Τα αγγλικά ως δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας
Η υποκρισία των προστατών της ελληνικής γλώσσας για τα αγγλικά
Το Μάιο του 2006 η Άννα Διαμαντοπούλου, υπεύθυνη του Τομέα Ανάπτυξης-Ανταγωνιστικότητας του ΠΑΣΟΚ, κυκλοφόρησε το βιβλίο της Η Έξυπνη Ελλάδα, ένα μανιφέστο για την "κοινωνία της γνώσης" στα πλαίσια του κοινωνικού νεοφιλελευθερισμού που πρεσβεύει η ίδια. Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται και το κεφάλαιο "Η ξένη γλώσσα ως συστατικό του ανθρώπινου κεφαλαίου" (σσ. 223-7) που αποτελεί αναδημοσίευση του άρθρου της Ομιλείτε Αγγλικά; Περι γλωσσών και ...ιδεολογημάτων στο "Βήμα της Κυριακής" της 24.3.02, τρεις μήνες μετά την πρόταση που είχε κάνει τον Νοέμβριο του 2002 (συνέντευξη στην Καθημερινή, 18.11.01) για την καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας στην Ελλάδα. Η αυτούσια αναδημοσίευση του άρθρου αυτού αλλά και η επισήμανση της ίδιας στο βιβλίο ότι "με εκφράζει απόλυτα και σήμερα" δείχνουν πως επιμείνει στη θέση της και πως προτείνει πράγματι και σήμερα η αγγλική να γίνει η δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας.
Το πραγματικό περιεχόμενο της πρότασης Διαμαντοπούλου ήταν από την πρώτη στιγμή ξεκάθαρο. Τα αγγλικά ως δεύτερη επίσημη γλώσσα σημαίνει ότι η διδασκαλία και η γενικευμένη και υψηλού επιπέδου εκμάθηση της γλώσσας γίνεται προτεραιότητα για το κράτος. Σύμφωνα με την πρότασή της, τα αγγλικά πρέπει να γίνουν ένα από τα βασικά μαθήματα στο σχολείο, κάποια από τα δευτερεύοντα (sic!) μαθήματα όπως η ψυχολογία, η ανθρωπολογία, κλπ. πρέπει να γίνονται στις τελευταίες τάξεις στα αγγλικά εξολοκλήρου, τα πανεπιστήμια πρέπει να μπορούν να κάνουν κάποια μαθήματα στα αγγλικά και να έχουν και εξολοκλήρου αγγλόφωνα τμήματα (συνέντευξη στο Flash 9.61 στις 19.11.01). Δε σημαίνει δηλαδή παράλληλη χρήση ελληνικών και αγγλικών σε όλες τις δραστηριότητες του κράτους.
Τότε η πρόταση αυτή είχε καταδικαστεί όχι μόνο από τους συνήθεις φρουρούς της γλώσσας μας αλλά από το σύνολο του πολιτικού φάσματος και είχε προκαλέσει το γνωστό κύμα υστερίας, άρθρων και επιστολών αλλά και μιας εκπομπής καταπέλτη του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Σήμερα η αναδημοσίευση της θέσης αυτής στο βιβλίο της Διαμαντοπούλου πέρασε εντελώς απαρατήρητη, παρά τη σημαντική δημοσιότητα που πήρε το ίδιο το βιβλίο.
Κάπως περίεργο, είναι η αλήθεια. Σίγουρα τα βιβλία πολιτικών είναι πιο πολύ ένα γεγονός για τα media παρά προκαλούν το ενδιαφέρον για το περιεχόμενό τους. Σίγουρα, το περιεχόμενό τους γίνεται γνωστό με βάση τα δελτία τύπου και τις αναδημοσιεύσεις στις εφημερίδες και όχι γιατί τα διαβάζει κανείς. Σίγουρα, επίσης, οι δηλώσεις και τα άρθρα σε εφημερίδες γίνονται περισσότερα αισθητά από τις σελίδες ενός βιβλίου. Σίγουρα, άλλο είναι να είσαι επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος και άλλο στέλεχος της αντιπολίτευσης. Όπως και να 'χει, οι προστάτες της γλώσσας, οι άγρυπνοι φρουροί της, φαίνεται αυτή τη φορά να πήραν έναν υπνάκο στη σκοπιά.
Τα αγγλικά γίνονται η "δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας".
Ο υπνάκος αυτός, όμως, φαίνεται να είναι κάπως πιο βαθύς από το αναμενόμενο γλάρωμα του φρουρού τις μικρές ώρες της νύχτας. Γιατί η πρόταση της Διαμαντοπούλου, που απορρίφθηκε μετά βδελυγμίας πριν από πέντε χρόνια, σήμερα εφαρμόζεται κατά γράμμα και μάλιστα εφαρμόζεται από την κυβέρνηση του αντίπαλου κόμματος, του αγαπημένου των προστατών της γλώσσας μας.
Μέσα στα δυόμισι χρόνια της κυβέρνησης Καραμανλή και της υπουργίας Γιαννάκου έχουν προωθηθεί δύο μέτρα που σαφώς ακολουθούν και εφαρμόζουν την πρόταση της Διαμαντοπούλου για γενικευμένη και σε βάθος εκμάθηση της αγγλικής:
* Η ίδρυση του Διεθνούς Πανεπσιτημίου Θεσσαλονίκης (νόμος 3391, ΦΕΚ 240Α/4-10-2005), που θα λειτουργήσει από το 2007, με γλώσσα διδασκαλίας τα αγγλικά γλώσσα στην οποία θα γίνονται τα μαθήματα στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
* Στο Προσχέδιο πρότασης για αλλαγές του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των Α.Ε.Ι. που δημοσιοποίησε η Γιαννάκου στις 21.6.06 περιλαμβάνεται και το ακόλουθο άρθρο:
Άρθρο 16
Διοργάνωση σπουδών σε ξένη γλώσσα
Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος είναι δυνατή η διοργάνωση των μαθημάτων του προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών και η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής σε ξένη γλώσσα. Οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Επίσης, η σημερινή υπουργός δε φάνηκε ποτέ και σε καμία στιγμή διατεθειμένη να ανατρέψει μέτρα για την επέκταση των αγγλικών στα σχολεία που είχαν πάρει προκάτοχοί της, όπως η διδασκαλία των αγγλικών από την Γ' Δημοτικού (Ευθυμίου, 2003)
Από την πρόταση της Διαμαντοπούλου το μόνο μέτρο που δε φαίνεται να προωθείται από τη σημερινή κυβέρνηση είναι η διδασκαλία στο σχολείο κάποιου μαθήματος εξολοκλήρου στα αγγλικά. Επίσης, μια άλλη διαφορά είναι ότι αυτές οι αλλαγές δε γίνονται στο πλαίσιο κάποιας εκστρατείας για την ανάγκη της αγγλομάθειας με κάποιο κεντρικό σλόγκαν, όπως πρότεινε η Διαμαντοπούλου ρίχνοντας το σύνθημα "τα αγγλικά δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας", αλλά με κινήσεις χαμηλού προφίλ, ώστε να γίνουν αλλαγές χωρίς να προκληθεί αντίδραση - κάτι όμως που μειώνει τη δυναμική της προσπάθειας και τη δυνατότητα μιας πραγματικής μεταστροφής της κοινής γνώμης πάνω στο ζήτημα. Η κατεύθυνση όμως και τα συγκεκριμένα μέτρα είναι αυτά που είχε προτείνει η Διαμαντοπούλου και τα είχε κωδικοποιήσει ως "τα αγγικά δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας".
Οι προτάσεις αυτές, όπως είναι αναμενόμενο, πολύ απέχουν από το είναι κάποιες ατομικές και μάλιστα επιπόλαιες, όπως λέγονταν το 2001, απόψεις ενός πολιτικού στελέχους ή και μιας κυβέρνησης. Πρόκειται για ιδέες που έχουν προταθεί και υιοθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για παράδειγμα, στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ένα στρατηγικό πλαίσιο για την πολυγλωσσία (22.11.05) προτείνεται ρητά και εμφατικά, στα πλαίσια της στρατηγικής της Λισσαβόνας, οι μαθητές να διδάσκονται κάποιο μάθημά τους στην ξένη γλώσσα ("Ολοκληρωμένη Εκμάθηση Περιεχομένου και Γλώσσας") και προτείνονται μέτρα για να διασφαλιστούν οι κατάλληλες συνθήκες για την εκμάθηση ξένων γλωσσών στο σχολείο από πολύ μικρή ηλικία. Δε θα πρέπει να πέσει κανείς από τα σύννεφα, λοιπόν, αν σε λίγο καιρό ο/η τότε υπουργός Παιδείας ανακοινώσει ότι, ας πούμε, η Ψυχολογία θα διδάσκεται στα αγγλικά, ίσως "για φέτος", "πιλοτικά", "σε λίγα σχολεία". Το σε ποιο από τα δύο κόμματα θα ανήκει ο/η υπουργός δε θα επηρεάσει την απόφαση.
Ήδη πάντως η σημερινή υπουργός προτείνει (Δελτίο Τύπου 24.5.06) να εφαρμοστεί το μέτρο για να διδαχτούν μη-γλωσσικά μαθήματα στην ελληνική σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η συναίνεση των προστατών της γλώσσας
Υπνάκος στη σκοπιά λοιπόν για τους φρουρούς της γλώσσας μας ενώ η Γιαννάκου κάνει την αγγλική δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας; Ίσως. Ίσως όμως και ένα καλό deal.
Στα γλωσσικά ζητήματα η επιλογή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας είναι μια ισορροπία ή, καλύτερα, συναλλαγή. Από τη μια ικανοποίηση της (υπερ)συντηρητικής κοινωνική της βάσης, από την άλλη προώθηση της ατζέντας των επιχειρήσεων, της πραγματικής της κοινωνικής βάσης, για να είναι ανταγωνιστικές στις διεθνείς αγορές και να προωθηθεί η ενιαία αγορά της Ευρώπης που τις ενδιαφέρει. Από τη μία, μια ώρα την εβδομάδα παραπάνω αρχαία σε όλο το Γυμνάσιο, συν δύο ώρες παραπάνω αρχαία στην Α' Λυκείου συν μία ώρα παραπάνω ώρα αρχαία κατεύθυνσης στη Β' Λυκείου συν ο Επιτάφιος υποχρεωτικός για όλους στην Γ' Λυκείου, συν βουλευτής και νυν υπουργός να ανοίγει θέμα πολυτονικού συν προαναγγελία για επανίδρυση των κλασικών τάξεων και αργότερα για τη λειτουργία των κλασικών Λυκείων. Από την άλλη, προετοιμάζεται μια αγγλόφωνη ακαδημαϊκή κοινότητα: αγγλόφωνα μαθήματα, μεταπτυχιακά, διατριβές και ένα ολόκληρο πανεπιστήμιο αγγλόφωνο. Για να περάσει αυτό το μείγμα πολιτικής απαιτεί βέβαια και κάτι άλλο, μια προϋπόθεση που η σημερινή κυβέρνηση διαθέτει σε αφθονία: την έλλειψη κάθε ίχνους αμφιβολίας για το εθνικό και θρησκευτικό φρόνημα αυτού του κόμματος, τη βεβαιότητα ότι δεν μπορεί να θέλει να χάσουμε την ταυτότητά μας, να θέλει να μας κάνει κιμά, "αμερικανάκια", να μας παραδώσει στην "άθεη παγκοσμιοποίηση" και τα λοιπά, και τα λοιπά. Υποψίες που
"βάραιναν" τους εκσυγχρονιστές και τη Διαμαντοπούλου.
Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων θυμίζει, μάλιστα, τον άλλο τομέα ευθύνης του ΥΠΕΠΘ, τα εκκλησιαστικά, όπου συναντάμε ένα αντίστοιχο μείγμα: δικαιώματα για την καύση νεκρών και εξομολόγηση εκτός σχολείων αλλά και γενναία χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια και από το ΥΠΕΞ για τη ΜΚΟ της Εκκλησίας "Αλληλεγγύη".
Αυτή η τακτική σίγουρα έχει προβλήματα και από την κυβερνητική σκοπιά και από τη σκοπιά της επιχειρηματικής κοινωνικής της βάσης. Σχολείο προσανατολισμένο συγχρόνως προς την εκμάθηση ξένων γλωσσών και ιδίως αγγλικών και σχολείο όπου οι περισσότερες ώρες δαπανώνται στα αρχαία δε συνδυάζονται. Με αυτές τις χαμηλού προφίλ αλλαγές, το μήνυμα για στροφή στα αγγλικά και τις ξένες γλώσσες φτάνει εξασθενημένο στους παραλήπτες του. Έχει βέβαια αυτή η τακτική και κάποιο πλεονέκτημα: εξασφαλίζει τη σιωπή και τη συναίνεση του γλωσσαμυντορικού χώρου για τις αλλαγές ενώ αυτές γίνονται, ενώ εξεγειρόταν στην υποψία και μόνον ότι ίσως κάποια στιγμή κάτι από αυτές τις αλλαγές θα γινόταν.
Γιατί που να τρέχουν οι εκπρόσωποι της "Ελληνική Γλωσσικής Κληρονομιάς" (ή "Κληρονομίας"), και darlings της σημερινής υπουργού, πού να τρέχουν να βγαίνουν στο Μάκη ή στο Χαρδαβέλα άμα η υπουργός έχει ικανοποιήσει τόσα "ιστορικά" τους αιτήματα; Πού να γράψεις πύρινα άρθρα; Πού να "ενημερώσεις" τον κόσμο, για να στέλνει τις ωραίες του φλογερές επιστολές; Το deal είναι καλό και τόσο που σε βοήθησε η υπουργός δε γίνεται εσύ να φερθείς τώρα "ανεύθυνα". Και η κοινωνική βάση είναι ικανοποιημένη, τόσα πράγματα που έγιναν και από ανθρώπους αμέμπτου εθνικής υπολήψέως. Οπότε σιωπή και συναίνεση. Ούτε μια εμφάνιση σε εκπομπή ούτε μια εκδήλωση από την αρχιεπισκοπή.
Αγγλικά: επιθυμητά και διαβολικά συγχρόνως
Ο κύκλος της υποκρισίας ολοκληρώνεται με τη στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, προστατών της ελληνικής γλώσσας και μη, αυτές τις μέρες με την εγγραφή των ελληνόπουλων στα φροντιστήρια αγγλικών (αλλά και άλλων ξένων γλωσσών), αλλά και με την επιθυμία και την προσπάθεια των περισσότερων Ελλήνων να μάθουν αγγλικά.
Η πιο πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με θέμα Οι Ευρωπαίοι και οι γλώσσες τους (Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 243, ελληνική περίληψη) του Φεβρουαρίου 2006 παρουσιάζει κάποια πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα. Το 48% των Ελλήνων (από 15 ετών και πάνω μέχρι τις μεγάλες ηλικίες) (ΕΕ25= 38%) δηλώνει ότι γνωρίζει αγγλικά (με κριτήριο αν μπορεί να πάρει μέρος σε μια συζήτηση στη γλώσα αυτή), ενώ το 9% (ΕΕ25= 14%) γερμανικά και το 8% (ΕΕ25= 14%) γαλλικά. Το 74% (ΕΕ25= 68%) πιστεύει ότι τα αγγλικά είναι η πιο χρήσιμη γλώσσα που πρέπει να γνωρίζει, εκτός από τη μητρική του, για την προσωπική του ανάπτυξη και την καριέρα του. Το 96% των Ελλήνων (ΕΕ25= 77%) πιστεύει ότι τα παιδιά θα πρέπει να μάθουν αγγλικά. Το 75% (ΕΕ25= 83%) θεωρεί χρήσιμη και το 91% (ΕΕ25= 88%) αναγκαία τη γνώση ξένων γλωσσών. Είναι φανερό ότι αυτά τα δημοσκοπικά και στατιστικά στοιχεία απλά επιβεβαιώνουν την εικόνα που έχουμε όλοι μας από τα φροντιστήρια της γειτονιάς και το αμεσότερο κοινωνικό περιβάλλον μας. Και πρόκειται για την εικόνα μιας γενικευμένης, αποφασισμένης και εντατικής προσπάθειας για την εκμάθηση αγγλικών.
Από τη μια, λοιπόν, ιερεμιάδες και αυτομαστίγωμα για την εισβολή της αγγλικής, για τα παιδιά μας που μιλάνε με 50/100/200/300 λέξεις, απ’ αυτές οι μισές αγγλικά, για τους αγγλισμούς που είναι βαρβαρισμοί. Από την άλλη, κοσμοσυρροή στα φροντιστήρια και άγχος να μάθει το παιδί αγγλικά, ιδιωτικά σχολεία που στέλνουν τους μαθητές τους στην Αγγλία στις διακοπές για να μάθουν τη γλώσσα και δωρεάν βοηθήματα από τις εφημερίδες. Τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν αγγλικά, αλλά, όχι, δεν πρέπει να τα χρησιμοποιούν. Πρέπει να τα μιλάνε με άνεση και να τα διαβάζουν με άνεση αλλά δεν πρέπει να μεταφέρουν λέξη από αυτά στα ελληνικά. Και εμείς πρέπει να καταδικάζουμε τα αγγλικά αλλά πρέπει να στέλνουμε τα παιδιά μας στα φροντιστήρια και να χρυσοπληρώνουμε γι' αυτά. Υπάρχει αλήθεια έστω και ένας από τους προστάτες της ελληνικής που δε θα έστελνε το παιδί του στο φροντιστήριο για το προστατεύσει από την κακή επιρροή της;
Αυτή είναι η υποκριτική και σχιζοφρενική στάση των προστατών της ελληνικής για την εκμάθηση των αγγλικών.
Το πραγματικό επίπεδο γνώσης αγγλικών στην Ελλάδα
Και όμως, παρά την όλη προσπάθεια, το επίπεδο γνώσης των αγγλικών στην Ελλάδα δεν είναι πραγματικά ικανοποιητικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Με 48% να μιλούν αγγλικά μπορεί η Ελλάδα να εμφανίζεται πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, κυρίως γιατί στη Νότια Ευρώπη αλλά και σε κάποιες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που σχετικά πρόσφατα άρχισαν να μαθαίνουν αγγλικά η αγγλομάθεια είναι σχετικά περιορισμένη (Ισπανία 27%, Ιταλία 29%). Η αγγλομάθεια, όμως, στην Ελλάδα είναι για τα ευρωπαϊκά δεδομένα μέτρια, καθώς είναι σαφώς μικρότερη από τη Σουηδία (89%), την Ολλανδία (87%) και τη Δανία (86%) ή ακόμα και από τη Φινλανδία (63%), το Βέλγιο (59%), την Αυστρία (58%), τη Σλοβενία (57%), τη Γερμανία (56%), εξαιρώντας μάλιστα το Λουξεμβούργο (60%) με τους πολλούς ξένους κατοίκους λόγω των ευρωπαϊκών υπηρεσιών, αλλά και τις πρώην βρετανικές αποικίες Μάλτα (88%) και Κύπρο (76%). Υπάρχουν, επίσης, οι όχι εύκολα μετρήσιμες διαφορές και στο επίπεδο γνώσης της γλώσσας.
Τα ελληνικά ΜΜΕ, βέβαια, προτιμούν να παραθέτουν από τα Ευρωβαρόμετρα άλλα κομμάτια τους, όπως εκείνα που η ερώτηση είναι "Τα αγγλικά σας είναι πολύ καλά, καλά, τα βασικά;" Εκεί βέβαια, σε ένα ζήτημα με απάντηση έτσι και αλλιώς υποκειμενική και σχετική με το επίπεδο αναμενόμενης αγγλομάθειας σε μια χώρα, οι Έλληνες εμφανίζονται να πρωτεύουν, με το 36% να απαντάει ότι είναι πολύ καλά, αμέσως μετά τους Δανούς με 46%, τους Μαλτέζους με 41%, τους Κύπριους με 40%.
Αυτή η υστέρηση, λοιπόν, στη γνώση της αγγλικής γλώσσας είναι που είχε οδηγήσει στην πρόταση της Διαμαντοπούλου να γίνει "τα αγγλικά δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας". Και είναι αυτή η υστέρηση που οδηγεί τη σημερινή κυβέρνηση να ακολουθεί της πρόταση της Διαμαντοπούλου και να κάνει, βήμα-βήμα, τα αγγλικά επίσημη γλώσσα της Ελλάδας, χωρίς όμως να το διαλαλεί.
Αγγλικά: εργαλείο μόνο για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και στα χέρια της ιδιωτικής εκπαίδευσης;
Για το θέμα της καθιέρωσης της αγγλικής αναδημοσιεύουμε, τέλος, εδώ ένα κείμενο που γράφτηκε την εποχή της δήλωσης της Διαμαντοπούλου. Το κείμενο αυτό εξετάζει, την εποχή που η διαμάχη μαινόταν, αν και υπό ποιους όρους θα μπορούσε η πρόταση αυτή να γίνει αποδεκτή και από εκείνους που αντιμετωπίζουν επικριτικά τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (σε αντίθεση δηλαδή με τη Διαμαντοπούλου) αλλά και δε θεωρούν πιθανή απάντηση σε αυτήν την "τόνωση" της εθνικής ταυτότητας. Το ερώτημα που τίθεται δηλαδή είναι αν και με ποιους όρους η εκμάθηση των αγγλικών μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από επιδίωξη των επιχειρήσεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στο βαθμό που σήμερα αυτή η εκπαιδευτική ανάγκη είναι υπαρκτή αν πρέπει να απορροφηθεί από το δημόσιο, δωρεάν σχολείο ή να αφεθεί στην "ιδιωτική πρωτοβουλία".
Σε σχέση με αυτά τα ερωτήματα του κειμένου που ακολουθεί σχετικά είναι τρία σημερινά δεδομένα. Πρώτον, ότι η ικανοποίηση σήμερα της ανάγκης της εκμάθησης της αγγλικής γίνεται με ένα κόστος σχεδόν μισό δις ευρώ το χρόνο για τους γονείς στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΕ. Δεύτερον, το γεγονός ότι ενώ οι περισσότεροι Ευρωπαίοι (45%) θεωρούν αποτελεσματική την εκμάθηση ξένων γλωσσών στο σχολείο κυρίως ("μαθήματα σε ομάδες με δάσκαλο" 11%, ιδιαίτερα 5%), στην Ελλάδα θεωρούνται αποτελεσματικότερα τα "μαθήματα σε ομάδες με δάσκαλο", δηλαδή τα φροντιστήρια, σε 41%, ακολουθούν τα ιδιαίτερα με 12% και μετά το σχολείο με 9% . Και, τρίτον, ότι αυτό που θα έκανε σημαντικά πιθανότερη την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, περισσότερο από οτιδήποτε (Ελλάδα 32%, ΕΕ25= 26%), θα ήταν τα μαθήματα να είναι δωρεάν (τα στοιχεία από το ίδιο Ευρωβαρόμετρο). Και τα τρία αυτά δεδομένα δείχνουν την κυριαρχία στο χώρο της ολοένα διευρυνόμενης εκμάθησης της αγγλικής στην Ελλάδα της ιδιωτικής, επί πληρωμή εκπαίδευσης και την υποβάθμιση των μαθημάτων ξένων γλωσσών στο δημόσιο, δωρεάν σχολείο, με τα αποτελέσματα που αναφέραμε παραπάνω ως προς το σημερινό ποσοστό εκμάθησης αλλά και με τους αναμενόμενους αποκλεισμούς στη βάση της διαφορετικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Δείχνουν επίσης τη σημασία του δωρεάν χαρακτήρα των μαθημάτων για διεύρυνση τόσο του αριθμού αυτών που μιλάνε την αγγλική όσο και τη βελτίωση των γνώσεων αυτών που ήδη έχουν κάποια γνώση της.
15.11.06
Μιχάλης Καλαμαράς
Περισσότερες πληροφορίες για το επίπεδο γνώσης των διαφόρων γλωσσών στην ΕΕ:
* Πύλη Europa - Γλώσσες και Ευρώπη της Ευρωπαϊκής Ένωσης
* Λήμμα της Βικιπαίδειας Γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
----------------------
Πότε επιτέλους θα κάνει (και) η αριστερά πολιτική για τη γλώσσα;
Η γλώσσα μας ενώνει. Όταν η Άννα Διαμαντοπούλου, ελληνίδα επίτροπος στην ΕΕ πρότεινε με συνέντευξή της στην Καθημερινή της 18/11/01 την καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας της Ελλάδας, σύσσωμοι δεξιοί και αριστεροί βροντοφώναξαν "κάτω τα χέρια από τη γλώσσας μας" και αποσόβησαν τον κίνδυνο. Το Έθνος έστω και στιγμιαία ξεπέρασε τον ύποπτο διαχωρισμό αριστερά-δεξιά και τις κουλτουριάρικες αγκυλώσεις και ενώθηκε μπροστά στην απειλή. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης προσέγγισε με το Ριζοσπάστη, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης και ο Γιάννης Πρετεντέρης τα βρήκαν με το Βύρωνα Πολύδωρα, η Μαριάννα Τζιαντζή (Πριν) και η Μαρώ Τριανταφύλλου (Εποχή) θύμιζαν κάτι από τους στρατηγούς ε. α. και τους φιλόλογους - ιστορικούς - συγγραφείς - τέως γυμνασιάρχες που κατακλύζουν με επιστολές την Εστία και την Καθημερινή, η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων και ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης συνάντησαν τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (αυτή η τελευταία σύγκλιση δεν ήταν, είναι η αλήθεια, και πολύ αναπάντεχη). Το ΚΚΕ μάλιστα το πήρε τόσο πατριωτικά που αναγκάστηκε να απαντήσει με επανέκδοση μπροσούρας του Στάλιν του 1950 "Σχετικά με το μαρξισμό στη γλωσσολογία", ένθετης στον κυριακάτικο Ριζοσπάστη της 9ης Δεκεμβρίου.
Και όλα αυτά ξεκινώντας από μια λάθος βάση, ότι οι Έλληνες είναι οι περισσότερο γλωσσομαθείς στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο (Φλεβάρης 2001) στην Ελλάδα το 45% των κατοίκων μιλάει αγγλικά, αισθητά λιγότεροι από τη Σουηδία (81%), την Ολλανδία (80%) και τη Δανία (78%) αν και περισσότεροι από την Ιταλία (39%) την Ισπανία (36%) και την Πορτογαλία (36%).
Τι πρότεινε αλήθεια η Διαμαντοπούλου;
Χαρακτηριστικό στοιχείο και αυτού του εθνικού παροξυσμού είναι ότι το πραγματικό περιεχόμενο της πρότασης Διαμαντοπούλου αγνοείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των σχολιαστών της καθώς αυτοί έχουν υπόψη τους την αρχική πολύ γενική πρότασή της στη συνέντευξη στην Καθημερινή και αδιαφορούν για τις επόμενες δηλώσεις της που συγκεκριμενοποιούν τι θα συνεπαγόταν αυτή η πρόταση. Έτσι συμπληρώνοντας με τη φαντασία τους ό,τι δεν έχουν ενδιαφερθεί να μάθουν μας λένε την άποψή τους για τη Διαμαντοπούλου: άλλοι δεν τη θεωρούν ελληνίδα, άλλοι πιστεύουν ότι θέλει να μας κάνει κλωνοποιημένα αμερικανάκια και άλλοι ότι είναι μια τυπική εκπρόσωπος του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου.
Για τη Διαμαντοπούλου πάντως η αγγλική ως δεύτερη επίσημη γλώσσα σημαίνει ότι τα αγγλικά γίνονται ένα από τα βασικά μαθήματα στο σχολείο, κάποια από τα δευτερεύοντα (sic!) μαθήματα όπως η ψυχολογία, η ανθρωπολογία, κλπ. θα γίνονται στις τελευταίες τάξεις στα αγγλικά εξολοκλήρου, τα πανεπιστήμια θα μπορούν να κάνουν κάποια μαθήματα στα αγγλικά και να έχουν και εξολοκλήρου αγγλόφωνα τμήματα. Δε σημαίνει δηλαδή παράλληλη χρήση ελληνικών και αγγλικών σε όλες τις δραστηριότητες του κράτους. Κατά τη Διαμαντοπούλου η αναγκαιότητα αυτής της αλλαγής προκύπτει από την μια από την επικείμενη διεύρυνση της ΕΕ και τις 22 επίσημες γλώσσες που αυτό συνεπάγεται, από την αυξανόμενη χρήση του ίντερνετ και από τον κυρίαρχο ρόλο της αγγλικής στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Από την άλλη γιατί μέχρι τώρα η εκμάθηση γίνεται κυρίως έξω από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και δεν είναι ικανοποιητική ενώ δαπανώνται σημαντικά ποσά.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι μέχρι τώρα (βλ. το πρόσφατο άρθρο της στο Βήμα 24/3/02) η Διαμαντοπούλου δεν έχει πάρει πίσω την πρότασή της για δεύτερη επίσημη γλώσσα. Έχει συγκεκριμενοποιήσει μόνο τι θα σήμαινε μια τέτοια αλλαγή και έχει εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της. Ακριβώς γιατί η έννοια της δεύτερης επίσημης γλώσσας σηματοδοτεί ένα ποιοτικό άλμα στην ακολουθούμενη γλωσσική πολιτική, ότι δε θα πρόκειται για μια απλή βελτίωση των όρων εκμάθησης.
Η γλωσσική πολιτική της Ελλάδας.
Η μέχρι σήμερα επίσημη πολιτική της κυβέρνησης είναι η ενίσχυση της πολυγλωσσίας στην ΕΕ με έμφαση και στις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες όπου ανήκουν και τα ελληνικά και η ενίσχυση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών. Η ελληνική αστική τάξη αξιοποιεί δηλαδή το επιχείρημα της πολυπολιτισμικότητας και του κύρους των ιστορικών της αναφορών για να υποβαθμίσει τη με όρους αγοράς ανισοτιμία της από τους ισχυρότερους από τους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς και να αναβαθμίσει τη θέση της στο διεθνή ανταγωνισμό. Ακόμα και αν αποτύχει στο στόχο της προώθησης της ελληνικής γλώσσας, την εντάσσει στο οπλοστάσιό της ως διαπραγματευτικό χαρτί που μπορεί να εξασφαλίσει ανταλλάγματα και σε άλλους, μη-γλωσσικούς/ πολιτιστικούς τομείς. Με βάση αυτές τις θέσεις για τη γλωσσική πολιτική ο Ευθυμίου αποδοκίμασε την πρόταση Διαμαντοπούλου γιατί "δεν καλλιεργεί" την ισοτιμία όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών.
Η Διαμαντοπούλου μετέχοντας στη προκρατική γραφειοκρατία των Βρυξελλών εξετάζει τα ζητήματα από διεθνή οπτική γωνία και έχει αντιληφτεί τα γλωσσικά ζητήματα που θέτει η παγκοσμιοποίηση και ειδικότερα η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Από την άλλη αντιλαμβάνεται τα συγκεκριμένα προβλήματα που θέτει η οικοδόμηση της ΕΕ. Κατ’ αρχήν την ανάγκη για ενοποίηση και σε γλωσσικό επίπεδο μιας διευρυμένης μάλιστα Ευρώπης με προώθηση για όλη την ΕΕ μιας κοινής γλώσσας (ή παραπάνω γλωσσών αλλά σε κάθε περίπτωση πολύ περιορισμένου αριθμού). Και η Διαμαντοπούλου επιδιώκει ό,τι εντείνει την ενοποίηση γιατί έχει ταχτεί με τη θέση του ΠΑΣΟΚ για μια Ευρώπη ομοσπονδιακή. Βλέπει το ζήτημα συγχρόνως και από την εθνική σκοπιά που εκπροσωπεί, δηλαδή με όρους εθνικών ανταγωνισμών, και βιάζεται να αποκτήσει η "ελληνική οικονομία" αυτό το "συγκριτικό πλεονέκτημα". Τέλος δεν είναι απαλλαγμένη από δόσεις κοινωνικής ευαισθησίας και θέλει να δώσει περισσότερες "ευκαιρίες" για γλωσσομάθεια σε κομμάτια του πληθυσμού που θα υστερούσαν χωρίς τη βοήθεια του κράτους. Γι’ αυτό προτείνει τα αγγλικά για δεύτερη επίσημη γλώσσα.
Μια τέτοια πρόταση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι μόνο ότι η κατάρρευση του "υπαρκτού" άνοιξε νέες αγορές στα Βαλκάνια, δεν είναι οι από πριν υπαρκτές σχέσεις με τη Μέση Ανατολή, δεν είναι οι έντονες εμπορικές σχέσεις με τη δυτική Ευρώπη. Είναι ακριβώς η παγκοσμιοποίηση και οι περιφερειακές ολοκληρώσεις στις οποία οδηγεί, με πιο προωθημένο παράδειγμα την ΕΕ. Αυτή είναι η διαφορά που το ζήτημα δεν είναι πια οι ξένες γλώσσες αλλά η εκμάθηση της κατ’ εξοχήν γλώσσας της παγκοσμιοποίησης ως βασικό καθήκον του κράτους όπως μέχρι πριν λίγα χρόνια είχε θέσει ως καθήκον του τη δημιουργία κοινής εθνικής γλώσσας είτε αυτή ήταν η καθαρεύουσα είτε η ομογενοποιημένη δημοτική -και το πέτυχε.
Η πρόταση της Διαμαντοπούλου, αν υιοθετηθεί ως κυβερνητική θέση, θα αποτελέσει μια στροφή στη γλωσσική πολιτική. Τα σχολεία δε θα κάνουν και αγγλικά αλλά η γλωσσομάθεια μετατρέπεται σε βασικό εκπαιδευτικό καθήκον του κράτους. Αυτό πρώτα και κύρια σημαίνει δεύτερη επίσημη γλώσσα. Και η αλλαγή αυτή θα έχει συνέπειες για τη γλωσσική στρατηγική της Ελλάδας. Από την υποστήριξη όλων των γλωσσών, όσους ομιλητές και αν έχουν, ως ισότιμες, δηλαδή ως γλώσσες που θα πρέπει να μαθαίνονται εξίσου, θα πέρναγε στην πριμοδότηση της αγγλικής ως διεθνούς γλώσσας και θα περιόριζε την εκμάθηση των μικρότερων γλωσσών σε όσους τις έχουν για μητρικές γλώσσες και σε ενδοευρωπαϊκές πολιτιστικές ανταλλαγές και όχι ως γλώσσες επικοινωνίας μεταξύ πολιτών από διαφορετικά ευρωπαϊκά κράτη. Όσο για τις κλασικές γλώσσες, αυτές αποτελούν μια σχετικά διακριτή περίπτωση αφού δεν προορίζονται για την επικοινωνία αλλά προβάλλονται ως στοιχεία "ευρωπαϊκής ταυτότητας" και για τις "αξίες που φέρουν" (και που υποτίθεται η μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει). Έτσι το κομμάτι αυτό της πολιτικής που προωθεί στην πραγματικότητα μια πανευρωπαϊκή εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση, μια επιστροφή στο φορμαλισμό, δε θα θιχτεί.
Η τύχη της πρότασης Διαμαντοπούλου είναι συνυφασμένη με τις διαδικασίες δημιουργίας ευρωπαϊκού κράτους και ιδιαίτερα με την προοπτική αυτό να έχει ομοσπονδιακή μορφή.
Αριστερά, παγκοσμιοποίηση, γλώσσα.
Απέναντι σε όλα αυτά η αριστερά στην Ελλάδα τι θέση πήρε; Όπως ήδη επισημάνθηκε, πρωτοστάτησε στις καταγγελίες για εθνική προδοσία και βάλθηκε να αποδείξει γιατί αυτή σκέφτεται πιο γνήσια εθνικά από τη δεξιά και τους σοσιαλδημοκράτες. Στην πραγματικότητα αυτή η στάση δεν αποτέλεσε έκπληξη αλλά είναι συνέχεια μιας σαφούς πορείας μετά τη μεταπολίτευση.
Μετά την καθιέρωση της δημοτικής και την κατάργηση του πολυτονικού η αριστερά έχασε κάθε επιθετική αιχμή στα ζητήματα της γλώσσας. Το βασικό της αίτημα επιτεύχθηκε. Η δημοτική καθιερώθηκε η επίσημη γλώσσα του κράτους. Τα αρχαία από το πρωτότυπο, όμως, έμειναν το τελευταίο απόρθητο οχυρό της ουσίας της καθαρεύουσας και του γλωσσικού συντηρητισμού, δηλαδή του ελιτισμού από τη μια, που σημαίνει μιας διάκρισης και γλωσσικής "μορφωμένων"/ "αμόρφωτων", και από την άλλη της απόδειξης της "αδιάρρηκτης συνέχειας του ελληνισμού". Τα αρχαία δεν έπαψαν να διδάσκονται από το πρωτότυπο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Από τη δεκαετία του '80 μάλιστα σημαντικά τμήματα της αριστεράς συνέχισαν να χρησιμοποιούν το πολυτονικό ως ένδειξη "ποιότητας" και άρχισαν να "ανησυχούν" και αυτά για τη "φθορά" της γλώσσας προβάλλοντος μια φανταστική γλωσσική Εδέμ του παρελθόντος και προτείνοντας ως αντίδοτο τους κάθε είδους γλωσσικούς αρχαϊσμούς. Κήρυξαν έτσι μια γλωσσική αντιμεταρρύθμιση προσπαθώντας να περιορίσουν τις κατακτήσεις της δημοτικής και με πραγματικό στόχο την έντονη κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση, και ιδιαίτερα τη νεολαία ( "που μιλάει με 500, 200., κλπ. λέξεις"). Ακολούθησε η υπεράσπιση της γλώσσας της Μακεδονίας και η όλη ρητορική υποχώρησε μόνο στα μέσα της δεκαετίας του '90 με την υποχώρηση της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και την απονομιμοποίηση του συντηρητικού - εθνικιστικού - νεοφιλελεύθερου μπλοκ και τη συνακόλουθη άμβλυνση της πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης. Τα επεισόδιο όμως με τη Διαμαντοπούλου απέδειξε ότι παρόλη την υποχώρηση της ρητορικής για την απειλούμενη ελληνική ένα σώμα γλωσσαμυντορικών θέσεων συνεχίζει να υπάρχει σταθερά αν και σε λανθάνουσα κατάσταση.
Η αριστερά λοιπόν στην πλειοψηφία της υιοθέτησε μία προς μία της γλωσσικές απόψεις της δεξιάς και σταμάτησε να έχει δική της πολιτική για τη γλώσσα. Η στάση της όμως απέναντι στην πρόταση Διαμαντοπούλου, ένα τελείως νέο ζήτημα, δεν εξηγείται μόνο από το αμαρτωλό εθνικιστικό παρελθόν της αν και το προϋποθέτει. Αυτό που κατεξοχήν μας εξηγεί τη στάση κατά τα άλλα αρκετά διαφορετικών ρευμάτων της αριστεράς είναι ότι η ελληνική αριστερά στη συντριπτική της πλειοψηφία δεν έχει απαντήσει επαρκώς στο ζήτημα της παγκοσμιοποίησης και ειδικότερα στις συνέπειες της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης της Ελλάδας. Δεν είναι προφανώς αυτό το θέμα μας εδώ. Αρκεί να σημειώσουμε ότι η αριστερά στην Ελλάδα αντιμετωπίζει την παγκοσμιοποίηση και την ΕΕ από τη σκοπιά της επιστροφής στο έθνος κράτος, ενώ το πραγματικό ζήτημα είναι η παγκοσμιοποίηση των κοινωνικών αγώνων και η προβολή άλλων παγκόσμιων και περιφερειακών πολιτικών λύσεων.
Αυτή η διαφορετική γενική πολιτική τοποθέτηση έχει ουσιαστικές επιπτώσεις για μια ειδικότερη πολιτική, τη γλωσσική πολιτική.
Αγγλικά σε ένα δημόσιο και δωρεάν σχολείο.
Τα είδη της διαφωνίας ή της συμφωνίας που μπορεί να έχει κανείς με την πρόταση Διαμαντοπούλου στην ουσία είναι δύο ειδών: επί της αρχής και σε επιμέρους ζητήματα.
Δε θα διαφωνήσω επί της αρχής. Τα αγγλικά πρέπει να γίνουν δεύτερη επίσημη γλώσσα στην Ελλάδα. Ο πληθυσμός πρέπει να γίνει δίγλωσσος (στην περίπτωση που η πρώτη γλώσσα είναι τα ελληνικά, δεν μπαίνουμε εδώ στο πολυπλοκότερο πρόβλημα μειονοτήτων και μεταναστών). Και αυτό για τους εξής λόγους.
Πρώτα απ' όλα, καμία γλώσσα δεν είναι αιώνιο χαρακτηριστικό του ενός ή του άλλου πληθυσμού. Από γενιά σε γενιά αλλάζει και όντως η ιστορία της δημιουργίας εθνών-κρατών είναι η ιστορία αλλαγών και στη γλωσσική συνείδηση, στις γλωσσικές πρακτικές: από άλλες γλώσσες στην κυρίαρχη εθνική, από τις διαλέκτους στην κοινή. Η μονογλωσσία εξάλλου (και) στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα κρατικής πολιτικής. Στην περίπτωση μάλιστα των προσπαθειών για μετατροπή του δίγλωσσου (ελληνικά - σλαβομακεδονικά) πληθυσμού της Μακεδονίας σε βασικά μονόγλωσσο (ελληνικά) είναι αποτέλεσμα και καταστολής. Από αυτή την ιστορική σκοπιά δεν υπάρχει κάποιος λόγος ένας πληθυσμός που είναι μονόγλωσσος να παραμείνει μονόγλωσσος.
Ισότητα στις γλώσσες δεν υπάρχει αλλά η ισότητα αφορά αποκλειστικά και μόνο τους ανθρώπους. Έτσι στα εθνικά κινήματα π.χ. η εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα αποτελεί συνήθως αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής αυτοδιάθεσης. Δεν μπορούν όμως όλες οι γλώσσες να χρησιμοποιούνται για την διεθνή επικοινωνία ακριβώς λόγω της φύσης αυτής της επικοινωνίας. Με αυτή την έννοια δεν μπορούν να είναι όλες οι γλώσσες ίσες. Το ποιες γλώσσες γίνονται διεθνείς έχει να κάνει με το ποια κράτη είναι ισχυρότερα. Αλλά το πρόβλημα του σημερινού κόσμου δεν είναι ότι ο Μπους μιλάει αγγλικά. Και το ζήτημα δεν είναι να είναι κανείς ιμπεριαλιστής στα ελληνικά και όχι στα αγγλικά και τα ελληνικά δε σε κάνουν καθόλου λιγότερο ιμπεριαλιστή. Αντίθετα αν μεταθέτουμε την αντιπαράθεση στη γλώσσα μετατρέπουμε τα κοινωνικά ζητήματα σε ζητήματα πολιτιστικών συγκρούσεων, σε ζητήματα ταυτότητας, σε ζητήματα εθνικά. Και το εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα είναι λυμένο προ πολλού. Δεν πρέπει να θέλουμε να αντιστρέψουμε λοιπόν την σημερινή εξάπλωση συγκεκριμένων γλωσσών σα διεθνών. Η επικοινωνία δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα για εκατοντάδες εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ανθρώπους με το να μισομαθαίνει ο καθένας ό,τι ξένη γλώσσα του έρθει. Αναγκαστικά χρειάζονται μια, δύο, τρεις διεθνείς γλώσσες. Ο μετασχηματισμός του κόσμου όμως δε γίνεται από μηδενική βάση αλλά δεν μπορεί παρά να παίρνει υπόψη του τις ιστορικά συσσωρευμένες ανθρώπινες ικανότητες. Εκ των πραγμάτων θα βασιστεί στις υπάρχουσες διεθνείς γλώσσες, στις ήδη ανεπτυγμένες γλωσσικές ικανότητες, δηλαδή πρώτα απ’ όλα στα αγγλικά ή π.χ. στη Λατινική Αμερική τα ισπανικά.
Αντίθετα, τη γλώσσα που οι πρόσφατοι άρχοντες του κόσμου φρόντισαν να διαδοθεί θα τη στρέψουμε εναντίον τους. Προϋποθέτω ότι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (πρέπει να) θέλουμε να αντιτάξουμε την παγκοσμιοποίηση των κοινωνικών αγώνων, το διεθνισμό, όχι την επιστροφή στο έθνος - κράτος. Με τα αγγλικά μπορεί να λειτουργήσει μια ενοποιημένη διεθνής κεφαλαιαγορά, μπορεί να λειτουργήσει μια πολυεθνική, μπορεί να διοικηθεί ένας νατοϊκός στρατός. Με τα αγγλικά όμως μπορεί να λειτουργήσει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, ένα ενιαίο ευρωπαϊκό αριστερό κόμμα, να οργανωθεί μια πανευρωπαϊκή απεργία, μια πανευρωπαϊκή διαδήλωση. Στην ίδια γλώσσα μπορεί να εκφραστεί η ευρωπαϊκή αστική τάξη και μπορεί να εκφραστεί και η ευρωπαϊκή εργατική τάξη.
Τέλος, το ότι το κράτος πρέπει να αναλάβει τη συστηματική και γενικευμένη αγγλομάθεια, επιλογή που κωδικοποιείται στην έννοια της δεύτερης επίσημης γλώσσας, είναι αναγκαία προϋπόθεση για όσους δεν πιστεύουν στην μεταφυσική του ιδιώτη και του "καταφερτζή" Έλληνα-Βαλκάνιου. Αν η αγγλομάθεια αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αγγλικά θα μαθαίνουν όσοι έχουν να πληρώσουν τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά σχολεία. Το πραγματικό πρόβλημα που τίθεται στην ελληνική κοινωνία με το σημερινό βαθμό ενσωμάτωσής της στην ΕΕ δεν είναι αν θα μάθουμε αγγλικά ή όχι αλλά πόσο καλά θα τα μάθουμε και αν θα τα μάθουμε στο φροντιστήριο ή στο σχολείο.
Με βάση τα παραπάνω επιχειρήματα η αριστερά στην Ελλάδα πρέπει επί της αρχής να υιοθετήσει την πρόταση Διαμαντοπούλου. Η Διαμαντοπούλου έκανε την πρότασή της κυρίως παρακινημένη από τα προβλήματα που είχε η τάδε πανευρωπαϊκή επιχείρηση που έπρεπε να μεταφράσει τα χαρτιά που εξασφαλίζουν τις πατέντες της σε τόσες γλώσσες ή από τις δυσχέρειες που έχει η 3Ε (Coca Cola Beverages) λειτουργώντας εργοστάσια συγχρόνως στην Ελλάδα και τη Βρετανία. Το ζήτημα όμως είναι άλλο: Είτε θέλουμε να υπηρετήσουμε τον καπιταλισμό είτε να τον ανατρέψουμε τα αγγλικά μας χρειάζονται. Και χρειαζόμαστε καλά αγγλικά για να επικοινωνούμε πραγματικά και χρειαζόμαστε να τα μαθαίνουμε στο δημόσιο σχολείο.
Πέρα από τη συμφωνία επί της αρχής με την πρόταση Διαμαντοπούλου τα επιμέρους αλλά πολύ σημαντικά ζητήματα εκκρεμούν. Και πρώτα απ’ όλα, παρόλο που το σχολείο και το κράτος αναλαμβάνει την αγγλομάθεια, πρέπει να δούμε πώς πρέπει να είναι αυτό το σχολείο για να πετύχει σε αυτό το σκοπό. Όλα τα ζητήματα που θέτει το εκπαιδευτικό κίνημα για μια πραγματική βελτίωση της εκπαίδευσης είναι σχετικά. Ιδιαίτερη βαρύτητα όμως έχει εδώ το ζήτημα της χρηματοδότησης. Πιο απλά: ξένες γλώσσες δε μαθαίνονται με 30 μαθητές ανά τάξη και με δύο ώρες τη βδομάδα. Άρα δε μαθαίνονται χωρίς γενναίες προσλήψεις καθηγητών ξένων γλωσσών. Και αν δε χρηματοδοτηθεί επαρκώς το δημόσιο σχολείο, ο δρόμος για νέα άνθιση των φροντιστηρίων είναι ανοιχτός. Η πολιτική του "κοινωνικού νεοφιλελευθερισμού" που ακολουθεί η σοσιαλδημοκρατία και στα θέματα της εκπαίδευσης δε μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε. Και πάλι όμως το αίτημα πρέπει να είναι όχι η αντίθεση στην καθιέρωση δεύτερης επίσημης γλώσσας αλλά ότι θέλουμε αγγλικά σε ένα σχολείο πραγματικά δημόσιο και πραγματικά δωρεάν. Αυτό είναι το κύριο ζήτημα που πρέπει να θέσει η αριστερά σχετικά με την πρόταση Διαμαντοπούλου.
Τελειώνοντας, ας επισημάνουμε ότι η αριστερά για να ανακτήσει το ρόλο της ως πρωτοπόρα και ριζοσπαστική δύναμη στο χώρο της εκπαίδευσης και της γλώσσας πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι μια νέα γλωσσική μεταρρύθμιση μένει να γίνει. Αυτή η νέα μεταρρύθμιση, πέρα από την καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας, περιλαμβάνει την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο στη μέση εκπαίδευση και την ορθογραφική μεταρρύθμιση, ζητήματα για τα οποία θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Τέτοιες προτάσεις πρέπει να υιοθετηθούν από κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς, αριστερές συνδικαλιστικές παρατάξεις ιδιαίτερα στο χώρο της εκπαίδευσης και φοιτητικές παρατάξεις ιδιαίτερα στις καθηγητικές σχολές.
6.4.02
Μιχάλης Καλαμαράς
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σπάρτακος, τ.64, Απριλ. 02, σσ. 44-7
17 σχόλια:
εξαίρετη η επισήμανσή σου.
Η κύρια "Δήθεν" της ελληνικής πολιτικής σκηνής με την κατάλληλα αυτάρεσκη για αφελείς φωτογραφική πόζα στο εξώφυλλο, δεν μου έδωσε κανένα έναυσμα για ανάγνωση αγαπητέ μου φίλε... άλλωστε δεν απευθύνετε σε κάποιους σαν εμάς.
το πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι "Δήθεν" υπεύθυνοι παίρνονται στα σοβαρά.
Νομίζω ότι τα μέτρα που προωθεί η Γιαννάκου, τα οποία βέβαια δεν σχετίζονται απαραίτητα με την αγγλομάθεια των Ελλήνων (π.χ. το ΔΙΠΑΕ θα έχει μόνο ξένους φοιτητές), δείχνουν ακριβώς ότι η καθιέρωση της αγγλικής ως επίσημης γλώσσας δεν αποτελεί προϋπόθεση για να προχωρήσουν τέτοια θέματα. Από τα κράτη, άλλωστε, της ΕΕ μόνο η -αγγλόφωνη- Ιρλανδία και η Μάλτα έχουν καθιερώσει ως δεύτερη επίσημη γλώσσα τους τα αγγλικά. Στην Ελλάδα, όπως και αλλού, η αγγλομάθεια μπορεί να προαχθεί με ουσιαστικούς και αποτελεσματικούς τρόπους, χωρίς να πρέπει κατ' ανάγκη να γίνουμε βασιλικότεροι του βασιλέως.
@roidis, πράγματι το βιβλίο δεν πολυδιαβάζεται, αλλά ξεφυλλίζεται μια χαρά για να εντοπιστούν τα επίμαχα σημεία...
@hominid, το ΔΙΠΑΕ (Διεθνές Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) πράγματι θα έχει ξένους φοιτητές, αλλά ενθαρρύνει και μια αγγλόφωνη ακαδημαϊκή κοινότητα Ελλήνων ("ένα από τα κριτήρια επιλογής των διδασκόντων είναι και η ευχέρειά τους για διδασκαλία στην αγγλική γλώσσα") και η επιλογή τα μαθήματα να είναι στα αγγλικά είναι μια απόφαση σαφώς στο κλίμα "τα αγγλικά δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας"
Τώρα, για την αγγλομάθεια, εμένα μου αρκεί η διαπίστωση ότι η βασική διαφορά φαίνεται να είναι αν "το κάνουμε χωρίς να το λέμε" και όχι τελικά αν χρειάζεται να προαχθεί ή όχι
Δεν νομιζω οτι ειναι η πρώτη φορά που κατι τέτοιο έρχεται απο 'επισημα' χείλη, πριν απο μερικές δεκαετίες εχουν προηγηθεί τα Γαλλικά και ...
Valentin: Νομίζω ότι το να μάθεις Αγγλικά στο δημόσιο σχολείο α. Δεν είναι ταυτόσημο με αυτό που κοινώς εννοείται ως "επίσημη γλώσσα" β. Είναι εξίσου πιθανό με τον να μάθεις μαθηματικά στο δημόσιο σχολείο - δηλαδή λίγο, και μόνο αν συνδεθεί με τις πανεπιστημιακές εξετάσεις, οπότε και θα έχεις ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των πελατών των φροντιστηρίων. Έχω την αίσθηση ότι η συζήτηση γίνεται ερήμην της εφικτής σχολικής πραγματικότητας στα περισσότερα δημόσια σχολεία της Ελλάδας - αλλά μπορεί να κάνω λάθος.
Από την άλλη, αν είναι να κάνεις Αγγλικά ως "πρωτεύον" μάθημα, θα μπορούσες π.χ. να εισαγάγεις την διδασκαλία κάποιων Βαλκανικών γλωσσών και της Αραβικής, ου μην και της Τουρκικής (που είναι μάλλον χρήσιμες λόγω γειτονίας). Αλλά επιμένω πως δεν είμαι σίγουος αν το σημερινό δημόσιο σχολείο μπορεί να διδάξει γενικά και επαρκώς το οτιδήποτε... Ελπίζω να κάνω λάθος.
Είναι εξίσου πιθανό με το να μάθεις μαθηματικά στο δημόσιο σχολείο - δηλαδή λίγο, και μόνο αν συνδεθεί με τις πανεπιστημιακές εξετάσεις, οπότε και θα έχεις ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των πελατών των φροντιστηρίων.
Κάτι που θα αναβάθμιζε, ίσως, τη διδασκαλία των αγγλικών στην εκπαίδευση θα ήταν η σύνδεσή της με κάποιο/α πιστοποιητικά αγγλομάθειας. Άλλο είναι να παρέχονται "χύμα" στο σχολείο κάποιες αόριστες γνώσεις αγγλικών και άλλο είναι να υπάρχει ένα συγκεκριμένο, πολυετές πρόγραμμα διδασκαλίας που θα οδηγεί στην απόκτηση ενός διπλώματος. Το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας φαίνεται μεν έγκυρο (πληροί τις σχετικές προδιαγραφές του Συμβουλίου της Ευρώπης), αλλά είναι ανεξάρτητο από τα μαθήματα αγγλικών (και άλλων γλωσσών) στο σχολείο. Νομίζω ότι μέχρι να προσανατολιστεί η δημόσια ξενόγλωσση εκπαίδευση προς πιο χειροπιαστούς στόχους, οι μαθητές δεν πρόκειται να συγκινηθούν από τις όποιες επιμέρους μεταρρυθμίσεις. Θα συνεχίσουν να ενδιαφέρονται μόνο για το "προφίσιενσι" και άλλα σχετικά πιστοποιητικά με αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας.
Το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας έχει σίγουρα ενδιαφέρον, γιατί απέδειξε πόσο κερδοσκοπική επιχείρηση είναι οι εξετάσεις του Κέιμπριτζ, του Γαλλικού Ινστιτούτου κλπ.
Πάντως σε σχέση με την εκμάθηση ξένων γλωσσών στο σχολείο η κατάσταση είναι πολύ κακή για συγκεκριμένους λόγους. Τι μάθημα αγγλικών κλπ. να κάνεις σε τάξεις 25+ μαθητών; Ειδικά στο μάθημα ξένης γλώσσας η συμμετοχή του καθένα και η ενασχόληση του δασκάλου με τον καθένα είναι πολύ σημαντική. Και τι μάθημα να γίνει με 3 ώρες τη βδομάδα, που δεν είναι και ώρες δηλαδή;
Πάνω σε αυτό το έδαφος αναπτύσσεται ο τζίρος του μισού δις ευρώ.
Αραγε ποιές ήταν τότε οι αντιδράσεις
των αγγλικών φροντιστηρίων;;
:)
Διαβάζοντας διαγώνια το άρθρο βλέπω ότι κάπου γίνεται αναφορά σε Κλασσικά Λύκεια.
Μήπως, πέρα από την κοινοτυπία ότι στο κλασσικό Λύκειο είναι ο χώρος, που δίνει έμφαση σε Ηρόδοτο, Θουκυδίδιδη, Κικέρωνα κλπ ως εμπνευστές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, θα έπρεπε να σκεφτούμε και αντίστοιχες αναφορές σε Αρίσταρχο, Ευκλείδη, Διόφαντο, Αρχιμήδα και άλλους;
Με λίγα λόγια: στην Αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε μόνο η λογοτεχνία
"Πάντως σε σχέση με την εκμάθηση ξένων γλωσσών στο σχολείο η κατάσταση είναι πολύ κακή για συγκεκριμένους λόγους. Τι μάθημα αγγλικών κλπ. να κάνεις σε τάξεις 25+ μαθητών; Ειδικά στο μάθημα ξένης γλώσσας η συμμετοχή του καθένα και η ενασχόληση του δασκάλου με τον καθένα είναι πολύ σημαντική. Και τι μάθημα να γίνει με 3 ώρες τη βδομάδα, που δεν είναι και ώρες δηλαδή; "
Δίκιο βουνό! Κι όχι μόνο αγγλικών, και μαθηματικών κι άλλων μαθημάτων!
Θεωρώ κατάντια για μία χώρα με μεγάλη γλωσσική ιστορία να υιοθετήσει μία γλώσσα ως δεύτερη επίσημη όταν αυτή δεν είναι η μητρική κανενός από τούς πολίτες της. Στο κάτω κάτω έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά αγγλομάθειας στην Ευρώπη, ας γίνει μια τέτοια πρόταση στη Γαλλία ή στη Γερμανία, όπου δε σού απαντάνε όταν τούς μιλάς αγγλικά, χώρες τις οποίες προφανώς η κυρία και οι συμφωνούντες με αυτήν εκτιμούν πολύ περισσότερο απ' ότι το Ελλαδιστάν και ας δούμε ποιος αντιδρά πιο ακραία και "εθνικιστικά". Κανείς δεν αντιλέγει ότι τα αγγλικά πρέπει να διδάσκονται με καλύτερο τρόπο και στα φροντιστήρια και στα σχόλεια και ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Ούτε εγώ συμμερίζομαι τα καραγκιοζιλίκια περί ανωτερότητας τής ελληνικής γλώσσας, αλλά ούτε και τον γραικυλισμό και ραγιαδισμό ανθρώπων που πιστεύουν ότι όλοι δικαιούνται εθνική υπερηφάνεια πλην των Ελλήνων. Πάνω από όλα μέτρο
Ευχαριστούμε για το σχόλιο.
έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά αγγλομάθειας στην Ευρώπη
Ένα από τα σημεία που επισημαίνω στο ποστ μου είναι ότι αυτό, σύμφωνα με τα ευρωβαρόμετρα, δεν είναι ακριβές. Στην Ελλάδα είμαστε στη μέση της κατάταξης σε ποσοστό αγγλομάθειας.
Επίσης, το να προτείνει κανείς περισσότερα και καλύτερα αγγλικά δε διαφέρει και ιδιαίτερα από την πρόταση της Διαμαντοπούλου, αν την εξετάσεις και δεις συγκεκριμένα τι προτείνει.
όλοι δικαιούνται εθνική υπερηφάνεια πλην των Ελλήνων
Βλέποντας την άνοδο της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη, θα έλεγα ότι και εκεί πάσχουν από overdose εθνικής υπερηφάνειας.
Τώρα δεν είναι το θέμα μου εδώ ποιος είναι πιο εθνικιστής. Σίγουρα (μπορεί να) υπάρχουν και χειρότερα, αλλά υπάρχουν και καλύτερα. Το ζήτημα είναι με τι διαλέγουμε να μοιάσουμε.
Πάντως, έχουμε γράψει στο κείμενό μας Η "εθνική" γλώσσα ως όργανο ρατσισμού - κοινωνικού αποκλεισμού και για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Εδώ, όμως, γράφουμε εκ των πραγμάτων για ελληνόφωνους/Έλληνες, οπότε επιμένουμε στη δική μας καμπούρα.
Στη βάση τού θέματος συμφωνούμε. Απλά το θέμα είναι να μην υπερεστιάζουμε σε ζητήματα που είτε δεν είναι τόσο σημαντικά είτε η ενασχόληση μαζί τους μόνο περισσότερη γκρίνια φέρνει.
Συμφωνώ με όλα όσα γράφεις, με εξαίρεση την αποδοκιμασία επανίδρυσης κλασικών γυμνασίων-λυκείων. Όπως υπάρχουν μουσικά, αθλητικά, εκκλησιαστικά (!), τεχνικά-επαγγελματικά, γιατί να μην υπάρχουν και κλασικά για όσους ενδιαφέρονται για τη μελέτη του πολιτισμού της κλασικής (ρωμαϊκής και ελληνικής) αρχαιότητας;
Δεν είμαι σίγουρος ότι και τα υπόλοιπα εξειδικευμένα λύκεια θα πρέπει να υπάρχουν (το εκκλησιαστικό, ας πούμε). Γενικά η 12χρονη εκπάιδευση πρέπει να είναι πολύ πιο ενιαία.
Τώρα, για τα κλασικά λύκεια ειδικά, το ότι υπάρχουν κάποια άλλα εξειδικευμένα λύκεια δε σημαίνει ότι θα πρέπει κάθε πρόταση και για περισσότερα να είναι δεκτή. Πιστεύω ότι στο σχολείο τα αρχαία από το πρωτότυπο παραδιδάσκονται, οπότε σε κάτι που θεωρώ ήδη υπερβολή, δεν πιστεύω ότι πρέπει να ενισχυθεί κι άλλο.
Εξεραιτικο άρθτο. Κάντε του βρε παιδια μια μεταφραση κειμένου για να δουν και οι ξένοι καποια πραγματα επι των όσων αναφέρονται σε αυτό
Δημοσίευση σχολίου