωσσικό-πολιτικό μύθο με συγκεκριμένες αρνητικές επιπτώσεις, ειδικά στο εκπαιδευτικό σύστημα, με την άκρατη και ανούσια διδασκαλία της Αρχαίας ήδη από το Γυμνάσιο. Η ΚΝΕ προέρχεται από την Αρχαία, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να μιλάμε για ενιαία Ελληνική, όπως δεν μπορούμε να μιλάμε και για ενιαίο «Ελληνισμό». Άλλωστε, όλες οι γλώσσες τοποθετούνται κάπου σε ένα ιστορικό συνεχές, διαθέτουν δηλαδή κάποια άλλη γλώσσα καταγωγής, η οποία για τα Ελληνικά είναι η Ινδο-Ευρωπαϊκή. Ακολουθώντας την λογική περί ενιαίας Ελληνικής, δεν έχουμε λόγο να σταματήσουμε στην Γραμμική Β, αλλά μπορούμε να πάμε ακόμα πιο πίσω, καθώς όλοι είμαστε Ινδο-Ευρωπαίοι. Γιατί όχι μία ενιαία Ινδο-ευρωπαϊκή; Μπορεί να το δούμε κι αυτό, αν ανακαλυφθούν μνημεία «μεγαλείου» των Ινδο-Ευρωπαίων, που φυσικά δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει χωρίς την ουσιώδη και αναμφισβήτητη βοήθεια των Ελλήνων, οι οποίοι τότε θα ήταν «εκκολαπτόμενοι» ως εθνότητα...

10.12.06
Θοδωρής Μαρκόπουλος

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark