Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Η γλωσσική (α)συνέχεια

Α. Η έννοια της συνέχειας

Ίσως η βασικότερη ιδιότητα της Ελληνικής, σύμφωνα με τις πιο παραδεδομένες απόψεις, είναι η τρισχιλιετής και πλέον ιστορία της, η συνέχειά της από την Αρχαία μέχρι και την Κοινή Νέα Ελληνική (ΚΝΕ). «Η ενιαία και αδιαίρετη Ελληνική» αποτελεί σχεδόν στερεοτυπική έκφραση, που επαναλαμβάνεται από ανθρώπους πολύ διαφορετικών πολιτικών και άλλων αντιλήψεων. Η σκόπιμη ταύτιση συνέχειας και ενότητας έχει δημιουργήσει έναν από τους πιο ισχυρούς μύθους της Ελληνικής, την αδιατάρακτη ενότητά της, η οποία καταλαμβάνει κεντρική θέση σε όλες σχεδόν τις συζητήσεις για την Ελληνική.

Κρίνοντας από την ελληνική εμπειρία, θα πίστευε κανείς ότι θα μπορούσε πολύ εύκολα να βρει αντίστοιχες συζητήσεις με παρεμφερείς αντιλήψεις σε όλες σχεδόν τις χώρες με μακρά γλωσσική παράδοση. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει: είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς μία τόσο -φαινομενικά- ατράνταχτη και σημαντική αντίληψη ελάχιστα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή γλωσσολογική βιβλιογραφία. Η εξήγηση, βέβαια, είναι προφανής: Στις περισσότερες χώρες δεν τίθεται καθόλου το ζήτημα της συνέχειας της εκάστοτε γλώσσας, ενώ απόψεις όπως αυτές που είναι ευρύτατα διαδεδομένες στην Ελλάδα βρίσκονται σίγουρα στο περιθώριο και σχεδόν πάντοτε ανασύρονται από εθνικιστικές ομάδες. Φυσικά, η Ελληνική δεν είναι η μόνη γλώσσα με μακρά ιστορία στην Ευρώπη: οι περισσότερες από τις σημερινές επίσημες γλώσσες των Ευρωπαϊκών κρατών έχουν μακραίωνη ιστορία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις νεο-ρομανικές (π.χ. Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική), ενώ και η Αγγλική μαρτυρείται ήδη από τον 7ο αι. μ.Χ. Και παρόλο που και εκεί ανθεί η μελέτη παλαιότερων μορφών των γλωσσών, όπως λ.χ. της Παλαιάς / Αρχαίας Αγγλικής ή Γαλλικής (Old English, Old French) και βέβαια και της Λατινικής, το θέμα της συνέχειας ελάχιστα απασχολεί τους μελετητές, αλλά και την ευρύτερη κοινωνία.

Αυτό συμβαίνει γιατί η έννοια της γλωσσικής συνέχειας ορίζεται διαφορετικά απ’ ό,τι στην Ελλάδα: αν με τον όρο συνέχεια εννοήσουμε το γεγονός ότι σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο υπάρχει μία ομάδα -η κυρίαρχη- ομιλητών των οποίων η μητρική γλώσσα προέρχεται από μία προγενέστερη που μιλούσαν συγκεκριμένοι ομιλητές στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, τότε απλά επισημαίνουμε ένα συνηθισμένο φαινόμενο, το οποίο παρατηρείται σε πάρα πολλές γλώσσες παγκοσμίως.

Το κρίσιμο ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι η συνέχεια αυτή καθαυτή, αλλά αν οι προγενέστερες μορφές της εκάστοτε γλώσσας (π.χ. της Αγγλικής ή της Ελληνικής) θεωρείται ότι απηχούν την ίδια γλώσσα ή όχι. Με άλλα λόγια, αν δικαιούμαστε να αναφερόμαστε σε ενιαία Ελληνική ή Αγγλική. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το ζήτημα αυτό δεν τίθεται καν, γιατί είναι γνωστό στη γλωσσολογική κοινότητα ότι ο καθορισμός των γλωσσών είναι περισσότερο πολιτικό θέμα παρά οτιδήποτε άλλο, και προφανώς επειδή δεν συντρέχουν και οι πολιτικοί λόγοι για να ανασυρθεί ένα τέτοιο ζήτημα. Ο εξω-γλωσσικός χωρισμός των γλωσσών είναι προφανής και σε συγχρονικό επίπεδο: χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των Σκανδιναβικών γλωσσών, ιδιαίτερα της Σουηδικής και της Νορβηγικής, που παρά τη στενή τους συγγένεια θεωρούνται διαφορετικές γλώσσες, κυρίως διότι αποτελούν τις τυποποιημένες μορφές γλώσσας των αντίστοιχων εθνικών κρατών. Αλλά και ορισμένες Γερμανικές διάλεκτοι συγγενεύουν τόσο με την Ολλανδική, που οι ομιλητές τους μπορούν με μικρή δυσκολία να επικοινωνήσουν με τους Ολλανδούς. Παρ’ όλα αυτά, δύσκολα αμφισβητείται το γεγονός ότι η Ολλανδική και η Γερμανική είναι δύο διαφορετικές γλώσσες, που απλά ανήκουν στην Γερμανική οικογένεια της Ινδο-Ευρωπαϊκής. Ακόμα, λοιπόν, και σε περιπτώσεις όπου το κριτήριο της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ πληθυσμών, που αποτελεί ίσως και το μοναδικό σχετικά αξιόπιστο γλωσσικό κριτήριο για τον καθορισμό των γλωσσών, συντρέχει στην πράξη, και πάλι αυτό δεν σημαίνει ότι τελικά οι ομιλητές των δύο αυτών «γλωσσών» θα θεωρηθεί ότι μιλούν την ίδια γλώσσα.

Επομένως, όπως ο καθορισμός των γλωσσών σε συγχρονικό επίπεδο γίνεται με βάση κυρίως πολιτικά κριτήρια, το ίδιο θα ίσχυε και σε διαχρονικό επίπεδο, μόνο που στην τελευταία περίπτωση τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, καθώς δεν πρόκειται για ζωντανές γλώσσες. Και μόνο, λοιπόν, η προβολή ενός τέτοιου ζητήματος περί συνέχειας και ενότητας μιας γλώσσας αποτελεί πολιτική πράξη, με συγκεκριμένους στόχους. Αυτό επαληθεύεται απόλυτα στην περίπτωση της Ελληνικής.

Β. Η «ενιαία και αδιαίρετη» Ελληνική

Όπως αναφέραμε, η αδιαίρετη συνέχεια της Ελληνικής βρίσκεται, δυστυχώς, στα πρόθυρα της μετατροπής της σε στερεοτυπική φράση, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλα σχεδόν τα επικοινωνιακά περιβάλλοντα χρήσης. Φυσικά, το κρίσιμο στοιχείο στην όλη συζήτηση, όπως ήδη επισημάναμε, δεν είναι το -αναμφισβήτητο- γεγονός της καταγωγής της ΚΝΕ από την Αρχαία, αλλά η προσπάθεια να αποδειχτεί (όποτε αυτή γίνεται και δεν θεωρείται απλά αυτονόητο) ότι τόσο η ΚΝΕ όσο και η Αρχαία (και ενδεχομένως και άλλες «ελληνικές», όπως η Ελληνιστική ή η Μεσαιωνική) αποτελούν μορφές της ίδιας, ενιαίας γλώσσας, της Ελληνικής. Φυσικά, αυτή η μυθική αντίληψη δεν είναι καινούρια: βρίσκεται στον πυρήνα των γλωσσικών πεποιθήσεων που στήριξαν στο παρελθόν την επιβολή της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας της Ελλάδας. Όμως και σήμερα η ισχύς της φαίνεται στην ρητορική εναντίον των νέων, οι οποίοι δεν μπορούν να καταλάβουν «παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας» (της ίδιας, ενιαίας Ελληνικής βέβαια), και έχουν απίστευτη ένδεια λεξιλογικού πλούτου, αφού δεν αξιοποιούν τον θησαυρό της Ελληνικής (υπονοώντας, βέβαια, τις λέξεις της Αρχαίας, που ανήκουν στην ίδια, ενιαία γλώσσα). Και φυσικά, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επαναφορά της διδασκαλίας αρχικά προγενέστερων μορφών της Ελληνικής από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, και στη συνέχεια αποκλειστικά της Αρχαίας (δηλαδή της Αττικής του 5ου αι.), για να φανεί ξεκάθαρα ότι το ζήτημα είναι η σύνδεσή μας με την αρχαιότητα και όχι με την «παρηκμασμένη» ελληνιστική.

Υπάρχουν, όμως, επιχειρήματα που πιστοποιούν τον ενιαίο χαρακτήρα της Ελληνικής; Ας το εξετάσουμε από τρεις διαφορετικές απόψεις: επικοινωνιακά, δομικά και αμιγώς λεξιλογικά. Ως προς την επικοινωνιακή διάσταση του θέματος, στο ερώτημα αν η Αρχαία και η ΚΝΕ είναι αμοιβαία κατανοητές δεν μπορεί φυσικά να υπάρξει απάντηση, μια και δεν έχουμε φυσικούς ομιλητές της Αρχαίας. Αλλά και μόνο για τους ομιλητές της ΚΝΕ είναι σαφές ότι η Αρχαία δεν είναι κατανοητή χωρίς συστηματική διδασκαλία και μελέτη. Και φυσικά, το επιχείρημα πολλών, ότι δηλαδή πολλές λέξεις είναι ίδιες ή παρόμοιες δεν καθιστά την Αρχαία κατανοητή, καθώς η αναγνώριση σποραδικών λέξεων μέσα σε προτάσεις δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση κατανόηση του νοήματος των προτάσεων. Επομένως, από «επικοινωνιακή» άποψη, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η Αρχαία και η ΚΝΕ είναι η ίδια γλώσσα. Η κατάσταση είναι ελαφρά διαφορετική για τις μετακλασικές μορφές της Ελληνικής, όπως είναι αναμενόμενο λόγω των γλωσσικών αλλαγών που σταδιακά οδήγησαν στην ΚΝΕ. Όμως ούτε η ελληνιστική κοινή αποτελεί μορφή της ΚΝΕ, ενώ ακόμα και κείμενα τα οποία θεωρητικά ανήκουν στη «Νεοελληνική» λογοτεχνία, όπως ο «Κατζούρμπος» του Χορτάτζη (17ος αι.), προκαλούν σοβαρές δυσκολίες στη κατανόηση σε όσους δεν έχουν ιδιαίτερη εξοικείωση με τη Μεσαιωνική ελληνική (δηλαδή, στη συντριπτική πλειονότητα των ομιλητών της ΚΝΕ). Όσο για νομικά κείμενα από την Βενετοκρατούμενη Ελλάδα (π.χ. Κρήτη), πολλές φορές είναι αμφιλεγόμενο αν είναι γραμμένα στην ελληνική ή σε ένα μίγμα ελληνικής και ιταλικής. Αυτό υποδεικνύει ότι μάλλον καταχρηστικά (αν όχι τελείως λανθασμένα) συμπεριλαμβάνονται έργα σαν τον Κατζούρμπο στα μνημεία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, μια και ούτε από άποψη γλώσσας ούτε από άποψη κοινωνίας ανήκουν στη νέα ελληνική πραγματικότητα.

Ένα άλλο κριτήριο που επικαλούνται πολλοί για να αποδείξουν την ενότητα της Ελληνικής είναι δομικό, δηλαδή ότι λίγες μορφο-συντακτικές αλλαγές έχουν γίνει από την Αρχαία μέχρι τη ΚΝΕ. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να σταθεί ούτε να εκληφθεί σοβαρά, μια και στη διάρκεια αυτών των αιώνων (για να μην αναφερθούμε φυσικά στις προ-κλασικές φάσεις της Ελληνικής) έχουν σημειωθεί ριζικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: α) στο μορφολογικό (σαρωτικές αλλαγές στο ονοματικό αλλά και στο ρηματικό σύστημα: εξαφάνιση παραδειγμάτων κλίσης, μεταπλασμός ονομάτων και ρημάτων, δημιουργία νέων παραγωγικών καταλήξεων, αλλαγές στο γένος των ονομάτων, εμφάνιση πολλών περιφραστικών χρόνων του ρήματος και εξαφάνιση παλαιών μορφολογικών τύπων, όπως ο στιγμιαίος Μέλλοντας κ.λ.π.), β) στο φωνολογικό (το σύστημα της ΚΝΕ είχε διαμορφωθεί περίπου από τον 10ο αι. μ.Χ.) και γ) στο συντακτικό (αλλαγές στις επιτρεπτές σειρές των όρων της πρότασης, ανάπτυξη συμπληρωματικών προτάσεων στη θέση του Απαρεμφάτου κ.λ.π.). Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι περισσότερες από τις παραπάνω αλλαγές πραγματοποιήθηκαν σε μια μεγάλη διάρκεια από την ελληνιστική εποχή και εξής, και ότι η ΚΝΕ πήρε την σημερινή της μορφή μόλις τον 20ο αι.

Τέλος, ακόμα και η σημερινή μορφή της ΚΝΕ έχει τροποποιηθεί προς το λογιότερο σε σχέση με τις Μεσαιωνικές και τις Νέες ελληνικές διαλέκτους, κυρίως ως προς το επίπεδο του λεξιλογίου, με την αθρόα χρήση αρχαίων λέξεων και ριζών για την δημιουργία νέων λέξεων από τον 19ο και εξής. Η σχετική λεξιλογική και μορφολογική ομοιότητα της ΚΝΕ με προγενέστερες φάσεις της Ελληνικής (και κυρίως με την προ-μεσαιωνική ελληνική) οφείλεται εν μέρει και στον καθαρευουσιανισμό και την τάση «εξυγίανσης» της γλώσσας από διάφορα «ξένα» και «λαϊκά» στοιχεία. Αλλά ακόμα και αυτή η λεξιλογική συνάφεια της ΚΝΕ με την Αρχαία δεν είναι ικανή να υποστηρίξει τον ενιαίο και αδιαίρετο χαρακτήρα της γλώσσας, σε αντίθεση με όσα συχνά αναφέρονται, ότι εφόσον υπάρχουν τόσες πολλές ίδιες λέξεις, τότε πρόκειται για την ίδια γλώσσα. Όπως ήδη επισημάναμε, η κατανόηση λέξεων δεν σημαίνει και την κατανόηση της γλώσσας: Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και η Ιταλική, η οποία αντλεί σε συντριπτικό ποσοστό τον λεξιλογικό της πλούτο από την Λατινική, αλλά αυτό δεν οδηγεί τους Ιταλούς να υποστηρίξουν ότι η Ιταλική και η Λατινική είναι μία γλώσσα ή ότι μπορούν να καταλάβουν εύκολα Λατινικά.

Συμπερασματικά, όλα τα γλωσσικά κριτήρια συνηγορούν στο ότι η ΚΝΕ είναι «απόγονος» της Αρχαίας, αλλά κανένα γλωσσικό κριτήριο δεν στηρίζει την άποψη ότι η Αρχαία και η ΚΝΕ αποτελούν μορφές της ίδιας γλώσσας, δηλαδή ο μύθος της ενιαίας Ελληνικής είναι εξω-γλωσσολογικός, άρα γλωσσικός-πολιτικός.

Γ. Ενιαία Ελληνική-ενιαίος Ελληνισμός

Είναι, μάλλον, προφανές ότι ο μύθος της ενιαίας Ελληνικής τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τον μύθο περί πολιτισμικής (και για κάποιους ακραίους εθνικιστές φυλετικής) ενότητας και συνέχειας του Ελληνισμού. Η ελληνική γλώσσα, που θεωρήθηκε πρωταρχικό στοιχείο πολιτισμού και ταυτότητας κάθε γλωσσικής ομάδας, έπρεπε οπωσδήποτε να αναχθεί στην αρχαιότητα τον 19ο αι., σε αντιστοιχία με τους Έλληνες, οι οποίοι έπρεπε οπωσδήποτε να «αναχθούν» πολιτισμικά στην ένδοξη αρχαιότητα. Η συνέχεια του «Ελληνισμού» προϋπόθετε και προϋποθέτει, φυσικά, και την συνέχεια της Ελληνικής, όχι με την έννοια της διαδοχικής διαφοροποίησης μίας γλώσσας που κατάγεται από την Αρχαία, αλλά με την έννοια της αδιαίρετης γλώσσας η οποία διαθέτει μία ιστορία 3.500 χρόνων. Είναι, ασφαλώς, περίεργο πώς όλος ο πλούτος αυτής της ενιαίας Ελληνικής δεν είναι καταγεγραμμένος στο DNA των ομιλητών της ΚΝΕ... Όμως όσο ενιαία είναι η Ελληνική, άλλο τόσο ενιαίος και συνεχής είναι και ο «Ελληνισμός». Και επειδή η «πολιτισμική συνάφεια» είναι ίσως πιο δύσκολο να υποστηριχθεί, η «ενιαία Ελληνική» αποτελεί μάλλον προπύργιο της συγκεκριμένης αντίληψης, αφού υπάρχουν κάποιες λέξεις κοινές, χωρίς αμφιβολία...

Αυτή η πολιτική αντίληψη διαφοροποιεί την περίπτωση της Ελληνικής από αυτή λ.χ. της Αγγλικής. Και στη τελευταία δεν συντρέχει κάποιος γλωσσολογικός λόγος για να αποκαλέσουμε την Αρχαία Αγγλική μορφή της Αγγλικής, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση το όνομα «Αρχαία Αγγλική» υποδεικνύει ίσως μία προσπάθεια αναγωγής της Αγγλικής σε κάποιο μακρινό παρελθόν (και, πάντως, πιο μακρινό από τον 15ο αι. και τον Σέξπιρ), ωστόσο δεν δίνει λαβή για καμία συζήτηση περί ενιαίας Αγγλικής και λεξιλογικού πλούτου του οποίου κοινωνοί πρέπει να γίνουν όλοι οι ομιλητές της Αγγλικής. Και αυτό γίνεται φανερό με μία επίσκεψη σε ένα χώρο θεσμικής, καθεστωτικής έκφρασης της ιστορίας όπως είναι τα Μουσεία Ιστορίας: εκεί οι ομιλητές της Αρχαίας Αγγλικής αναφέρονται ως Αγγλο-Σάξονες (Anglo-Saxons) και όχι ως Άγγλοι ή Βρετανοί (English / British). Και, βέβαια, καμία γλώσσα- απόγονος της Λατινικής δεν διεκδικεί το όνομα της Νέας Λατινικής...

Συμπερασματικά, «η ενιαία Ελληνική» αποτελεί έναν ακόμα γλωσσικό-πολιτικό μύθο με συγκεκριμένες αρνητικές επιπτώσεις, ειδικά στο εκπαιδευτικό σύστημα, με την άκρατη και ανούσια διδασκαλία της Αρχαίας ήδη από το Γυμνάσιο. Η ΚΝΕ προέρχεται από την Αρχαία, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να μιλάμε για ενιαία Ελληνική, όπως δεν μπορούμε να μιλάμε και για ενιαίο «Ελληνισμό». Άλλωστε, όλες οι γλώσσες τοποθετούνται κάπου σε ένα ιστορικό συνεχές, διαθέτουν δηλαδή κάποια άλλη γλώσσα καταγωγής, η οποία για τα Ελληνικά είναι η Ινδο-Ευρωπαϊκή. Ακολουθώντας την λογική περί ενιαίας Ελληνικής, δεν έχουμε λόγο να σταματήσουμε στην Γραμμική Β, αλλά μπορούμε να πάμε ακόμα πιο πίσω, καθώς όλοι είμαστε Ινδο-Ευρωπαίοι. Γιατί όχι μία ενιαία Ινδο-ευρωπαϊκή; Μπορεί να το δούμε κι αυτό, αν ανακαλυφθούν μνημεία «μεγαλείου» των Ινδο-Ευρωπαίων, που φυσικά δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει χωρίς την ουσιώδη και αναμφισβήτητη βοήθεια των Ελλήνων, οι οποίοι τότε θα ήταν «εκκολαπτόμενοι» ως εθνότητα...

10.12.06
Θοδωρής Μαρκόπουλος

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006

Ομιλείτε ομηρικά;

Σύμφωνα με έναν από τους πιο διαδεδομένους μύθους για τη νεοελληνική γλώσσα, το λεξιλόγιο της είναι ομηρικής προέλευσης. Ο συνήθης τρόπος για να "αποδειχτεί" αυτό είναι η παράθεση μια λίστας με λέξεις που απαντώνται στα ομηρικά έπη και που "τις χρησιμοποιούμε και εμείς σήμερα", κατά προτίμηση "αναλλοίωτες". Και αφού τις βρίσκουμαι στον Όμηρο "αποδεικνύεται" και η "αδιάσπαστη συνέχεια" της ελληνικής γλώσσας, αλλά "αποδεικνύεται" και η ελληνικότητά των λέξεων.

Η θέση αυτή έχει κάποια προβλήματα, βέβαια. Καταρχήν, είναι άγνωστο από πού και ως πού προκύπτει ότι στα ελληνικά του Ομήρου δεν υπάρχουν δάνειες λέξεις. Ακόμα, στις λέξεις που εμφανίζονται και στον Όμηρο η προφορά, η κλίση, η σύνταξη και η σημασία είναι πολύ διαφορετικές τότε και σήμερα. Η προφορά, για παράδειγμα, δεν είναι αυτή που χρησιμοποιείται στα σχολεία και τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα, αλλά αυτή που αποκατέστησε ο Έρασμος και που χρησιμοποιείται σήμερα παντού στο εξωτερικό. Η σημασία, από την άλλη, μπορεί να είναι ένα δάνειο, ας πούμε, από τα γαλλικά, αλλά η λέξη να γράφεται όπως και στο ομηρικό κείμενο. Επίσης, το ότι μια λέξη εμφανίζεται στον Όμηρο και στα νεοελληνικά δε σημαίνει ότι όλα αυτά τα 2.800 χρόνια χρησιμοποιούνταν. Συχνά είναι μια λέξη που εισήγαγε στα νεοελληνικά ένας λόγιος του 19ου αιώνα, δινοντάς της μάλιστα διαφορετική σημασία από αυτή του Ομήρου.

Πέρα, όμως, από την ιστορία των "ομηρικών λέξεων", ένα μεγάλο ποσοστό του νεοελληνικού λεξιλογίου, ό,τι λαθροχειρία και να γίνει, δεν μπορεί να εντοπιστεί στον Όμηρο. Πρόκειται για τις δάνειες λέξεις, που, αν και δεν έχουν οποιαδήποτε καταγωγή από την ελληνική γλώσσα, έχουν ενσωματωθεί και χρησιμοποιούνται από τους ομιλητές της, παρά τις προσπάθειες "καθαρισμού" και αντικατάστασής τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, και οι λόγιες λέξεις που πλάστηκαν από αρχαίες ρίζες συνήθως με σημασία δανεισμένη από κάποια ευρωπαϊκή γλώσσα.

Στη συνέχεια, αναδημοσιεύουμε το κεφάλαιο "Το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής" από το βιβλίο του Δημήτρη Τομπαίδη (Ομότιμου Καθηγητή του ΑΠΘ) Διδασκαλία Νεοελληνικής Γλώσσας. Γραμματική-Σύνταξη-Στοιχεία ιστορικής γραμματικής, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1984 (δεύτερη έκδοση), σσ. 190-193. Στο κεφάλαιο αυτό, με βάση τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, περιλαμβάνονται μια σειρά από λέξεις που χρησιμοποιούμε σήμερα χωρίς να υποψιαζόμαστε, στις περισσότερες από αυτές, τη μη-ελληνική καταγωγή τους ή τον πρόσφατο σχηματισμό τους. Ο κατάλογος είναι ενδεικτικός, καθώς πολλές άλλες λέξεις δεν περιλαμβάνονται.

Μπορείτε να βρείτε ονλάιν λεπτομέρειες και να ελέγξετε την ετυμολογία των λέξεων επισκεπτόμενοι το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, όπου δίνεται η ετυμολογία των λέξεων ως την περίοδο της αρχαίας ελληνικής.

-------

3.6 Το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής

Τα λεξιλογικά στρώματα της νέας ελληνικής είναι κατά το Μ. Τριανταφυλλίδη (Γραμματική σελ. 90-103) τα ακόλουθα τρία:
α) λέξεις αρχαίες, δηλαδή λέξεις που ανήκαν εξαρχής στην ελληνική γλώσσα ή που μπήκαν σ’ αυτήν κατά την αρχαιότητα,
β) λέξεις που μπήκαν στη γλώσσα μας από τη χριστιανική εποχή ως την αρχή του περασμένου αιώνα (1800 μ.Χ.),
γ) λέξεις που μπήκαν στη γλώσσα μας από τότε ως σήμερα.

Α) Το πρώτο στρώμα αποτελείται από
(α) λέξεις ινδοευρωπαϊκές, π.χ. πατέρας, θυγατέρα, γυναίκα, βόδι, δέντρο, φως, γλυκός, ένα, εσύ, είμαι, τρέχω, σήμερα, και.
(β) λέξεις προελληνικές, π.χ. θάλασσα, νησί, κυπαρίσσι, ελιά, σέλινο, σαργός, σπάρος, βασιλιάς, θάλαμος, θίασος, τύραννος, χαλκός, Κόρινθος, Ζάκυνθος, Παρνασσός, Λυκαβηττός, Κάλυμνος, Θάσος, Όλυμπος.
(γ) λέξεις ανατολίτικες, π.χ. αγγαρεία, παράδεισος, σατράπης (περσικές), άλφα, βήτα (φοινικικές), περιστέρι (σημιτική), πυραμίδα (αιγυπτιακή).
(δ) λέξεις εβραϊκές, όπως αμήν, χερουβείμ, σατανάς, ωσαννά, Γολγοθάς, Μεσσίας, Πάσχα, Ιωάννης, Μαρία, Μιχάλης.
(ε) λέξεις λατινικές, όπως ροδάκινο, κελί, κάρβουνο, μαντίλι, κάμπος, ράσο, κάλαντα, Ιανουάριος, λουρί, σπίτι, ταβέρνα, στάβλος, άσπρος, μαύρος, ακουμπώ, διαφεντεύω.

Β) Το δεύτερο στρώμα αποτελείται από
(α) Λέξεις από τις βαλκανικές γλώσσες
(i) σλαβικές: κοτέτσι, ρούχο, σανός, τσέλιγκας, ντόμπρος, Αράχοβα, Γρεβενά, Ζαγόρι.
(ii) βλάχικες: μανούρι, μπουμπούκι, στουρνάρι.
(iii) αρβανίτικες: γκιόνης, μπαμπέσης, πλιάτσικο, φλογέρα, Γκούρα, Λιόπεσι, Μενίδι, Σούλι, Τατόι.
(β) Λέξεις ιταλικές, π.χ. κάβος, μαΐστρος, φουρτούνα, κάλτσα, καπέλο, κουβέρτα, μαραγκός, βαρέλι, καρέκλα, μπαστούνι, μπαρμπούνι, γαρίφαλο, φράουλα, κομπόστα, μπριζόλα, σαλάτα, βιολί, μπιλιάρδο, τάλιρο, κουμπάρος, φρέσκος.
(γ) Λέξεις τούρκικες, π.χ. γιαούρτι, κανταΐφι, κουραμπιές, ντολμάς, πιλάφι, καζάνι, κουβάς, μασιά, μπρίκι, φλιτζάνι, παπούτσι, τσέπη, ταβάνι, τζάκι, τζάμι, μιναρές, παράς, γιασεμί, καρπούζι, μανάβης, μπαρούτι, άχτι, καΐκι, κέφι, τενεκές.
Γ) Το τρίτο στρώμα αποτελείται από
Α. Ξένες λέξεις
«Οι λέξεις αυτές, αντίθετα από τις παλιότερες, συχνά δεν τρίφτηκαν αρκετά στη λαϊκή γλώσσα και δεν κανονίστηκαν φωνητικά και μορφολογικά. Έγιναν άλλωστε συνήθως γνωστές από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και τους λογίους· συχνά μάλιστα, με το να εκφράζουν ανώτερες έννοιες πολιτισμού, όρους επιστημονικούς ή τεχνικούς, περιορίστηκαν σε μικρό κύκλο ειδικών» (Γραμματική, σελ. 97).
(i) λέξεις γαλλικές: ζακέτα, μπλούζα, κολόνια, πούδρα, λικέρ, φοντάν, βαλς, πανσιόν, ρεκλάμα, σανατόριο, αεροπλάνο, ράδιο.
(ii) λέξεις αγγλικές: βαγόνι, γαλόνι, καμπίνα, μπιφτέκι, ρεκόρ, σάντουιτς, σάλι, σπορ, τένις, τουρισμός, χιούμορ.
(iii) λέξεις γερμανικές (έμμεσα): βερμούτ, ποτάσα, τάλιρο, τσίγκος.

Είναι φυσικά γνωστή η διάκριση των ξένων λέξεων σε δύο κατηγορίες: σ΄αυτές που έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική γραμματική (στάβλος, τορβάς, κίνινο) και σ΄εκείνες που έμειναν απροσάρμοστες (πουρμπουάρ, κουάκερ, πριμ κτλ.) (...)

Β. Λόγιες λέξεις
Λόγιες λέγονται οι λέξεις που μπήκαν στη γλώσσα μας από την εποχή που συστάθηκε το νεοελληνικό κράτος, «για να εκφράσουν έννοιες της παιδείας, της επιστήμης, των τεχνών, που έλειπαν ως τότε και που γι' αυτό δεν είχε η γλώσσα μας λέξεις για να τις εκφράσει (ή δεν τις είχε πια). Οι λέξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν στην αρχή από συγγραφείς και λόγιους» (Μικρή Ν.Γρ. σελ.38). Τέτοιες λέξεις είναι π.χ. αεροπλάνο, γυμνάσιο, τηλέφωνο, φωτογραφία.

Οι λόγιες λέξεις είναι ως προς την καταγωγή τους δύο ειδών:
α) αρχαίες λέξεις, που ξαναμπήκαν στη γλώσσα μας, αφού για αιώνες πολλούς είχαν πάψει να λέγονται, π.χ. ανακωχή, καθηγητής, κατάστημα, γυμνάσιο, μητρικός, ξενοδοχείο, αεροπόρος, συμβόλαιο.
β) νεόπλαστες λέξεις ή νεολογισμοί, που δεν λέγονταν στην αρχαία ελληνική, αλλά τις έπλασαν οι λόγιοι, όταν τις χρειάστηκαν, από λέξεις αρχαίες ή από στοιχεία τους, π.χ. αισιοδοξία, αστεροσκοπείο, αεροδρόμιο, δημοσιογράφος, δρομολόγιο, οικογένεια, ουσιαστικό, πυροσβέστης, ταχυδρομείο, χωροφυλακή. (...)

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2006

"Πίσω Θρανία": Μια πρωτοβουλία εθελοντικής διδασκαλίας ελληνικών σε μετανάστες



Στις 30 Ιουνίου και 1, 2 Ιουλίου οι "ανορθόγραφοι" είχαμε την ευκαιρία να συμμετάσχουμε στο "11ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ" στην Αθήνα, μια πετυχημένη, μαζική, πολυεθνική γιορτή αλληλεγγύης, και να καταγράψουμε κάποιες πτυχές του πώς η "εθνική" γλώσσα λειτουργεί ως όργανο ρατσισμού και κοινωνικού αποκλεισμού. Εκεί μας δόθηκε η δυνατότητα να συναντήσουμε μια ενδιαφέρουσα και σημαντική πρωτοβουλία εκπαιδευτικών. Πρόκειται για τα "Πίσω Θρανία - Πρωτοβουλία για Εκπαίδευση Χωρίς Διακρίσεις", μια πρωτοβουλία έμπρακτης αλληλεγγύης στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Τα "Πίσω Θρανία", δρώντας στα πλαίσια του "Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών", οργανώνουν από το 1999 εθελοντικά, χωρίς αμοιβή, μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε ενήλικες μετανάστες και πρόσφυγες, αλλά και προσφέρουν ενημέρωση και βοήθεια σε θεσμικά θέματα και συμμετέχουν και στην ευρύτερη αντιρατσιστική, πολιτική παρέμβαση.

Το εγχείρημα των "Πίσω Θρανίων" ξεχωρίζει για την έμφαση που δίνει στην έμπρακτη, συγκεκριμένη αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες μαζί με την κινηματική αντιρατσιστική δράση. Η πλουραλιστική και δημοκρατική εσωτερική δομή, με την ισότιμη συμμετοχή των μεταναστών-μαθητών, επιτρέπει την αποτελεσματική λειτουργία αλλά και την ένταξη και την ισότιμη συμμετοχή όσων θα επιθυμούσαν να συμμετάσχουν

Στα "Πίσω Θρανία" η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας δεν έχει σκοπό την αναγκαστική αφομοίωση, την "ελληνοποίηση", αλλά την αλληλεγγύη και την ενδυνάμωσή των μεταναστών για τη βελτίωση της ζωής τους στη χώρα που εργάζονται και κατοικούν. Η αντίθεση με τη μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που τείνει όλο και περισσότερο να προβάλλει την "ανάγκη να μάθουν οι μετανάστες τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας" και που είχαμε παρουσιάσει τον Ιούνιο, δε θα μπορούσε να είναι πιο χτυπητή. Εδώ η εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής είναι δικαίωμα και βοηθάει στην άσκηση και των υπόλοιπων δικαιωμάτων των μεταναστών. Στον ελληνικό νόμο του 2005 για τη μετανάστευση, στο αμερικάνικο κίνημα γλωσσικού ρατσισμού "English Only", είναι υποχρέωση και πρόσχημα για να καταπατώνται όλα τα δικαιώματα των μεταναστών. Ως προς αυτό χαρακτηριστικό είναι και το αίτημα που προβάλλουν τα Πίσω Θρανία για τη διδασκαλία στο σχολείο και της μητρικής γλώσσας των αλλοδαπών μαθητών.

Και φέτος οι δραστηριότητες των "Πίσω Θρανίων" συνεχίζονται ξεκινώντας από τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου στο "Στέκι Μεταναστών" (Τσαμαδού 13α, Εξάρχεια, ώρα 18:00, πληροφορίες στο 210-3813928).

Στη συνέχεια αναδημοσιεύουμε το κάλεσμα των "Πίσω Θρανίων" για τη φετινή σχολική / κινηματική χρονιά και δύο παλιότερα κείμενά τους όπου παρουσιάζονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στην ένταξή τους στο σχολείο και πώς θα μπορούσαν αυτά να περιοριστούν αλλά και το πλαίσιο λειτουργίας της πρωτοβουλίας των Πίσω Θρανίων και τις δραστηριότητες που οργανώνουν.

Μια προσπάθεια που αξίζει την έμπρακτη υποστήριξή μας.

Επισκεφτείτε επίσης:
* Για μια πολυπολιτισμική αντίληψη στην εκπαίδευση
* Η εκπαίδευση των μεταναστών, Ιος, 5.11.2000, με αναφορά στα "Πίσω Θρανία"
* Η δραστηριότητα της ομάδας "τα πίσω θρανία" της Ελένης Γραββάνη, Εν Πλω, τ.7, Φθινόπωρο 2000.

Μιχάλης Καλαμαράς

---------------

Τα Πίσω Θρανία
Πρωτοβουλία για εκπαίδευση χωρίς διακρίσεις



Δευτέρα 2/10 αρχίζουν τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας
για μετανάστες και πρόσφυγες



Τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου στις 18:00 στο Στέκι των Μεταναστών (Τσαμαδού 13α Εξάρχεια) αρχίζουν τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας για ενήλικους-ες μετανάστες-τριες και πρόσφυγες που οργανώνει η ομάδα δασκάλων "τα Πίσω Θρανία".

Τα μαθήματα γίνονται από Δευτέρα έως Παρασκευή 18:00 με 20:00 και απευθύνονται τόσο σε αρχάριους όσο και σε προχωρημένους. Οι μαθητές-τριες δεν χρειάζεται να καταβάλουν οποιοδήποτε χρηματικό αντίτιμο, μιας και όλες οι δασκάλες και οι δάσκαλοι των ‘Πίσω Θρανίων’ είναι εθελόντριες/ές.

Η πρωτοβουλία αυτή της ομάδας των "Πίσω Θρανίων", που αποτελείται στην πλειονότητά της από εκπαιδευτικούς, μετράει ήδη 7 χρόνια ζωής και περισσότερους από 2.000 μαθητές και μαθήτριες από πολλές διαφορετικές χώρες.

Θεωρώντας ότι η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας αποτελεί μια από τις πιο άμεσες ανάγκες των μεταναστών και προσφύγων και ένα ουσιαστικό βήμα για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, τα μαθήματα ελληνικών στο Στέκι των Μεταναστών είναι μια έμπρακτη έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης και αντιρατσιστικής στάσης.

Πληροφορίες στο 210 3813928 (17:00-21:00 Δευτέρα έως Παρασκευή)
Εγγραφές, χωρισμός τμημάτων, Δευτέρα 2 Οκτωβρίου,
6.00μ.μ. Στέκι Μεταναστών Τσαμαδού 13, Εξάρχεια

---------------

Τα Πίσω Θρανία είμαστε μια ομάδα εκπαιδευτικών που στα πλαίσια της δράσης μας του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών κάνουμε μαθήματα της ελληνικής γλώσσας σε ενήλικες μετανάστες και πρόσφυγες.

Η καθημερινή μας δράση είναι κυρίως η δουλειά μας στα σχολεία, όπου ερχόμαστε σε επαφή με τα παιδιά των μεταναστών, που είναι μαθητές μας, και βέβαια με τους γονείς τους. Σ' αυτή την καθημερινότητα βιώνουμε σταθερά μια συνεχή αδιαφορία και έναν συνεχή πόλεμο από το εκπαιδευτικό σύστημα για καθετί "άλλο", διαφορετικό, αλλιώτικο, είτε αυτό είναι η γλώσσα είτε η θρησκεία, το χρώμα ή το παράξενο όνομα. Ελάχιστοι θα μπουν στον κόπο να μάθουν το όνομα "Ενκελέντα", Ελίνα θα την πουν. Δηλαδή κάτι συγγενές με το αρχικό όνομα, εντελώς όμως εξελληνισμένο. Παλεύουμε να φέρουμε τους γονείς των παιδιών στο σχολείο να συζητήσουμε. Η γλώσσα που δεν την ξέρουν είναι η ντροπή και η ενοχή - για ποιο λόγο άραγε; - ο φόβος είναι διάχυτα στις συναντήσεις μας, όταν κάποτε τις καταφέρνουμε. Και δίνουμε αγώνα για να μεταφέρουμε την ατμόσφαιρα του σεβασμού και της ισοτιμίας μεταξύ μας.

Θεωρούμε απαράδεκτη την αδιαφορία των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών. Και αυτό που συναντάμε είναι η συστηματική προσπάθεια αφομοίωσης των "άλλων" στα ελληνικά "ιδεώδη", η εξάλειψη κάθε προσωπικής ταυτότητας, η εξαφάνιση της κουλτούρας τους, Είναι η προσπάθεια δημιουργίας ανθρώπων που μέσα από το φόβο, την απόρριψη, την απομόνωση θα γίνουν άβουλα όργανα του κοινωνικού συστήματος.

Τα νομοθετικά μέτρα που κατά καιρούς λαμβάνονται για τη διευκόλυνση της φοίτησης όλων των παιδιών των μεταναστών στα ελληνικά σχολεία, υπακούοντας στις Διεθνείς Συνθήκες για την ισότιμη πρόσβαση όλων στην εκπαίδευση, διευθετούν το γράμμα του νόμου - που μοιάζει να προωθεί την ισοτιμία και τον εκδημοκρατισμό, όχι όμως την ουσιαστική προσβασιμότητα.

Για παράδειγμα:

Δημιουργούνται τάξεις υποδοχής, χωρίς όμως την παρουσία 2ου δασκάλου γνώστη της μητρικής γλώσσας του παιδιού.
* Οι εκπαιδευτικοί στην πλειονότητά τους δεν έχουν επιμορφωθεί στη διδασκαλία των ελληνικών ως δεύτερης γλώσσας.
* Δεν υπάρχουν ενημερωτικά έντυπα για την εγγραφή των παιδιών στο σχολείο και τα δικαιώματά τους στη γλώσσα των γονιών τους.
* Δεν προβλέπονται διαμεσολαβητές ανάμεσα σε κάθε μεταναστευτική κοινότητα ή φορέα υποδοχής μεταναστών και τους εκπαιδευτικούς οργανισμούς.
* Δεν προβλέπεται η διδασκαλία της ελληνικής σε κάθε μετανάστη που περνά τα σύνορα της χώρας, καθώς και η ενημέρωσή του για υπηρεσίες που αφορούν την καθημερινότητά του.

Ως εκπαιδευτικοί είμαστε αντίθετοι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που περιθωριοποιούν όχι μόνο τα παιδιά της εργατικής τάξης και των μεταναστών αλλά και οποιονδήποτε δεν εντάσσεται "ομαλά" στις υπάρχουσες δομές του συστήματος. Κι αυτό το σύστημα έχει μια πλούσια, κάθετη και οριζόντια οργάνωση, που σε κυκλώνει και σε πολιορκεί: ασφυκτικοί έλεγχοι, προγράμματα σπουδών, βαθμολογίες, εξετάσεις, διευθυντές, προϊστάμενοι, εκκλησία, νομικά πλαίσια που νομιμοποιούν τις αυθαιρεσίες τους. Όλα συνθέτουν τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του σχολείου, που υπηρετεί τους στόχους της πολιτικής εξουσίας.

Η κοινή μας αντίληψη για όλ' αυτά μας έκανες να συναντηθούμε στα Πίσω Θρανία. Εκπαιδευτικοί που αισθανόμαστε ότι είμαστε των "πίσω θρανίων" της τάξης, της γαλαρίας του πούλμαν, ταραξίες της γωνίας, συναντηθήκαμε, γιατί πιστεύουμε σε μια εκπαίδευση χωρίς διακρίσεις. Γιατί στην εκπαίδευση χωράνε όλοι, από όποιο σημείο της γης κι αν έρχονται. Το εκπαιδευτικό σύστημα και οι κοινωνικές δομές είναι που διαχωρίζουν. Οι γλώσσες, οι διαφορετικοί πολιτισμοί, η "διαφορά" είναι τόπος συνάντησης της γνώσης και των ανθρώπων και όχι παράγοντας διαχωρισμού τους. Πιστεύουμε στο δικαίωμα στη διαφορά. Δεν αδιαφορούμε στη διαφορά παλεύοντας ταυτόχρονα ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες. Η πραγματική ισοτιμία μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσα από την αποδοχή και τον απόλυτο σεβασμό της διαφοράς, μέσα από την πάλη για την ουσιαστική δημοκρατία σε κάθε χώρο, μέσα από την πίστη στη θέση ότι δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί και την υπεράσπιση της θέσης αυτής στην πράξη. Μπορεί να εξασφαλιστεί με τη διαμόρφωση πολιτών που θα πιστεύουν στην ομορφιά και την αξία της διαφοράς και θα 'ναι περήφανοι για το κομμάτι πολιτισμού που κουβαλούν, για τον αγώνα τους για τη ζωή, για τ' όνομά τους.

Παλεύουμε για μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις, με πολίτες που θα απολαμβάνουν τα ατομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα όποια γλώσσα κι αν μιλούν, όποιο χρώμα και αν έχουν. Θέλουμε μια Ευρώπη ανοιχτή, όχι φρούριο απέναντι στους μετανάστες και τα παιδιά τους. Θέλουμε έναν κόσμο ανοιχτό, που να εμπνέει σεβασμό και ισοτιμία. Θέλουμε έναν κόσμο που να μη βλέπει τον "άλλο" σαν "ξένο".

Κι αυτός ο κόσμος πιστεύουμε ότι είναι εφικτός.
Γι' αυτόν παλεύουμε!


Τα Πίσω Θρανία, σε συνεργασία με τις Κινήσεις, Παρεμβάσεις, Συσπειρώσεις Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, οργάνωσαν αντιπολεμικές εκδηλώσεις στα σχολεία και τις γειτονιές, εξαιτίας του πολέμου στο Ιράκ. Μια από τις δραστηριότητες τους ήταν η έκθεση ζωγραφικής με θέμα τον πόλεμο στην οποία πήραν μέρος μαθητές ?τριες από όλη την Ελλάδα, από τις κοινότητες των μεταναστών αλλά και την Παλαιστίνη. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των δραστηριοτήτων βρίσκεται στο 8ο αντιρατσιστικό φεστιβάλ [στην Αθήνα] και αντανακλά τη δράση μας ως μαχόμενων εκπαιδευτικών, μέσα κι έξω από το σχολείο, ενάντια στον πόλεμο, το ρατσισμό και την παγκοσμιοποίηση.

Πίσω Θρανία - Πρωτοβουλία για Εκπαίδευση Χωρίς Διακρίσεις

---------------

Τα Πίσω Θρανία συγκροτήθηκαν το φθινόπωρο του 1999 στο πλαίσιο του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών ως μια πρωτοβουλία έμπρακτης αλληλεγγύης στους μετανάστες.

Στα Πίσω Θρανία, ενταγμένα στο διεθνές κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης, αντιπαλεύουμε τον εθνικισμό, το ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Αντιπαραβάλλουμε στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα την κοινωνία της αποδοχής, την υποστήριξη των εργασιακών διεκδικήσεων, την υπεράσπιση των δικαιωμάτων ενάντια στην κρατική καταστολή.

Επειδή δεν υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι αλλά λαθραίες αντικοινωνικές κυβερνητικές πολιτικές και ρατσιστικοί μεταναστευτικοί νόμοι, η δράση των Πίσω Θρανίων στοχεύει στην ανάπτυξη της έμπρακτης αλληλεγγύης στους μετανάστες τόσο σε εκπαιδευτικό όσο και σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Ιδιαίτερα στοχεύουμε στην κατοχύρωση του δικαιώματος, ενηλίκων και ανηλίκων, μεταναστών να έχουν πρόσβαση σε όλα τα επίπεδα του εκπαιδευτικού μας συστήματος χωρίς να κινδυνεύουν να αποκλειστούν από ρατσιστικές πολιτικές, καθώς επίσης και στην επεξεργασία, σχολιασμό και παρέμβαση στο θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει τους όρους ένταξης των αλλοδαπών μαθητών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

* Τα μαθήματα είναι βιωματικά και προσαρμοσμένα στο επίπεδο και τις ανάγκες των μεταναστών.
* Κάθε Παρασκευή γίνονται μαθήματα σε συνδυασμό με τη μουσική και μαθήματα με θεατρικό τρόπο που δίνουν την ευκαιρία σε όσους μετανάστες θέλουν να εκφραστούν διαφορετικά αλλά και βοηθούν τους αναλφάβητους.
* Καθημερινά γίνονται μαθήματα σε υπολογιστές.
* Κάνουμε μαθήματα σε γονείς μαθητών μεταναστών σε σχολεία.
* Έχοντας σαν στόχο την πολύπλευρη γνωριμία και τη μεταξύ μας επικοινωνία οργανώνουμε επισκέψεις σε θέατρα, αρχαιολογικούς χώρους, εκδρομές και γλέντια στο Στέκι Μεταναστών με μουσική και φαγητά από διάφορες χώρες.
* Συμμετέχουμε σε πορείες και συλλαλητήρια που οργανώνονται από το αντιρατσιστικό κίνημα εναντίον κάθε ρατσιστικής και αντιμεταναστευτικής πολιτικής.
* Συμμετέχουμε στα αντιρατσιστικά φεστιβάλ.
* Συμμετέχουμε σε ημερίδες, συνέδρια και εκδηλώσεις σχετικές με τη διαπολιτισμική εκπαίδευση και τη μεταναστευτική πολιτική.
* Συμμετέχουμε στη διοργάνωση εκπαιδευτικών φεστιβάλ.

Οι εκπαιδευτικοί των Πίσω Θρανίων:

* Στηρίζουμε και εφαρμόζουμε στα σχολεία μας εναλλακτικές εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες με μαθήματα εκτός αναλυτικού προγράμματος.
* Οργανώνουμε στα σχολεία αντιπολεμικές εκδηλώσεις, φιλομεταναστευτικά μαθήματα και εκθέσεις (όπως έκθεση ζωγραφικής στο 8ο αντιρατσιστικό φεστιβάλ [στην Αθήνα] με έργα μαθητών από όλη την Ελλάδα και την Παλαιστίνη).
* Παρεμβαίνουμε για την εγγραφή των παιδιών στα σχολεία ανεξάρτητα από την ηλικία και τα χαρτιά των παιδιών και των νέων.
* Αγωνιζόμαστε για την κατοχύρωση της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας των αλλοδαπών μαθητών στο σχολείο.
* Είμαστε μάχιμοι στις τάξεις, στους συλλόγους και τα συνδικάτα.
* Διεκδικούμε μέσα κι έξω από το σχολείο.

Πίσω Θρανία - Πρωτοβουλία για Εκπαίδευση Χωρίς Διακρίσεις

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2006

Τα αγγλικά ως δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας

Η υποκρισία των προστατών της ελληνικής γλώσσας για τα αγγλικά

Το Μάιο του 2006 η Άννα Διαμαντοπούλου, υπεύθυνη του Τομέα Ανάπτυξης-Ανταγωνιστικότητας του ΠΑΣΟΚ, κυκλοφόρησε το βιβλίο της Η Έξυπνη Ελλάδα, ένα μανιφέστο για την "κοινωνία της γνώσης" στα πλαίσια του κοινωνικού νεοφιλελευθερισμού που πρεσβεύει η ίδια. Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται και το κεφάλαιο "Η ξένη γλώσσα ως συστατικό του ανθρώπινου κεφαλαίου" (σσ. 223-7) που αποτελεί αναδημοσίευση του άρθρου της Ομιλείτε Αγγλικά; Περι γλωσσών και ...ιδεολογημάτων στο "Βήμα της Κυριακής" της 24.3.02, τρεις μήνες μετά την πρόταση που είχε κάνει τον Νοέμβριο του 2002 (συνέντευξη στην Καθημερινή, 18.11.01) για την καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας στην Ελλάδα. Η αυτούσια αναδημοσίευση του άρθρου αυτού αλλά και η επισήμανση της ίδιας στο βιβλίο ότι "με εκφράζει απόλυτα και σήμερα" δείχνουν πως επιμείνει στη θέση της και πως προτείνει πράγματι και σήμερα η αγγλική να γίνει η δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας.

Το πραγματικό περιεχόμενο της πρότασης Διαμαντοπούλου ήταν από την πρώτη στιγμή ξεκάθαρο. Τα αγγλικά ως δεύτερη επίσημη γλώσσα σημαίνει ότι η διδασκαλία και η γενικευμένη και υψηλού επιπέδου εκμάθηση της γλώσσας γίνεται προτεραιότητα για το κράτος. Σύμφωνα με την πρότασή της, τα αγγλικά πρέπει να γίνουν ένα από τα βασικά μαθήματα στο σχολείο, κάποια από τα δευτερεύοντα (sic!) μαθήματα όπως η ψυχολογία, η ανθρωπολογία, κλπ. πρέπει να γίνονται στις τελευταίες τάξεις στα αγγλικά εξολοκλήρου, τα πανεπιστήμια πρέπει να μπορούν να κάνουν κάποια μαθήματα στα αγγλικά και να έχουν και εξολοκλήρου αγγλόφωνα τμήματα (συνέντευξη στο Flash 9.61 στις 19.11.01). Δε σημαίνει δηλαδή παράλληλη χρήση ελληνικών και αγγλικών σε όλες τις δραστηριότητες του κράτους.

Τότε η πρόταση αυτή είχε καταδικαστεί όχι μόνο από τους συνήθεις φρουρούς της γλώσσας μας αλλά από το σύνολο του πολιτικού φάσματος και είχε προκαλέσει το γνωστό κύμα υστερίας, άρθρων και επιστολών αλλά και μιας εκπομπής καταπέλτη του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Σήμερα η αναδημοσίευση της θέσης αυτής στο βιβλίο της Διαμαντοπούλου πέρασε εντελώς απαρατήρητη, παρά τη σημαντική δημοσιότητα που πήρε το ίδιο το βιβλίο.

Κάπως περίεργο, είναι η αλήθεια. Σίγουρα τα βιβλία πολιτικών είναι πιο πολύ ένα γεγονός για τα media παρά προκαλούν το ενδιαφέρον για το περιεχόμενό τους. Σίγουρα, το περιεχόμενό τους γίνεται γνωστό με βάση τα δελτία τύπου και τις αναδημοσιεύσεις στις εφημερίδες και όχι γιατί τα διαβάζει κανείς. Σίγουρα, επίσης, οι δηλώσεις και τα άρθρα σε εφημερίδες γίνονται περισσότερα αισθητά από τις σελίδες ενός βιβλίου. Σίγουρα, άλλο είναι να είσαι επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος και άλλο στέλεχος της αντιπολίτευσης. Όπως και να 'χει, οι προστάτες της γλώσσας, οι άγρυπνοι φρουροί της, φαίνεται αυτή τη φορά να πήραν έναν υπνάκο στη σκοπιά.

Τα αγγλικά γίνονται η "δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας".

Ο υπνάκος αυτός, όμως, φαίνεται να είναι κάπως πιο βαθύς από το αναμενόμενο γλάρωμα του φρουρού τις μικρές ώρες της νύχτας. Γιατί η πρόταση της Διαμαντοπούλου, που απορρίφθηκε μετά βδελυγμίας πριν από πέντε χρόνια, σήμερα εφαρμόζεται κατά γράμμα και μάλιστα εφαρμόζεται από την κυβέρνηση του αντίπαλου κόμματος, του αγαπημένου των προστατών της γλώσσας μας.

Μέσα στα δυόμισι χρόνια της κυβέρνησης Καραμανλή και της υπουργίας Γιαννάκου έχουν προωθηθεί δύο μέτρα που σαφώς ακολουθούν και εφαρμόζουν την πρόταση της Διαμαντοπούλου για γενικευμένη και σε βάθος εκμάθηση της αγγλικής:

* Η ίδρυση του Διεθνούς Πανεπσιτημίου Θεσσαλονίκης (νόμος 3391, ΦΕΚ 240Α/4-10-2005), που θα λειτουργήσει από το 2007, με γλώσσα διδασκαλίας τα αγγλικά γλώσσα στην οποία θα γίνονται τα μαθήματα στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

* Στο Προσχέδιο πρότασης για αλλαγές του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των Α.Ε.Ι. που δημοσιοποίησε η Γιαννάκου στις 21.6.06 περιλαμβάνεται και το ακόλουθο άρθρο:


Άρθρο 16
Διοργάνωση σπουδών σε ξένη γλώσσα
Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος είναι δυνατή η διοργάνωση των μαθημάτων του προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών και η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής σε ξένη γλώσσα. Οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.


Επίσης, η σημερινή υπουργός δε φάνηκε ποτέ και σε καμία στιγμή διατεθειμένη να ανατρέψει μέτρα για την επέκταση των αγγλικών στα σχολεία που είχαν πάρει προκάτοχοί της, όπως η διδασκαλία των αγγλικών από την Γ' Δημοτικού (Ευθυμίου, 2003)

Από την πρόταση της Διαμαντοπούλου το μόνο μέτρο που δε φαίνεται να προωθείται από τη σημερινή κυβέρνηση είναι η διδασκαλία στο σχολείο κάποιου μαθήματος εξολοκλήρου στα αγγλικά. Επίσης, μια άλλη διαφορά είναι ότι αυτές οι αλλαγές δε γίνονται στο πλαίσιο κάποιας εκστρατείας για την ανάγκη της αγγλομάθειας με κάποιο κεντρικό σλόγκαν, όπως πρότεινε η Διαμαντοπούλου ρίχνοντας το σύνθημα "τα αγγλικά δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας", αλλά με κινήσεις χαμηλού προφίλ, ώστε να γίνουν αλλαγές χωρίς να προκληθεί αντίδραση - κάτι όμως που μειώνει τη δυναμική της προσπάθειας και τη δυνατότητα μιας πραγματικής μεταστροφής της κοινής γνώμης πάνω στο ζήτημα. Η κατεύθυνση όμως και τα συγκεκριμένα μέτρα είναι αυτά που είχε προτείνει η Διαμαντοπούλου και τα είχε κωδικοποιήσει ως "τα αγγικά δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας".

Οι προτάσεις αυτές, όπως είναι αναμενόμενο, πολύ απέχουν από το είναι κάποιες ατομικές και μάλιστα επιπόλαιες, όπως λέγονταν το 2001, απόψεις ενός πολιτικού στελέχους ή και μιας κυβέρνησης. Πρόκειται για ιδέες που έχουν προταθεί και υιοθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για παράδειγμα, στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ένα στρατηγικό πλαίσιο για την πολυγλωσσία (22.11.05) προτείνεται ρητά και εμφατικά, στα πλαίσια της στρατηγικής της Λισσαβόνας, οι μαθητές να διδάσκονται κάποιο μάθημά τους στην ξένη γλώσσα ("Ολοκληρωμένη Εκμάθηση Περιεχομένου και Γλώσσας") και προτείνονται μέτρα για να διασφαλιστούν οι κατάλληλες συνθήκες για την εκμάθηση ξένων γλωσσών στο σχολείο από πολύ μικρή ηλικία. Δε θα πρέπει να πέσει κανείς από τα σύννεφα, λοιπόν, αν σε λίγο καιρό ο/η τότε υπουργός Παιδείας ανακοινώσει ότι, ας πούμε, η Ψυχολογία θα διδάσκεται στα αγγλικά, ίσως "για φέτος", "πιλοτικά", "σε λίγα σχολεία". Το σε ποιο από τα δύο κόμματα θα ανήκει ο/η υπουργός δε θα επηρεάσει την απόφαση.

Ήδη πάντως η σημερινή υπουργός προτείνει (Δελτίο Τύπου 24.5.06) να εφαρμοστεί το μέτρο για να διδαχτούν μη-γλωσσικά μαθήματα στην ελληνική σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η συναίνεση των προστατών της γλώσσας

Υπνάκος στη σκοπιά λοιπόν για τους φρουρούς της γλώσσας μας ενώ η Γιαννάκου κάνει την αγγλική δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας; Ίσως. Ίσως όμως και ένα καλό deal.

Στα γλωσσικά ζητήματα η επιλογή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας είναι μια ισορροπία ή, καλύτερα, συναλλαγή. Από τη μια ικανοποίηση της (υπερ)συντηρητικής κοινωνική της βάσης, από την άλλη προώθηση της ατζέντας των επιχειρήσεων, της πραγματικής της κοινωνικής βάσης, για να είναι ανταγωνιστικές στις διεθνείς αγορές και να προωθηθεί η ενιαία αγορά της Ευρώπης που τις ενδιαφέρει. Από τη μία, μια ώρα την εβδομάδα παραπάνω αρχαία σε όλο το Γυμνάσιο, συν δύο ώρες παραπάνω αρχαία στην Α' Λυκείου συν μία ώρα παραπάνω ώρα αρχαία κατεύθυνσης στη Β' Λυκείου συν ο Επιτάφιος υποχρεωτικός για όλους στην Γ' Λυκείου, συν βουλευτής και νυν υπουργός να ανοίγει θέμα πολυτονικού συν προαναγγελία για επανίδρυση των κλασικών τάξεων και αργότερα για τη λειτουργία των κλασικών Λυκείων. Από την άλλη, προετοιμάζεται μια αγγλόφωνη ακαδημαϊκή κοινότητα: αγγλόφωνα μαθήματα, μεταπτυχιακά, διατριβές και ένα ολόκληρο πανεπιστήμιο αγγλόφωνο. Για να περάσει αυτό το μείγμα πολιτικής απαιτεί βέβαια και κάτι άλλο, μια προϋπόθεση που η σημερινή κυβέρνηση διαθέτει σε αφθονία: την έλλειψη κάθε ίχνους αμφιβολίας για το εθνικό και θρησκευτικό φρόνημα αυτού του κόμματος, τη βεβαιότητα ότι δεν μπορεί να θέλει να χάσουμε την ταυτότητά μας, να θέλει να μας κάνει κιμά, "αμερικανάκια", να μας παραδώσει στην "άθεη παγκοσμιοποίηση" και τα λοιπά, και τα λοιπά. Υποψίες που
"βάραιναν" τους εκσυγχρονιστές και τη Διαμαντοπούλου.

Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων θυμίζει, μάλιστα, τον άλλο τομέα ευθύνης του ΥΠΕΠΘ, τα εκκλησιαστικά, όπου συναντάμε ένα αντίστοιχο μείγμα: δικαιώματα για την καύση νεκρών και εξομολόγηση εκτός σχολείων αλλά και γενναία χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια και από το ΥΠΕΞ για τη ΜΚΟ της Εκκλησίας "Αλληλεγγύη".

Αυτή η τακτική σίγουρα έχει προβλήματα και από την κυβερνητική σκοπιά και από τη σκοπιά της επιχειρηματικής κοινωνικής της βάσης. Σχολείο προσανατολισμένο συγχρόνως προς την εκμάθηση ξένων γλωσσών και ιδίως αγγλικών και σχολείο όπου οι περισσότερες ώρες δαπανώνται στα αρχαία δε συνδυάζονται. Με αυτές τις χαμηλού προφίλ αλλαγές, το μήνυμα για στροφή στα αγγλικά και τις ξένες γλώσσες φτάνει εξασθενημένο στους παραλήπτες του. Έχει βέβαια αυτή η τακτική και κάποιο πλεονέκτημα: εξασφαλίζει τη σιωπή και τη συναίνεση του γλωσσαμυντορικού χώρου για τις αλλαγές ενώ αυτές γίνονται, ενώ εξεγειρόταν στην υποψία και μόνον ότι ίσως κάποια στιγμή κάτι από αυτές τις αλλαγές θα γινόταν.

Γιατί που να τρέχουν οι εκπρόσωποι της "Ελληνική Γλωσσικής Κληρονομιάς" (ή "Κληρονομίας"), και darlings της σημερινής υπουργού, πού να τρέχουν να βγαίνουν στο Μάκη ή στο Χαρδαβέλα άμα η υπουργός έχει ικανοποιήσει τόσα "ιστορικά" τους αιτήματα; Πού να γράψεις πύρινα άρθρα; Πού να "ενημερώσεις" τον κόσμο, για να στέλνει τις ωραίες του φλογερές επιστολές; Το deal είναι καλό και τόσο που σε βοήθησε η υπουργός δε γίνεται εσύ να φερθείς τώρα "ανεύθυνα". Και η κοινωνική βάση είναι ικανοποιημένη, τόσα πράγματα που έγιναν και από ανθρώπους αμέμπτου εθνικής υπολήψέως. Οπότε σιωπή και συναίνεση. Ούτε μια εμφάνιση σε εκπομπή ούτε μια εκδήλωση από την αρχιεπισκοπή.

Αγγλικά: επιθυμητά και διαβολικά συγχρόνως

Ο κύκλος της υποκρισίας ολοκληρώνεται με τη στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, προστατών της ελληνικής γλώσσας και μη, αυτές τις μέρες με την εγγραφή των ελληνόπουλων στα φροντιστήρια αγγλικών (αλλά και άλλων ξένων γλωσσών), αλλά και με την επιθυμία και την προσπάθεια των περισσότερων Ελλήνων να μάθουν αγγλικά.

Η πιο πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με θέμα Οι Ευρωπαίοι και οι γλώσσες τους (Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 243, ελληνική περίληψη) του Φεβρουαρίου 2006 παρουσιάζει κάποια πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα. Το 48% των Ελλήνων (από 15 ετών και πάνω μέχρι τις μεγάλες ηλικίες) (ΕΕ25= 38%) δηλώνει ότι γνωρίζει αγγλικά (με κριτήριο αν μπορεί να πάρει μέρος σε μια συζήτηση στη γλώσα αυτή), ενώ το 9% (ΕΕ25= 14%) γερμανικά και το 8% (ΕΕ25= 14%) γαλλικά. Το 74% (ΕΕ25= 68%) πιστεύει ότι τα αγγλικά είναι η πιο χρήσιμη γλώσσα που πρέπει να γνωρίζει, εκτός από τη μητρική του, για την προσωπική του ανάπτυξη και την καριέρα του. Το 96% των Ελλήνων (ΕΕ25= 77%) πιστεύει ότι τα παιδιά θα πρέπει να μάθουν αγγλικά. Το 75% (ΕΕ25= 83%) θεωρεί χρήσιμη και το 91% (ΕΕ25= 88%) αναγκαία τη γνώση ξένων γλωσσών. Είναι φανερό ότι αυτά τα δημοσκοπικά και στατιστικά στοιχεία απλά επιβεβαιώνουν την εικόνα που έχουμε όλοι μας από τα φροντιστήρια της γειτονιάς και το αμεσότερο κοινωνικό περιβάλλον μας. Και πρόκειται για την εικόνα μιας γενικευμένης, αποφασισμένης και εντατικής προσπάθειας για την εκμάθηση αγγλικών.

Από τη μια, λοιπόν, ιερεμιάδες και αυτομαστίγωμα για την εισβολή της αγγλικής, για τα παιδιά μας που μιλάνε με 50/100/200/300 λέξεις, απ’ αυτές οι μισές αγγλικά, για τους αγγλισμούς που είναι βαρβαρισμοί. Από την άλλη, κοσμοσυρροή στα φροντιστήρια και άγχος να μάθει το παιδί αγγλικά, ιδιωτικά σχολεία που στέλνουν τους μαθητές τους στην Αγγλία στις διακοπές για να μάθουν τη γλώσσα και δωρεάν βοηθήματα από τις εφημερίδες. Τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν αγγλικά, αλλά, όχι, δεν πρέπει να τα χρησιμοποιούν. Πρέπει να τα μιλάνε με άνεση και να τα διαβάζουν με άνεση αλλά δεν πρέπει να μεταφέρουν λέξη από αυτά στα ελληνικά. Και εμείς πρέπει να καταδικάζουμε τα αγγλικά αλλά πρέπει να στέλνουμε τα παιδιά μας στα φροντιστήρια και να χρυσοπληρώνουμε γι' αυτά. Υπάρχει αλήθεια έστω και ένας από τους προστάτες της ελληνικής που δε θα έστελνε το παιδί του στο φροντιστήριο για το προστατεύσει από την κακή επιρροή της;

Αυτή είναι η υποκριτική και σχιζοφρενική στάση των προστατών της ελληνικής για την εκμάθηση των αγγλικών.

Το πραγματικό επίπεδο γνώσης αγγλικών στην Ελλάδα

Και όμως, παρά την όλη προσπάθεια, το επίπεδο γνώσης των αγγλικών στην Ελλάδα δεν είναι πραγματικά ικανοποιητικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Με 48% να μιλούν αγγλικά μπορεί η Ελλάδα να εμφανίζεται πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, κυρίως γιατί στη Νότια Ευρώπη αλλά και σε κάποιες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που σχετικά πρόσφατα άρχισαν να μαθαίνουν αγγλικά η αγγλομάθεια είναι σχετικά περιορισμένη (Ισπανία 27%, Ιταλία 29%). Η αγγλομάθεια, όμως, στην Ελλάδα είναι για τα ευρωπαϊκά δεδομένα μέτρια, καθώς είναι σαφώς μικρότερη από τη Σουηδία (89%), την Ολλανδία (87%) και τη Δανία (86%) ή ακόμα και από τη Φινλανδία (63%), το Βέλγιο (59%), την Αυστρία (58%), τη Σλοβενία (57%), τη Γερμανία (56%), εξαιρώντας μάλιστα το Λουξεμβούργο (60%) με τους πολλούς ξένους κατοίκους λόγω των ευρωπαϊκών υπηρεσιών, αλλά και τις πρώην βρετανικές αποικίες Μάλτα (88%) και Κύπρο (76%). Υπάρχουν, επίσης, οι όχι εύκολα μετρήσιμες διαφορές και στο επίπεδο γνώσης της γλώσσας.

Τα ελληνικά ΜΜΕ, βέβαια, προτιμούν να παραθέτουν από τα Ευρωβαρόμετρα άλλα κομμάτια τους, όπως εκείνα που η ερώτηση είναι "Τα αγγλικά σας είναι πολύ καλά, καλά, τα βασικά;" Εκεί βέβαια, σε ένα ζήτημα με απάντηση έτσι και αλλιώς υποκειμενική και σχετική με το επίπεδο αναμενόμενης αγγλομάθειας σε μια χώρα, οι Έλληνες εμφανίζονται να πρωτεύουν, με το 36% να απαντάει ότι είναι πολύ καλά, αμέσως μετά τους Δανούς με 46%, τους Μαλτέζους με 41%, τους Κύπριους με 40%.

Αυτή η υστέρηση, λοιπόν, στη γνώση της αγγλικής γλώσσας είναι που είχε οδηγήσει στην πρόταση της Διαμαντοπούλου να γίνει "τα αγγλικά δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας". Και είναι αυτή η υστέρηση που οδηγεί τη σημερινή κυβέρνηση να ακολουθεί της πρόταση της Διαμαντοπούλου και να κάνει, βήμα-βήμα, τα αγγλικά επίσημη γλώσσα της Ελλάδας, χωρίς όμως να το διαλαλεί.

Αγγλικά: εργαλείο μόνο για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και στα χέρια της ιδιωτικής εκπαίδευσης;

Για το θέμα της καθιέρωσης της αγγλικής αναδημοσιεύουμε, τέλος, εδώ ένα κείμενο που γράφτηκε την εποχή της δήλωσης της Διαμαντοπούλου. Το κείμενο αυτό εξετάζει, την εποχή που η διαμάχη μαινόταν, αν και υπό ποιους όρους θα μπορούσε η πρόταση αυτή να γίνει αποδεκτή και από εκείνους που αντιμετωπίζουν επικριτικά τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (σε αντίθεση δηλαδή με τη Διαμαντοπούλου) αλλά και δε θεωρούν πιθανή απάντηση σε αυτήν την "τόνωση" της εθνικής ταυτότητας. Το ερώτημα που τίθεται δηλαδή είναι αν και με ποιους όρους η εκμάθηση των αγγλικών μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από επιδίωξη των επιχειρήσεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στο βαθμό που σήμερα αυτή η εκπαιδευτική ανάγκη είναι υπαρκτή αν πρέπει να απορροφηθεί από το δημόσιο, δωρεάν σχολείο ή να αφεθεί στην "ιδιωτική πρωτοβουλία".

Σε σχέση με αυτά τα ερωτήματα του κειμένου που ακολουθεί σχετικά είναι τρία σημερινά δεδομένα. Πρώτον, ότι η ικανοποίηση σήμερα της ανάγκης της εκμάθησης της αγγλικής γίνεται με ένα κόστος σχεδόν μισό δις ευρώ το χρόνο για τους γονείς στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΕ. Δεύτερον, το γεγονός ότι ενώ οι περισσότεροι Ευρωπαίοι (45%) θεωρούν αποτελεσματική την εκμάθηση ξένων γλωσσών στο σχολείο κυρίως ("μαθήματα σε ομάδες με δάσκαλο" 11%, ιδιαίτερα 5%), στην Ελλάδα θεωρούνται αποτελεσματικότερα τα "μαθήματα σε ομάδες με δάσκαλο", δηλαδή τα φροντιστήρια, σε 41%, ακολουθούν τα ιδιαίτερα με 12% και μετά το σχολείο με 9% . Και, τρίτον, ότι αυτό που θα έκανε σημαντικά πιθανότερη την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, περισσότερο από οτιδήποτε (Ελλάδα 32%, ΕΕ25= 26%), θα ήταν τα μαθήματα να είναι δωρεάν (τα στοιχεία από το ίδιο Ευρωβαρόμετρο). Και τα τρία αυτά δεδομένα δείχνουν την κυριαρχία στο χώρο της ολοένα διευρυνόμενης εκμάθησης της αγγλικής στην Ελλάδα της ιδιωτικής, επί πληρωμή εκπαίδευσης και την υποβάθμιση των μαθημάτων ξένων γλωσσών στο δημόσιο, δωρεάν σχολείο, με τα αποτελέσματα που αναφέραμε παραπάνω ως προς το σημερινό ποσοστό εκμάθησης αλλά και με τους αναμενόμενους αποκλεισμούς στη βάση της διαφορετικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Δείχνουν επίσης τη σημασία του δωρεάν χαρακτήρα των μαθημάτων για διεύρυνση τόσο του αριθμού αυτών που μιλάνε την αγγλική όσο και τη βελτίωση των γνώσεων αυτών που ήδη έχουν κάποια γνώση της.

15.11.06
Μιχάλης Καλαμαράς

Περισσότερες πληροφορίες για το επίπεδο γνώσης των διαφόρων γλωσσών στην ΕΕ:
* Πύλη Europa - Γλώσσες και Ευρώπη της Ευρωπαϊκής Ένωσης
* Λήμμα της Βικιπαίδειας Γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

----------------------

Πότε επιτέλους θα κάνει (και) η αριστερά πολιτική για τη γλώσσα;

Η γλώσσα μας ενώνει. Όταν η Άννα Διαμαντοπούλου, ελληνίδα επίτροπος στην ΕΕ πρότεινε με συνέντευξή της στην Καθημερινή της 18/11/01 την καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας της Ελλάδας, σύσσωμοι δεξιοί και αριστεροί βροντοφώναξαν "κάτω τα χέρια από τη γλώσσας μας" και αποσόβησαν τον κίνδυνο. Το Έθνος έστω και στιγμιαία ξεπέρασε τον ύποπτο διαχωρισμό αριστερά-δεξιά και τις κουλτουριάρικες αγκυλώσεις και ενώθηκε μπροστά στην απειλή. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης προσέγγισε με το Ριζοσπάστη, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης και ο Γιάννης Πρετεντέρης τα βρήκαν με το Βύρωνα Πολύδωρα, η Μαριάννα Τζιαντζή (Πριν) και η Μαρώ Τριανταφύλλου (Εποχή) θύμιζαν κάτι από τους στρατηγούς ε. α. και τους φιλόλογους - ιστορικούς - συγγραφείς - τέως γυμνασιάρχες που κατακλύζουν με επιστολές την Εστία και την Καθημερινή, η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων και ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης συνάντησαν τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (αυτή η τελευταία σύγκλιση δεν ήταν, είναι η αλήθεια, και πολύ αναπάντεχη). Το ΚΚΕ μάλιστα το πήρε τόσο πατριωτικά που αναγκάστηκε να απαντήσει με επανέκδοση μπροσούρας του Στάλιν του 1950 "Σχετικά με το μαρξισμό στη γλωσσολογία", ένθετης στον κυριακάτικο Ριζοσπάστη της 9ης Δεκεμβρίου.

Και όλα αυτά ξεκινώντας από μια λάθος βάση, ότι οι Έλληνες είναι οι περισσότερο γλωσσομαθείς στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο (Φλεβάρης 2001) στην Ελλάδα το 45% των κατοίκων μιλάει αγγλικά, αισθητά λιγότεροι από τη Σουηδία (81%), την Ολλανδία (80%) και τη Δανία (78%) αν και περισσότεροι από την Ιταλία (39%) την Ισπανία (36%) και την Πορτογαλία (36%).

Τι πρότεινε αλήθεια η Διαμαντοπούλου;

Χαρακτηριστικό στοιχείο και αυτού του εθνικού παροξυσμού είναι ότι το πραγματικό περιεχόμενο της πρότασης Διαμαντοπούλου αγνοείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των σχολιαστών της καθώς αυτοί έχουν υπόψη τους την αρχική πολύ γενική πρότασή της στη συνέντευξη στην Καθημερινή και αδιαφορούν για τις επόμενες δηλώσεις της που συγκεκριμενοποιούν τι θα συνεπαγόταν αυτή η πρόταση. Έτσι συμπληρώνοντας με τη φαντασία τους ό,τι δεν έχουν ενδιαφερθεί να μάθουν μας λένε την άποψή τους για τη Διαμαντοπούλου: άλλοι δεν τη θεωρούν ελληνίδα, άλλοι πιστεύουν ότι θέλει να μας κάνει κλωνοποιημένα αμερικανάκια και άλλοι ότι είναι μια τυπική εκπρόσωπος του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου.

Για τη Διαμαντοπούλου πάντως η αγγλική ως δεύτερη επίσημη γλώσσα σημαίνει ότι τα αγγλικά γίνονται ένα από τα βασικά μαθήματα στο σχολείο, κάποια από τα δευτερεύοντα (sic!) μαθήματα όπως η ψυχολογία, η ανθρωπολογία, κλπ. θα γίνονται στις τελευταίες τάξεις στα αγγλικά εξολοκλήρου, τα πανεπιστήμια θα μπορούν να κάνουν κάποια μαθήματα στα αγγλικά και να έχουν και εξολοκλήρου αγγλόφωνα τμήματα. Δε σημαίνει δηλαδή παράλληλη χρήση ελληνικών και αγγλικών σε όλες τις δραστηριότητες του κράτους. Κατά τη Διαμαντοπούλου η αναγκαιότητα αυτής της αλλαγής προκύπτει από την μια από την επικείμενη διεύρυνση της ΕΕ και τις 22 επίσημες γλώσσες που αυτό συνεπάγεται, από την αυξανόμενη χρήση του ίντερνετ και από τον κυρίαρχο ρόλο της αγγλικής στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Από την άλλη γιατί μέχρι τώρα η εκμάθηση γίνεται κυρίως έξω από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και δεν είναι ικανοποιητική ενώ δαπανώνται σημαντικά ποσά.

Ας σημειώσουμε εδώ ότι μέχρι τώρα (βλ. το πρόσφατο άρθρο της στο Βήμα 24/3/02) η Διαμαντοπούλου δεν έχει πάρει πίσω την πρότασή της για δεύτερη επίσημη γλώσσα. Έχει συγκεκριμενοποιήσει μόνο τι θα σήμαινε μια τέτοια αλλαγή και έχει εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της. Ακριβώς γιατί η έννοια της δεύτερης επίσημης γλώσσας σηματοδοτεί ένα ποιοτικό άλμα στην ακολουθούμενη γλωσσική πολιτική, ότι δε θα πρόκειται για μια απλή βελτίωση των όρων εκμάθησης.

Η γλωσσική πολιτική της Ελλάδας.

Η μέχρι σήμερα επίσημη πολιτική της κυβέρνησης είναι η ενίσχυση της πολυγλωσσίας στην ΕΕ με έμφαση και στις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες όπου ανήκουν και τα ελληνικά και η ενίσχυση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών. Η ελληνική αστική τάξη αξιοποιεί δηλαδή το επιχείρημα της πολυπολιτισμικότητας και του κύρους των ιστορικών της αναφορών για να υποβαθμίσει τη με όρους αγοράς ανισοτιμία της από τους ισχυρότερους από τους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς και να αναβαθμίσει τη θέση της στο διεθνή ανταγωνισμό. Ακόμα και αν αποτύχει στο στόχο της προώθησης της ελληνικής γλώσσας, την εντάσσει στο οπλοστάσιό της ως διαπραγματευτικό χαρτί που μπορεί να εξασφαλίσει ανταλλάγματα και σε άλλους, μη-γλωσσικούς/ πολιτιστικούς τομείς. Με βάση αυτές τις θέσεις για τη γλωσσική πολιτική ο Ευθυμίου αποδοκίμασε την πρόταση Διαμαντοπούλου γιατί "δεν καλλιεργεί" την ισοτιμία όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών.

Η Διαμαντοπούλου μετέχοντας στη προκρατική γραφειοκρατία των Βρυξελλών εξετάζει τα ζητήματα από διεθνή οπτική γωνία και έχει αντιληφτεί τα γλωσσικά ζητήματα που θέτει η παγκοσμιοποίηση και ειδικότερα η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Από την άλλη αντιλαμβάνεται τα συγκεκριμένα προβλήματα που θέτει η οικοδόμηση της ΕΕ. Κατ’ αρχήν την ανάγκη για ενοποίηση και σε γλωσσικό επίπεδο μιας διευρυμένης μάλιστα Ευρώπης με προώθηση για όλη την ΕΕ μιας κοινής γλώσσας (ή παραπάνω γλωσσών αλλά σε κάθε περίπτωση πολύ περιορισμένου αριθμού). Και η Διαμαντοπούλου επιδιώκει ό,τι εντείνει την ενοποίηση γιατί έχει ταχτεί με τη θέση του ΠΑΣΟΚ για μια Ευρώπη ομοσπονδιακή. Βλέπει το ζήτημα συγχρόνως και από την εθνική σκοπιά που εκπροσωπεί, δηλαδή με όρους εθνικών ανταγωνισμών, και βιάζεται να αποκτήσει η "ελληνική οικονομία" αυτό το "συγκριτικό πλεονέκτημα". Τέλος δεν είναι απαλλαγμένη από δόσεις κοινωνικής ευαισθησίας και θέλει να δώσει περισσότερες "ευκαιρίες" για γλωσσομάθεια σε κομμάτια του πληθυσμού που θα υστερούσαν χωρίς τη βοήθεια του κράτους. Γι’ αυτό προτείνει τα αγγλικά για δεύτερη επίσημη γλώσσα.

Μια τέτοια πρόταση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι μόνο ότι η κατάρρευση του "υπαρκτού" άνοιξε νέες αγορές στα Βαλκάνια, δεν είναι οι από πριν υπαρκτές σχέσεις με τη Μέση Ανατολή, δεν είναι οι έντονες εμπορικές σχέσεις με τη δυτική Ευρώπη. Είναι ακριβώς η παγκοσμιοποίηση και οι περιφερειακές ολοκληρώσεις στις οποία οδηγεί, με πιο προωθημένο παράδειγμα την ΕΕ. Αυτή είναι η διαφορά που το ζήτημα δεν είναι πια οι ξένες γλώσσες αλλά η εκμάθηση της κατ’ εξοχήν γλώσσας της παγκοσμιοποίησης ως βασικό καθήκον του κράτους όπως μέχρι πριν λίγα χρόνια είχε θέσει ως καθήκον του τη δημιουργία κοινής εθνικής γλώσσας είτε αυτή ήταν η καθαρεύουσα είτε η ομογενοποιημένη δημοτική -και το πέτυχε.

Η πρόταση της Διαμαντοπούλου, αν υιοθετηθεί ως κυβερνητική θέση, θα αποτελέσει μια στροφή στη γλωσσική πολιτική. Τα σχολεία δε θα κάνουν και αγγλικά αλλά η γλωσσομάθεια μετατρέπεται σε βασικό εκπαιδευτικό καθήκον του κράτους. Αυτό πρώτα και κύρια σημαίνει δεύτερη επίσημη γλώσσα. Και η αλλαγή αυτή θα έχει συνέπειες για τη γλωσσική στρατηγική της Ελλάδας. Από την υποστήριξη όλων των γλωσσών, όσους ομιλητές και αν έχουν, ως ισότιμες, δηλαδή ως γλώσσες που θα πρέπει να μαθαίνονται εξίσου, θα πέρναγε στην πριμοδότηση της αγγλικής ως διεθνούς γλώσσας και θα περιόριζε την εκμάθηση των μικρότερων γλωσσών σε όσους τις έχουν για μητρικές γλώσσες και σε ενδοευρωπαϊκές πολιτιστικές ανταλλαγές και όχι ως γλώσσες επικοινωνίας μεταξύ πολιτών από διαφορετικά ευρωπαϊκά κράτη. Όσο για τις κλασικές γλώσσες, αυτές αποτελούν μια σχετικά διακριτή περίπτωση αφού δεν προορίζονται για την επικοινωνία αλλά προβάλλονται ως στοιχεία "ευρωπαϊκής ταυτότητας" και για τις "αξίες που φέρουν" (και που υποτίθεται η μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει). Έτσι το κομμάτι αυτό της πολιτικής που προωθεί στην πραγματικότητα μια πανευρωπαϊκή εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση, μια επιστροφή στο φορμαλισμό, δε θα θιχτεί.

Η τύχη της πρότασης Διαμαντοπούλου είναι συνυφασμένη με τις διαδικασίες δημιουργίας ευρωπαϊκού κράτους και ιδιαίτερα με την προοπτική αυτό να έχει ομοσπονδιακή μορφή.

Αριστερά, παγκοσμιοποίηση, γλώσσα.

Απέναντι σε όλα αυτά η αριστερά στην Ελλάδα τι θέση πήρε; Όπως ήδη επισημάνθηκε, πρωτοστάτησε στις καταγγελίες για εθνική προδοσία και βάλθηκε να αποδείξει γιατί αυτή σκέφτεται πιο γνήσια εθνικά από τη δεξιά και τους σοσιαλδημοκράτες. Στην πραγματικότητα αυτή η στάση δεν αποτέλεσε έκπληξη αλλά είναι συνέχεια μιας σαφούς πορείας μετά τη μεταπολίτευση.

Μετά την καθιέρωση της δημοτικής και την κατάργηση του πολυτονικού η αριστερά έχασε κάθε επιθετική αιχμή στα ζητήματα της γλώσσας. Το βασικό της αίτημα επιτεύχθηκε. Η δημοτική καθιερώθηκε η επίσημη γλώσσα του κράτους. Τα αρχαία από το πρωτότυπο, όμως, έμειναν το τελευταίο απόρθητο οχυρό της ουσίας της καθαρεύουσας και του γλωσσικού συντηρητισμού, δηλαδή του ελιτισμού από τη μια, που σημαίνει μιας διάκρισης και γλωσσικής "μορφωμένων"/ "αμόρφωτων", και από την άλλη της απόδειξης της "αδιάρρηκτης συνέχειας του ελληνισμού". Τα αρχαία δεν έπαψαν να διδάσκονται από το πρωτότυπο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Από τη δεκαετία του '80 μάλιστα σημαντικά τμήματα της αριστεράς συνέχισαν να χρησιμοποιούν το πολυτονικό ως ένδειξη "ποιότητας" και άρχισαν να "ανησυχούν" και αυτά για τη "φθορά" της γλώσσας προβάλλοντος μια φανταστική γλωσσική Εδέμ του παρελθόντος και προτείνοντας ως αντίδοτο τους κάθε είδους γλωσσικούς αρχαϊσμούς. Κήρυξαν έτσι μια γλωσσική αντιμεταρρύθμιση προσπαθώντας να περιορίσουν τις κατακτήσεις της δημοτικής και με πραγματικό στόχο την έντονη κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση, και ιδιαίτερα τη νεολαία ( "που μιλάει με 500, 200., κλπ. λέξεις"). Ακολούθησε η υπεράσπιση της γλώσσας της Μακεδονίας και η όλη ρητορική υποχώρησε μόνο στα μέσα της δεκαετίας του '90 με την υποχώρηση της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και την απονομιμοποίηση του συντηρητικού - εθνικιστικού - νεοφιλελεύθερου μπλοκ και τη συνακόλουθη άμβλυνση της πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης. Τα επεισόδιο όμως με τη Διαμαντοπούλου απέδειξε ότι παρόλη την υποχώρηση της ρητορικής για την απειλούμενη ελληνική ένα σώμα γλωσσαμυντορικών θέσεων συνεχίζει να υπάρχει σταθερά αν και σε λανθάνουσα κατάσταση.

Η αριστερά λοιπόν στην πλειοψηφία της υιοθέτησε μία προς μία της γλωσσικές απόψεις της δεξιάς και σταμάτησε να έχει δική της πολιτική για τη γλώσσα. Η στάση της όμως απέναντι στην πρόταση Διαμαντοπούλου, ένα τελείως νέο ζήτημα, δεν εξηγείται μόνο από το αμαρτωλό εθνικιστικό παρελθόν της αν και το προϋποθέτει. Αυτό που κατεξοχήν μας εξηγεί τη στάση κατά τα άλλα αρκετά διαφορετικών ρευμάτων της αριστεράς είναι ότι η ελληνική αριστερά στη συντριπτική της πλειοψηφία δεν έχει απαντήσει επαρκώς στο ζήτημα της παγκοσμιοποίησης και ειδικότερα στις συνέπειες της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης της Ελλάδας. Δεν είναι προφανώς αυτό το θέμα μας εδώ. Αρκεί να σημειώσουμε ότι η αριστερά στην Ελλάδα αντιμετωπίζει την παγκοσμιοποίηση και την ΕΕ από τη σκοπιά της επιστροφής στο έθνος κράτος, ενώ το πραγματικό ζήτημα είναι η παγκοσμιοποίηση των κοινωνικών αγώνων και η προβολή άλλων παγκόσμιων και περιφερειακών πολιτικών λύσεων.

Αυτή η διαφορετική γενική πολιτική τοποθέτηση έχει ουσιαστικές επιπτώσεις για μια ειδικότερη πολιτική, τη γλωσσική πολιτική.

Αγγλικά σε ένα δημόσιο και δωρεάν σχολείο.

Τα είδη της διαφωνίας ή της συμφωνίας που μπορεί να έχει κανείς με την πρόταση Διαμαντοπούλου στην ουσία είναι δύο ειδών: επί της αρχής και σε επιμέρους ζητήματα.

Δε θα διαφωνήσω επί της αρχής. Τα αγγλικά πρέπει να γίνουν δεύτερη επίσημη γλώσσα στην Ελλάδα. Ο πληθυσμός πρέπει να γίνει δίγλωσσος (στην περίπτωση που η πρώτη γλώσσα είναι τα ελληνικά, δεν μπαίνουμε εδώ στο πολυπλοκότερο πρόβλημα μειονοτήτων και μεταναστών). Και αυτό για τους εξής λόγους.

Πρώτα απ' όλα, καμία γλώσσα δεν είναι αιώνιο χαρακτηριστικό του ενός ή του άλλου πληθυσμού. Από γενιά σε γενιά αλλάζει και όντως η ιστορία της δημιουργίας εθνών-κρατών είναι η ιστορία αλλαγών και στη γλωσσική συνείδηση, στις γλωσσικές πρακτικές: από άλλες γλώσσες στην κυρίαρχη εθνική, από τις διαλέκτους στην κοινή. Η μονογλωσσία εξάλλου (και) στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα κρατικής πολιτικής. Στην περίπτωση μάλιστα των προσπαθειών για μετατροπή του δίγλωσσου (ελληνικά - σλαβομακεδονικά) πληθυσμού της Μακεδονίας σε βασικά μονόγλωσσο (ελληνικά) είναι αποτέλεσμα και καταστολής. Από αυτή την ιστορική σκοπιά δεν υπάρχει κάποιος λόγος ένας πληθυσμός που είναι μονόγλωσσος να παραμείνει μονόγλωσσος.

Ισότητα στις γλώσσες δεν υπάρχει αλλά η ισότητα αφορά αποκλειστικά και μόνο τους ανθρώπους. Έτσι στα εθνικά κινήματα π.χ. η εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα αποτελεί συνήθως αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής αυτοδιάθεσης. Δεν μπορούν όμως όλες οι γλώσσες να χρησιμοποιούνται για την διεθνή επικοινωνία ακριβώς λόγω της φύσης αυτής της επικοινωνίας. Με αυτή την έννοια δεν μπορούν να είναι όλες οι γλώσσες ίσες. Το ποιες γλώσσες γίνονται διεθνείς έχει να κάνει με το ποια κράτη είναι ισχυρότερα. Αλλά το πρόβλημα του σημερινού κόσμου δεν είναι ότι ο Μπους μιλάει αγγλικά. Και το ζήτημα δεν είναι να είναι κανείς ιμπεριαλιστής στα ελληνικά και όχι στα αγγλικά και τα ελληνικά δε σε κάνουν καθόλου λιγότερο ιμπεριαλιστή. Αντίθετα αν μεταθέτουμε την αντιπαράθεση στη γλώσσα μετατρέπουμε τα κοινωνικά ζητήματα σε ζητήματα πολιτιστικών συγκρούσεων, σε ζητήματα ταυτότητας, σε ζητήματα εθνικά. Και το εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα είναι λυμένο προ πολλού. Δεν πρέπει να θέλουμε να αντιστρέψουμε λοιπόν την σημερινή εξάπλωση συγκεκριμένων γλωσσών σα διεθνών. Η επικοινωνία δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα για εκατοντάδες εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ανθρώπους με το να μισομαθαίνει ο καθένας ό,τι ξένη γλώσσα του έρθει. Αναγκαστικά χρειάζονται μια, δύο, τρεις διεθνείς γλώσσες. Ο μετασχηματισμός του κόσμου όμως δε γίνεται από μηδενική βάση αλλά δεν μπορεί παρά να παίρνει υπόψη του τις ιστορικά συσσωρευμένες ανθρώπινες ικανότητες. Εκ των πραγμάτων θα βασιστεί στις υπάρχουσες διεθνείς γλώσσες, στις ήδη ανεπτυγμένες γλωσσικές ικανότητες, δηλαδή πρώτα απ’ όλα στα αγγλικά ή π.χ. στη Λατινική Αμερική τα ισπανικά.

Αντίθετα, τη γλώσσα που οι πρόσφατοι άρχοντες του κόσμου φρόντισαν να διαδοθεί θα τη στρέψουμε εναντίον τους. Προϋποθέτω ότι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (πρέπει να) θέλουμε να αντιτάξουμε την παγκοσμιοποίηση των κοινωνικών αγώνων, το διεθνισμό, όχι την επιστροφή στο έθνος - κράτος. Με τα αγγλικά μπορεί να λειτουργήσει μια ενοποιημένη διεθνής κεφαλαιαγορά, μπορεί να λειτουργήσει μια πολυεθνική, μπορεί να διοικηθεί ένας νατοϊκός στρατός. Με τα αγγλικά όμως μπορεί να λειτουργήσει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, ένα ενιαίο ευρωπαϊκό αριστερό κόμμα, να οργανωθεί μια πανευρωπαϊκή απεργία, μια πανευρωπαϊκή διαδήλωση. Στην ίδια γλώσσα μπορεί να εκφραστεί η ευρωπαϊκή αστική τάξη και μπορεί να εκφραστεί και η ευρωπαϊκή εργατική τάξη.

Τέλος, το ότι το κράτος πρέπει να αναλάβει τη συστηματική και γενικευμένη αγγλομάθεια, επιλογή που κωδικοποιείται στην έννοια της δεύτερης επίσημης γλώσσας, είναι αναγκαία προϋπόθεση για όσους δεν πιστεύουν στην μεταφυσική του ιδιώτη και του "καταφερτζή" Έλληνα-Βαλκάνιου. Αν η αγγλομάθεια αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αγγλικά θα μαθαίνουν όσοι έχουν να πληρώσουν τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά σχολεία. Το πραγματικό πρόβλημα που τίθεται στην ελληνική κοινωνία με το σημερινό βαθμό ενσωμάτωσής της στην ΕΕ δεν είναι αν θα μάθουμε αγγλικά ή όχι αλλά πόσο καλά θα τα μάθουμε και αν θα τα μάθουμε στο φροντιστήριο ή στο σχολείο.

Με βάση τα παραπάνω επιχειρήματα η αριστερά στην Ελλάδα πρέπει επί της αρχής να υιοθετήσει την πρόταση Διαμαντοπούλου. Η Διαμαντοπούλου έκανε την πρότασή της κυρίως παρακινημένη από τα προβλήματα που είχε η τάδε πανευρωπαϊκή επιχείρηση που έπρεπε να μεταφράσει τα χαρτιά που εξασφαλίζουν τις πατέντες της σε τόσες γλώσσες ή από τις δυσχέρειες που έχει η 3Ε (Coca Cola Beverages) λειτουργώντας εργοστάσια συγχρόνως στην Ελλάδα και τη Βρετανία. Το ζήτημα όμως είναι άλλο: Είτε θέλουμε να υπηρετήσουμε τον καπιταλισμό είτε να τον ανατρέψουμε τα αγγλικά μας χρειάζονται. Και χρειαζόμαστε καλά αγγλικά για να επικοινωνούμε πραγματικά και χρειαζόμαστε να τα μαθαίνουμε στο δημόσιο σχολείο.

Πέρα από τη συμφωνία επί της αρχής με την πρόταση Διαμαντοπούλου τα επιμέρους αλλά πολύ σημαντικά ζητήματα εκκρεμούν. Και πρώτα απ’ όλα, παρόλο που το σχολείο και το κράτος αναλαμβάνει την αγγλομάθεια, πρέπει να δούμε πώς πρέπει να είναι αυτό το σχολείο για να πετύχει σε αυτό το σκοπό. Όλα τα ζητήματα που θέτει το εκπαιδευτικό κίνημα για μια πραγματική βελτίωση της εκπαίδευσης είναι σχετικά. Ιδιαίτερη βαρύτητα όμως έχει εδώ το ζήτημα της χρηματοδότησης. Πιο απλά: ξένες γλώσσες δε μαθαίνονται με 30 μαθητές ανά τάξη και με δύο ώρες τη βδομάδα. Άρα δε μαθαίνονται χωρίς γενναίες προσλήψεις καθηγητών ξένων γλωσσών. Και αν δε χρηματοδοτηθεί επαρκώς το δημόσιο σχολείο, ο δρόμος για νέα άνθιση των φροντιστηρίων είναι ανοιχτός. Η πολιτική του "κοινωνικού νεοφιλελευθερισμού" που ακολουθεί η σοσιαλδημοκρατία και στα θέματα της εκπαίδευσης δε μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε. Και πάλι όμως το αίτημα πρέπει να είναι όχι η αντίθεση στην καθιέρωση δεύτερης επίσημης γλώσσας αλλά ότι θέλουμε αγγλικά σε ένα σχολείο πραγματικά δημόσιο και πραγματικά δωρεάν. Αυτό είναι το κύριο ζήτημα που πρέπει να θέσει η αριστερά σχετικά με την πρόταση Διαμαντοπούλου.

Τελειώνοντας, ας επισημάνουμε ότι η αριστερά για να ανακτήσει το ρόλο της ως πρωτοπόρα και ριζοσπαστική δύναμη στο χώρο της εκπαίδευσης και της γλώσσας πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι μια νέα γλωσσική μεταρρύθμιση μένει να γίνει. Αυτή η νέα μεταρρύθμιση, πέρα από την καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας, περιλαμβάνει την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο στη μέση εκπαίδευση και την ορθογραφική μεταρρύθμιση, ζητήματα για τα οποία θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Τέτοιες προτάσεις πρέπει να υιοθετηθούν από κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς, αριστερές συνδικαλιστικές παρατάξεις ιδιαίτερα στο χώρο της εκπαίδευσης και φοιτητικές παρατάξεις ιδιαίτερα στις καθηγητικές σχολές.

6.4.02
Μιχάλης Καλαμαράς
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σπάρτακος, τ.64, Απριλ. 02, σσ. 44-7

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006

Η "εθνική" γλώσσα ως όργανο ρατσισμού - κοινωνικού αποκλεισμού

Με την ευκαρία του 11ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ στην Αθήνα (Παρασκευή, 30 Ιουνίου και Σαββατοκύριακο 1 και Ιουλίου 2006, Πλατεία Πρωτομαγιάς στο Πεδίον του Άρεως) αναφερόμαστε σε πρόσφατα φαινόμενα γλωσσικού ρατσισμού στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τις Η.Π.Α.. Οι Ανορθογραφίες θα είναι παρούσες στο φεστιβάλ με δικό τους τραπεζάκι και τις τρεις μέρες με τυπωμένο υλικό από τη σελίδα μας. Καλούμε τους φίλους και επισκέπτες της σελίδας μας να έρθουν να γνωριστούμε, να ανταλλάξουμε απόψεις και να δείξουμε, όλοι και όλες, ότι "ο ρατσισμός γεννάει το φόβο, η αλληλεγγύη την ελπίδα", σύμφωνα με το κεντρικό σύνθημα του φετινού φεστιβάλ. Οι συζητήσεις και οι εκδηλώσεις ξεκινούν κάθε μέρα από τις 7 το απόγευμα.

------------------------

Εντείνονται τα τελευταία χρόνια οι προσπάθειες από την πλευρά των κρατικών μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σε συνάρτηση με ό,τι συμβαίνει στις Η.Π.Α.) να ενοχοποιήσουν την μετανάστευση συνολικά ως φαινόμενο και να ποινικοποιήσουν τους ίδιους τους μετανάστες. Έτσι, από την μία πλευρά στήνονται συνοριοφυλακές-φρούρια και στρατόπεδα "υποδοχής" προσφύγων σε χώρες εκτός της Ε.Ε., ώστε να αποτραπεί η είσοδος μεταναστών στον υποτιθέμενο "παράδεισο" της Ευρώπης, και από την άλλη θεσπίζονται διατάξεις ρατσιστικών διακρίσεων που στοχεύουν στην διαιώνιση του ξενοφοβικού, κοινωνικού αποκλεισμού των μεταναστών που ήδη ζουν στα κράτη της Ε.Ε. Στους αναρίθμητους μηχανισμούς που έχουν επινοηθεί για την διευκόλυνση απελάσεων (επιχειρήσεων-σκούπα, κατά την προσφιλή ρατσιστική ορολογία των Μ.Μ.Ε.) αλλά και την δυσχερέστερη απόδοση άδειας παραμονής, έρχεται να προστεθεί άλλος ένας, ο οποίος μπορεί να αποδειχτεί ένας εξαιρετικός αποδοτικός «προκρούστης»: η γνώση της «εθνικής» γλώσσας της χώρας-"υποδοχής". Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική των προθέσεων και των στόχων της Ε.Ε.

[Η περίπτωση της Ελλάδας]

Ήδη από το 2003 υπάρχει ευρωπαϊκή οδηγία (2003/109/ΕΚ) για την κοινή κατευθυντήρια γραμμή όλων των κρατών-μελών στο θέμα των μεταναστών. Στην επικύρωση ουσιαστικά αυτής της Ευρωπαϊκής απόφασης από την Ελλάδα με νόμο το 2005 (ν. 3386 / 2005) αναφέρεται ότι για να μπορέσουν να πάρουν άδεια "του επί μακρόν διαμένοντος" (και όχι, βέβαια, υπηκοότητα), οι μετανάστες θα πρέπει να αποδείξουν ότι διαθέτουν επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού. Είναι προφανές ότι, σε επίπεδο καθημερινότητας, η γνώση της ελληνικής φυσικά βοηθάει, και όχι μόνο για την επικοινωνία με τους θεσμικούς φορείς. Ωστόσο, η αναγόρευση της γνώσης της ελληνικής σε προαπαιτούμενο για την απόκτηση άδειας παραμονής μέσω μιας διαδικασίας πιστοποίησης μόνο βοηθητική δεν θα είναι για τους μετανάστες, που θα υποστούν τον κρατικό / θεσμικό ρατσισμό και στο επίπεδο της γλώσσας. Με προεδρικό διάταγμα του Μαρτίου 2006, που ουσιαστικά εξειδικεύει τον νόμο του 2005, καθορίζεται ότι οι μετανάστες πρέπει να παρακολουθήσουν τουλάχιστον 100(!) ώρες διδασκαλίας της ελληνικής και 25 ώρες της ελληνικής ιστορίας, και η πιστοποίηση της γνώσης θα γίνεται ύστερα από γραπτές εξετάσεις. Μάλιστα, υπάρχει"παράθυρο" για κρατική επιτροπή που για διάφορους λόγους (π.χ. "ασφαλείας") μπορεί να εξετάσει και επιπλέον τους μετανάστες για να διαπιστώσει το επίπεδο "ελληνομάθειας"! Τα μαθήματα θα γίνονται τα απογεύματα από την Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων (που, σημειωτέον, δεν λειτουργεί σε όλους τους νομούς της χώρας), χωρίς όμως να διευκρινίζεται αν θα είναι δωρεάν ή αν θα υποχρεώνονται οι συμμετέχοντες να καταβάλουν δίδακτρα.

Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να καταλάβει κανείς τις παγίδες που κρύβουν αυτές οι διατάξεις για τους μετανάστες: α) πόσοι θα έχουν τον χρόνο το απόγευμα να παρακολουθούν μαθήματα, δεδομένου ότι πάρα πολλοί εργάζονται χωρίς ωράρια, υπό απαράδεκτες εργασιακές συνθήκες, β) οι γραπτές εξετάσεις είναι μία διαδικασία που δίνει την ευκαιρία στους κρατικούς φορείς να καθορίζουν ουσιαστικά πόσοι πρέπει να περάσουν, μέσω των θεμάτων και γ) η πιθανή εφαρμογή διδάκτρων (στα πρότυπα 2 κρατιδίων της Γερμανίας) θα αποτελεί ακόμα μεγαλύτερο εμπόδιο στην πορεία "ελληνομάθειας". Η προσχηματικότητα της ανάγκης γνώσης της ελληνικής είναι καταφανής, δεδομένου ότι για πολλές άλλες ανάγκες της καθημερινής ζωής των μεταναστών η απάντηση της πολιτείας είναι πρόδηλα αρνητική (βλ. π.χ. ουσιαστική απουσία πολιτικής για το θέμα της εκπαίδευσης με ελάχιστη δράση προς την κατεύθυνση διευκόλυνσης των μεταναστών, προσπάθειες ποινικοποίησης όσων γιατρών δέχονται να περιθάλψουν παράνομους μετανάστες κ.ά.).

Το θέμα της γλώσσας και του πολιτισμού ευρύτερα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, μια και στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες ρατσιστικές αντιλήψεις στην Ελλάδα, εναντίον για παράδειγμα ομιλητών κάποιων διαλέκτων, καθώς και διάφορες κινδυνολογίες σχετικά με το μέλλον της γλώσσας. Σε αυτό το κλίμα, ο κοινωνικός αποκλεισμός όσων δεν μιλούν "καλά" την γλώσσα (π.χ. μετανάστες) είναι δεδομένος, με αποτέλεσμα διατάξεις όπως αυτές που προβλέπει ο νέος νόμος για τους μετανάστες να θεωρούνται απόλυτα φυσικές και δίκαιες. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα της Καραχασάν, της υποψήφιας για την υπερ-νομαρχία Δράμας-Καβάλας-Ξάνθης, η οποία δέχτηκε επιθέσεις για τα "φτωχά" ελληνικά της, ενώ ο πραγματικός λόγος είναι φυσικά η καταγωγή της. Την ίδια στιγμή, κανένας λόγος δεν γίνεται από τους κρατικούς φορείς για την ανάγκη προάσπισης και των γλωσσικών δικαιωμάτων των μεταναστών, με την διδασκαλία της μητρικής τους γλώσσας, την εισαγωγή και άλλων γλωσσών στα θεσμικά όργανα κ.ά. Είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει αντιληπτό ότι οι μετανάστες αναγκαστικά πρέπει να διαφοροποιήσουν και την κοινωνία "υποδοχής", και να μην σπρωχτούν στο κοινωνικό περιθώριο εξαιτίας της προσπάθειας των κρατικών φορέων να μείνουν ανέπαφες όλες οι πολιτειακές λειτουργίες, χωρίς να δίνεται σημασία στην παρουσία μεταναστών που ρατσιστικά ωθούνται στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις.

[Το παγκόσμιο πλαίσιο]

Η Ελλάδα υλοποιεί, όπως αναφέραμε, κοινοτική απόφαση που θεσπίζει την γνώση της γλώσσας και του πολιτισμού ως προαπαιτούμενο για την απόκτηση άδειας του "επί μακρόν διαμένοντος". Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και αυτό το μέτρο, όπως και άλλα, ουσιαστικά ίσχυαν μέχρι τώρα μόνο για την απόκτηση υπηκοότητας (σε κάποιες χώρες), ενώ τώρα έρχονται να κάνουν πολύ πιο αυστηρή και δύσκολη την απόκτηση άδειας του "επί μακρόν διαμένοντος". Ήδη παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται και σε άλλες χώρες, όπως η Βρετανία, η Ολλανδία, η Γερμανία και η Γαλλία, με τους τελευταίους πρόδηλα ρατσιστικούς νόμους του Σαρκοζί. Μάλιστα, στην περίπτωση της Βρετανίας αλλά και της Ολλανδίας, στα πλαίσια της γνωριμίας με τον πολιτισμό της χώρας "υποδοχής" γίνονται προσπάθειες να φανερώσουν οι μετανάστες τις πολιτικές τους απόψεις (με ερωτήσεις για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου), αλλά ακόμα και την ανεκτικότητά τους σε χαρακτηριστικά της δυτικής κοινωνίας (όπως η ομοφυλοφιλία)! Είναι φανερό ότι τέτοιου είδους πρακτικές παραπέμπουν σε ανάκριση, παρά σε εκμάθηση του "πολιτισμού" της Ευρώπης.

Ιδιαίτερα ανησυχητική -και αποκαλυπτική- είναι η περίπτωση των Η.Π.Α., όπου μόλις τον περασμένο μήνα η Γερουσία ψήφισε μία διάταξη που καθιερώνει επίσημη γλώσσα του κράτους την Αγγλική, σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Αυτή η διάταξη, αν τελικά περάσει και από την Βουλή των Αντιπροσώπων, καθιστά σαφές ότι η κυβέρνηση δεν έχει καμία υποχρέωση να διευκολύνει τον οποιονδήποτε στην επικοινωνία του με οποιονδήποτε δημόσιο φορέα σε γλώσσα άλλη από την Αγγλική. Πρόκειται για νίκη του κινήματος "English only", το οποίο από την δεκαετία του '80 δραστηριοποιείται και είχε πετύχει να επιβάλει την Αγγλική ως τη μόνη επίσημη γλώσσα σε αρκετές πολιτείες. Πρωτεργάτες του κινήματος, το οποίο έχει υποστηριχθεί από ανθρώπους όλου του πολιτικού φάσματος, είναι γερουσιαστές και πολιτικοί επικίνδυνων εθνικιστικών απόψεων, και κυρίως ο γερουσιαστής Inhofe, ο οποίος μάλιστα είχε δηλώσει για τα βασανιστήρια του Άμπου-Γκράιμπ ότι δεν τα θεωρεί και τόσο σημαντικά, δεδομένης της φύσης των εγκληματιών! Είναι μάλλον φυσικό, αν ψηφιστεί αυτή η διάταξη, να ατονήσουν όλες οι προσπάθειες διδασκαλίας των Ισπανόφωνων στην μητρική τους γλώσσα, για να μην αναφερθούμε φυσικά στους Ινδιάνους. Πρόκειται για μία σημαντική οπισθοχώρηση, μια και προγράμματα διδασκαλίας των Ισπανόφωνων στην μητρική τους γλώσσα υπάρχουν στις Η.Π.Α. ήδη από την δεκαετία του ’60, σε αντίθεση βέβαια με την Ελλάδα, όπου δεν έχει τεθεί καν η συζήτηση ακόμα! Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι η συγκεκριμένη διάταξη έρχεται να ψηφιστεί την στιγμή που οι κινητοποιήσεις των Ισπανόφωνων για τους νόμους περί μετανάστευσης είχαν προσλάβει μια έντονη δυναμική. Ένας άνευ προηγουμένου γλωσσικός ρατσισμός είναι προ των πυλών, με στόχο την κοινωνική απομόνωση όλων των μη-Αγγλόφωνων πολιτών των Η.Π.Α.

Συμπερασματικά, η καθιέρωση της γλώσσας ως προαπαιτούμενου για την απόκτηση άδειας του "επί μακρόν διαμένοντος" από τους μετανάστες ανοίγει τον δρόμο (μαζί με πολλές άλλες διατάξεις) όξυνσης του ρατσισμού. Η γνώση της εθνικής "γλώσσας", η οποία από μόνη της αποτελεί μία κατασκευή, αφού σε κάθε κράτος ενυπάρχουν περισσότερες από μία γλώσσες ή τουλάχιστον διάλεκτοι, είναι σίγουρο ότι θα αποδειχτεί ένα ακόμα όπλο στον αγώνα για την δημιουργία της περίκλειστης Ευρώπης-φρουρίου. Είναι ανάγκη να αντιπαρατεθούμε σε αυτές τις πολιτικές του γλωσσικού και, κατ’επέκταση κοινωνικού ρατσισμού και να προτάξουμε την υποχρέωση των χωρών-"υποδοχής" να παρέχουν στους μετανάστες ελεύθερη πρόσβαση σε όλο το δημόσιο στίβο.

Πληροφορίες για το κίνημα γλωσσικού ρατσισμού "English Only" :
- η θέση των σημαντικότερων οργανώσεων των ισπανόφωνων
- η σελίδα του αμερικάνου ερευνητή James Crawford
- η θέση της αμερικανικής αριστεράς [1] , [2]
- το πολιτικό προφίλ του Inhofe

Θοδωρής Μαρκόπουλος

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Δευτέρα, Μαΐου 22, 2006

Γλωσσολογικά πλην του «Μεγάρου συν» (Megaron plus)

Στις 17 Ιανουαρίου 2006 πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής στα πλαίσια του Megaron Plus η εκδήλωση «Εχουν μέλλον οι γλώσσες μας;» για το ζήτημα τηων απειλούμενων με εξαφάνιση γλωσσών με ομιλητές το Γ. Μπαμπινιώτη (καθ. γλωσσολογίας Παν. Αθηνών) και τον C. Hagege (καθ. γλωσσολογίας στο College de France). Με αφορμή τη δημοσίευση της ομιλίας του Γ. Μπαμπινιώτη στην εκδήλωση (Η εναλλακτική πρόταση για τη σωτηρία των γλωσσών, Το Βήμα της Κυριακής, 22.1.06), ο Γ. Βελούδης (καθ. γλωσσολογίας ΑΠΘ) επισήμανε την 'εκτροπή' της συζήτησης από τις απειλούμενες γλώσσες στους 'κινδύνους' που διατρέχει η 'κακοποιούμενη' ελληνική.

Αναδημοσιεύουμε εδώ την αρχική επιστολή Βελούδη στο Βήμα (3.2.06), την απάντηση Μπαμπινιώτη (10.2.06), την ανταπάντηση Βελούδη (14.2.06) και το εκτενέστερο άρθρο του Γ. Βελούδη στα Σύγχρονα Θέματα (Ιαν-Μαρτ 06).

Το κείμενο από τα Σύγχρονα Θέματα δεν είναι διαθέσιμο από τη σελίδα του περιοδικού, ενώ τα κείμενα από το Βήμα δεν είναι προσβάσιμα χωρίς συνδρομή. Ευχαριστούμε το Γ. Βελούδη για την παραχώρηση των κειμένων του σε ηλεκτρονική μορφή και το Γ. Χάρη που μας παραχώρησε την επιστολή Μπαμπινιώτη.


-----------------------------------

εφημ. Το Βήμα της Κυριακής , 22.1.06

Η εναλλακτική πρόταση για τη σωτηρία των γλωσσών

καθ. Γ. Μπαμπινιώτης

-----------------------------------

εφημ. Το Βήμα, 3.2.06

Γλωσσολογικά πλην του «Μεγάρου συν» (Megaron plus)

Θα θυμούνται ίσως οι αναγνώστες/-τριες τις παλιότερες διαφημίσεις του οίκου Benetton: μια μεγάλων διαστάσεων φωτογραφία με θέμα που προκαλούσε λιγότερο ή περισσότερο βίαια το ανθρώπινο συναίσθημα αναλάμβανε να προωθήσει κάτι διαφορετικό από κάθε άποψη, το λογότυπο United Colors of Benetton - μια καθ' όλα διακριτική, και πάντως διακριτή, παρουσία σε κάποια γωνιά του πλάνου (και των συναισθημάτων που αυτό είχε εντωμεταξύ εξασφαλισμένα κινητοποιήσει).

Την ίδια δομή, με μια διαφορά στις αναλογίες, διακρίνω και στο ολοσέλιδο κείμενο με τον τίτλο Η εναλλακτική πρόταση για τη σωτηρία των γλωσσών που υπογράφει ο γνωστός γλωσσολόγος, και νυν πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μπαμπινιώτης στην εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής 22 Ιανουαρίου (Νέες Εποχές σ. Α59 [87]): Το δραματικό και γλωσσολογικά καταγεγραμμένο γεγονός της συρρίκνωσης -σε εβδομαδιαία, κατά μια εκτίμηση, βάση- του αριθμού των γλωσσών που μιλιούνται, ή μιλιούνταν, από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του πλανήτη μας γίνεται το γενικότερο πλάνο που προορίζεται να συγκινήσει, αν όχι να συγκλονίσει, τον αναγνώστη· και οι «κακοποιούμενες» γλώσσες, με την ελληνική ανάμεσά τους, είναι η καθ' όλα διακριτή, και πάντως όχι τόσο διακριτική, καταχώριση που παρεισφρέει στο ζοφερό αυτό πλάνο για να αναμειχθεί, και να συμπράξει, με τα υπόλοιπα στοιχεία του. Έτσι μια απολύτως υποκειμενική εκτίμηση (μόνιμο στοιχείο της τυπολογίας του γλωσσολόγου-Μπαμπινιώτη) αναβαθμίζεται στα μάτια του μη ειδικού σε αντικειμενική, όσο και ζοφερή, γλωσσολογική αλήθεια. Σ' αυτή την αθέμιτη αναβάθμιση θέλησα να περιοριστώ, αν και το κείμενο δίνει και άλλες λαβές για γλωσσολογικές, και γλωσσικές, παρατηρήσεις.

Γιάννης Βελούδης
καθ. γλωσσολογίας ΑΠΘ

Υ.Γ. Οι διαφημίσεις της Benetton με το συγκεκριμένο περιεχόμενο έχουν, αν δεν κάνω λάθος, απαγορευθεί εδώ και καιρό.

-----------------------------------

εφημ. Το Βήμα, 10.2.06

Απάντηση σε επιστολογράφο

Ο καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Γιάννης Βελούδης (επιστολή στο «Βήμα», 3.2.2006) από το πολύ σημαντικό θέμα της εξαφάνισης γλωσσών και των προβλημάτων που συνδέονται με το γλωσσικό ηγεμονισμό της Αγγλικής και τη ραγδαία υποχώρηση στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα της απαραίτητης γλωσσικής πολυμορφίας, προβλήματα που συζητώ στο άρθρο μου («Το Βήμα της Κυριακής», 22.1.2006) και συζητήσαμε δημόσια σε εκδήλωση του «Μεγάρου συν» μαζί με τον γλωσσολόγο Claude Hagege, απομόνωσε και προέβαλε το θέμα «της γλωσσικής κακοποίησης» της Ελληνικής (που έθιξα παρεμπιπτόντως) στην ομιλία μου) για να μειώσει -με μια περίεργη- και να αλλοιώσει -με μια ανεπίτρεπτη σύγκριση- το περιεχόμενο των απόψεών μου. Όλος χαρά ο συνάδελφος (και γνωστός για τις απόψεις του) περί της ζηλευτής (;) κατάστασης της σημερινής ελληνικής γλώσσας, πιάστηκε από μια δευτερεύουσα παράμετρο του όλου θέματος (όπου έθιγα το υπαρκτό και πολυσυζητημένο θέμα του λειτουργικού αναλφαβητισμού και της υποβαθμισμένης ποιοτικής χρήσης της Ελληνικής, η οποία και επιτρέπει αδικαιολόγητα υψηλό αριθμό δανείων από την Αγγλική), για να στρεβλώσει τις θέσεις μου. Ποιος λοιπόν πάει καλύτερα στην πονηρή διαφήμιση της Benetton που επικαλείται, αυτός που υποβαθμίζει το κύριο θέμα της συζήτησης για να σταθεί σε μια επ' ευκαιρία αναφορά ή εγώ; Κι αυτό τελικά τον πείραξε από το όλο μείζον θέμα; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!..

Καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης

-----------------------------------

εφημ. Το Βήμα (14-2-2006)

Τι θα πει «Μέγαρο(ν) συν» στα ελληνικά, κ. Μπαμπινιώτη;

Αντιδρώντας σε πρόσφατη επιστολή μου (Το Βήμα, 3.2.2006) ο γνωστός καθηγητής γλωσσολογίας, και νυν πρύτανης, Γ. Μπαμπινιώτης εξηγεί, σε τέσσερα μάλιστα σημεία της σύντομης επιστολής του («Απάντηση σε επιστολογράφο», Το Βήμα, 10.2.2006), ότι «το υπαρκτό και πολυσυζητημένο θέμα του λειτουργικού αναλφαβητισμού και της υποβαθμισμένης ποιοτικής χρήσης [sic] της ελληνικής, η οποία και επιτρέπει αδικαιολόγητα υψηλό αριθμό δανείων από την Αγγλική» (α) το «έθιξ[ε] παρεμπιπτόντως», (β) αποτελούσε «δευτερεύουσα παράμετρο» και (γ) «επ' ευκαιρία αναφορά», στην οποία, επιλέγοντας να σταθεί κάποιος «ψυχροπολεμικός», με «άβυσσο» στην ψυχή και «όλος χαρά συνάδελφος», σαν εμένα, (δ) «υποβαθμίζει» το «πολύ σημαντικό θέμα τής εξαφάνισης γλωσσών» -αντικείμενο συζήτησης σε δημόσια εκδήλωση του «Μεγάρου συν» (Megaron plus). (Τα εισαγωγικά, με το συγκεκριμένο ύφος και τα 'αλφαβητισμένα' ελληνικά, ανήκουν στον κ. Μπαμπινιώτη.)

Δεν περίμενα, ομολογώ, λαμπρότερη ανάλυση του συνειρμού που με οδήγησε στις «πονηρές» αφίσες της Benetton: μια σφήνα -το γνωστό λογότυπο- παρεισδύει και εκεί παρεμπιπτόντως, ως δευτερεύουσα παράμετρος και επ' ευκαιρία ενός συγκλονιστικού γεγονότος, υπολογίζοντας στα συναισθήματα που έχει εντωμεταξύ προκαλέσει η επακριβής φωτογραφική του αποτύπωση. Αλλά και οι χρήστες που «κακοποιούν» την ελληνική με «αδικαιολόγητα» δάνεια από τα αγγλικά και «υποβαθμισμένη ποιοτική χρήση» δεν περίμεναν, υποθέτω, λαμπρότερη ενσάρκωση του γνωστού Δάσκαλε που δίδασκες...!

Γιάννης Βελούδης
καθηγητής γλωσσολογίας στο ΑΠΘ

ΥΓ. Και οι δύο επιστολές μου στο Βήμα προφανώς καταπιάνονται με την τακτική του κ. Μπαμπινιώτη, και μάλιστα όχι εξαντλητικά. Για την ουσία των λεγομένων του, ας δείξει λίγη υπομονή και περισσότερη ψυχραιμία.

-----------------------------------

περιοδ. Σύγχρονα Θέματα, τ.92, Ιαν-Μαρτ 06, σσ. 9-11

Γλωσσολογικά πλην του «Μεγάρου συν» (Megaron plus)*

Θα θυμούνται ίσως οι αναγνώστες τις παλιότερες διαφημίσεις του οίκου Benetton: μια φωτογραφία μεγάλων συνήθως διαστάσεων, με θέμα που προκαλούσε λιγότερο ή περισσότερο βίαια το ανθρώπινο συναίσθημα, αναλάμβανε να προωθήσει κάτι διαφορετικό, το λογότυπο United Colors of Benetton· μια καθ' όλα διακριτική, και πάντως διακριτή, παρουσία σε κάποια γωνιά του πλάνου - και των συναισθημάτων που αυτό είχε εντωμεταξύ προλάβει να κινητοποιήσει. Την ίδια δομή, με μια διαφορά στις αναλογίες, διακρίνω και στο ολοσέλιδο κείμενο με τον τίτλο Η εναλλακτική πρόταση για τη σωτηρία των γλωσσών που υπογράφει ο γνωστός γλωσσολόγος, και νυν πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μπαμπινιώτης στην εφημ. Το Βήμα της Κυριακής 22 Ιανουαρίου (Νέες Εποχές, σ. Α59 [87]): το δραματικό, και γλωσσολογικά διαπιστωμένο, γεγονός της μείωσης -σε εβδομαδιαία, κατά μια εκτίμηση, βάση- του αριθμού των γλωσσών που σήμερα μιλιούνται (και κατά κανόνα δε γράφονται) από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του πλανήτη μας γίνεται το γενικότερο πλάνο που προορίζεται να συγκινήσει, αν όχι να συγκλονίσει· και η «κακοποιούμενη» ελληνική είναι η καθ' όλα διακριτή, και πάντως όχι τόσο διακριτική, καταχώριση που παρεισφρέει στο ζοφερό αυτό πλάνο για να αναμειχθεί, και να συμπράξει, με τα υπόλοιπα στοιχεία του. Έτσι μια απολύτως υποκειμενική εκτίμηση (μόνιμο στοιχείο της τυπολογίας του γλωσσολόγου-Μπαμπινιώτη) αναβαθμίζεται στα μάτια του μη ειδικού σε αντικειμενική, όσο και ζοφερή, γλωσσολογική αλήθεια. Σ' αυτή την αθέμιτη αναβάθμιση θέλησα να περιοριστώ, αν και το εν λόγω κείμενο δίνει και άλλες λαβές για γλωσσολογικές, και γλωσσικές, παρατηρήσεις.

Ο συνάδελφος του Πανεπιστημίου Αθηνών ξεκινά με μια γενικότερα γνωστή εκτίμηση:

[...] από τις 140.000 περίπου γλώσσες που υπολογίζεται [...] ότι μιλήθηκαν στον κόσμο σήμερα σώζονται εν χρήσει περίπου 6.000. Απ' αυτές 3.000 γλώσσες βρίσκονται καθ' οδόν προς εξαφάνιση (με ρυθμό μία περίπου γλώσσα κάθε εβδομάδα!), έτσι που στο τέλος τού 21ου αιώνα υπολογίζεται ότι θα έχουν μείνει συγκριτικά ασφαλείς μόνο περί τις 600 γλώσσες.
Για να προσθέσει στη συνέχεια, περνώντας πια στην «καρδιά του θέματος», και τη δική του, προσωπική, άποψη:
Έχουν μέλλον οι γλώσσες μας; Απαντώ: Ναι, υπό προϋποθέσεις.
Ξεπερνώντας τη μεγαλοστομία του μικρού αυτού παραθέματος αλλά και τις πρώτες τέσσερις από τις -μάλλον αμφίβολης αποτελεσματικότητας- «προϋποθέσεις» που το ακολουθούν, ας πάμε απευθείας στην πέμπτη, και τελευταία, του κειμένου:
ε) Να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή γνώση και χρήση τής μητρικής γλώσσας [...] Και μη ξεχνάμε: το κάστρο μιας γλώσσας πέφτει από μέσα. Αλώνεται εσωτερικά με την παραμέληση, αποδυνάμωση και υποχώρηση της γνώσης της μητρικής γλώσσας. Όσο καλύτερα έχουμε κατακτήσει τη μητρική μας γλώσσα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι αντοχές μας στην επίδραση και κυριαρχία μιας άλλης γλώσσας. Οι δε μικρές γλώσσες, όπως η δική μας, χρειάζονται μεγάλες αντοχές. (δική του η έμφαση)
Μπορούμε τώρα να ρωτήσουμε τον κ. Μπαμπινιώτη, στο βαθμό που επιμένει στη συνάφεια του γεγονότος της -αριθμητικής- συρρίκνωσης των ανθρώπινων γλωσσών με την κατά τη δική του εκτίμηση «παραμέληση, αποδυνάμωση και υποχώρηση της γνώσης της μητρικής [μας] γλώσσας»: Άραγε οι δεκάδες χιλιάδες γλώσσες που εξαφανίστηκαν μέχρι σήμερα αλώθηκαν απλώς «από μέσα», λόγω ελλιπούς γνώσεως; Για να αντλήσουμε από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, τόσες γλώσσες των Αβοριγίνων της Αυστραλίας χάθηκαν, μόνο και μόνο επειδή οι ομιλητές τους από τεμπελιά, αδιαφορία, και πάντως με ελεύθερη τη βούληση, συναίνεσαν στην «παραμέληση, αποδυνάμωση και υποχώρηση της γνώσης της μητρικής [τους] γλώσσας»; Μήπως αυτό ήταν τελικά που συνέβη και στην περίπτωση των Ινδιάνων της Αμερικής - κι εμείς κατηγορούμε άδικα τους ευρωπαίους κατακτητές; Ή, για να περάσουμε σχεδόν στις μέρες μας, κάτι ανάλογο πρέπει οπωσδήποτε να υποθέσουμε και για τις 51 γλώσσες που περί το τέλος του 20ου αιώνα είχαν έναν μόνο ομιλητή (οι 28 από αυτές στην Αυστραλία), τις 500 γλώσσες που είχαν απομείνει με μόλις 100 χρήστες, τις 1.500 με λιγότερους από χίλιους, τις 3.000 με λιγότερους από 10.000, ή, γενικότερα, για το 96% των γλωσσών που μιλιούνταν, κατά την ίδια πάντα περίοδο, μόλις από το 4% των κατοίκων του πλανήτη μας [1].

Όποιος αναζητεί τις αιτίες γι' αυτές τις απώλειες «εσωτερικά», χρεώνοντάς τες στους ομιλητές, αδικεί κατάφωρα την ιστορική και τη γλωσσολογική αλήθεια. Αποκομίζει πάντως ένα σημαντικό παράπλευρο όφελος, αν σ' αυτό αποσκοπούσε από την αρχή: ενοχοποιώντας τους ομιλητές, κατασκευάζει υποκείμενα προς γλωσσική συμμόρφωση· ή, για να θυμηθούμε τον Α.-Φ. Χριστίδη, που είχε έγκαιρα καταγγείλει αυτή την ενοχοποίηση [2], υποκείμενα προς φρονηματισμό. Το ακόλουθο απόσπασμα από το κείμενο που σχολιάζουμε είναι χαρακτηριστικό:
Τέλος, σταδιακό, έστω και μακροπρόθεσμο, κίνδυνο διατρέχουν οι κακοποιούμενες γλώσσες, γλώσσες δηλαδή που οι φυσικοί ομιλητές τους εμφανίζουν έντονο λειτουργικό αναλφαβητισμό (δεν μπορούν να καταλάβουν εύκολα ένα απαιτητικό κείμενο, δεν μπορούν να γράψουν, να αναγνώσουν κείμενα κ.λπ.) και που η χρήση τους στην επικοινωνία είναι αισθητά υποβαθμισμένη (σε λεξιλογικό και συντακτικό επίπεδο), εμφανίζοντας αδικαιολόγητα υψηλό αριθμό δανείων από την Αγγλική. Τέτοια γλώσσα είναι, μεταξύ άλλων, η Ελληνική. (δική του η έμφαση)
Αν κάτι κακοποιείται εδώ, είναι η γλωσσική μας πραγματικότητα. (Πριν σπεύσουν κάποιοι να συμφωνήσουν με τον κ. Μπαμπινιώτη ανακαλώντας θριαμβευτικά προσωπικές διαπιστώσεις τέτοιου «αναλφαβητισμού», ας αναλογιστούν πόσα παραδείγματα λειτουργικού αλφαβητισμού είναι επίσης σε θέση να τους προμηθεύσει η προσωπική τους εμπειρία, ως ακροατών ή αναγνωστών· από χρήστες της ελληνικής προέρχονται κι αυτά, τα καλά, δείγματα.) Και όχι μόνο η γλωσσική μας πραγματικότητα· κακοποιείται και το κοινό αίσθημα. Με ποια ευκαιρία (ξανα)καταγράφει ο κ. Μπαμπινιώτης τον «αδικαιολόγητα υψηλό αριθμό δανείων από την Αγγλική» και την «υποβαθμισμένη (σε λεξιλογικό και συντακτικό επίπεδο) χρήση» της ελληνικής; Με την ευκαιρία της συμμετοχής του στις «θαυμάσιες εκδηλώσεις του 'Μεγάρου συν' (Megaron plus) στην εναρκτήρια εκδήλωση-συζήτηση μεταξύ του πρώτου ονόματος σήμερα στη γαλλική γλωσσολογία, του καθηγητή Claude Hagege, και του γράφοντος τις γραμμές αυτές», θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με τα δικά του λόγια - δικές του είναι και οι αξιολογήσεις. Απόσταγμα αυτής ακριβώς της συμμετοχής είναι το κείμενο που σχολιάζω, για όσους δεν το γνώριζαν. Και δεν μπορώ να μην αφήσω την ίδια τη γλωσσική επιλογή του τίτλου των εκδηλώσεων, αλλά και την ελληνικότατη μετάφραση που τη συντροφεύει, στην κρίση, γλωσσική και άλλη, των χρηστών που «κακοποιούν» την ελληνική με «αδικαιολόγητα» δάνεια από τα αγγλικά και «υποβαθμισμένη (σε λεξιλογικό και συντακτικό επίπεδο) χρήση».

Το κακό όμως έχει και συνέχεια: κακοποιείται και η επιστημονική ακρίβεια. Μέχρι ποιο σημείο, θα (ξανα)ρωτήσω τον κ. Μπαμπινιώτη, είναι δικαιολογημένος ο αριθμός των δανείων από την αγγλική, ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα; (Γιατί είναι γνωστό ότι όλες οι ζωντανές γλώσσες, ανάμεσα τους και η ελληνική σε όλες τις ιστορικές της φάσεις, δανείζονται από άλλες, ζωντανές ή 'νεκρές' γλώσσες, και μάλιστα με κέρδος.) Με ποια τέλος πάντων κριτήρια τραβάμε τη «σωτήρια» γραμμή, ορίζοντας το θεμιτό ύψος των δανείων από το μη θεμιτό; Ποιος είναι πράγματι ο αριθμός των εγκατεστημένων στη γλώσσα μας σήμερα αγγλικών δανείων που θα πρέπει οπωσδήποτε να μας συνεγείρει; (Κατά μια, στατιστική μόνο, εκτίμηση, φτάνει στο 5% [3] - χωρίς να συνυπολογίζουμε το plus. Αλλά αυτό δεν πρέπει διόλου να μας ανησυχεί: όσο δεν ξεπερνά σε ποσοστό το 65%-75% του λεξιλογίου μας η αγγλική διείσδυση, η ελληνική εξακολουθεί σίγουρα να διαθέτει ιστορικά το χρίσμα για παγκόσμια επικράτηση - δεύτερη φορά στην ιστορία της! Βλ. επόμενη παράγραφο.) Και το πιο σημαντικό: Τι θα πει «έντονος λειτουργικός αναλφαβητισμός»; Μέχρι ποιο σημείο κρίνεται «άτονος» (και φυσικός) και από ποιο σημείο και μετά γίνεται «έντονος» (και αφύσικος); Με ποια διεθνώς αναγνωρισμένη μονάδα έκανε αυτές τις μετρήσεις ο κ. Μπαμπινιώτης; Πότε, σε ποια έκταση και με ποιον γλωσσολογικά θεμιτό τρόπο; (Γιατί είναι κοινός τόπος ότι ο καθένας μας έχει σε χίλιες δυο περιπτώσεις συναντήσει δυσκολίες στην κατανόηση και στη σύνταξη κειμένων· και είναι απόλυτα φυσικό αυτό, καθώς πρόκειται για εξαιρετικά πολύπλοκες διαδικασίες-ζητούμενα όχι μόνο της γλωσσολογικής έρευνας.) Και με την ευκαιρία, γιατί άραγε δεν κάνει καθόλου λόγο για τον λεγόμενο κριτικό γραμματισμό ο κ. Μπαμπινιώτης; Καθώς
Στόχος του κριτικού γραμματισμού δεν είναι μόνο η ανάπτυξη της δυνατότητας που επιτρέπει στους/στις μαθητές/-τριες να χειρίζονται διάφορα είδη και τύπους λόγου, αλλά η απόκτηση βαθιάς και ουσιαστικής γνώσης για τη γλώσσα, η συνειδητοποίηση της δυναμικής των νοημάτων των διαφόρων τύπων λόγου, τα οποία κατασκευάζονται μέσω της γλώσσας, και η κατανόηση των μεθόδων μέσω των οποίων κατασκευάζεται η γνώση, και ειδικότερα η σχολική γνώση. Κατά συνέπεια, ο κριτικός γραμματισμός παρέχει τη δυνατότητα στους/στις μαθητές/-τριες να αποκτήσουν πρόσβαση στα κοινωνικά ισχυρά νοήματα, καθώς και στις πρακτικές με τις οποίες μπορούν αυτά να κατασκευαστούν, και να συνειδητοποιήσουν ότι τα νοήματα «με ισχύ» δεν είναι «φυσικά» αλλά κατασκευασμένα, και άρα μπορούν να γίνουν αντικείμενο αμφισβήτησης και ανακατασκευής. (Χριστίνα Λύκου 'Η συστημική λειτουργική γραμματική του M.A.K. Halliday'· δική μου η έμφαση), [4]
δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε αποτελεσματικότερη θωράκιση απέναντι στις συνέπειες, και τις γλωσσικές, της παγκοσμιοποίησης που ζούμε στις μέρες μας και φαίνεται να τον απασχολούν.

Τέλος, κακοποιείται η κοινή λογική. Για παράδειγμα, η «παγκόσμια» αγγλική έχει το 65%-75% του λεξιλογίου της δάνειο, αν περιοριστούμε σε μια μόνο δανείστρια γλώσσα, τη γαλλική, υποστηρίζουν πιο αρμόδιοι από μένα συνάδελφοι [5]. Και για όσους διαθέτουν εμπειρία των αγγλικών σχολείων, οι μαθητές των δικών μας, έχοντας μάθει από την πολύ τρυφερή ηλικία να μιλούν και να γράφουν για τη γλώσσα τους παρά να μιλούν και να γράφουν τη γλώσσα τους, θα μπορούσαν ίσως να θεωρηθούν μικροί γλωσσολόγοι συγκρινόμενοι με συνομήλικους από την Αγγλία. Ακόμη, έχουν δημοσιευθεί στον αγγλικό, και φτάσει μέχρι τον ελληνικό [6], τύπο τα πορίσματα πρόσφατης πανεπιστημιακής έρευνας για την ανάγκη της εκπαίδευσης των μαθητών της Αγγλίας στη συγκρότηση κειμένου - αν και παραμένουν μάλλον άγνωστα στο ευρύτερο κοινό όσα αποκαλυπτικά, και απομυθοποιητικά του τελευταίου μέτρου, παραθέτω αμέσως:
Το σχολικό μάθημα της γλώσσας στην Αγγλία έχει ένα εύρος στόχων τους οποίους μάλιστα τους προσδιορίζει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η ίδια η γλώσσα. Οι στόχοι αυτοί αφορούν την αγγλική γλώσσα όχι μόνο ως μέσον προφορικής και γραπτής επικοινωνίας, αλλά επίσης ως φορέα αισθητικών, ηθικών και ευρύτερα πολιτισμικών και εθνικών αξιών, ως παρακαταθήκη του 'κανόνα γραμματισμού', ως φορέα ιδεών που υπερβαίνουν το έθνος, με αφορμή την κοινοπολιτεία (τη γραμματεία και τη σχετική λογοτεχνική παραγωγή της), την αγγλική ως παγκόσμια γλώσσα, κλπ. Όλοι αυτοί οι στόχοι συνιστούν ένα δυσβάσταχτο φορτίο για ένα γλωσσικό πρόγραμμα σπουδών, ειδικά όταν αυτό έχει και βοηθητικούς διδακτικούς στόχους, όπως την ενασχόληση με τη γλώσσα των ΜΜΕ κ.ο.κ.

Βέβαια, άλλες κοινωνίες αντιμετωπίζουν αυτό το θέμα διαφορετικά. Η Βραζιλία [όπως και η Ελλάδα] έχει τρία σχολικά μαθήματα που σχετίζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με το πρόγραμμα σπουδών για τη μητρική γλώσσα, το οποίο στην Αγγλία περιλαμβάνει ένα μόνο μάθημα. Αυτό το μάθημα είναι τόσο φορτωμένο που παύει να λειτουργεί αποτελεσματικά ως προς τις ποικίλες όψεις του και γι' αυτό χρειάζονται ρεαλιστικές λύσεις. Και, επειδή οι πολιτικές επιταγές της μετα-βιομηχανικής Αγγλίας, που δεν είναι πια η Μεγάλη Βρετανία, καθιστούν κάτι τέτοιο αδύνατο προς το παρόν, η λύση που υιοθετήθηκε (και η οποία συνιστά μιας μορφής «φυγοδικία») είναι η αναγωγή του «γραμματισμού» σε κύρια εκπαιδευτική απαίτηση, παρακάμπτοντας έτσι τη γλώσσα καθεαυτή και στερώντας της τον κυριότερο στόχο της. (Guenther Kress 'Σχεδιασμός του γλωσσικού προγράμματος σπουδών με βάση το μέλλον'· δική μου η έμφαση.) [7]
Πώς, τέλος πάντων, κατάφερε μια τόσο «κακοποιημένη» και «κακοποιούμενη» αγγλική-του ενός-μόνο-σχολικού-μαθήματος να γίνει παγκόσμια γλώσσα;

Ο κ. Μπαμπινιώτης, παρ’ όλα αυτά, επιμένει:
Και ναι μεν ισχύει η αρχή ότι μια γλώσσα εκλείπει κυρίως όταν εξαφανιστούν πλήρως οι φυσικοί ομιλητές της αλλά και η διαδικασία τής απώλειας (ολικής, μερικής, διαφόρων τύπων και μορφών και έκτασης) πλήττει σήμερα όλες τις γλώσσες, πράγμα που επιβάλλει μια σταυροφορία και ένα αγώνα για την επιβίωσή τους. (δική του η έμφαση)
Eδώ ακριβώς, για να θυμηθούμε την πρώτη μας παράγραφο, κλείνεται το κακότεχνο ραντεβού ανάμεσα στην αντικειμενική αιτία της αριθμητικής συρρίκνωσης των γλωσσών και στον προσωπικό εφιάλτη της 'ποιοτικής συρρίκνωσης' της ελληνικής που επιμένει, δεκαετίες τώρα, να ταράζει τον γλωσσολογικό ύπνο του συναδέλφου - και δυστυχώς, αυτό που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, μαζί του και τα γλωσσικά πράγματα στη χώρα μας. Και από τα δύο τελευταία πεδία θα αρκούσαν, πιστεύω, για να τον εξαλείψουν τρεις κοινές για τους γλωσσολόγους αλήθειες:

(α) Όταν ένας τύπος ή μια μορφή χάνεται κατά την πορεία μιας γλώσσας μέσα στο χρόνο, αναπληρώνεται κατά κανόνα από κάποιον άλλο τύπο ή κάποια άλλη μορφή· για παράδειγμα, δε χρησιμοποιούμε κανονικά την παλιότερη αρωγή σήμερα, αλλά είναι παράλληλα διαθέσιμες μια σειρά άλλες μορφές που υπηρετούν την ίδια σημασιακή ουσία: βοήθεια, ενίσχυση, συνεισφορά, υποστήριξη, συμπαράσταση, προσφορά, συνδρομή, συμβολή, κ.ά. [8]

(β) Τέτοιες, και άλλες, αλλαγές «διαφόρων τύπων, μορφών και έκτασης» αφορούν όχι μόνο την ελληνική γλώσσα ούτε μόνο το σήμερα της συγχρονίας της, αλλά και όλες τις ανθρώπινες γλώσσες από καταβολής τους. Πού έγκειται λοιπόν η «απώλεια»; Σε τι «πλήττεται», για παράδειγμα, η γραμματική κατηγορία 'παρακείμενος', αν στην εποχή μας λέμε έχω λύσει αντί λέλυκα; Ή τι θα είχε κερδίσει ο 'λειτουργικός αλφαβητισμός' μας, αν η σταυροφορία που επαγγέλλεται ο κ. Μπαμπινιώτης είχε αναληφθεί έγκαιρα, απέδιδε πράγματι καρπούς, και εξασφάλιζε την αιωνιότητα για τον αναδιπλασιασμένο τύπο; Τίποτε πέρα από ένα ευλαβές προσκύνημα στον άγονο φορμαλισμό, για να θυμηθούμε και πάλι τον Α.-Φ. Χριστίδη. [9] Τέλος, το πιο σημαντικό,

(γ)
Οι παράγοντες που καθορίζουν την υποχώρηση και εξαφάνιση των γλωσσών [...] είναι μη γλωσσικοί. Εγγενώς αδύναμες γλώσσες που να είναι εκ φύσεως ανίκανες να επιβιώσουν σε αλλαγμένες κοινωνικές συνθήκες δεν υφίστανται (Swadesh 1948: 234-235· δική μου η έμφαση). [10]


Σ' αυτό το τρίτο σημείο αξίζει να αναθέσουμε και το ρόλο του επιλόγου, καθώς απ' τη μια προσανατολίζει, αποφατικά έστω, προς τις πραγματικές αιτίες του γλωσσικού θανάτου - ο ακριβέστερος όρος στην περίπτωσή μας είναι 'γλωσσική δολοφονία'· και από την άλλη, αποκαλύπτει πόσο αθεράπευτα παράφωνο ηχεί το σταυροφορικό σάλπισμα του κ. Μπαμπινιώτη, όταν μας καλεί να χτυπήσουμε όχι την αμείλικτη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα των ημερών μας, και το γάιδαρο που τη διαμορφώνει, αλλά το αθώο σαμάρι, τους «κακοποιούς» χρήστες· και μάλιστα, αφού πρώτα έχει αξιώσει, με τη διαδικασία του αυτονόητου, να υποθέσουμε μαζί του ότι η γλώσσα μας, και γενικότερα οι «γλώσσες μας», κινδυνεύουν να χαθούν - μια πέρα για πέρα μη γλωσσολογική υπόθεση, καθώς «δεν είμαστε σε θέση προς το παρόν να προβλέψουμε το γλωσσικό θάνατο ούτε και για τη γαελική του ανατολικού Σάδερλαντ ή τη dyirbal των μικρών κοινοτήτων του Άνω Μάρεϊ της Αυστραλίας», κατά την ομολογία της McMahon (ό.π., σελ. 438).

Γιάννης Βελούδης
καθηγητής γλωσσολογίας
στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ


* Με ελάχιστες διαφορές η πρώτη παράγραφος, υπό τον ίδιο τίτλο, δημοσιεύθηκε στην εφημ. Το Βήμα την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2006.

[1] Τα στοιχεία -λίγο παλιά πια, με δεδομένο το ρυθμό του φαινομένου- από κείμενο του καθηγητή David Crystal που δημοσιεύθηκε στον βρετανικό Guardian και αναδημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στην Καθημερινή της Κυριακής 21 Νοεμβρίου 1999.
[2] Βλ. Α.-Φ. Χριστίδης 'Η αυτονομία της δημοτικής' στον μικρό τόμο Δέκα Μύθοι για την Ελληνική Γλώσσα που επιμελήθηκε ο Γιάννης Η. Χάρης, εκδ. Πατάκη 2002 (β΄ έκδοση), σ. 38.
[3] Πβ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 'Ιδεολογήματα και δανεισμός' στον ίδιο μικρό τόμο, σ. 64.
[4] Βλ. Γλωσσικός Υπολογιστής, τόμος 2, τεύχος 1-2, Δεκέμβριος 2000, σελ. 69.
[5] Βλ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (ό.π.), σσ. 64-65. Προχωρώντας ακόμη βαθύτερα, κάποιοι έχουν χαρακτηρίσει την αγγλική 'κρεολή' γλώσσα.
[6] Βλ. σχετικό σημείωμα που επιμελήθηκε ο Μανώλης Πιμπλής στην εφημ. Τα Νέα (Θέματα/Ορίζοντες, 25 Μαΐου 2005).
[7] Βλ. Γλωσσικός Υπολογιστής, ό.π., σελ. 117. (Η μετάφραση του κειμένου έγινε από το συνάδελφο Κώστα Κανάκη· την προσθήκη με τις ορθογώνιες αγκύλες οφείλουμε στη διευθύντρια του Περιοδικού, συνάδελφο Βασιλική Δενδρινού.)
[8] Από ομιλία της καθηγήτριας Άννας Φραγκουδάκη στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη)· δημοσιεύθηκε στο περιοδικό αντί, τεύχος 354, 28 Αυγούστου 1987.
[9] Α.-Φ. Χριστίδης (ό.π.), σ. 43.
[10] Όπως παρατίθεται στην April M. S. McMahon Ιστορική Γλωσσολογία: Η θεωρία της γλωσσικής μεταβολής, εκδ. Μεταίχμιο, 2003, σελ. 402. (Μετάφραση: Μαρία Μητσιάκη - Ασημάκης Φλιάτουρας· επιμέλεια: Ιώ Μανωλέσσου.)

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark