Τρίτη, Μαρτίου 04, 2008

Ορθογραφία και ορθωγραφεία

Έπειτα από αρκετό καιρό, δημοσιεύουμε ένα νέο ανορθόγραφο κείμενο, συμπτωματικά με την πρόσφατη κυκλοφορία του ορθογραφικού λεξικού του "εθνικού" μας γλωσσολόγου...


‘Ορθοπαιδικός ή Ορθοπεδικός; Μήνυμα ή μύνημα; Εταιρεία ή εταιρία; Ταξείδι ή ταξίδι; Τρένο ή τραίνο;’ Αυτά είναι μόνο μερικά από τα διλήμματα που απασχολούν τους περισσότερους χρήστες της Ελληνικής, κατεξοχήν κατά τη διάρκεια της σχολικής τους εκπαίδευσης, όπου ενδεχόμενο λάθος κοστίζει κυριολεκτικά σε βαθμούς, αλλά και αργότερα, όπου ενδεχόμενο λάθος θεωρείται ένδειξη χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Η ορθογραφία αποτελεί ένα αγαπημένο θέμα των δασκάλων (και, αντίστοιχα, ένα αγκάθι για την πλειονότητα των μαθητών), ενώ παράλληλα αποτελεί και αγαπημένο θέμα συζητήσεων και αναζητήσεων για πολλούς που ασχολούνται με γλωσσικά ζητήματα από διάφορες σκοπιές, είτε ως μέρος της εργασίας τους είτε απλά ως χόμπυ. Τελευταία μάλιστα φαίνεται να μεγαλώνει το ενδιαφέρον για την ορθογραφία, με την έκδοση ‘ορθογραφικού’ λεξικού (!). Ξεκινώντας από την βασική σχέση γλώσσας και γραφής, θα διερευνήσουμε τη σημασία της ορθογραφίας από γλωσσική και κοινωνική άποψη, για να δικαιολογήσουμε και το όνομά μας («ανορθογραφίες»).

Α. Γλώσσα και γραφή

Σε αντίθεση με την (προφορική) γλωσσική ικανότητα, που φυσιολογικά αναπτύσσεται σε κάθε άνθρωπο, η γραφή αποτελεί επίκτητη ικανότητα, η οποία χρειάζεται μάθηση και άσκηση για να επιτευχθεί. Για τον λόγο αυτό, η γλώσσα είναι καταρχήν η προφορική γλώσσα, κοινή σε όλους τους ανθρώπους που ανήκουν σε μια γλωσσική κοινότητα. Η γραφή, από την άλλη, αποτελεί ένα αυθαίρετο σύστημα καταγραφής των ήχων από τους οποίους αποτελείται η γλώσσα (αυτό αποτελεί και ένα από τα βασικά γλωσσολογικά επιχειρήματα για την προτεραιότητα του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου από την άποψη της γλωσσολογικής έρευνας, αν και δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ σ’αυτό το θέμα).

Η γραφή, επομένως, αποτελεί ένα τρόπο καταγραφής της κατεξοχήν γλώσσας, της προφορικής. Αυτή η καταγραφή μπορεί να πάρει πολλές διαφορετικές μορφές, φυσικά και για την ίδια γλώσσα: η Γραμμική Β, ένα σύστημα όπου κάθε σύμβολο είχε την αξία μίας συλλαβής (αφήνοντας κατά μέρος διάφορες εξαιρέσεις που δεν έχουν ακόμα αποκρυπτογραφηθεί), θεωρείται ότι καταγράφει μία μορφή ελληνικής γλώσσας ή διαλέκτου. Το ίδιο συμβαίνει και με την αλφαβητική γραφή της Ελληνικής που είναι σε όλους μας οικεία, όπου κάθε σύμβολο έχει την αξία ενός φθόγγου της γλώσσας (πιο σωστά, ενός φωνήματος, ενός φθόγγου με διαφοροποιητική αξία, κατά την δομιστική παράδοση της γλωσσολογίας). Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην προσαρμογή του φοινικικού αλφαβήτου που επιχείρησαν οι αρχαίοι Έλληνες, πρώτον, πρόσθεσαν τα φωνήεντα, ενώ το σημιτικό σύστημα δεν δήλωνε τα φωνήεντα της γλώσσας (όπως ακόμα και σήμερα δεν τα δηλώνει η Αραβική και η Εβραϊκή), ενώ υπήρχε και ποικιλία στο ελληνικό αλφάβητο ανάλογα με την περιοχή (π.χ. ως προς την ίδια την ύπαρξη και το σχήμα κάποιων γραμμάτων κλπ.). Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο ο τρόπος που γράφουμε είναι αυτός που είναι σήμερα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι διαφορετικός, όπως το αποδεικνύουν και οι περιπτώσεις των γλωσσών που χρησιμοποιούν άλλα συστήματα, μη αλφαβητικά (π.χ. Κινεζική). Με αυτή την έννοια, η γραφή είναι αυθαίρετη.

Β. Πώς δημιουργείται η έννοια της ορθογραφίας

Σε ένα αλφαβητικό σύστημα, όπως αυτό της ελληνικής, η καλύτερη δυνατή αντιπροσώπευση θα απαιτούσε, προφανώς, η γραφή να ανταποκρίνεται στην ομιλία με σχέση 1:1, δηλαδή κάθε γράμμα να συμβολίζει και έναν διαφορετικό φθόγγο και το αντίστροφο, κάθε φθόγγος να συμβολίζεται με διαφορετικό γράμμα. Αυτή η λεγόμενη «φωνητική» γραφή θα βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στην γλώσσα, αποτελώντας πιστή καταγραφή της ομιλίας.

Δύο είναι οι κύριοι παράγοντες που δεν ευνοούν αυτού του τύπου την γραφή. Ο πρώτος είναι η γλωσσική αλλαγή: ως γνωστόν, όλες οι γλώσσες αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου (ή καλύτερα, οι ομιλητές διαμορφώνουν συνέχεια τη γλώσσα τους, με αποτέλεσμα αυτή να διαφοροποιείται). Κατά συνέπεια, η προφορά ορισμένων φθόγγων / λέξεων / φράσεων διαφοροποιείται, άλλοτε με ταχείς και άλλοτε με πιο αργούς ρυθμούς. Από την άλλη πλευρά, η γραφή, και καλύτερα αυτοί που κατέχουν αυτή την ικανότητα, έχουν την τάση να αντιστέκονται σε αλλαγές, μια και χρειάζεται άσκηση και μάθηση για την απόκτησή της, και έτσι δεν προσφέρεται για συνεχείς τροποποιήσεις.

Πέρα από τους δύο αυτούς παράγοντες, η έννοια της ορθογραφίας δημιουργείται παράλληλα με την προτυποποίηση ενός τρόπου γραφής μίας γλώσσας, δηλαδή με την καθιέρωση μιας γραπτής μορφής ως προτύπου. Αυτό συμβαίνει με την υιοθέτηση της έννοιας της γραπτής «παράδοσης», η οποία θεωρείται ισχυρότερη και σπουδαιότερη από την εκάστοτε ομιλία. Έτσι, η γραφή ουσιαστικά παύει να έχει ως στόχο την καταγραφή της τρέχουσας μορφής γλώσσας, αλλά στοχεύει στην διατήρηση μίας μορφής που θεωρείται σπουδαία, ισχυρή, καλύτερη για διάφορους κοινωνικούς λόγους. Δεν υπάρχει πια ο στόχος της 1:1 σχέσης, μια και αυτό θεωρείται δευτερεύον σε σχέση με την «σωστή» γραφή, η οποία αντλεί την ορθότητά της από το κοινωνικό γόητρο της γλώσσας την οποία διασώζει. Αυτό φυσικά προϋποθέτει συνειδητές αντιλήψεις για τη γλώσσα και τη γλωσσική και γραπτή παράδοση, που μόνο σε ένα πλαίσιο κάποιας συστηματοποίησης (όχι βέβαια διεύρυνσης) της εκπαίδευσης μπορεί να προκύψει. Καθώς λοιπόν η γλώσσα αλλάζει, χωρίς όμως να την ακολουθεί και ο τρόπος καταγραφής, οδηγούμαστε στην λεγόμενη «ιστορική» ορθογραφία, δηλαδή σε ένα τρόπο γραφής που δεν ανταποκρίνεται στην παρούσα κατάσταση, αλλά διασώζει τον τρόπο γραφής προγενέστερων μορφών της γλώσσας. Και φυσικά, η ιστορική ορθογραφία συνδέεται άμεσα με υποτιμητικές αντιλήψεις για την τρέχουσα μορφή της γλώσσας, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα υπήρχε κάποιος ουσιώδης λόγος διατήρησης της παλιάς γραφής, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες (ενιαίο έθνος και γλώσσα, επομένως και απαράλλακτος τρόπος γραφής, που έρχεται με τη σειρά του σε ένα κυκλικό σχήμα να αποδείξει αυτή την ενότητα, ενώ για χάρη αυτής διατηρείται). Όλα αυτά γίνονται εύκολα κατανοητά μέσα από το παράδειγμα της Ελληνικής, που είναι οικείο σε όλους μας.

Γ. Η περίπτωση της Ελληνικής

Τα πρώτα ελληνικά αλφάβητα δημιουργήθηκαν με στόχο να αποτυπώσουν ακριβώς τους φθόγγους της αρχαίας ελληνικής (όσο πιο πιστά είναι δυνατόν), επομένως θα έλεγε κανείς ότι εντάσσονταν σε μία προσπάθεια φωνητικής γραφής της γλώσσας. Όπως είναι πολύ γνωστό, τα πρώτα συστήματα αλφαβητικής γραφής της ελληνικής περιείχαν μόνο κεφαλαία γράμματα και καθόλου τονικά σημάδια. Στην πορεία, τα αλφάβητα αυτά διαφοροποιήθηκαν σε κάποιο βαθμό, χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε πόσο ανταποκρίνονταν στην ομιλία της εποχής τους από ένα σημείο και μετά.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ζήτημα «ορθογραφίας» ουσιαστικά δημιουργείται στην ελληνιστική εποχή, με την παράλληλη ανάδειξη των πρώτων φιλολογικών κέντρων και την επικράτηση του λεγόμενου «Αττικισμού» στα μορφωμένα στρώματα. Ενώ δηλαδή διάφορες γλωσσικές (φωνολογικές δηλαδή) μεταβολές είχαν οδηγήσει σε προφορά διαφορετική πολλές λέξεις της ελληνικής, η ανάδειξη της Αττικής σε πρότυπο (παιδευτικό, όχι μόνο γλωσσικό) από τους διάφορους «φιλολόγους» και λογίους της εποχής οδήγησε στη διατήρηση της ίδιας γραφής των λέξεων, δημιουργώντας έτσι ένα χάσμα ανάμεσα στη προφορά και την γραφή των λέξεων. Αυτό μας είναι γνωστό χάρη στην ανακάλυψη των παπύρων (και των διαφόρων επιγραφών, βέβαια), που μαρτυρούν πάρα πολύ διαφορετικές γραφές πολλών λέξεων, φανερώνοντας έτσι τη διαφορετική τους προφορά σε σχέση με την Αττική του 5ου αιώνα π.Χ. Επιπλέον, οι ίδιοι φιλολογικοί κύκλοι επινόησαν και τα τονικά σημάδια, τα οποία δηλώνουν ουσιαστικά την προφορά των λέξεων στην Αττική, μια και στην ελληνιστική εποχή αυτή είχε διαφοροποιηθεί.

Η έννοια του ορθογραφικού λάθους είναι, επομένως, δημιούργημα της ελληνιστικής εποχής. Οι πάπυροι περιέχουν αμέτρητα παραδείγματα ορθογραφικών λαθών, αφού μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν ήταν πολύ εξοικειωμένο με την Αττική διάλεκτο του 5ου αι., και έτσι έγραφε με βάση την τρέχουσα προφορά των λέξεων. Κατ’αυτή την έννοια, και όλα τα λεγόμενα «ορθογραφικά» λάθη απλά αποτυπώνουν την εξέλιξη της προφοράς των λέξεων.

Στην ελληνιστική εποχή έχει τις ρίζες της και ο παραλογισμός των κατοπινών αιώνων: οι λέξεις γράφονταν σύμφωνα με τα πρότυπα της Αρχαίας του 5ου αιώνα, με την προσθήκη όμως των τονικών σημαδιών που αρχικά προστέθηκαν για να δείξουν την προφορά εκείνων των λέξεων! Φυσικά, όπως αναφέρθηκε, αυτή η εξέλιξη και η επικράτηση της λεγόμενης «διγλωσσίας», μιας λόγιας και μίας δημώδους παράδοσης στην Ελληνική, σχετίζεται άμεσα με την ανάδειξη ήδη από την ελληνιστική εποχή της αρχαίας Ελλάδας ως αξεπέραστο πρότυπο προς μίμηση σε όλα τα επίπεδα, επομένως και στη γλώσσα. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση της «ορθογραφίας» και της εμμονής σε γραπτές μορφές του παρελθόντος δεν είναι αυτονόητη εξέλιξη σε κάθε γλώσσα, αλλά είναι απόρροια ιδεολογικών επιλογών.

Αυτό φαίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα στην επόμενη, Μεσαιωνική περίοδο της ελληνικής. Τότε εμφανίζονται και τα πρώτα εκτεταμένα κείμενα στη λεγόμενη δημώδη, τα οποία μας σώζονται σε διάφορα χειρόγραφα. Η «ορθογραφία» αυτών των χειρογράφων έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και αναζητήσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι συστηματική, όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά ενέχει τεράστια ποικιλία: ένα ρήμα όπως το «ήθελα» μπορούσε να γράφεται «ύθελα, ίθελα, ίθαιλα, είθελα, ήθελα κ.ά». Ο μόνος κανόνας που φαίνεται να ισχύει είναι: μπορείς να γράψεις τις λέξεις με όποια γράμματα θέλεις, αρκεί να συμβολίζουν τον κατάλληλο φθόγγο. Δηλαδή, όλα τα «ι» είναι ίδια, και μπορούν να εναλλάσσονται σε όλα τα γλωσσικά περιβάλλοντα. Αυτό προφανώς απέχει πάρα πολύ από την σημερινή έννοια της ορθογραφίας, που δεν ανέχεται ουσιαστικά καθόλου ποικιλία.

Αυτό που είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ίδιοι γραφείς που στην αντιγραφή των δημωδών κειμένων ήταν τόσο «ελεύθεροι» με την ορθογραφία των λέξεων, ήταν ταυτόχρονα και πολύ τυπικοί στην αντιγραφή των λογίων κειμένων. Αυτό καταμαρτυρά ακόμα πιο εμφατικά ότι η ορθογραφία σχετίζεται άμεσα με την αντίληψη για την γλώσσα: εφόσον τα δημώδη κείμενα ήταν προϊόντα της προφορικής, σύγχρονης παράδοσης, δεν υπήρχε λόγος η γραπτή τους μορφή να είναι συγκεκριμένη, μια και δεν υπήρχε και καθόλου τυποποιημένη μορφή της δημώδους αυτής γλώσσας. Από την άλλη, τα αρχαία κείμενα έπρεπε να αναπαράγονται ακριβώς όπως είναι, καθώς και η μορφή ήταν αναπόσπαστο μέρος του μεγαλείου τους.

Είναι ενδιαφέρον ότι ακριβώς το ίδιο φαινόμενο της ορθογραφικής ποικιλίας παρατηρείται και στις άλλες ευρωπαϊκές μεσαιωνικές γραμματείες, κάτι που φανερώνει την κοινή στάση ομιλητών διαφορετικών γλωσσών απέναντι στην μη τυποποίηση μιας γλωσσικής ποικιλίας, της δημώδους, και την άνεσή τους να χρησιμοποιούν τεράστια ποικιλία στη γραφή, χωρίς αυτό να έχει καμία συνέπεια στην επικοινωνία, τουλάχιστον απ’όσο μπορούμε να κρίνουμε σήμερα.

Φυσικά, ακόμα και οι «λόγιοι» είχαν συχνά δυσκολίες να τηρήσουν τους κανόνες της «ορθογραφίας», όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί από την ελληνιστική εποχή, μια και νέες λέξεις είχαν εισαχθεί στο λεξιλόγιο της ελληνικής, κυρίως δάνεια από τις δυτικές (ιταλική, γαλλική) και σλαβικές γλώσσες. Η «σωστή γραφή» αυτών των λέξεων ήταν αναγκαστικά τελείως αυθαίρετη, μια και δεν υπήρχε σημείο σύγκρισης με την αρχαία Ελληνική.

Στην πιο σύγχρονη περίοδο, η ορθογραφική απλοποίηση αποτέλεσε πάγιο αίτημα του δημοτικισμού, με διάφορες προτεινόμενες μορφές. Φυσικά το όλο θέμα αποτέλεσε μέρος μόνο του ευρύτερου γλωσσικού ζητήματος και της διγλωσσίας ανάμεσα σε καθαρεύουσα και δημοτική, με τις γνωστές κοινωνικές προεκτάσεις. Δεν θα μπούμε τώρα σε αυτό το θέμα, το οποίο είναι πολύ ευρύ και χρειάζεται ειδική διαπραγμάτευση. Ωστόσο, αξίζουν κάποιες επισημάνσεις σχετικά με την ορθογραφία της Νέας Ελληνικής όπως την εφαρμόζουμε σήμερα.

Το σημερινό σύστημα είναι, βέβαια, αποτέλεσμα όλων όσων προηγήθηκαν και αναφέρθηκαν πάρα πολύ σύντομα παραπάνω. Η επιμονή στην λεγόμενη ιστορική ορθογραφία δείχνει, φυσικά, την εμμονή στην διατήρηση της ιδέας της ενιαίας ελληνικής ως γλώσσας και γραφής με τρισχιλιετή ιστορία (φυσικά μόνο τρισχιλιετή, γιατί αν πάμε πιο πίσω, η ελληνική γραφή είναι η γραμμική Β, και αυτή δεν μπορεί να προσφερθεί για επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας, μια και δεν είναι αλφαβητική, ευτυχώς!), κάτι που άλλωστε φαίνεται και στο ευρύτερο γλωσσαμυντορικό κλίμα που δυστυχώς επικρατεί σε μεγάλο βαθμό στη νεοελληνική κοινωνία. Επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας συνήθως αναφέρονται α) η ίδια η ιστορία της και η σύνδεσή της με την ενότητα του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως σήμερα (το τελευταίο συνήθως υπονοείται, αλλά είναι σίγουρα το κλειδί για το συγκεκριμένο επιχείρημα), β) το ότι φανερώνει τις ρίζες των λέξεων, γ) είναι αισθητικά πολύ πιο ωραία από υποτιθέμενες απλοποιημένες μορφές, δ) κανείς άλλος στην Ευρώπη δεν το έχει κάνει, γιατί εμείς; και ε) ενδεχόμενη απλοποίηση θα αποκόψει τους νέους από την παλιότερη γλωσσική παράδοση και γραμματεία.

Ωστόσο, όλα τα παραπάνω είναι ανεπαρκή: Η λεγόμενη ιστορική διασώζει γραφές κυρίως από την αττική του 5ου αι. π.Χ. Θα έλεγε κανείς ότι εξίσου ιστορικές είναι και ελληνιστικές και μεσαιωνικές γραφές, που αποσιωπώνται, σκόπιμα βέβαια. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς ετυμολογία, ιστορική ορθογραφία των λέξεων, επομένως η ιστορικότητα δεν μπορεί να αποτελεί το τεκμήριο για την ορθογραφία. Αυτό είναι προφανές από την φοβερή σύγχυση που προκαλούν οι διαφορετικές γραφές των λέξεων στα λεξικά της Νέας Ελληνικής, όπως έχει κατ’επανάληψη επισημανθεί (βλ. λ.χ. τα άρθρα του Γιάννη Χάρη για την ορθογραφία). Μα η ιστορική ορθογραφία μόνο αντιφάσεις μπορεί να έχει, καθώς, όπως και η γλώσσα, διασώζει γραφές από διαφορετικές φάσεις, που δεν μπορούν να νοηθούν ως ένα ενιαίο σύστημα (όπως άλλωστε και η γλώσσα συνολικότερα). Επιπλέον, το ότι η ιστορική ορθογραφία φανερώνει την ετυμολογία των λέξεων, ακόμα και αν το δεχτούμε, ισχύει μόνο για τους φιλολόγους που μπορούν να διακρίνουν τις ρίζες και ετυμολογίες, και επιπλέον, δεν έχει κάποιο ενδιαφέρον πέρα από τους φιλολογικούς κύκλους. Για την αισθητική, δεν θα επιχειρήσουμε κάποιο σχόλιο, αλλά μόνο ένα ερώτημα: αν η ποικιλία των «ι» είναι ωραία αισθητικά, γιατί να μην εφαρμόσουμε το μεσαιωνικό σύστημα και να την επεκτείνουμε σε όλες τις λέξεις, ανεξάρτητα ρίζας; Σίγουρα η ανάγνωση θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν επιχειρηθεί κατά καιρούς διάφορες απλοποιήσεις, και κυρίως έχουν σιωπηλά γίνει από τους ίδιους τους χρήστες: π.χ. neighbor αντί για neighbour. Ενδεικτικά αναφέρουμε πρόσφατη απόφαση της Σουηδικής ακαδημίας, κατά την οποία η λέξη ‘skall’ καλό είναι να γράφεται πια μόνο ‘ska’, όπως συνήθως γράφεται και προφέρεται. Γενικευμένη απλοποίηση βέβαια δεν έχει γίνει στο πρόσφατο παρελθόν, μια και το ζήτημα της ορθογραφίας συνδέεται, όπως τονίσαμε, με την αντίληψη περί εθνικής γλώσσας που αντλεί την ιστορία της από το παρελθόν του έθνους. Από την άλλη, ο Κεμάλ επέβαλε το λατινικό αλφάβητο σε μία χώρα που έγραφε με Αραβικούς χαρακτήρες, κάτι που έγινε τελείως αποδεκτό, μια και ήταν άλλα τα κοινωνικά ζητούμενα για την Τουρκία εκείνη την εποχή. Τέλος, η αρχαιολατρεία και η εμμονή στην σωστή ορθογραφία είναι πιο πιθανό να απομακρύνει τους νέους από την παλαιότερη γραμματεία, παρά μια ορθογραφική απλοποίηση.

Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι η ορθογραφία αποτελεί ένα από τα καλύτερα εργαλεία, σε συνδυασμό φυσικά με τη γλώσσα ευρύτερα, για τον διαχωρισμό (από το σχολείο και εξής) σε μορφωμένους και μη, σε επιμελείς και μη. Και, κάτι εξίσου σημαντικό, μία ενδεχόμενη απλοποίηση της ορθογραφίας, στην κατεύθυνση της προσέγγισης στη φωνητική γραφή (και όχι φυσικά στην κατεύθυνση της εύρεσης της σωστής ιστορικής γραφής, που μόνο σε αδιέξοδα μπορεί να καταλήξει), θα διευκόλυνε σημαντικά την εκμάθηση της ελληνικής, όχι μόνο για τους έλληνες αλλά και για όλους τους υπόλοιπους που θα ήθελαν να μάθουν ελληνικά. Το τελευταίο ζήτημα φαίνεται να αποσιωπάται από τους περισσότερους γλωσσαμύντορες, μια και το κέρδος από την ορθογραφική απλοποίηση σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ προφανές και δεν μπορεί να αντικρουστεί, επομένως αποσιωπάται ή, εναλλακτικά, υποβαθμίζεται η σημασία της εκμάθησης της ελληνικής!

Ακόμα και πολλοί που αντιτίθενται στο γλωσσαμυντορικό εθνικισμό διστάζουν να προτείνουν απλοποίηση της ορθογραφίας, κυρίως λόγω του (συναισθηματικού) δεσίματος όλων των χρηστών της ελληνικής με τον συγκεκριμένο τρόπο γραφής. Ωστόσο, το συναισθηματικό δέσιμο δεν μπορεί να προτάσσεται εις βάρος των υπόλοιπων κοινωνιο-πολιτικών προτερημάτων της απλοποίησης. Καλύτερη η νοσταλγία, παρά ο εγκλωβισμός σε αυτό το μείγμα αυθαιρεσίας που είναι η σημερινή ορθογραφία.

Δ. Συμπεράσματα

Η ορθογραφία είναι το αποτέλεσμα τυποποίησης της γραφής σε συνδυασμό με αντιλήψεις που θεωρούν παλαιότερες μορφές (και γραφές) μιας γλώσσας ως ανώτερες, ως πρότυπα, και ως μέρη ενός ενιαίου συνόλου, μίας ενιαίας γλώσσας. Είναι ένα αυθαίρετο σύστημα κατ’ανάγκη, όπως άλλωστε και η γραπτή απόδοση μίας γλώσσας συνολικά. Οι πρώτες απόπειρες αλφαβητικών γραφών της ελληνικής υπηρετούσαν μια φωνητική γραφή, σήμερα όμως, αν και επικρατεί τόσος θαυμασμός για τους αρχαίους ημών προγόνους, δεν υιοθετείται αυτή η αντίληψή τους. Αντίθετα, η ορθογραφία θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια στη μόρφωση των πολιτών, και ένα κριτήριο κατηγοριοποίησής τους (ορθογράφοι και ανορθόγραφοι). Εμείς είμαστε το δεύτερο, και οι ανορθογραφίες μας δεν αφορούν την γραφή, αλλά τις αντειλείψης που κρίβωντε πίσο απώ την αιμμονή σε γλοσσικές ιδαιωλογίαις – μίθους.

Θ. Μαρκόπουλος

«Ανορθογραφίες»


Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Δευτέρα, Μαρτίου 03, 2008

Η "Μακεδονική": γλωσσολογία και πολιτική

Με αφορμή τις συζητήσεις του τελευταίου καιρού για το "μέγιστο" εθνικό θέμα, επαναφέρουμε στην επικαιρότητα το από τριετίας κείμενο του συνανορθόγραφου Θοδωρή για τη "Μακεδονική"...

Το ζήτημα της αρχαίας Μακεδονικής γλώσσας ή διαλέκτου αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα της στενής σχέσης ανάμεσα στην έρευνα με την ευρύτερη δυνατή έννοια, αλλά και ειδικότερα την γλωσσολογική έρευνα, και το εκάστοτε πολιτικό περιβάλλον. Αυτό είναι εμφανές από τις περιόδους αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος σχετικά με την "Μακεδονική": πέρα από τις αρχικές διαπιστώσεις και εικασίες του 19ου αιώνα, ο γνωστός νεο-γραμματικός γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις αναλαμβάνει να ασχοληθεί με το ζήτημα λίγο πριν και κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, με δύο μονογραφίες (1896, 1911), στις οποίες απευθύνει και μήνυμα στους "αδελφούς Μακεδόνες" οι οποίοι δοκιμάζονται. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το συμπέρασμα του Χατζιδάκι είναι ότι η Μακεδονική "αδιαμφισβήτητα" είναι διάλεκτος της αρχαίας Ελληνικής. Στη συνέχεια, πέρα από διάφορες μεμονωμένες έρευνες, το ενδιαφέρον στην Ελλάδα σχετικά με αυτό το ζήτημα αναθερμαίνεται την τριετία 1990-93, δηλαδή την περίοδο της μεγάλης εθνικιστικής έξαρσης με αφετηρία το όνομα της ΠΓΔΜ. Δεν είναι τυχαίο ότι σχετικός τόμος που εκδίδεται εκείνη την περίοδο έχει τον τίτλο: «Η γλώσσα της Μακεδονίας: Η αρχαία Μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων» (Εκδόσεις Ολκός, 1992). Είναι, κατά συνέπεια, εύκολα αντιληπτός και ο σκοπός της έκδοσης (που, σημειωτέον, περιλαμβάνει και τις δύο μονογραφίες του Χατζιδάκη που αναφέρθηκαν) και οι συγκεκριμένες θέσεις των συγγραφέων που συμμετείχαν. Έκτοτε, παράλληλα με την σχετική πτώση του ενδιαφέροντος της ελληνικής πολιτικής για το συγκεκριμένο θέμα, παρατηρείται και αντίστοιχη ύφεση στο ενδιαφέρον της γλωσσολογικής έρευνας, τουλάχιστον από την ελληνική πλευρά, η οποία σιωπηλά φαίνεται να θεωρεί το θέμα λήξαν.

Η παράλληλη πορεία του πολιτικού και γλωσσολογικού ενδιαφέροντος δεν είναι, φυσικά, ούτε δυσερμήνευτη ούτε σπάνια. Κατά μία έννοια, είναι κάτι το αναμενόμενο, αν θεωρήσουμε ότι η έρευνα συχνά κατευθύνεται (είτε σκόπιμα είτε όχι) με βάση το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο και τις επιταγές του. Ωστόσο, για την περίπτωση της Μακεδονικής, η έρευνα ακολούθησε περισσότερο πολιτικές σκοπιμότητες παρά γλωσσολογικές αρχές. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της αρχαίας Μακεδονικής δεν είναι ούτε ξεκάθαρο ούτε λυμένο, όπως το εμφανίζει η ελληνική πλευρά. Σε τι οφείλονται, λοιπόν, οι διχογνωμίες σχετικά με την καταγωγή της Μακεδονικής και πού χωρούν οι πολιτικές σκοπιμότητες σε ένα τέτοιο ζήτημα;

Το βασικό -γλωσσολογικό- πρόβλημα έχει ως αφετηρία την ουσιαστική έλλειψη στοιχείων σχετικά με την Μακεδονική. Όπως παραδέχεται η Παναγιώτου (2001), η οποία είναι η ερευνήτρια που υπερασπίζεται τα τελευταία χρόνια την ελληνικότητα της Μακεδονικής, το 99% των επιγραφών που μας έχουν σωθεί από την Μακεδονία είναι γραμμένες στην Αττική διάλεκτο, πιθανότατα λόγω της επιβολής της Αττικής ως επίσημης γλώσσας του Μακεδονικού βασιλείου ήδη από τα τέλη του 5ου- αρχές 4ου αι. π.Χ. Το υπόλοιπο 1% εκπροσωπείται από πολύ πρόσφατες ανακαλύψεις κάποιων -για την ακρίβεια, δύο- κατάδεσμων (δηλαδή, αντικειμένων που περιέχουν κατάρες), οι αρχαιότεροι των οποίων χρονολογούνται από τον 4ο αι. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι η γλώσσα των καταδέσμων δεν μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη βάση για έρευνα, αφού περιέχει πολλές ηχομιμητικές λέξεις, ελλειπτικές δομές, φορμουλαϊκές δομές κλπ. (βλ. π.χ. Curbera & Jordan, 2001). Είναι προφανές ότι το επιγραφικό υλικό είναι απολύτως ανεπαρκές για οποιαδήποτε, πόσο μάλλον για ασφαλή συμπεράσματα.

Επομένως, ποιες είναι οι μαρτυρίες που έχουμε για την Μακεδονική και οι οποίες έχουν προκαλέσει τόσες διχογνωμίες; Όσο κι αν προκαλεί εντύπωση, η βασική πηγή πληροφοριών για την Μακεδονική είναι οι λεξικογράφοι του Βυζαντίου, και ιδιαίτερα ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.), ο οποίος στην καταγραφή σπάνιων λέξεων που επιχείρησε περιέλαβε και μερικές χαρακτηρίζοντάς τες "Μακεδονικές". Πέρα από τους λεξικογράφους, διαθέτουμε και έμμεσες μαρτυρίες από αρχαίους συγγραφείς, με τις οποίες θα ασχοληθούμε πιο αναλυτικά παρακάτω. Εκ πρώτης όψεως, αυτή η έλλειψη υλικού οδηγεί χωρίς δυσκολία στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν (μέχρι στιγμής, τουλάχιστον) στοιχεία για τον χαρακτήρα της Μακεδονικής, καθώς οι πρωιμότερες καταγραφές λέξεων (και φυσικά όχι κειμένων), με την εξαίρεση των ελάχιστων επιγραφών και μεμονωμένων σχολίων στους ελληνιστικούς συγγραφείς, προέρχονται από τον 5ο αι. μ.Χ., πολλούς αιώνες (περίπου 10) μετά την πιθανή επιβολή της Αττικής ως επίσημης γλώσσας του Μακεδονικού βασιλείου. Γι’αυτό το λόγο, στην πρόσφατη εγκυκλοπαίδεια των αρχαίων γλωσσών (Woodard, 2004), που περιλαμβάνει γλώσσες από διάφορες οικογένειες, η Μακεδονική κατατάσσεται στις γλώσσες για τις οποίες δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για να μπορέσουμε να τις κατατάξουμε («insufficiently attested languages»), όπως και η Θρακική και αρκετές άλλες. Και πραγματικά, από γλωσσολογική πλευρά, αυτή θα ήταν η ασφαλέστερη λύση, λόγω ακριβώς της έλλειψης στοιχείων. Όμως, πολλοί ?έλληνες- ερευνητές αναφέρονται στη Μακεδονική σαν μια αυταπόδεικτα ελληνική διάλεκτο, και παρόλο που ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν είναι απίθανο, ωστόσο παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχτεί με ασφάλεια.

Τόσο οι "λέξεις" του Ησύχιου, όσο και οι έμμεσες μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, δεν επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων, ακόμα κι αν υποθέταμε ότι θα ήταν αρκετές για την κατηγοριοποίηση της Μακεδονικής. Οι "λέξεις" του Ησύχιου μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες (Brixhe & Panayotou, 1997, Woodard, 2004): α) Σε λέξεις που μοιάζουν πολύ με γνωστές αρχαίες ελληνικές λέξεις (π.χ. "κομμάραι", πβ. ΑΕ "κάμμαροι" = είδος αστακού). β) Σε λέξεις που δεν έχουν καμία αντίστοιχη λέξη στην ΑΕ (π.χ. "αλιή" = αγριογούρουνο) και γ) Σε λέξεις που πιθανόν να έχουν αντιστοιχία με ΑΕ λέξεις, αν και διαφοροποιούνται σημαντικά στην μορφο-φωνολογία τους (π.χ. "άδη", πβ. ΑΕ "αιθήρ"). Μολονότι η πρώτη κατηγορία είναι η πολυπληθέστερη, η ύπαρξη των δύο άλλων κατηγοριών δεν επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων με ασφάλεια, πόσο μάλλον όταν η καταγραφή αυτών των λέξεων είναι τόσο μεταγενέστερη του σταδίου που ενδιαφέρει κυρίως την σχετική γλωσσολογική έρευνα (κλασική και προ-κλασική περίοδος). Κι αυτό γιατί η σχετική πλειονότητα των εμφανώς "ελληνογενών" λέξεων μπορεί κάλλιστα να είναι το αποτέλεσμα της μερικής και ανεπαρκούς γνώσης των ελλήνων λεξικογράφων όσον αφορά τη Μακεδονική, ή της πολύ ισχυρής επιρροής άλλων Ελληνικών διαλέκτων, και κυρίως της Αττικής, στην Μακεδονική στους 10 αιώνες που μεσολάβησαν μέχρι την πρώτη καταγραφή Μακεδονικών λέξεων. Κατ’αυτόν τον τρόπο, το επιχείρημα ότι οι ξενικές λέξεις (κατηγορία β) αποτελούν δάνεια θα μπορούσε πολύ εύκολα να συμπεριλάβει και τις ελληνογενείς λέξεις, εφόσον δεν έχουμε καθόλου πληροφορίες για τα αρχαιότερα στάδια της Μακεδονικής, κυρίως πριν την επιβολή της Αττικής ως επίσημης γλώσσας.

Όσον αφορά τις έμμεσες μαρτυρίες των αρχαίων, η εικόνα είναι ακόμα πιο θολή. Υπάρχουν αντικρουόμενες αναφορές σχετικά με την θέση της Μακεδονικής και των Μακεδόνων σε σχέση με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα: Από τη μία πλευρά, ο Ηρόδοτος λ.χ. αναφέρει ξεκάθαρα ότι το Μακεδονικόν και το Δωρικόν ήταν δύο διαφορετικές ονομασίες για το ίδιο έθνος (Ι, 56), ενώ ο Πολύβιος χαρακτηρίζει τους Μακεδόνες και τους Έλληνες "ομόφυλους" (Ιστορίαι, 9.37.7). Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α΄ μπόρεσε να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς απλά και μόνο επειδή απέδειξε ότι κατάγεται από το Άργος (V, 22 / VIII, 137-9), ενώ και ο Πλούταρχος (Αντώνιος, 27. 3-4, κ.α.) αναφέρεται στη Μακεδονική σαν "ξεχωριστή" γλώσσα. Μάλιστα, δεδομένης της σχετικής ελευθερίας με την οποία οι αρχαίοι χαρακτήριζαν "βαρβάρους" άλλους λαούς, καθώς και της πρώιμης εισαγωγής της Αττικής ως επίσημης γλώσσας, αλλά και των πιθανών φωνολογικών ιδιαιτεροτήτων της Μακεδονικής, η αντικρουόμενη αυτή εικόνα είναι λίγο-πολύ αναμενόμενη.

Η σύντομη έκθεση των σχετικών μαρτυριών μάλλον δικαιολογεί απόλυτα τον χαρακτηρισμό της Μακεδονικής ως γλώσσας με μη επαρκή στοιχεία για την κατηγοριοποίησή της: Άμεσες αρχαίες μαρτυρίες (επιγραφικές) είναι σχεδόν ανύπαρκτες, οι έμμεσες αρχαίες μαρτυρίες είναι σε μεγάλο βαθμό αντικρουόμενες (απηχώντας πιθανώς και την ίδια την αβεβαιότητα των αρχαίων σχετικά με τους Μακεδόνες), ενώ οι βασικές μαρτυρίες, δηλαδή οι λέξεις του Ησυχίου, είναι πολύ μεταγενέστερες, και αφορούν αποκλειστικά το λεξιλογικό επίπεδο, που αποτελεί το πιο επισφαλές επίπεδο για μια γλωσσολογική ανάλυση. Για παράδειγμα, αν υποθέταμε ότι ήμασταν Γάλλοι και είχαμε ένα σώμα δεδομένων της Αγγλικής που θα περιλάμβανε αρκετές λέξεις, θα μπορούσαμε εύκολα να υποθέσουμε ότι η Αγγλική είναι κάποια διάλεκτος της Γαλλικής, μια και η Αγγλική έχει χιλιάδες δάνεια από την Γαλλική λόγω της Νορμανδικής κατάκτησης και της μετέπειτα κυριαρχίας της Γαλλικής στο Αγγλικό έδαφος για κάποιους αιώνες. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, η Αγγλική ανήκει στις Δυτικές Γερμανικές (West Germanic) γλώσσες.

Παρ’όλα αυτά, στην τελευταία αναλυτική και γλωσσολογικά σύγχρονη ιστορία της ελληνικής γλώσσας (Χριστίδης, 2001), η Παναγιώτου αναφέρει πως «σήμερα η Μακεδονική εξετάζεται συνήθως στο πλαίσιο των ελληνικών διαλέκτων, αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα». Βέβαια, από κει και πέρα, τα περισσότερα από τα προβλήματα αποσιωπώνται και η Μακεδονική εξετάζεται κανονικά στο πλαίσιο των ελληνικών διαλέκτων. Έτσι, μολονότι το διεθνές σκηνικό έχει πια διαφοροποιηθεί, και δεν «χρειάζεται» συστράτευση για το "Μακεδονικό" (όπως συνέβαινε στην περίπτωση του τόμου του 1992), η Μακεδονική εξακολουθεί να προσεγγίζεται με τρόπο μεροληπτικό.

Με όσα αναφέρθηκαν δεν υποστηρίζουμε ότι η Μακεδονική δεν ήταν ελληνική ή οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες κλπ. Γιατί, φυσικά, όλο το ζήτημα για την Μακεδονική δεν θα είχε ανακύψει χωρίς την ανάγκη από το επίσημο ελληνικό κράτος να τονίζει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και με όλους τους πιθανούς τρόπους ότι «η Μακεδονία ήταν και είναι ελληνική». Για παράδειγμα, η περίπτωση της Θρακικής ελάχιστα ενδιαφέρει, μολονότι είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι οι Θράκες δεν ήταν «ελληνικό» φύλο, κατοικούσαν εν μέρει και στην σημερινή ελληνική Θράκη και η γλώσσα τους πρέπει να ήταν μια Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα, πιθανώς συγγενική με την Φρυγική. Προφανώς, η ξεχωριστή σημασία των αρχαίων Μακεδόνων έγκεται στις κατακτήσεις του Αλέξανδρου και στην δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων από τους διαδόχους του, γι’αυτό και η γλώσσα των προγόνων του Αλέξανδρου πρέπει να ήταν «οπωσδήποτε» ελληνική. Και μολονότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος μπορεί να ένιωθε "Έλληνας", και δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε τις σχετικές μαρτυρίες, ωστόσο αυτό δεν μας λέει πολλά σχετικά με το τι ένιωθαν οι Μακεδόνες του 6ου και 5ου αι π.Χ.. Επομένως, ξαναγυρίζοντας στο ζήτημα της Μακεδονικής, αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι η γλώσσα των Μακεδόνων πριν την επιβολή της Αττικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους παραμένει άγνωστη: μπορεί πράγματι να ήταν μία διάλεκτος της Ελληνικής, ή μία γλώσσα συγγενική της Ελληνικής ή μία άλλη Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα. Επιπλέον, η αντίληψη ότι η Μακεδονική πρέπει να ήταν μία διάλεκτος της Ελληνικής δεν θεμελιώνεται με ασφάλεια από τα υπάρχοντα στοιχεία, και είναι περισσότερο αποτέλεσμα ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών, παρά γλωσσολογικών αναλύσεων. Σε κάθε περίπτωση, η πιθανότητα να είχε η Ελληνική συγγενικές γλώσσες, σε αντιστοιχία με όλες σχεδόν τις υπόλοιπες Ινδο-ευρωπαϊκές ομάδες γλωσσών (Κελτικές, Γερμανικές, Ιταλικές κλπ.), είναι πολύ μεγάλη, και μόνο σχετική έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι καμία γνωστή Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα δεν φαίνεται να συγγενεύει στενά με την Ελληνική, με μόνη πιθανή εξαίρεση την Αρμενική, η οποία συγγενεύει έστω και σε μικρό βαθμό.

Συνοψίζοντας, παρά τα ελάχιστα στοιχεία και τις αντικρουόμενες μαρτυρίες των αρχαίων πηγών, η ελληνική έρευνα (στο βαθμό που εξακολουθεί να ασχολείται με το ζήτημα) εξακολουθεί να θεωρεί ότι η Μακεδονική ήταν αναντίρρητα μία ελληνική διάλεκτος, βασιζόμενη στην ανάγκη να αποδείξει ότι η «δόξα» των αρχαίων Μακεδόνων ανήκει στην Ελλάδα και να «διαφυλάξει» τα εθνικά της σύνορα από πιθανούς εχθρούς. Όλα αυτά είναι κατανοητά, και επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες (βλ. λ.χ. Barbour & Carmichael, 2000: "Language and Nationalism in Europe"), ωστόσο ανήκουν εξ ολοκλήρου στον χώρο της κρατικής ιδεολογίας και της πολιτικής εν γένει και μικρή σχέση έχουν με την γλωσσολογική έρευνα και τις μαρτυρίες. Και πραγματικά προδίδουν έναν περισσότερο ή λιγότερο κρυφό φανατισμό, αφού η γλώσσα που μιλούσαν οι Μακεδόνες του 6ου ή του 5ου ή και του 4ου αι. π.Χ., όποια κι αν ήταν, δεν αλλάζει ουσιαστικά καθόλου την εικόνα για την διάδοση της ελληνικής ως lingua franca στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου κατά την ελληνιστική περίοδο, που προφανώς αποτελεί και το σημαντικό στοιχείο «εθνικής υπερηφάνειας». Αλλά ο εθνικιστικός φανατισμός δεν σχετίζεται στενά με την επιστημονική έρευνα, παρά μόνο με την "κατάλληλη" έρευνα που επιβεβαιώνει τις βασικές του αρχες.

Θοδωρής Μαρκόπουλος

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark