Δευτέρα, Μαΐου 22, 2006

Γλωσσολογικά πλην του «Μεγάρου συν» (Megaron plus)

Στις 17 Ιανουαρίου 2006 πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής στα πλαίσια του Megaron Plus η εκδήλωση «Εχουν μέλλον οι γλώσσες μας;» για το ζήτημα τηων απειλούμενων με εξαφάνιση γλωσσών με ομιλητές το Γ. Μπαμπινιώτη (καθ. γλωσσολογίας Παν. Αθηνών) και τον C. Hagege (καθ. γλωσσολογίας στο College de France). Με αφορμή τη δημοσίευση της ομιλίας του Γ. Μπαμπινιώτη στην εκδήλωση (Η εναλλακτική πρόταση για τη σωτηρία των γλωσσών, Το Βήμα της Κυριακής, 22.1.06), ο Γ. Βελούδης (καθ. γλωσσολογίας ΑΠΘ) επισήμανε την 'εκτροπή' της συζήτησης από τις απειλούμενες γλώσσες στους 'κινδύνους' που διατρέχει η 'κακοποιούμενη' ελληνική.

Αναδημοσιεύουμε εδώ την αρχική επιστολή Βελούδη στο Βήμα (3.2.06), την απάντηση Μπαμπινιώτη (10.2.06), την ανταπάντηση Βελούδη (14.2.06) και το εκτενέστερο άρθρο του Γ. Βελούδη στα Σύγχρονα Θέματα (Ιαν-Μαρτ 06).

Το κείμενο από τα Σύγχρονα Θέματα δεν είναι διαθέσιμο από τη σελίδα του περιοδικού, ενώ τα κείμενα από το Βήμα δεν είναι προσβάσιμα χωρίς συνδρομή. Ευχαριστούμε το Γ. Βελούδη για την παραχώρηση των κειμένων του σε ηλεκτρονική μορφή και το Γ. Χάρη που μας παραχώρησε την επιστολή Μπαμπινιώτη.


-----------------------------------

εφημ. Το Βήμα της Κυριακής , 22.1.06

Η εναλλακτική πρόταση για τη σωτηρία των γλωσσών

καθ. Γ. Μπαμπινιώτης

-----------------------------------

εφημ. Το Βήμα, 3.2.06

Γλωσσολογικά πλην του «Μεγάρου συν» (Megaron plus)

Θα θυμούνται ίσως οι αναγνώστες/-τριες τις παλιότερες διαφημίσεις του οίκου Benetton: μια μεγάλων διαστάσεων φωτογραφία με θέμα που προκαλούσε λιγότερο ή περισσότερο βίαια το ανθρώπινο συναίσθημα αναλάμβανε να προωθήσει κάτι διαφορετικό από κάθε άποψη, το λογότυπο United Colors of Benetton - μια καθ' όλα διακριτική, και πάντως διακριτή, παρουσία σε κάποια γωνιά του πλάνου (και των συναισθημάτων που αυτό είχε εντωμεταξύ εξασφαλισμένα κινητοποιήσει).

Την ίδια δομή, με μια διαφορά στις αναλογίες, διακρίνω και στο ολοσέλιδο κείμενο με τον τίτλο Η εναλλακτική πρόταση για τη σωτηρία των γλωσσών που υπογράφει ο γνωστός γλωσσολόγος, και νυν πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μπαμπινιώτης στην εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής 22 Ιανουαρίου (Νέες Εποχές σ. Α59 [87]): Το δραματικό και γλωσσολογικά καταγεγραμμένο γεγονός της συρρίκνωσης -σε εβδομαδιαία, κατά μια εκτίμηση, βάση- του αριθμού των γλωσσών που μιλιούνται, ή μιλιούνταν, από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του πλανήτη μας γίνεται το γενικότερο πλάνο που προορίζεται να συγκινήσει, αν όχι να συγκλονίσει, τον αναγνώστη· και οι «κακοποιούμενες» γλώσσες, με την ελληνική ανάμεσά τους, είναι η καθ' όλα διακριτή, και πάντως όχι τόσο διακριτική, καταχώριση που παρεισφρέει στο ζοφερό αυτό πλάνο για να αναμειχθεί, και να συμπράξει, με τα υπόλοιπα στοιχεία του. Έτσι μια απολύτως υποκειμενική εκτίμηση (μόνιμο στοιχείο της τυπολογίας του γλωσσολόγου-Μπαμπινιώτη) αναβαθμίζεται στα μάτια του μη ειδικού σε αντικειμενική, όσο και ζοφερή, γλωσσολογική αλήθεια. Σ' αυτή την αθέμιτη αναβάθμιση θέλησα να περιοριστώ, αν και το κείμενο δίνει και άλλες λαβές για γλωσσολογικές, και γλωσσικές, παρατηρήσεις.

Γιάννης Βελούδης
καθ. γλωσσολογίας ΑΠΘ

Υ.Γ. Οι διαφημίσεις της Benetton με το συγκεκριμένο περιεχόμενο έχουν, αν δεν κάνω λάθος, απαγορευθεί εδώ και καιρό.

-----------------------------------

εφημ. Το Βήμα, 10.2.06

Απάντηση σε επιστολογράφο

Ο καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Γιάννης Βελούδης (επιστολή στο «Βήμα», 3.2.2006) από το πολύ σημαντικό θέμα της εξαφάνισης γλωσσών και των προβλημάτων που συνδέονται με το γλωσσικό ηγεμονισμό της Αγγλικής και τη ραγδαία υποχώρηση στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα της απαραίτητης γλωσσικής πολυμορφίας, προβλήματα που συζητώ στο άρθρο μου («Το Βήμα της Κυριακής», 22.1.2006) και συζητήσαμε δημόσια σε εκδήλωση του «Μεγάρου συν» μαζί με τον γλωσσολόγο Claude Hagege, απομόνωσε και προέβαλε το θέμα «της γλωσσικής κακοποίησης» της Ελληνικής (που έθιξα παρεμπιπτόντως) στην ομιλία μου) για να μειώσει -με μια περίεργη- και να αλλοιώσει -με μια ανεπίτρεπτη σύγκριση- το περιεχόμενο των απόψεών μου. Όλος χαρά ο συνάδελφος (και γνωστός για τις απόψεις του) περί της ζηλευτής (;) κατάστασης της σημερινής ελληνικής γλώσσας, πιάστηκε από μια δευτερεύουσα παράμετρο του όλου θέματος (όπου έθιγα το υπαρκτό και πολυσυζητημένο θέμα του λειτουργικού αναλφαβητισμού και της υποβαθμισμένης ποιοτικής χρήσης της Ελληνικής, η οποία και επιτρέπει αδικαιολόγητα υψηλό αριθμό δανείων από την Αγγλική), για να στρεβλώσει τις θέσεις μου. Ποιος λοιπόν πάει καλύτερα στην πονηρή διαφήμιση της Benetton που επικαλείται, αυτός που υποβαθμίζει το κύριο θέμα της συζήτησης για να σταθεί σε μια επ' ευκαιρία αναφορά ή εγώ; Κι αυτό τελικά τον πείραξε από το όλο μείζον θέμα; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!..

Καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης

-----------------------------------

εφημ. Το Βήμα (14-2-2006)

Τι θα πει «Μέγαρο(ν) συν» στα ελληνικά, κ. Μπαμπινιώτη;

Αντιδρώντας σε πρόσφατη επιστολή μου (Το Βήμα, 3.2.2006) ο γνωστός καθηγητής γλωσσολογίας, και νυν πρύτανης, Γ. Μπαμπινιώτης εξηγεί, σε τέσσερα μάλιστα σημεία της σύντομης επιστολής του («Απάντηση σε επιστολογράφο», Το Βήμα, 10.2.2006), ότι «το υπαρκτό και πολυσυζητημένο θέμα του λειτουργικού αναλφαβητισμού και της υποβαθμισμένης ποιοτικής χρήσης [sic] της ελληνικής, η οποία και επιτρέπει αδικαιολόγητα υψηλό αριθμό δανείων από την Αγγλική» (α) το «έθιξ[ε] παρεμπιπτόντως», (β) αποτελούσε «δευτερεύουσα παράμετρο» και (γ) «επ' ευκαιρία αναφορά», στην οποία, επιλέγοντας να σταθεί κάποιος «ψυχροπολεμικός», με «άβυσσο» στην ψυχή και «όλος χαρά συνάδελφος», σαν εμένα, (δ) «υποβαθμίζει» το «πολύ σημαντικό θέμα τής εξαφάνισης γλωσσών» -αντικείμενο συζήτησης σε δημόσια εκδήλωση του «Μεγάρου συν» (Megaron plus). (Τα εισαγωγικά, με το συγκεκριμένο ύφος και τα 'αλφαβητισμένα' ελληνικά, ανήκουν στον κ. Μπαμπινιώτη.)

Δεν περίμενα, ομολογώ, λαμπρότερη ανάλυση του συνειρμού που με οδήγησε στις «πονηρές» αφίσες της Benetton: μια σφήνα -το γνωστό λογότυπο- παρεισδύει και εκεί παρεμπιπτόντως, ως δευτερεύουσα παράμετρος και επ' ευκαιρία ενός συγκλονιστικού γεγονότος, υπολογίζοντας στα συναισθήματα που έχει εντωμεταξύ προκαλέσει η επακριβής φωτογραφική του αποτύπωση. Αλλά και οι χρήστες που «κακοποιούν» την ελληνική με «αδικαιολόγητα» δάνεια από τα αγγλικά και «υποβαθμισμένη ποιοτική χρήση» δεν περίμεναν, υποθέτω, λαμπρότερη ενσάρκωση του γνωστού Δάσκαλε που δίδασκες...!

Γιάννης Βελούδης
καθηγητής γλωσσολογίας στο ΑΠΘ

ΥΓ. Και οι δύο επιστολές μου στο Βήμα προφανώς καταπιάνονται με την τακτική του κ. Μπαμπινιώτη, και μάλιστα όχι εξαντλητικά. Για την ουσία των λεγομένων του, ας δείξει λίγη υπομονή και περισσότερη ψυχραιμία.

-----------------------------------

περιοδ. Σύγχρονα Θέματα, τ.92, Ιαν-Μαρτ 06, σσ. 9-11

Γλωσσολογικά πλην του «Μεγάρου συν» (Megaron plus)*

Θα θυμούνται ίσως οι αναγνώστες τις παλιότερες διαφημίσεις του οίκου Benetton: μια φωτογραφία μεγάλων συνήθως διαστάσεων, με θέμα που προκαλούσε λιγότερο ή περισσότερο βίαια το ανθρώπινο συναίσθημα, αναλάμβανε να προωθήσει κάτι διαφορετικό, το λογότυπο United Colors of Benetton· μια καθ' όλα διακριτική, και πάντως διακριτή, παρουσία σε κάποια γωνιά του πλάνου - και των συναισθημάτων που αυτό είχε εντωμεταξύ προλάβει να κινητοποιήσει. Την ίδια δομή, με μια διαφορά στις αναλογίες, διακρίνω και στο ολοσέλιδο κείμενο με τον τίτλο Η εναλλακτική πρόταση για τη σωτηρία των γλωσσών που υπογράφει ο γνωστός γλωσσολόγος, και νυν πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μπαμπινιώτης στην εφημ. Το Βήμα της Κυριακής 22 Ιανουαρίου (Νέες Εποχές, σ. Α59 [87]): το δραματικό, και γλωσσολογικά διαπιστωμένο, γεγονός της μείωσης -σε εβδομαδιαία, κατά μια εκτίμηση, βάση- του αριθμού των γλωσσών που σήμερα μιλιούνται (και κατά κανόνα δε γράφονται) από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του πλανήτη μας γίνεται το γενικότερο πλάνο που προορίζεται να συγκινήσει, αν όχι να συγκλονίσει· και η «κακοποιούμενη» ελληνική είναι η καθ' όλα διακριτή, και πάντως όχι τόσο διακριτική, καταχώριση που παρεισφρέει στο ζοφερό αυτό πλάνο για να αναμειχθεί, και να συμπράξει, με τα υπόλοιπα στοιχεία του. Έτσι μια απολύτως υποκειμενική εκτίμηση (μόνιμο στοιχείο της τυπολογίας του γλωσσολόγου-Μπαμπινιώτη) αναβαθμίζεται στα μάτια του μη ειδικού σε αντικειμενική, όσο και ζοφερή, γλωσσολογική αλήθεια. Σ' αυτή την αθέμιτη αναβάθμιση θέλησα να περιοριστώ, αν και το εν λόγω κείμενο δίνει και άλλες λαβές για γλωσσολογικές, και γλωσσικές, παρατηρήσεις.

Ο συνάδελφος του Πανεπιστημίου Αθηνών ξεκινά με μια γενικότερα γνωστή εκτίμηση:

[...] από τις 140.000 περίπου γλώσσες που υπολογίζεται [...] ότι μιλήθηκαν στον κόσμο σήμερα σώζονται εν χρήσει περίπου 6.000. Απ' αυτές 3.000 γλώσσες βρίσκονται καθ' οδόν προς εξαφάνιση (με ρυθμό μία περίπου γλώσσα κάθε εβδομάδα!), έτσι που στο τέλος τού 21ου αιώνα υπολογίζεται ότι θα έχουν μείνει συγκριτικά ασφαλείς μόνο περί τις 600 γλώσσες.
Για να προσθέσει στη συνέχεια, περνώντας πια στην «καρδιά του θέματος», και τη δική του, προσωπική, άποψη:
Έχουν μέλλον οι γλώσσες μας; Απαντώ: Ναι, υπό προϋποθέσεις.
Ξεπερνώντας τη μεγαλοστομία του μικρού αυτού παραθέματος αλλά και τις πρώτες τέσσερις από τις -μάλλον αμφίβολης αποτελεσματικότητας- «προϋποθέσεις» που το ακολουθούν, ας πάμε απευθείας στην πέμπτη, και τελευταία, του κειμένου:
ε) Να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή γνώση και χρήση τής μητρικής γλώσσας [...] Και μη ξεχνάμε: το κάστρο μιας γλώσσας πέφτει από μέσα. Αλώνεται εσωτερικά με την παραμέληση, αποδυνάμωση και υποχώρηση της γνώσης της μητρικής γλώσσας. Όσο καλύτερα έχουμε κατακτήσει τη μητρική μας γλώσσα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι αντοχές μας στην επίδραση και κυριαρχία μιας άλλης γλώσσας. Οι δε μικρές γλώσσες, όπως η δική μας, χρειάζονται μεγάλες αντοχές. (δική του η έμφαση)
Μπορούμε τώρα να ρωτήσουμε τον κ. Μπαμπινιώτη, στο βαθμό που επιμένει στη συνάφεια του γεγονότος της -αριθμητικής- συρρίκνωσης των ανθρώπινων γλωσσών με την κατά τη δική του εκτίμηση «παραμέληση, αποδυνάμωση και υποχώρηση της γνώσης της μητρικής [μας] γλώσσας»: Άραγε οι δεκάδες χιλιάδες γλώσσες που εξαφανίστηκαν μέχρι σήμερα αλώθηκαν απλώς «από μέσα», λόγω ελλιπούς γνώσεως; Για να αντλήσουμε από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, τόσες γλώσσες των Αβοριγίνων της Αυστραλίας χάθηκαν, μόνο και μόνο επειδή οι ομιλητές τους από τεμπελιά, αδιαφορία, και πάντως με ελεύθερη τη βούληση, συναίνεσαν στην «παραμέληση, αποδυνάμωση και υποχώρηση της γνώσης της μητρικής [τους] γλώσσας»; Μήπως αυτό ήταν τελικά που συνέβη και στην περίπτωση των Ινδιάνων της Αμερικής - κι εμείς κατηγορούμε άδικα τους ευρωπαίους κατακτητές; Ή, για να περάσουμε σχεδόν στις μέρες μας, κάτι ανάλογο πρέπει οπωσδήποτε να υποθέσουμε και για τις 51 γλώσσες που περί το τέλος του 20ου αιώνα είχαν έναν μόνο ομιλητή (οι 28 από αυτές στην Αυστραλία), τις 500 γλώσσες που είχαν απομείνει με μόλις 100 χρήστες, τις 1.500 με λιγότερους από χίλιους, τις 3.000 με λιγότερους από 10.000, ή, γενικότερα, για το 96% των γλωσσών που μιλιούνταν, κατά την ίδια πάντα περίοδο, μόλις από το 4% των κατοίκων του πλανήτη μας [1].

Όποιος αναζητεί τις αιτίες γι' αυτές τις απώλειες «εσωτερικά», χρεώνοντάς τες στους ομιλητές, αδικεί κατάφωρα την ιστορική και τη γλωσσολογική αλήθεια. Αποκομίζει πάντως ένα σημαντικό παράπλευρο όφελος, αν σ' αυτό αποσκοπούσε από την αρχή: ενοχοποιώντας τους ομιλητές, κατασκευάζει υποκείμενα προς γλωσσική συμμόρφωση· ή, για να θυμηθούμε τον Α.-Φ. Χριστίδη, που είχε έγκαιρα καταγγείλει αυτή την ενοχοποίηση [2], υποκείμενα προς φρονηματισμό. Το ακόλουθο απόσπασμα από το κείμενο που σχολιάζουμε είναι χαρακτηριστικό:
Τέλος, σταδιακό, έστω και μακροπρόθεσμο, κίνδυνο διατρέχουν οι κακοποιούμενες γλώσσες, γλώσσες δηλαδή που οι φυσικοί ομιλητές τους εμφανίζουν έντονο λειτουργικό αναλφαβητισμό (δεν μπορούν να καταλάβουν εύκολα ένα απαιτητικό κείμενο, δεν μπορούν να γράψουν, να αναγνώσουν κείμενα κ.λπ.) και που η χρήση τους στην επικοινωνία είναι αισθητά υποβαθμισμένη (σε λεξιλογικό και συντακτικό επίπεδο), εμφανίζοντας αδικαιολόγητα υψηλό αριθμό δανείων από την Αγγλική. Τέτοια γλώσσα είναι, μεταξύ άλλων, η Ελληνική. (δική του η έμφαση)
Αν κάτι κακοποιείται εδώ, είναι η γλωσσική μας πραγματικότητα. (Πριν σπεύσουν κάποιοι να συμφωνήσουν με τον κ. Μπαμπινιώτη ανακαλώντας θριαμβευτικά προσωπικές διαπιστώσεις τέτοιου «αναλφαβητισμού», ας αναλογιστούν πόσα παραδείγματα λειτουργικού αλφαβητισμού είναι επίσης σε θέση να τους προμηθεύσει η προσωπική τους εμπειρία, ως ακροατών ή αναγνωστών· από χρήστες της ελληνικής προέρχονται κι αυτά, τα καλά, δείγματα.) Και όχι μόνο η γλωσσική μας πραγματικότητα· κακοποιείται και το κοινό αίσθημα. Με ποια ευκαιρία (ξανα)καταγράφει ο κ. Μπαμπινιώτης τον «αδικαιολόγητα υψηλό αριθμό δανείων από την Αγγλική» και την «υποβαθμισμένη (σε λεξιλογικό και συντακτικό επίπεδο) χρήση» της ελληνικής; Με την ευκαιρία της συμμετοχής του στις «θαυμάσιες εκδηλώσεις του 'Μεγάρου συν' (Megaron plus) στην εναρκτήρια εκδήλωση-συζήτηση μεταξύ του πρώτου ονόματος σήμερα στη γαλλική γλωσσολογία, του καθηγητή Claude Hagege, και του γράφοντος τις γραμμές αυτές», θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με τα δικά του λόγια - δικές του είναι και οι αξιολογήσεις. Απόσταγμα αυτής ακριβώς της συμμετοχής είναι το κείμενο που σχολιάζω, για όσους δεν το γνώριζαν. Και δεν μπορώ να μην αφήσω την ίδια τη γλωσσική επιλογή του τίτλου των εκδηλώσεων, αλλά και την ελληνικότατη μετάφραση που τη συντροφεύει, στην κρίση, γλωσσική και άλλη, των χρηστών που «κακοποιούν» την ελληνική με «αδικαιολόγητα» δάνεια από τα αγγλικά και «υποβαθμισμένη (σε λεξιλογικό και συντακτικό επίπεδο) χρήση».

Το κακό όμως έχει και συνέχεια: κακοποιείται και η επιστημονική ακρίβεια. Μέχρι ποιο σημείο, θα (ξανα)ρωτήσω τον κ. Μπαμπινιώτη, είναι δικαιολογημένος ο αριθμός των δανείων από την αγγλική, ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα; (Γιατί είναι γνωστό ότι όλες οι ζωντανές γλώσσες, ανάμεσα τους και η ελληνική σε όλες τις ιστορικές της φάσεις, δανείζονται από άλλες, ζωντανές ή 'νεκρές' γλώσσες, και μάλιστα με κέρδος.) Με ποια τέλος πάντων κριτήρια τραβάμε τη «σωτήρια» γραμμή, ορίζοντας το θεμιτό ύψος των δανείων από το μη θεμιτό; Ποιος είναι πράγματι ο αριθμός των εγκατεστημένων στη γλώσσα μας σήμερα αγγλικών δανείων που θα πρέπει οπωσδήποτε να μας συνεγείρει; (Κατά μια, στατιστική μόνο, εκτίμηση, φτάνει στο 5% [3] - χωρίς να συνυπολογίζουμε το plus. Αλλά αυτό δεν πρέπει διόλου να μας ανησυχεί: όσο δεν ξεπερνά σε ποσοστό το 65%-75% του λεξιλογίου μας η αγγλική διείσδυση, η ελληνική εξακολουθεί σίγουρα να διαθέτει ιστορικά το χρίσμα για παγκόσμια επικράτηση - δεύτερη φορά στην ιστορία της! Βλ. επόμενη παράγραφο.) Και το πιο σημαντικό: Τι θα πει «έντονος λειτουργικός αναλφαβητισμός»; Μέχρι ποιο σημείο κρίνεται «άτονος» (και φυσικός) και από ποιο σημείο και μετά γίνεται «έντονος» (και αφύσικος); Με ποια διεθνώς αναγνωρισμένη μονάδα έκανε αυτές τις μετρήσεις ο κ. Μπαμπινιώτης; Πότε, σε ποια έκταση και με ποιον γλωσσολογικά θεμιτό τρόπο; (Γιατί είναι κοινός τόπος ότι ο καθένας μας έχει σε χίλιες δυο περιπτώσεις συναντήσει δυσκολίες στην κατανόηση και στη σύνταξη κειμένων· και είναι απόλυτα φυσικό αυτό, καθώς πρόκειται για εξαιρετικά πολύπλοκες διαδικασίες-ζητούμενα όχι μόνο της γλωσσολογικής έρευνας.) Και με την ευκαιρία, γιατί άραγε δεν κάνει καθόλου λόγο για τον λεγόμενο κριτικό γραμματισμό ο κ. Μπαμπινιώτης; Καθώς
Στόχος του κριτικού γραμματισμού δεν είναι μόνο η ανάπτυξη της δυνατότητας που επιτρέπει στους/στις μαθητές/-τριες να χειρίζονται διάφορα είδη και τύπους λόγου, αλλά η απόκτηση βαθιάς και ουσιαστικής γνώσης για τη γλώσσα, η συνειδητοποίηση της δυναμικής των νοημάτων των διαφόρων τύπων λόγου, τα οποία κατασκευάζονται μέσω της γλώσσας, και η κατανόηση των μεθόδων μέσω των οποίων κατασκευάζεται η γνώση, και ειδικότερα η σχολική γνώση. Κατά συνέπεια, ο κριτικός γραμματισμός παρέχει τη δυνατότητα στους/στις μαθητές/-τριες να αποκτήσουν πρόσβαση στα κοινωνικά ισχυρά νοήματα, καθώς και στις πρακτικές με τις οποίες μπορούν αυτά να κατασκευαστούν, και να συνειδητοποιήσουν ότι τα νοήματα «με ισχύ» δεν είναι «φυσικά» αλλά κατασκευασμένα, και άρα μπορούν να γίνουν αντικείμενο αμφισβήτησης και ανακατασκευής. (Χριστίνα Λύκου 'Η συστημική λειτουργική γραμματική του M.A.K. Halliday'· δική μου η έμφαση), [4]
δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε αποτελεσματικότερη θωράκιση απέναντι στις συνέπειες, και τις γλωσσικές, της παγκοσμιοποίησης που ζούμε στις μέρες μας και φαίνεται να τον απασχολούν.

Τέλος, κακοποιείται η κοινή λογική. Για παράδειγμα, η «παγκόσμια» αγγλική έχει το 65%-75% του λεξιλογίου της δάνειο, αν περιοριστούμε σε μια μόνο δανείστρια γλώσσα, τη γαλλική, υποστηρίζουν πιο αρμόδιοι από μένα συνάδελφοι [5]. Και για όσους διαθέτουν εμπειρία των αγγλικών σχολείων, οι μαθητές των δικών μας, έχοντας μάθει από την πολύ τρυφερή ηλικία να μιλούν και να γράφουν για τη γλώσσα τους παρά να μιλούν και να γράφουν τη γλώσσα τους, θα μπορούσαν ίσως να θεωρηθούν μικροί γλωσσολόγοι συγκρινόμενοι με συνομήλικους από την Αγγλία. Ακόμη, έχουν δημοσιευθεί στον αγγλικό, και φτάσει μέχρι τον ελληνικό [6], τύπο τα πορίσματα πρόσφατης πανεπιστημιακής έρευνας για την ανάγκη της εκπαίδευσης των μαθητών της Αγγλίας στη συγκρότηση κειμένου - αν και παραμένουν μάλλον άγνωστα στο ευρύτερο κοινό όσα αποκαλυπτικά, και απομυθοποιητικά του τελευταίου μέτρου, παραθέτω αμέσως:
Το σχολικό μάθημα της γλώσσας στην Αγγλία έχει ένα εύρος στόχων τους οποίους μάλιστα τους προσδιορίζει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η ίδια η γλώσσα. Οι στόχοι αυτοί αφορούν την αγγλική γλώσσα όχι μόνο ως μέσον προφορικής και γραπτής επικοινωνίας, αλλά επίσης ως φορέα αισθητικών, ηθικών και ευρύτερα πολιτισμικών και εθνικών αξιών, ως παρακαταθήκη του 'κανόνα γραμματισμού', ως φορέα ιδεών που υπερβαίνουν το έθνος, με αφορμή την κοινοπολιτεία (τη γραμματεία και τη σχετική λογοτεχνική παραγωγή της), την αγγλική ως παγκόσμια γλώσσα, κλπ. Όλοι αυτοί οι στόχοι συνιστούν ένα δυσβάσταχτο φορτίο για ένα γλωσσικό πρόγραμμα σπουδών, ειδικά όταν αυτό έχει και βοηθητικούς διδακτικούς στόχους, όπως την ενασχόληση με τη γλώσσα των ΜΜΕ κ.ο.κ.

Βέβαια, άλλες κοινωνίες αντιμετωπίζουν αυτό το θέμα διαφορετικά. Η Βραζιλία [όπως και η Ελλάδα] έχει τρία σχολικά μαθήματα που σχετίζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με το πρόγραμμα σπουδών για τη μητρική γλώσσα, το οποίο στην Αγγλία περιλαμβάνει ένα μόνο μάθημα. Αυτό το μάθημα είναι τόσο φορτωμένο που παύει να λειτουργεί αποτελεσματικά ως προς τις ποικίλες όψεις του και γι' αυτό χρειάζονται ρεαλιστικές λύσεις. Και, επειδή οι πολιτικές επιταγές της μετα-βιομηχανικής Αγγλίας, που δεν είναι πια η Μεγάλη Βρετανία, καθιστούν κάτι τέτοιο αδύνατο προς το παρόν, η λύση που υιοθετήθηκε (και η οποία συνιστά μιας μορφής «φυγοδικία») είναι η αναγωγή του «γραμματισμού» σε κύρια εκπαιδευτική απαίτηση, παρακάμπτοντας έτσι τη γλώσσα καθεαυτή και στερώντας της τον κυριότερο στόχο της. (Guenther Kress 'Σχεδιασμός του γλωσσικού προγράμματος σπουδών με βάση το μέλλον'· δική μου η έμφαση.) [7]
Πώς, τέλος πάντων, κατάφερε μια τόσο «κακοποιημένη» και «κακοποιούμενη» αγγλική-του ενός-μόνο-σχολικού-μαθήματος να γίνει παγκόσμια γλώσσα;

Ο κ. Μπαμπινιώτης, παρ’ όλα αυτά, επιμένει:
Και ναι μεν ισχύει η αρχή ότι μια γλώσσα εκλείπει κυρίως όταν εξαφανιστούν πλήρως οι φυσικοί ομιλητές της αλλά και η διαδικασία τής απώλειας (ολικής, μερικής, διαφόρων τύπων και μορφών και έκτασης) πλήττει σήμερα όλες τις γλώσσες, πράγμα που επιβάλλει μια σταυροφορία και ένα αγώνα για την επιβίωσή τους. (δική του η έμφαση)
Eδώ ακριβώς, για να θυμηθούμε την πρώτη μας παράγραφο, κλείνεται το κακότεχνο ραντεβού ανάμεσα στην αντικειμενική αιτία της αριθμητικής συρρίκνωσης των γλωσσών και στον προσωπικό εφιάλτη της 'ποιοτικής συρρίκνωσης' της ελληνικής που επιμένει, δεκαετίες τώρα, να ταράζει τον γλωσσολογικό ύπνο του συναδέλφου - και δυστυχώς, αυτό που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, μαζί του και τα γλωσσικά πράγματα στη χώρα μας. Και από τα δύο τελευταία πεδία θα αρκούσαν, πιστεύω, για να τον εξαλείψουν τρεις κοινές για τους γλωσσολόγους αλήθειες:

(α) Όταν ένας τύπος ή μια μορφή χάνεται κατά την πορεία μιας γλώσσας μέσα στο χρόνο, αναπληρώνεται κατά κανόνα από κάποιον άλλο τύπο ή κάποια άλλη μορφή· για παράδειγμα, δε χρησιμοποιούμε κανονικά την παλιότερη αρωγή σήμερα, αλλά είναι παράλληλα διαθέσιμες μια σειρά άλλες μορφές που υπηρετούν την ίδια σημασιακή ουσία: βοήθεια, ενίσχυση, συνεισφορά, υποστήριξη, συμπαράσταση, προσφορά, συνδρομή, συμβολή, κ.ά. [8]

(β) Τέτοιες, και άλλες, αλλαγές «διαφόρων τύπων, μορφών και έκτασης» αφορούν όχι μόνο την ελληνική γλώσσα ούτε μόνο το σήμερα της συγχρονίας της, αλλά και όλες τις ανθρώπινες γλώσσες από καταβολής τους. Πού έγκειται λοιπόν η «απώλεια»; Σε τι «πλήττεται», για παράδειγμα, η γραμματική κατηγορία 'παρακείμενος', αν στην εποχή μας λέμε έχω λύσει αντί λέλυκα; Ή τι θα είχε κερδίσει ο 'λειτουργικός αλφαβητισμός' μας, αν η σταυροφορία που επαγγέλλεται ο κ. Μπαμπινιώτης είχε αναληφθεί έγκαιρα, απέδιδε πράγματι καρπούς, και εξασφάλιζε την αιωνιότητα για τον αναδιπλασιασμένο τύπο; Τίποτε πέρα από ένα ευλαβές προσκύνημα στον άγονο φορμαλισμό, για να θυμηθούμε και πάλι τον Α.-Φ. Χριστίδη. [9] Τέλος, το πιο σημαντικό,

(γ)
Οι παράγοντες που καθορίζουν την υποχώρηση και εξαφάνιση των γλωσσών [...] είναι μη γλωσσικοί. Εγγενώς αδύναμες γλώσσες που να είναι εκ φύσεως ανίκανες να επιβιώσουν σε αλλαγμένες κοινωνικές συνθήκες δεν υφίστανται (Swadesh 1948: 234-235· δική μου η έμφαση). [10]


Σ' αυτό το τρίτο σημείο αξίζει να αναθέσουμε και το ρόλο του επιλόγου, καθώς απ' τη μια προσανατολίζει, αποφατικά έστω, προς τις πραγματικές αιτίες του γλωσσικού θανάτου - ο ακριβέστερος όρος στην περίπτωσή μας είναι 'γλωσσική δολοφονία'· και από την άλλη, αποκαλύπτει πόσο αθεράπευτα παράφωνο ηχεί το σταυροφορικό σάλπισμα του κ. Μπαμπινιώτη, όταν μας καλεί να χτυπήσουμε όχι την αμείλικτη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα των ημερών μας, και το γάιδαρο που τη διαμορφώνει, αλλά το αθώο σαμάρι, τους «κακοποιούς» χρήστες· και μάλιστα, αφού πρώτα έχει αξιώσει, με τη διαδικασία του αυτονόητου, να υποθέσουμε μαζί του ότι η γλώσσα μας, και γενικότερα οι «γλώσσες μας», κινδυνεύουν να χαθούν - μια πέρα για πέρα μη γλωσσολογική υπόθεση, καθώς «δεν είμαστε σε θέση προς το παρόν να προβλέψουμε το γλωσσικό θάνατο ούτε και για τη γαελική του ανατολικού Σάδερλαντ ή τη dyirbal των μικρών κοινοτήτων του Άνω Μάρεϊ της Αυστραλίας», κατά την ομολογία της McMahon (ό.π., σελ. 438).

Γιάννης Βελούδης
καθηγητής γλωσσολογίας
στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ


* Με ελάχιστες διαφορές η πρώτη παράγραφος, υπό τον ίδιο τίτλο, δημοσιεύθηκε στην εφημ. Το Βήμα την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2006.

[1] Τα στοιχεία -λίγο παλιά πια, με δεδομένο το ρυθμό του φαινομένου- από κείμενο του καθηγητή David Crystal που δημοσιεύθηκε στον βρετανικό Guardian και αναδημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στην Καθημερινή της Κυριακής 21 Νοεμβρίου 1999.
[2] Βλ. Α.-Φ. Χριστίδης 'Η αυτονομία της δημοτικής' στον μικρό τόμο Δέκα Μύθοι για την Ελληνική Γλώσσα που επιμελήθηκε ο Γιάννης Η. Χάρης, εκδ. Πατάκη 2002 (β΄ έκδοση), σ. 38.
[3] Πβ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 'Ιδεολογήματα και δανεισμός' στον ίδιο μικρό τόμο, σ. 64.
[4] Βλ. Γλωσσικός Υπολογιστής, τόμος 2, τεύχος 1-2, Δεκέμβριος 2000, σελ. 69.
[5] Βλ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (ό.π.), σσ. 64-65. Προχωρώντας ακόμη βαθύτερα, κάποιοι έχουν χαρακτηρίσει την αγγλική 'κρεολή' γλώσσα.
[6] Βλ. σχετικό σημείωμα που επιμελήθηκε ο Μανώλης Πιμπλής στην εφημ. Τα Νέα (Θέματα/Ορίζοντες, 25 Μαΐου 2005).
[7] Βλ. Γλωσσικός Υπολογιστής, ό.π., σελ. 117. (Η μετάφραση του κειμένου έγινε από το συνάδελφο Κώστα Κανάκη· την προσθήκη με τις ορθογώνιες αγκύλες οφείλουμε στη διευθύντρια του Περιοδικού, συνάδελφο Βασιλική Δενδρινού.)
[8] Από ομιλία της καθηγήτριας Άννας Φραγκουδάκη στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη)· δημοσιεύθηκε στο περιοδικό αντί, τεύχος 354, 28 Αυγούστου 1987.
[9] Α.-Φ. Χριστίδης (ό.π.), σ. 43.
[10] Όπως παρατίθεται στην April M. S. McMahon Ιστορική Γλωσσολογία: Η θεωρία της γλωσσικής μεταβολής, εκδ. Μεταίχμιο, 2003, σελ. 402. (Μετάφραση: Μαρία Μητσιάκη - Ασημάκης Φλιάτουρας· επιμέλεια: Ιώ Μανωλέσσου.)

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Δευτέρα, Μαΐου 08, 2006

Γ. Κορδάτος: Για την ορθογραφική μεταρρύθμιση

Ο Γιάνης Κορδάτος (1891-1961) υπήρξε μαρξιστής ιστορικός, συγγραφέας του βιβλίου "Η Κοινωνική Σημασία της της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821" (1η εκδ, Αθήνα 1924). Έγραψε εκτενώς και για το γλωσσικό ζήτημα. Εξέδωσε το 1927 (Αθήνα) το βιβλίο "Δημοτικισμός και Λογιωτατισμός" και τη δεύτερη έκδοσή του με σημαντικές αλλαγές το 1943 (Αθήνα) με τον τίτλο "Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος".

Από την "Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος" παραθέτουμε τις απόψεις του για την ορθογραφία, (σσ.204-209 από τη 2η εκδ., Μπουκουμάνης, Αθήνα 1973), όπου ο Κορδάτος εξετάζει τηn υιοθέτηση της "ιστορικής ορθογραφίας" ως κομμάτι του γλωσσικού ζητήματος και τάσσεται υπέρ της ορθογραφικής μεταρρύθμισης με την υιοθέτηση της φωνητικής γραφής, θέση που υιοθέτησε και το ΕΑΜ.


---------------------------

Η δημοτική και η ιστορική ορθογραφία[1]

Με τη διγλωσσία κληρονομήσαμε κ' έναν άλλο μπελά. Την ιστορική ορθογραφία. Είτε στην καθαρεύουσα γράφουμε, είτε στη δημοτική, δε γράφουμε τις λέξεις όπως τις λέμε, μα βάνουμε σε κάθε λέξη μερικά μπιχλιμπίδια, τόνους, πνεύματα. Και ξεχωρίζουμε τα γράμματα σε μακρά και βραχέα φωνήεντα, σε διπλά σύμφωνα κλπ. Βέβαια, μια φορά κ' έναν καιρό, όταν εφαρμόστηκε το ιωνικό αλφάβητο (5ος προ της χρονολογίας μας αιώνας), οι λέξεις δεν προφέρονταν στην ομιλία όπως τις προφέρουμε σήμερα. Π.χ. υιός σήμερα προφέρεται: γιός ή και στην καθαρεύουσα: ιός, μα στην αρχαία εποχή θα προφέρονταν κάπως αλλιώτικα, για να υπάρχει αυτό το: υι-ός.

Κοντά λοιπόν στη διγλωσσία, υπάρχει και το ορθογραφικό ζήτημα. Βέβαια, το ζήτημα αυτό δεν το έχουμε μονάχα εμείς. Και στους άλλους λαούς η ιστορική ορθογραφία, λίγο πολύ, υπάρχει (Αγγλοσάξωνες, Γάλλους, Σλάβους, Τούρκους, Άραβες κλπ.). Μα έγιναν αλλού πολλές απόπειρες για την κατάργησή της. Η Τουρκία (1926), όχι μόνο ψήφισε για επίσημη γραφτή τη λαϊκή γλώσσα[2], μα κατάργησε και το αραβικό αλφαβητάριο για να το αντικαταστήσει με το λατινικό.

Σε μας, για το παρόν, τέτοιες μεταρρυθμίσεις φαίνονται σα μακρινό όνειρο. Άλλοι τρομάζουν. Και άλλοι τις παίρνουν για παλαβομάρες. Εξάλλου, βαστούν ακόμα οι προλήψεις, που κάθε τόσο συστηματικά τις καλλιεργεί η αστική τάξη, για να εμποδίσει με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο το φώτισμα των μαζών.

Ωστόσο, το ορθογραφικό ζήτημα δεν πρώτη φορά που απασχόλησε τους ειδικούς. Πριν από το Φιληντά και τον Τριανταφυλλίδη, από τον Ψυχάρη, τον Πάλλη και τον Βλαστό, κι άλλοι ασχολήθηκαν μ' αυτό.

Τι σχέση μπορεί να έχει το παλιό, το ιωνικό αλφάβητο με το σημερινό; Αυτό είναι το ζήτημα.

Πρώτα πρώτα, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μόνο κεφαλαία γράμματα και δεν είχαν μικρά. Όλες οι επιγραφές και όλα τα βιβλία τους ήταν γραμμένα με κεφαλαία. Τόνοι λοιπόν και πνεύματα δεν υπήρχαν. Εκείνο που είναι σωστό, είναι τούτο: οι αρχαίοι Έλληνες πρόφεραν τις λέξεις πολύ διαφορετικά από μας. Είχαν, όπως είπαμε, μακρά και βραχέα φωνήεντα και στην κουβέντα τους πότε έσερναν την προφορά του α ή και του η και πότε την έκοβαν. Είχαν δηλαδή μουσικό τονισμό. Γι' αυτό ο Γ. Χατζηδάκης πολύ σωστά σε μια ανακοίνωση του στην Ακαδημία τόνιζε:

"Μη νομίζετε, ότι οι τόνοι και τα πνεύματα είναι αρχαία κληρονομία μας. Οι

αρχαίοι δεν μετεχειρίζοντο ούτε τόνους ούτε πνεύματα. Τα πνεύματα και οι

τόνοι επενοήθησαν όταν εχάθη το αίσθημα του μακρού και του βραχέος.

Σήμερον επομένως εγώ, που δεν έχω την αίσθησιν αυτήν, δεν ενδιαφέρομαι

να μάθω, αν ένα φωνήεν είναι μακρόν? Το μόνον που ενδιαφέρομαι να

μάθω, είναι να γνωρίζω, ποιον είναι το τονιζόμενον γράμμα. Ένας τόνος

επομένως ή ένα στίγμα επί του τονιζόμενου γράμματος μου αρκεί. Σήμερον,

εις την εποχήν του τηλεγράφου, του αυτοκινήτου και του αεροπλάνου, ο

καιρός μας είναι τόσο πολύτιμος, ώστε να μη μας περισσεύει για παρόμοια

μπιχλιμπίδια." (Βλ. πραχ. εφ. «Εστία», 24 Φλεβάρη 1929).

Μα, θα μας πουν και το λένε κάθε τόσο, όλη η αρχαία φιλολογία των προγόνων μας είναι γραμμένη με βάση το αρχαίο ιωνικό αλφάβητο. Αυτό είναι το σωστό. Μα επειδή εμείς σήμερα κρατούμε το ιωνικό αλφάβητο, μπορούμε να νοιώσουμε και να μελετήσουμε τους κλασσικούς; Ή, πάλι, επειδή οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί κλπ., έχουν άλλη γλώσσα και άλλο αλφάβητο, αυτοί πρέπει να είναι καταδικασμένοι για πάντα να μην πάρουν ποτέ τους είδηση τι έγραψαν, τι είπαν, τι περιέγραψαν, τι τραγούδησαν οι αρχαίοι;

Και όμως στην πραγματικότητα δε συμβαίνει αυτό. Οι ξένοι (όσοι βέβαια πάνε στα ανώτερα σχολεία) ξέρουν πολύ καλύτερα από τους Έλληνες και την αρχαία μας την ιστορία και μερικοί από δαύτους είναι και ξακουστοί ελληνιστές, που παίζουν στα δάχτυλά τους τα αρχαία κείμενα.

Η κατάργηση λοιπόν της καθαρεύουσας, καθώς και της ιστορικής ορθογραφίας, σε τίποτα δε θα μας βλάψει. Ίσα ίσα θα έχουμε και μεγάλο κέρδος, γιατί τα σχολεία (αυτά τέλος πάντων που είναι) θα έχουν κέρδος τα τρία τέταρτα του χρόνου που ξοδεύεται για τη νεκρή γραμματική και ορθογραφία και, κατ’ ανάγκη, θα τονε διαθέσουν για άλλα πράγματα. Γι’ αυτό, το ορθογραφικό ζήτημα, όσο κι αν φαίνεται σαν παρακατιανό μπροστά σε άλλα ζητήματα, είναι πολύ σοβαρό και πολύ σπουδαίο. Η τέτοια λύση του μας ενδιαφέρει και πρέπει να μας ενδιαφέρει πολύ.

Πριν από το Εικοσιένα, στα χρόνια της Ενετοκρατίας (17ος αιώνας), η Κρήτη άρχισε να παραδέχεται στη γραφτή γλώσσα το λατινικό αλφάβητο.

Μάλιστα - ας μην ξαφνιαστεί ο αναγνώστης μου -, και λογοτεχνικά έργα με αξία γράφτηκαν με το λατινικό αλφάβητο. Η «Ερωφίλη», το αρκετό γνωστό δράμα του Χορτάτζη, γράφτηκε με βάση το λατινικό αλφάβητο και όχι το ελληνικό. Επίσης και πολλά συμβολαιογραφικά έγγραφα συντάσσονταν μ’ αυτόν τον τρόπο.

Να για παράδειγμα ένας στίχος από την «Ερωφίλη»:

Tσ' όποιος εγέλα το ταχύ, κλαίγει πριχού βραδιάσει.

Chie opios egiela to taghi, clegi prighu vradhiassi.

Μα το ορθογραφικό, σαν ένα ζήτημα που ενδιαφέρει το λαό και μπορεί να έχει έμμεση βοηθητική επίδραση στη μόρφωσή του, αντικρύστηκε από το Βηλαρά[3] στα 1814. Ο Βηλαράς καταργούσε το ω και το υ από το αλφάβητο και ήθελε μόνο 23 ψηφία. Βέβαια, η ορθογραφική μεταρρύθμιση του Βηλαρά δεν έλυνε οριστικά το ζήτημα της κατάργησης της ιστορικής ορθογραφίας. Ίσως μάλιστα και το μπέρδευε. Ήταν όμως μια καλή αρχή. Μα του Βηλαρά οι γνώμες δεν έγιναν δεχτές. Αφού δεν λύθηκε το γλωσσικό, δεν ήταν δυνατό να γίνουν μεταρρυθμίσεις στην ορθογραφία. Το ένα θα φέρει το άλλο.

Πολλά χρόνια ύστερα, ξανάγινε θόρυβος για τη μεταρρύθμιση (απλοποίηση) της ορογραφίας από το Φαρδύ (1884) και τον Ισιδ. Σκυλίτση[4] (1886). Κι αργότερα από τους Εμίλ. Εβρότα, Αλ. Πάλλη, Βλαστό και Ψυχάρη.

Μα εκείνος που μελέτησε συστηματικά το ορθογραφικό μας ζήτημα και το ανάλυσε επιστημονικά και ιστορικά, είναι ο Μ. Τριανταφυλλίδης. Η μελέτη του «Η ορθογραφία μας» σχεδόν εξαντλεί το θέμα στην ιστορική του άποψη και μας δίνει μια πολύ καλή μονογραφία πάνω στο ζήτημα αυτό. Μα στα συμπεράσματά του (στο σύστημα που προτείνει ο Τριανταφυλλίδης) φαίνεται πολύ συντηρητικός. Κρατάει πολλά από τη γλωσσική παράδοση. Ο γλωσσολόγος Φιλήντας σ’ αυτό δεν τον ακολουθεί. Είναι ριζοσπαστικότερος και προτείνει ριζική απλοποίηση της ιστορικής ορθογραφίας μας.

«Τα ημίμετρα ο κόσμος δεν τα προσέχει - γράφει - · ένας είναι ο αληθινός

δρόμος, η ριζική μεταρρύθμιση.»

Να λοιπόν τι προτείνει ο Φιλήντας:

α) Κατάργηση των η, υ, ει, οι, υι· αντίς γι' αυτά το ι είναι αρκετό. β) Κάτω το ω, δε χρειάζεται· ένα ο φτάνει. Μακρά και βραχέα δεν υπάρχουν σήμερα. γ) Το υποταχτικό υ των αρχαίων διφθόγγων θα το γράφουμε όπως προφέρνεται φ ή β = αφτός, άβριο, εφτίς κλπ. δ) το αι δεν χρειάζεται, το ε φτάνει. ε) Το ξ και το ψ σήμερα είναι άχρηστα, να τα αντικαταστήσουμε με το κς και πς. στ) Να λείψουν τα δίψηφα ου, τς, τζ (για το ου έχουμε το φθόγγο u). ζ) Να καταργηθεί το διπλό γράψιμο του σ (σ και ς), ένα είναι αρκετό[5]. Και η) Να καταργηθούν τα πνεύματα και οι τόνοι (δασεία, ψιλή, περισπωμένη, οξεία, βαρεία).

Κι ο Φιλήντας προσθέτει[6]:

«Η γραφική μεταρρύθμιση, που υποδείχνουμε πιο επάνω, είνε η τελειωτική,

είνε η ιδανική, να πούμε. Αφτή μπορούσε να γίνει αμέσως, αν η κοινωνία

των ανθρώπωνε δεν είταν ένα συντηρητικό καθεστώς, αν το Κράτος

αποτελούνταν από ανθρώπους φωτισμένους, αν οι Μανταρίνοι δεν

διέφτυναν την πνευματική κίνηση των εθνώνε.»

Η κίνηση γύρω στην ορθογραφική μεταρρύθμιση ζωήρεψε. Ύστερα από το Φιλήντα είπε τη γνώμη του και ο Ελισαίος Γιαννίδης· διατύπωσε και αυτός ένα δικό του απλοποιημένο σύστημα και το εφάρμοσε κιόλας σε μερικά του βιβλία.

Μα και ο Χατζηδάκης πήρε μέρος στη συζήτηση και αυτή τη φορά δε στάθηκε αντιδραστικός. Να και μια σωστή πράξη της ζωής του. Μίλησε, όπως είπαμε, στην Ακαδημία το 1929 για το ορθογραφικό ζήτημα και πρότεινε την τονική απλοποίηση, τονίζοντας πως οι τόνοι και τα πνεύματα δεν είναι αρχαία κληρονομία. Και άλλοι ακόμη καθηγητές τάχτηκαν με την άποψη πως πρέπει να καταργηθούν οι τόνοι και να απλοποιηθεί η ορθογραφία μας. Ο πολύς μάλιστα αρχαιολόγος Χρ. Τσούντας από το 1913 τόνισε πως:

«Χάριν της απλοποιήσεως της ορθογραφίας ημών, δέχομαι αδιστάκτως την

κατάργησιν των τόνων και των πνευμάτων? Σήμερον προ πάντων έχομεν

υπέρτατον καθήκον εθνικόν να καταστήσωμεν την διδασκαλίαν της νέας

Ελληνικής γλώσσης όσον το δυνατόν ευκολωτέραν.» (Βλ. «Δελτίο Εκπαιδ.

Ομίλου, τ. 3 [1913], σ.326).

Επίσης και οι καθηγητές Γ.Σωτηριάδης, Κ. Παπαδάκης, Κ. Ρωμαίος και πολλοί άλλοι, είπαν καθαρά τη γνώμη τους πως οι τόνοι για τα παιδιά είναι μεγάλος μπελάς και δε χρειάζονται.


[1] Στην ιστορική ανάπτυξη συμβουλευόμαστε το σχετικό βιβλίο του Τριανταφυλλίδη: Η ορθογραφία μας· και του Μ. Φιλήντα: Η ορθογραφία (Δ.Ε.Ο., 11, 1923-1924)· και του ίδιου: Σωστή γραφή, Αθήνα 1926. Τώρα τελευταία ο Ελ. Γιαννίδης («Αναγέννηση», φύλ. 6-7, 1927) δημοσιεύει μια ειδική μελέτη για το ζήτημα της ορθογραφίας και κυρίως για το ζήτημα της τονικής μεταρρύθμισης, στο βάθος όμως συντηρητική.


[2] Οι γλωσσικές μεταρρυθμίσεις, που κάνει η σύγχρονη Τουρκία (μεταπολεμική περίοδο), από μερικούς κουφιοκεφαλάκηδες ιδεαλιστές, αποδίδονται στον Κεμάλ και μόνο σ' αυτόν. Μα δεν είν' έτσι. Σήμερα η Τουρκία περνάει την αστική της επανάσταση. Γι’ αυτό χτυπάει αλύπητα και γκρεμίζει όλους τους θρησκευτικοκοινωνικούς φεουδαρχικούς θεσμούς (μεταρρύθμιση νομοθεσίας, χτύπημα της εκκλησιαστικής κλίκας, εισαγωγή ευρωπαϊκών θεσμών κλπ.). μόνο έτσι εξηγιένται αυτά που έκανε ο Κεμάλ. Ο πόλεμος ο αμείλιχτος της σημερινής αστικής τάξης της Τουρκία ενάντια σε κάθε φεουδαρχικό θεσμό κι ακόμα ενάντια και στους θρησκευτικούς, αλλοιώτικα δεν μπορεί να εξηγηθεί.


[3] Κοίτ. Βηλαρά: Φιλολογικές γραφές, περιοδ. «Προπύλαια», Ι (1900-1908), σ. 186-187.


[4] Και οι δυο τους ήταν κατά τα άλλα καθαρευουσιάνοι. Ο πρώτος καταργούσε τόνους και πνεύματα, ο δεύτερος τη βαρεία και την ψιλή.


[5] Αντίς να μείνει το ς, που προτείνει ο Φ., να αντικατασταθεί με το λατ. s λέω εγώ. Π.χ. αντίς: γλώσσα ή γλόςα, να γράφουμε: γλόsα.


[6] Κοίτ. «Δελτ. Εκ Ομ.», 11 (1923-1924), σ.227?.

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark