Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2009

20/11: Εκδήλωση στα Γιάννενα για τα αρχαία ελληνικά στο σχολείο, παρουσίαση από τις "ανορθογραφίες"




Τα αρχαία ελληνικά στο σχολείο:
νεοκαθαρευουσιανισμός, αρχαιολατρία και εθνικισμός


παρουσίαση από την ομάδα "ανορθογραφίες"

Παρασκευή, 20 Νοεμβρίου 2009, ώρα 8:00

Αυτοδιαχειριζόμενος Κοινωνικός Χώρος στα Γιάννενα
  http://akoixi.blogspot.com
  (Πλατεία Νεομ. Ιωάννη 5, απέναντι από το Δημοτικό Ωδείο)

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Παρασκευή, Οκτωβρίου 09, 2009

Θα αλλάξει η Άννα Διαμαντοπούλου τη γλωσσική πολιτική του Υπουργείου Παιδείας;

Η τοποθέτηση της Άννας Διαμαντοπούλου στη θέση της υπουργού «Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων» έχει ήδη προκαλέσει τις πρώτες «εθνικές ανησυχίες». Λίγο που ο Γιώργος Παπανδρέου θεωρείται «άνθρωπος των Αμερικάνων» σε αντίθεση με τον υποτιθέμενα πιο «ελληνόψυχο» και «φιλορώσο» Κώστα Καραμανλή, λίγο που καταργήθηκε το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης (διάδοχο υπουργείο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας για την ενσωμάτωση των κατειλημμένων εδαφών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και προπύργιο εθνικοφροσύνης και αντικομμουνισμού), λίγο που το υπουργείο από «Εθνικής Παιδείας» έγινε απλώς «Παιδείας», ήταν αναμενόμενο τα πατριωτικά πληκτρολόγια να πάρουν φωτιά.

Ειδικά όμως το πρόσωπο της Διαμαντοπούλου ήδη συγκεντρώνει αισθητά περισσότερο τα πυρά του πατριωτικού χώρου. Ο λόγος βέβαια είναι η πρόταση της από το 2001 «να γίνουν τα αγγλικά δεύτερη επίσημη γλώσσα στην Ελλάδα». Ήδη από τότε αποτελούσε κοινή πεποίθηση ότι η πρόταση αυτή συνιστά εθνική προδοσία και προσπάθεια να «πολτοποιηθεί» η ελληνική εθνική συνείδηση μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Η κριτική αυτή, όπως τότε έτσι και τώρα, προέρχεται από τον «πατριωτικό χώρο», όπως πολύ εύστοχα έχει ονομάσει ο Ιός τη Ελευθεροτυπίας τη σύγκλιση σε μια εθνικιστική ατζέντα δυνάμεων που ξεκινούν από την ακροδεξιά και την εκκλησία, περνούν από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και φτάνουν στην αριστερά.

Το πρόβλημα όμως με την τοποθέτηση της Άννας Διαμαντοπούλου στη θέση του Υπουργού Παιδείας δεν είναι κάποια υποτιθέμενα «μειωμένα εθνικά αντανακλαστικά». Είναι σαφές ότι, όταν συζητάμε για τις διαφορές της σοσιαλδημοκρατίας από τη δεξιά γύρω από το ζήτημα του έθνους, δεν έχουμε να κάνουμε με μια άρνηση του εθνικού συμφέροντος από τη σοσιαλδημοκρατία αλλά με μια διαφορετική αντίληψη για το πώς αυτό εξυπηρετείται. Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποια σύγκρουση ανάμεσα σε Έλληνες και ανθέλληνες, αλλά για σύγκρουση ανάμεσα σε δύο απόψεις για το πώς εξυπηρετείται το εθνικό συμφέρον. Παρά τις διαφορές στην πολιτική τους, δεξιά και σοσιαλδημοκρατία ξεκινούν από την ίδια ιδεολογική και πολιτική παραδοχή: του έθνους και των ενιαίων συμφερόντων του.

Αντίθετα, η τοποθέτηση της Διαμαντοπούλου σε αυτήν τη θέση θα έπρεπε να προκαλέσει ανησυχίες σε έναν εντελώς διαφορετικό τομέα. Η Διαμαντοπούλου είναι γνωστή για τις θέσεις της υπέρ της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης στο χώρο της εκπαίδευσης. Ανέλαβε λοιπόν αυτό το υπουργείο για να προωθήσει αλλαγές όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τη μετακύλιση του κόστους σπουδών στους φοιτητές και τους σπουδαστές , την παραπέρα υπαγωγή των πανεπιστημίων και ειδικότερα της έρευνας στις ανάγκες των επιχειρήσεων κλπ. Θα είναι δηλαδή , όπως και η Μαριέττα Γιαννάκου παλαιότερα, αυτή που θα προσπαθήσει να εφαρμόσει όλη τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα στην εκπαίδευση. Σε αυτά τα ζητήματα βέβαια ο πατριωτικός χώρος δεν έχει καμία αντίρρηση, μάλιστα επικροτεί και υπερθεματίζει. Σε αυτά τα ζητήματα, επίσης, δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα θετικό από την Άννα Διαμαντοπούλου.

Στο τομέα όμως του περιεχομένου της εκπαίδευσης και του ρόλου της ελληνορθόδοξης εκκλησίας θα μπορούσαν να υπάρξουν πραγματικές διαφορές από τη συντηρητική και ελληνοχριστιανική ατζέντα των κυβερνήσεων Καραμανλή. Από τον περιορισμό των σκανδαλωδών προνομίων της ελληνορθόδοξης εκκλησίας , συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής κατήχησης στο σχολείο μεταμφιεσμένης σε μάθημα, και την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα μέχρι το μετριασμό της εθνικής μυθολογίας στη διδασκόμενη ιστορία και τον περιορισμό της μονογλωσσίας και της αρχαιολατρίας.
Και είναι ακριβώς στη γλωσσική πολιτική, με βάση και τα ειδικά ενδιαφέροντα των «ανορθογραφιών», που θα θέλουμε να σταθούμε. Σε αντίθεση με τους περισσότερους, πιστεύουμε ότι η Άννα Διαμαντοπούλου θα έπρεπε να κάνει πραγματικότητα τους φόβους του «πατριωτικού χώρου», θα έπρεπε να δράσει στα ζητήματα γλωσσικής πολιτικής ακριβώς με βάση τις δηλώσεις και τις δημόσιες τοποθετήσεις της όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Το πρώτο ζήτημα είναι η καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας στην Ελλάδα. Η πρόταση αυτή είχε το νόημα της δραστικής ενίσχυσης της αγγλομάθειας, της εκμάθησης των αγγλικών ως ξένης γλώσσας, στο δημόσιο σχολείο. Παρόλο που τα αγγλικά διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία στις περισσότερες τάξεις, ήδη από την Γ’ Δημοτικού, η επιτυχία της διδασκαλίας είναι πολύ περιορισμένη. Όποιος ξέρει αγγλικά στην Ελλάδα, σίγουρα δεν τα έχει μάθει στο δημόσιο σχολείο, τα έχει μάθει κυρίως στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Το κόστος των μαθημάτων στα φροντιστήρια συνήθως ξεπερνά τα 100 ευρώ το μήνα, ένα δυσβάσταχτο κόστος που αναπαράγει και δημιουργεί κοινωνικές διακρίσεις. Και πάλι, όμως, τα αγγλικά που μαθαίνουμε στα φροντιστήρια, παρόλο που φέρνουν την Ελλάδα στην αγγλομάθεια σε καλύτερη θέση από τη Γαλλία, την Ιταλία ή την Ισπανία, πολύ απέχουν από το σαφώς υψηλότερο επίπεδο γνώσης που υπάρχει στις σκανδιναβικές χώρες ή την Ολλανδία, όπως φαίνεται τόσο από τις στατιστικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και από την προσωπική εμπειρία του καθένα. Πέρα από τη σύγκριση με άλλες χώρες όμως, το ζήτημα είναι ότι η πλειοψηφία στην Ελλάδα δεν μπορεί να επικοινωνήσει άνετα στα αγγλικά, να συμμετάσχει σε μια συζήτηση ή να ακούσει κάποιον να μιλάει χωρίς να ψάχνει τις λέξεις και χωρίς κενά κατανόησης. Είναι σαφές ότι αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την υιοθέτηση του στόχου της αγγλομάθειας από το –δημόσιο και δωρεάν- σχολείο. Εξάλλου, παρά τις υποκριτικές αποδοκιμασίες για την πρόταση Διαμαντοπούλου, η αγγλομάθεια στα σχολεία και στα πανεπιστήμια ενισχύεται. Ήταν ήδη επί υπουργίας Πέτρου Ευθυμίου που τα αγγλικά στο σχολείο θεσμοθετήθηκε να ξεκινούν από την Γ’Δημοτικού, ενώ ήταν η Μαριέττα Γιαννάκου που έδωσε τη δυνατότητα να διδάσκονται πανεπιστημιακά μαθήματα στα αγγλικά. Τίποτε από αυτά όμως δε έχει τη ριζοσπατικότητα και την αποτελεσματικότητα της πρότασης Διαμαντοπούλου. Αρκεί να μην την έκανε απλώς για να διαμορφώσει ριζοσπαστικό και καινοτόμο προφίλ, αλλά να θέλει πράγματι να την εφαρμόσει και σήμερα ως υπουργός.

Ένα δεύτερο ζήτημα, λιγότερο γνωστό, είναι η στάση που κράτησε η Άννα Διαμαντοπούλου στην παρέμβαση από την κυβέρνηση Καραμανλή για να σταματήσουν οι διαπολιτισμικές δράσεις στο 132ο Δημοτικό Σχολείο στην Αθήνα. Η ΝΔ απομάκρυνε τη διευθύντρια Στέλλα Πρωτονοταρίου, στην οποία μάλιστα ασκήθηκε και ποινική δίωξη, και σταμάτησε, ανάμεσα σε άλλα, τη διδασκαλία αραβικών και αλβανικών στα παιδιά των μεταναστών και τη διδασκαλία ελληνικών στους γονείς μετανάστες. Τότε, η Άννα Διαμαντοπούλου με ερωτήσεις στη Βουλή, με δελτία τύπου και με συμμετοχή σε εκδήλωση της ΔΟΕ είχε καταδικάσει τη στάση του υπουργείου και είχε στηρίξει τους εκπαιδευτικούς του σχολείου. Θα αποκαταστήσει τώρα τη Στέλλα Πρωτονοταρίου; Θα πάψει η δίωξη εναντίον της; Θα ξαναξεκινήσουν οι διαπολιτισμικές δράσεις του σχολείου; Θα κατοχυρωθεί νομικά η διδασκαλία και της μητρικής γλώσσας των παιδιών μεταναστών , όπως ζητάει τόσο η ΟΛΜΕ όσο και η ΔΟΕ; Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας είναι απόλυτα αναγκαία, τόσο ως βάση για την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας που για πολλά παιδιά μεταναστών είναι η ελληνική, όσο και για την ισότιμη ένταξη και όχι τη βίαιη αφομοίωσή τους στην ελληνική κοινωνία.

Ένα τρίτο ζήτημα είναι η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στα σχολεία. Η μεταρρύθμιση Ράλλη είχε περιορίσει τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Λύκειο και μόνο. Η ΝΔ, όμως, με τον Μητσοτάκη πρωθυπουργό, το Σουφλιά υπουργό και τον Μπαμπινιώτη πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, επανέφερε τα αρχαία από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο. Παρόλο που ο Αρσένης περιόρισε κάπως τις ώρες, η ΝΔ με τη Γιαννάκου αυτή τη φορά επανήλθε δριμύτερη. Αύξησε τη διδασκαλία τους κατά μία ώρα σε κάθε τάξη του Γυμνασίου και κατά δυο ώρες στην Α΄ τάξη του Λυκείου, κατά μία ώρα στη Θεωρητική Κατεύθυνση στη Β’ Λυκείου και έκανε τη διδασκαλία του Επιτάφιου του Περικλή από το Θουκυδίδη μάθημα Γενικής Παιδείας στην Γ’ Λυκείου. Τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο, όμως, με την κεντρική μάλιστα θέση που έχουν στο ελληνικό σχολείο, είναι ένα κατάλοιπο της κυριαρχίας της καθαρεύουσας, καλλιεργούν αρχαϊστικά πρότυπα και δε βοηθούν τους μαθητές να μάθουν καλύτερα τα νέα ελληνικά, συνιστούν ταύτιση της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας με την εκμάθηση της αττικής διαλέκτου του 5ου-4ου π.Χ. αιώνα, εμποδίζουν την επικοινωνία του μαθητή –που δε μπορεί να συγκριθεί με τον ερευνητή φιλόλογο- με το περιεχόμενο των κειμένων και στερούν πολύτιμες ώρες από άλλα, αναγκαία αντικείμενα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η Άννα Διαμαντοπούλου και το ΠΑΣΟΚ δεν είχαν πάρει τότε μια σαφή θέση ενάντια στα νεοσυντηρητικά μέτρα της ΝΔ για τη γλώσσα. Αυτό όμως δε δικαιολογεί τη διατήρησή τους, όταν μάλιστα είχαν καταδικαστεί από την εκπαιδευτική και επιστημονική κοινότητα και όταν ήδη η κυβέρνηση Σημίτη, σιωπηρά και στην πράξη, είχε περιορίσει τη γλωσσική αντιμεταρρύθμιση του Σουφλιά. Θα αντιστρέψει λοιπόν η Διαμαντοπούλου τις νεοκαθαρευουσιάνικες παρεμβάσεις της ΝΔ στην εκπαίδευση; Θα πάρει πίσω την ενίσχυση των αρχαίων τόσο από το Σουφλιά όσο και από τη Γιαννάκου, μέτρο που έχει καταδικάσει και η ΟΛΜΕ; Αυτά θα έπρεπε να είναι τα πρώτα βήματα της νέας υπουργού. Τα πρώτα, αλλά όχι τα μόνα. Γιατί τα αρχαία στο σχολείο θα έπρεπε να διδάσκονται, για όσο καιρό διδάσκονται ακόμη, με τη μεθοδολογία που διδάσκονται και οι ξένες γλώσσες, όπως έχει επισημάνει επανειλημμένα ο Εμμανουήλ Κριαράς(που συμπεριλήφτηκε και στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ), και όχι σαν μια παραλλαγή των νέων ελληνικών. Και, επίσης, γιατί το τέλος των επιπτώσεων της καθαρεύουσας στην εκπαίδευση θα ήταν η διδασκαλία των αρχαίων μόνο από μετάφραση, ο μόνος τρόπος να ωφεληθεί ο μαθητής από τη μελέτη τους, αντί να μαθαίνει αορίστους β’ και την τρίτη κλίση.

Μια τέτοια νέα γλωσσική πολιτική από τη νέα υπουργό είναι αναγκαία, αλλά δεν είναι επαρκής, αφού δε γίνεται καν λόγος για τα δικαιώματα των ομιλητών των μειονοτικών γλωσσών ή μια νέα ορθογραφική μεταρρύθμιση. Αυτά τα τρία μέτρα, όμως, που περιγράψαμε παραπάνω είναι μια γλωσσική πολιτική που η Άννα Διαμαντοπούλου και το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαν και θα έπρεπε σήμερα να ακολουθήσουν, όχι με βάση το τι θα θέλαμε εμείς σαν «ανορθογραφίες», αλλά με βάση το πώς έχουν πολιτευτεί ως τώρα, τι έχει δημόσια διατυπώσει η νέα υπουργός ως γλωσσική της πολιτική. Οι αντιδράσεις είναι βέβαιες, αλλά θα μπορούσαν να είναι περιορισμένες στο βαθμό που η εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή κοινότητα και ειδικότερα τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών προσέφεραν την ενεργή στήριξή τους στη νέα γλωσσική πολιτική. Και τα ίδια τα συνδικάτα βέβαια, παρά κάποιες θετικές ανακοινώσεις, κάθε άλλο παρά είναι αμόλυντα από νεοκαθαρευουσιάνικες και κινδυνολογικές απόψεις για τη γλώσσα. Το ερώτημα όμως είναι πώς θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια τέτοια συμμαχία, όταν η Διαμαντοπούλου θα αποξενώσει τους μόνους πιθανούς συμμάχους της με την απεχθή, νεοφιλελεύθερη πλευρά της πολιτικής της. Αυτή η αντίφαση θα είναι και το κυριότερο εμπόδιο για να γίνει αυτή η νέα γλωσσική πολιτική πράξη.

ομάδα «ανορθογραφίες»
9.11.2009


Γίνε μέλος στο σχετικό group στο Facebook.

Άννα Διαμαντοπούλου "Η ξένη γλώσσα ως συστατικό του ανθρώπινου κεφαλαίου"

Διαμαντοπούλου Δελτία Τύπου για 132ο Δημοτικό

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2009

Τα «καλά ελληνικά» του κ. Καρατζαφέρη

Είναι γνωστό. Η νεολαία, περισσότερο από όλους τους άλλους, δεν τα πάει καλά με τα ελληνικά. Μιλάει με 50, 100, 200 λέξεις (οι προστάτες της γλώσσας μας δεν έχουν συμφωνήσει στο ακριβές νούμερο), οι μισές αγγλικά συν κάτι βρυχηθμοί και κραυγές. Ο Σαράντος Καργάκος έχει συνοψίσει σε δύο λέξεις το πρόβλημα: αλεξία και αλαλία.

Ο κ. Καργάκος μάς τα έχει πει και μας τα έχει ξαναπεί όλα αυτά. Λίγες φορές πάντως έχει αναφέρει και μερικούς που αντιστάθηκαν στη κυρίαρχη –κατά αυτόν- τάση των φτωχών και κακών ελληνικών. Κυρίως είναι οι μεγάλοι συγγραφείς του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα που ανήκουν σε αυτό το διακεκριμένο, κλειστό γλωσσικό κλαμπ. Πρόσφατα όμως έδωσε το σχετικό παράσημο και σε κάποιον που, ακόμα και μιλώντας για τον Καργάκο, δε θα το περίμενε κανείς.

Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από το δημοσίευμα του Ιού της Κυριακής (1.02.2009):


«Ο Σαράντος Καργάκος συνομιλεί με τον Γιώργο Καρατζαφέρη για το σήμερα και το αύριο της Ελληνικής Πολιτείας».
Εκπομπή του «ΤΗΛΕ-ΑΣΤΥ» (14.1.09) που διανεμήθηκε ως DVD από την κομματική «Αλφα Ενα» (και) για την πρόσφατη νεανική εξέγερση.
Μεταξύ ύμνων του επιφανούς φιλολόγου προς το ΛΑΟΣ («τη μόνη κοινοβουλευτική ομάδα που αρθρώνει πολιτικό λόγο σήμερα»), την εκ μέρους του απονομή ευσήμων στον Καρατζαφέρη (για τη «λεξιτεχνία» και τα άψογα ελληνικά του) και την κατάθεση των υποψιών του ότι «τα επεισόδια» του Δεκέμβρη έγιναν για ν' αποσπαστεί προληπτικά η προσοχή της ελληνικής νεολαίας από... τη μελλοντική σφαγή της Γάζας, απολαμβάνουμε στιχομυθίες όπως η παρακάτω:
Σ.Κ.: «Εκείνο που έχει κυριαρχήσει σήμερα στην Ελλάδα, και στην πολιτική και στην Παιδεία, είναι η περίφημη κουλτούρα των Εξαρχείων. Αλλά η κουλτούρα των Εξαρχείων έχει να κάνει περισσότερο με την Αμερική, παρά με τις ελληνικές παραδόσεις. Εάν κοιτάξετε όλες τις επιγραφές αυτών των υποτίθεται επαναστατημένων νεαρών, θα δείτε ότι όλες έχουν έναν ενιαίο ανθελληνικό χαρακτήρα».
Γ.Κ.: «Αρα, μιλάτε για όργανα της Νέας Τάξης Πραγμάτων;»
Σ.Κ.: «Θα έλεγα για αταξία πραγμάτων. Μιλάω για ένα χάος όπου κυρίαρχο στοιχείο στον τόπο μας είναι ο μηδενισμός».


Μάλιστα. Ο Καργάκος βρήκε επιτέλους και έναν πολιτικό που μιλάει καλά τα ελληνικά. Είναι ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ηγέτης του ακροδεξιού ΛΑ.Ο.Σ. , ο Καρατζαφέρης των άψογων ελληνικών και της «λεξιτεχνίας». Μια απλή φιλοφρόνηση του Καργάκου στο συνομιλητή του; Όχι και τόσο απλή, με την έμφαση που δίνει ο Καργάκος στα ζητήματα της γλώσσας και το προνόμιο που διεκδικεί για τον εαυτό του να μας υποδεικνύει ποιος ξέρει καλά ελληνικά και ποιος όχι.

Αυτό που διακυβεύεται σε τέτοιες συζητήσεις, μεταξύ Καργάκου και Καρατζαφέρη, αλλά και στον έμμεσο διάλογο Καργάκου και νεολαίας, δεν είναι στην πραγματικότητα τα ελληνικά. Ο Καργάκος βρίσκει καλά τα ελληνικά του Καρατζαφέρη, άψογα και με «λεξιτεχνία», κρίνοντας όχι από την υποτιθέμενη σωστή γραμματική του ή το υποτιθέμενο πλούσιο λεξιλογίο του, αλλά κυρίως από τη συμφωνία του πρώτα απ’ όλα στο περιεχόμενο των όσων λεει ο Καρατζαφέρης. Συμφωνία που φαίνεται από το γενικότερη σύγκλιση απόψεων στην οποία κινείται η συζήτηση, αλλά και από το ίδιο το γεγονός ότι ο Καργάκος βγαίνει στο –ακροδεξιό- κανάλι του –ακροδεξιού- Καρατζαφέρη και συζητά μαζί του. Αντίστροφα, ήδη από τη δεκαετία του 1980, το πρόβλημά του Καργάκου με τη νεολαία δεν ήταν η γλώσσα της, αλλά ότι ήταν αρκετά προοδευτική και εξεγερσιακή για τα δικά του γούστα.

Υπάρχει, από την άλλη, και μια σύγκλιση των δύο μεγάλων μαστόρων της γλώσσας μας που εξηγεί επίσης τον καλό λόγου του Καργάκου, τη σύγκλισή τους στο ύφος με το οποίο μιλάνε. Και στους δύο αρέσει να μιλάνε με τον ίδιο πομπώδη και επιδεικτικό τρόπο, ύφος κατάλληλο όταν ο ρήτορας θέλει να μας πείσει κυρίως για την αυθεντία του, για το πόσο ανώτερος και καλύτερος είναι από τον ακροατή/τηλεθεατή του. Ύφος όμως ιδιαίτερα χρήσιμο και για να χειραγωγήσει το νόημα, για να πείσει κανείς ότι το μαύρο είναι άσπρο, δηλαδή να βαφτίσει ό,τι αντιδραστικό και αντιδημοκρατικό προοδευτικό και πραγματική δημοκρατία. Ύφος πολύ κοντινό με αυτό της περιόδου 1967-1974, χωρίς καθαρεύουσα βέβαια, αλλά, έτσι είναι, ακόμα και ο συντηρητικός πρέπει να αλλάζει για να μένει το μήνυμά του επίκαιρο. Ο Καρατζαφέρης, βέβαια, δεν μπορεί να συναγωνιστεί τον Καργάκο στο τσιτάρισμα δόκιμων συγγραφέων - αλλά και στη χειραγώγηση των όσων λένε μέσα από την εκτός και εναντίον του συγκειμένου παράθεσή τους- αφού ο Καργάκος, πέρα από την επαγγελματική του ιδιότητα σα φιλολόγος, έχει κάνει δεύτερη φύση τη γνωστή αυτή, ενοχλητική και ματαιόδοξη στρατηγική λόγου των παλιών δασκάλων. Στα τσιτάτα του Καργάκου, αλλά και στη μανία του με την επινόηση νεολογισμών που μόνο αυτός χρησιμοποιεί, ο Καρατζαφέρης έχει να αντιτάξει κυρίως ευφυολογήματα και λογοπαίγνια, με εμφανή την καταγωγή τους από το διαφημιστικό παρελθόν του. Δε φτάνει το μεγάλο δάσκαλο, αλλά ο μεγάλος δάσκαλος τον αναγνωρίζει – και αυτό είναι που μετράει.

Μοιάζουν λοιπόν οι δύο δεξιοτέχνες του ελληνικού λόγου, αλλά δε μοιάζουν στα λόγια πρώτα απ’ όλα. Μοιάζουν κατ’ αρχήν στο πώς βλέπουν τη νεολαία. Ας θυμηθούμε εδώ μια άλλη φιγούρα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, και ένα περιστατικό με το οποίο έγινε ιδιαίτερα γνωστός στη Γαλλία: χαστουκίζοντας έναν νέο, έναν «αλήτη» (με την προστασία των σωματοφυλάκων του φυσικά). Οι Καρατζαφέρης και Καργάκος δε χαστουκίζουν κυριολεκτικά νέους –για αυτό το σκοπό υπάρχουν εξάλλου τα «ηρωικά» ΜΑΤ και «αγανακτισμένοι πολίτες». Φροντίζουν όμως να επιτίθενται στη νεολαία, ειδικά ο Καργάκος υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί καν, δεν ξέρει να αρθρώσει λέξη, για να την καταδικάσουν στη σιωπή. Τουλάχιστον όσο η νεολαία αυτή δεν έχει τα σωστά, εθνικοπατριωτικά βεβαίως βεβαίως, ιδεώδη. Αν είναι για τη Μακεδονία μας, ας πούμε, ας εκφράζεται ελεύθερα χωρίς άγχη για τη γραμματική και το λεξιλόγιό της.

Αυτά ήταν πάντα τα καθόλου γλωσσικά, αλλά πολύ πολιτικά διακυβεύματα της επίθεσης στη γλώσσα των νέων, ήδη από τη δεκαετία του 1980, επίθεση όπου ο Σαράντος Καργάκος έπαιξε κεντρικό ρόλο από την αρχή. Μπορεί να έπαιρνε τη μορφή των κατηγοριών για λεξιπενία και να είχε το χαρακτήρα ψευδο-επιστημονικής κατάθεσης, αλλά ήταν μια σειρά από κλασικές αντιδραστικές θέσεις δεξιάς και ακροδεξιάς προέλευσης. Απλά τώρα βλέπουμε την ωρίμανση αυτού του συντηρητικού ρεύματος και τις νέες πολιτικές συμμαχίες που έχει διαμορφώσει.

Last, but not least, ο Καργάκος έχει την τάση να θυμίζει από δω κι από κει τι υπέφερε ως παλιός αριστερός για να αποκλείσει οποιαδήποτε ταύτισή του με την ακροδεξιά και να παρουσιάσει ως προοδευτικά τα όσα λεει. Επιχείρημα βέβαια που χρησιμοποιούν και πολλοί άλλοι προστάτες της γλώσσας μας με αριστερό παρελθόν. Ποτέ δεν κατάλαβα βέβαια από πού και ως πού κάποιος που έχει βασανιστεί έχει εξορισμού παντού και πάντα δίκιο ή, επειδή είχε δίκιο τότε, πρέπει να αποδεχτούμε τη γνώμη του σε όλα και για όσα λεει και για τα επόμενα 40 χρόνια. Ωραίος ο συναισθηματικός εκβιασμός, αλλά καλύτερα είναι να κρίνει κανείς θέσεις και όχι χαρακτήρες. Τα πράγματα όμως είναι κάπως χειρότερα για τον Καργάκο και τους Καργάκους αυτού του κόσμου, γιατί το θέμα δεν είναι τι έκαναν και τι υπέφεραν 40 χρόνια πριν, αλλά τι έκαναν τα τελευταία 40 χρόνια – στην εμπροσθοφυλακή των εθνικιστών, των νεοσυντηρητικών και των νεοκαθαρευουσιάνων

Μιχάλης Καλαμαράς

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark