Τετάρτη, Αυγούστου 20, 2008

Γλωσσολογία και πολιτική ΙΙ: Η μακεδονική

Το σύντομο σημείωμα που ακολουθεί δεν εξαντλεί το θέμα της μακεδονικής γλώσσας, ούτε ασχολείται εξονυχιστικά με την γλωσσολογική ουσία του πράγματος. Αυτό που μας ενδιαφέρει να αναδείξουμε είναι το παράλογο του κυρίαρχου ελληνικού λόγου (τόσο στα ΜΜΕ όσο και στην επίσημη ελληνική θέση) σε σχέση με την μακεδονική γλώσσα της (Πρώην Γιουγκοσλαβικής) Δημοκρατίας της Μακεδονίας.

Γλωσσολογία και πολιτική ΙΙ: Η μακεδονική

Τον τελευταίο καιρό, φαίνεται να έρχεται στο προσκήνιο από την πλευρά της Δημοκρατίας της Μακεδονίας το ζήτημα της μακεδονικής γλώσσας, σε συνδυασμό με το ζήτημα μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Εμείς δεν θα ασχοληθούμε συνολικά με το ζήτημα αυτό (θα επανέλθουμε πιο αναλυτικά), αλλά με την αντίδραση από την ελληνική πλευρά σε σχέση με το θέμα της γλώσσας.

Καταρχήν, είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού τύπου (και των ΜΜΕ γενικότερα) έχει ενσωματώσει τον κυρίαρχο λόγο του ελληνικού κράτους περί «δήθεν μακεδονικής» και «προκλητικής απαίτησης των Σκοπιανών». Αν εξετάσουμε λίγο τα επιχειρήματα που προβάλλονται από όλους τους υποστηρικτές αυτής της θέσης, θα δούμε ότι είναι τελείως ανεδαφικά. Συγκεκριμένα:

α) Σε πρώτο επίπεδο, υπάρχει η γνωστή επωδός ότι δεν μπορούν να αναφέρονται οι γείτονες σε καμία γλώσσα με το όνομα «μακεδονική», γιατί αυτός ο όρος αναφέρεται είτε στην αρχαία μακεδονική (που κατά τη γνώμη τους ταυτίζεται με αρχαία ελληνική διάλεκτο, αλλά βλ. παλιότερο άρθρο μας «Η "Μακεδονική": γλωσσολογία και πολιτική» γι’αυτό το θέμα) είτε σε κάποια μακεδονική διάλεκτο στην Ελλάδα ή, τέλος πάντων, όπως το όνομα «Μακεδονία» είναι ελληνικό έτσι και ο όρος «μακεδονική» πρέπει να αναφέρεται στην Ελλάδα. Όμως, όπως και στην περίπτωση του ονόματος, έτσι και στην περίπτωση της γλώσσας κάτι τέτοιο είναι μάλλον αστείο. Από τη μια, αυτό το όνομα χρησιμοποιούν οι ομιλητές για να προσδιορίσουν τη γλώσσα τους, όνομα που προϋπήρχε και της δημιουργίας του κράτους. Πέρα από αυτό όμως, ένα κράτος που έχει αναγνωριστεί σχεδόν από όλους με το όνομα «Μακεδονία» είναι φυσικό να ονομάζει τη γλώσσα του «μακεδονική», γιατί, όπως είναι προφανές, η γλώσσα μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ ισχυρό εργαλείο δημιουργίας ταυτότητας. Θα ήταν πραγματικά αξιοπερίεργο η επίσημη γλώσσα ενός κράτους να έχει όνομα που να μην παραπέμπει στο κράτος αυτό (υπάρχουν φυσικά παραδείγματα, αλλά έχουν να κάνουν με διαφορετικούς τρόπους δημιουργίας των κρατών, όπως λ.χ. στην Αφρική). Άλλωστε, είναι γνωστό ότι μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τα ανεξάρτητα πια κράτη (π.χ. η Κροατία ή η Σερβία) έχουν επιδοθεί σε μία προσπάθεια διαχωρισμού της γλώσσας τους από αυτήν των γειτονικών κρατών. Ένα ακόμα παράδειγμα αποτελεί η πρώην Τσεχοσλοβακία, όπου τώρα έχουμε δύο γλώσσες, την τσέχικη και την σλοβάκικη, μολονότι φαίνεται να υπάρχει αρκετή επικάλυψη και πιθανότητα αλληλοκατανόησης μεταξύ των ομιλητών των δύο γλωσσών. Όμως, και στην Ελλάδα τι έγινε; Ο όρος «ελληνικά» καθιερώνεται μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, για να συνδέσει το νεοσύστατο κράτος με την αρχαιότητα, κάτι που δεν πετύχαινε βέβαια ο κοινός όρος «ρωμαίικα». Συμπερασματικά, η Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν κάνει τίποτα αξιοπερίεργο χρησιμοποιώντας το όνομα «μακεδονική» για τη γλώσσα των κατοίκων της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διεθνή βιβλιογραφία έχει καθιερωθεί ο όρος «Macedonian» για την γλώσσα της γειτονικής χώρας, αλλά βέβαια στην Ελλάδα υπάρχει ένα είδος δηλωμένης ή και σιωπηλής λογοκρισίας: αναφέρουμε απλά ότι στην ελληνική έκδοση του βιβλίου «Οι Γλώσσες των Κόσμου» (Εκδ. Σαββάλας), ενός πραγματικά πολύ ωραίου εκλαϊκευτικού βιβλίου για τις διάφορες γλώσσες του κόσμου, υπάρχει αναφορά στην «Σλαβική των Σκοπίων», ενώ φυσικά η πρωτότυπη, αγγλική έκδοση έχει τον όρο «Macedonian». Αναρωτιέται κανείς γιατί η «διόρθωση» αυτή γίνεται σιωπηρά...

β) Όμως, πέρα από το καθαρά τυπολογικό κομμάτι, υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα που τίθεται από ελληνικής πλευράς: η «γλώσσα των Σκοπίων» δεν μπορεί να λέγεται μακεδονική, γιατί βασικά είναι μία βουλγαρική διάλεκτος, και ονομάστηκε μακεδονική τεχνητά για να αποφεύγονται οι συσχετισμοί με την Βουλγαρία και τη βουλγαρική γλώσσα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό αυτό που γράφει ο Μπαμπινιώτης σε πρόσφατο άρθρο στο «Βήμα» (03.08.2008), ότι δηλαδή έχει «εκσερβιστεί» τεχνητά. Φυσικά, στην Ελλάδα γνωρίζουμε από τέτοιες τεχνικές, μια και η ελληνική «εξελληνίζεται» συνεχώς τους τελευταίους 2 αιώνες, σε μία συνεχή προσπάθεια να σβηστούν ανεπιθύμητα σημάδια (από την τουρκική, κυρίως, αλλά και από άλλες γλώσσες, όπως η ιταλική ή η γαλλική)! Από την άλλη, δε διακρίνουμε βέβαια την ίδια ετοιμότητα να ονομαστούν και τα πομάκικα βουλγαρικά, παρόλο που είναι πράγματι μια βουλγαρική διάλεκτος. Όμως ακόμα και αν δεχτούμε το σενάριο της στενής συνάφειας της μακεδονικής την βουλγαρική, αυτό σε καμία περίπτωση δεν μας λέει ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο όρος «βουλγαρική» για την ονομασία της γλώσσας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Και η ολλανδική έχει στενή συνάφεια με την γερμανική, αλλά η Ολλανδία δεν έχει επίσημη γλώσσα κάποια «γερμανική», όπως βέβαια ούτε η Δανία και οι υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες. Πολύ απλά, «γλώσσα είναι μία διάλεκτος με στρατό και ναυτικό». Από την στιγμή που μία διάλεκτος έγινε το κύριο όργανο ομιλίας σε μία κρατική οντότητα, ουσιαστικά αποκτάει αμέσως και την προσωνυμία της γλώσσας, της οποίας το όνομα δεν μπορεί να καθοριστεί από την απώτερη καταγωγή της διαλέκτου.

Φυσικά, το όλο θέμα είναι άλλο: πέρα από αυτά τα επιχειρήματα, που δεν στέκουν από καμία πλευρά, το ζήτημα είναι φυσικά οι σλαβόφωνοι στην ελλάδα και το θέμα περί μακεδονικής μειονότητας. Εκεί είναι το πρόβλημα για την ελληνική πλευρά, η οποία έχει καλύψει αυτό το θέμα με ένα πέπλο λογοκρισίας και σιωπής εδώ και χρόνια, γνωρίζοντας ότι δεν την ευνοεί η συζήτηση για τους σλαβόφωνους στην ελληνική επικράτεια, οι οποίοι έχουν δεχτεί διωγμούς και με αφορμή τη γλώσσα τους (οι οποίοι, προσοχή!, μιλούν «ντόπια» ή το πολύ «σλάβικα» γενικώς και αορίστως, σε καμία περίπτωση βουλγαρικά, εκσερβισμένα ή μη). Πάντως, τους ίδιους πληθυσμούς που τώρα προσπαθεί είτε να κρύψει είτε να μειώσει αριθμητικά, στις αρχές του 20ου αιώνα είχε προσπαθήσει να τους προσεταιριστεί και γλωσσικά, θεωρώντας ότι η σλαβική «διάλεκτος» που μιλούσαν έχει περισσότερη συνάφεια με την ελληνική παρά με την βουλγαρική! Και φυσικά, δεν χρειάζεται παρά να δει κανείς επίσημα ελληνικά έγγραφα για να διαπιστώσει ότι στο μεσοπόλεμο μιλούσαμε κανονικά στην Ελλάδα για μακεδονική γλώσσα: είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τριανταφυλλίδης αναρωτιέται τι θα γίνει με την διδασκαλία της ελληνικής στους σλαβόφωνους, που δεν πάει καλά, έχουμε φυσικά την έκδοση του «Αμπεσενταρ», του αλφαβητάριου για τους σλαβόφωνους, ενώ, για να θυμηθούμε και κάτι από την λογοτεχνία, ο Μυριβήλης στη «Ζωή εν τάφω», που τόσο πολύ διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία, μιλάει καθαρά για πληθυσμούς που αισθάνονται Μακεδόνες. Άλλωστε, είναι γνωστή η τρομοκρατία που ασκήθηκε σε αυτούς τους πληθυσμούς μετά τον εμφύλιο (βλ. και το πολύ αξιόλογο βιβλίο: «Η απαγορευμένη γλώσσα» του Τάσου Κωστόπουλου).

Στην αντιπαράθεση με τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, που και αυτή βέβαια κάθε άλλο παρά στερείται εθνικιστικής ρητορείας, η ελληνική πλευρά απαντάει με τη γνωστή τακτική της αποσιώπησης της αλήθειας, της παραπληροφόρησης, της εθνικιστικής υστερίας. Η μακεδονική είναι φυσικά η γλώσσα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, κάτι που δεν αποτελεί ούτε κορύφωση των «προκλήσεων», ούτε επιθετική ενέργεια: είναι απλά ένα ακόμα κομμάτι στη συνεχιζόμενη προσπάθεια της χώρας να αποτελέσει εθνικό κράτος. Όσο για τον εθνικισμό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αξίζει ίσως μία επισήμανση: ναι μεν υποδέχτηκαν ως απόγονους του Αλέξανδρου την πακιστανική φυλή των Χούσνα, αλλά ποιος «ανακάλυψε» πρώτος τους απόγονους του Αλέξανδρου στο Αφγανιστάν, τους Καλάς; Πάντως όχι οι Μακεδόνες εθνικιστές.

«ανορθογραφίες»

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τετάρτη, Ιουλίου 16, 2008

Καθιέρωσε η Νέα Δημοκρατία το μονοτονικό;

Αυτό "υποστήριξαν" στη Βουλή Βελόπουλος και Παναγιωτόπουλος

Πότε καθιερώθηκε αλήθεια το μονοτονικό στην Ελλάδα; Πότε άρχισαν να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο μόνο στο λύκειο; Αν δε ξέρετε πότε ακριβώς, μήπως θυμάστε ποιες κυβερνήσεις πήραν αυτές τις νομοθετικές πρωτοβουλίες;

Πολλοί και πολλές που διαβάζουν αυτό το ποστ είναι πιθανόν να μην ξέρουν ή να μη θυμούνται. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι περίεργο ή ανησυχητικό για όποιον δεν έχει ασχοληθεί συγκεκριμένα με την ιστορία του γλωσσικού ζητήματος στη Ελλάδα ή για κάποιον που δε φιλοδοξεί να μιλήσει, επίσημα και δημόσια, ακριβώς για αυτά τα θέματα.

Στη συνεδρίαση, όμως, της 15ης Ιουλίου 2008 στη Βουλή των Ελλήνων, στη διάρκεια της συζήτησης για νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας με διατάξεις για γλωσσικά θέματα, οι κύριοι Πάνος Παναγιωτόπουλος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, και Κυριάκος Βελόπουλος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΛΑΟΣ, ήθελαν να μας μιλήσουν ακριβώς για αυτά τα ζητήματα, για το πολυτονικό και τα αρχαία στο σχολείο, και να μας εξηγήσουν γιατί όλες οι βασικές επιλογές γλωσσικής πολιτικής των κυβερνήσεων μετά τη Μεταπολίτευση είναι εντελώς λανθασμένες.

Ας δούμε τα τρυφερά όσο και παραληρηματικά λόγια που αντάλλαξαν οι δύο αυτοί συναγωνιστές από τα επίσημα πρακτικά της Βουλής κατά τη συζήτηση για το νομοσχέδιο «Θέματα προσωπικού Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και άλλες διατάξεις»:


ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: [...] Είδαμε, λοιπόν, το εκπαιδευτικό συνδικαλιστικό κίνημα να ασχολείται με όλα τα θέματα, πλην εκείνου της πραγματικής ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.

Πότε είδαμε, κύριε Υπουργέ, τους περίφημους συνδικαλιστές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο χώρο της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων να αγωνιούν για την υποβάθμιση της εκμάθησης της γλώσσας στην Ελλάδα; Διαχειριζόμαστε ως έθνος των Ελλήνων μία γλώσσα που αποτελεί τη βάση του παγκόσμιου γλωσσικού πολιτισμού. Είναι ή δεν είναι έτσι; Η ελληνική γλώσσα αποτελεί τη βάση της παγκόσμιας γλωσσικής παιδείας. Δείξτε μου μια επίσημη πρωτοβουλία των συνδικαλιστικών οργάνων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που έχουν πλειοψηφία μέσα στα πλαίσια του συνδικαλισμού που ασκείται στο χώρο και των τριών εκπαιδευτικών βαθμίδων, που κατέτεινε στο να προβάλλει τη γλωσσική αμάθεια και ημιμάθεια που δημιουργείται μέσα στο χώρο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Πότε;
Πού είναι η αγωνία τους για την ελληνική ταυτότητα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης; Πού είναι η αγωνία τους για τη δραστική υποβάθμιση των δημοσίων σχολείων σε αυτήν την εικοσαετία που το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ασκούσε τη διακυβέρνηση του τόπου;

Τι είχαμε, λοιπόν; Είχαμε μια εκπαίδευση που από μέρα σε μέρα γνώριζε δραστική υποβάθμιση σε όλα τα επίπεδα. Γλωσσική εκπαίδευση; Ημιμάθεια και αμάθεια. Εκπαίδευση στο χώρο των κλασικών σπουδών; Ημιμάθεια και αμάθεια. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Διδασκαλία της ιστορίας; Προβληματική. Πρόσβαση στις νέες γνώσεις και στις νέες τεχνολογίες; Βήμα σημειωτόν ή στην χειρότερη περίπτωση δύο βήματα μπροστά, τρία βήματα πίσω.

[...]

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ : Κύριε Παναγιωτόπουλε, ήθελα να σας χειροκροτήσω και εγώ, πιστέψτε με. Ο λόγος σας ήταν εκπληκτικός. Αφού μπερδεύτηκα, νόμιζα ότι μιλούσε εκπρόσωπος του ΛΑ.Ο.Σ.

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Μήπως είστε εσείς Νεοδημοκράτης δεν ξέρω.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, εμείς είμαστε δεξιοί. Εσείς είστε κεντροδεξιοί. Αλλά θα σας πω και το εξής, για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, γιατί η μνήμη σας είναι πλημμελής.

Κατηγορείτε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. για τις επιλογές στο χώρο της παιδείας από το 1981 και μετά. Θα σας υπενθυμίσω κάτι για τη γλώσσα, κύριε Παναγιωτόπουλε.

Το 1978 επί Ράλλη σε ένα βράδυ επιβάλλατε [sic!] φασιστικά, αν θέλετε, στις 12.30’ το βράδυ, το μονοτονικό. Από εκεί ξεκίνησε το έγκλημα της γλώσσας.

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Λάθος μας. Το λέω εγώ.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Χαίρομαι που το παραδέχεστε. Είναι μεγάλη τιμή σε έναν πολιτικό άνδρα να παραδέχεται τα λάθη.

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ήταν επιπόλαιη γλωσσική μεταρρύθμιση του ’80 και την πλήρωσε ο ελληνικός λαός.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Θα σας πω και το εξής. Εκείνο το βράδυ έγινε και η μείωση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών. Η λεξιπενία, αν θέλετε…

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Και το λέω με πλήρη γνώση της ευθύνης.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Χαίρομαι γι’ αυτό.

Και το βιβλίο της Στ’ Δημοτικού με αγώνα που κάναμε εμείς προεκλογικά, αναγκαστήκατε να το αποσύρετε μετεκλογικά.

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο κ. Στυλιανίδης το απέσυρε.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Βέβαια και προς τιμήν του. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Άργησε βέβαια, αλλά το έκανε. Κι αυτό είναι καλό. Απλά θέλω να πω ότι όταν πλημμελώς αναφέρεσαι στην ιστορία, στον πολιτισμό, στη γλώσσα και έχεις μνήμη επιλεκτική, δεν μπορώ να σας χειροκροτήσω. Θα ήθελα ειλικρινά να σας χειροκροτήσω αν μου λέγατε για το 1977, για το 1978, για το 1979. Αλλά εσείς σταματάτε συμπτωματικά στο 1981.

Εντάξει, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έκανε λάθη. Εσείς δεν κάνατε λάθη προγενέστερα; Γιατί ο μίτος της Αριάδνης ξεκινάει από κάποια σημεία. Ξεκινάει από τη δεκαετία του ’70.
[...]


Υπάρχουν πολλά ωραία πράγματα που λέγονται σε αυτή τη συζήτηση πέρα από το απόσπασμα που μόλις παραθέσαμε. Ειδικά ο Παναγιωτόπουλος καταλαμβάνεται από τον -συνήθη- ρητορικό του οίστρο και φτάνει να αναπολήσει "την εποχή που υπήρχε ο επιθεωρητής και έμπαινε στην τάξη". Μένοντας όμως στο παραπάνω απόσπασμα βλέπουμε τον Παναγιωτόπουλο, σε ένα χαρακτηριστικό δείγμα εθνικού λόγου για τη γλώσσα εμπνευσμένου από το γερμανικό ρομαντισμό, να μας βεβαιώνει ότι "η ελληνική γλώσσα αποτελεί τη βάση της παγκόσμιας γλωσσικής παιδείας", ενώ πιστεύει ότι στην εκπαίδευση επικρατεί γλωσσική ημιμάθεια και αμάθεια. Ξεσπαθώνει ακόμη που το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών προτίμησε, αντί για τις γλωσσικές απόψεις Παναγιωτόπουλου, τις γλωσσικές απόψεις του Τριανταφυλλίδη, του Δελμούζου, του Γληνού και του Κριαρά. Ο Βελόπουλος συμφωνεί και επαυξάνει και διεκτραγωδεί τις συμφορές που έφερε η καθιέρωση του μονοτονικού και ο περιορισμός της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο. Στις διαπιστώσεις αυτές συμφωνεί και ο Παναγιωτόπουλος και στιγμές αβροφροσύνης εκτυλίσσονται ανάμεσα στους εκπροσώπους των δύο κομμάτων.

Ως εδώ το πράγμα δεν προκαλεί καμία εντύπωση. Από τη μια, έχουμε δείγματα κλασικών νεοκαθαρεουσιάνικων απόψεων για τη γλώσσα, όπως κυκλοφορούν ευρύτατα, που τις υποστηρίζουν εδώ δύο εκπρόσωποι της δεξιάς και της ακροδεξιάς (μη ρωτάτε ποιος εκπροσωπεί ποιον χώρο, και οι ίδιοι μπερδεύτηκαν). Από την άλλη, δύο πολιτικοί, ο ένας από το χώρο της ΝΔ, και μάλιστα του κλίματος της λαϊκής δεξιάς, και ο άλλος από το ΛΑΟΣ συμφωνούν. Καθημερινές στιγμές στην ελληνική πολιτική ζωή.

Εκεί που το πράγμα αρχίζει να γίνεται κάπως περίεργο είναι όταν ο Βελόπουλος "θυμίζει" στον Παναγιωτόπουλο τις γλωσσικές "αμαρτίες" της ΝΔ, συγκεκριμένα ότι ο Ράλλης επέβαλε "φασιστικά" το μονοτονικό το 1978. Ένα θέμα είναι βέβαια η άνεση με την οποία βαφτίζει ο Βελόπουλος φασιστικό ό,τι απλά δε του αρέσει εκείνου, πέρα από τις θέσεις του ΛΑΟΣ που απαγορεύεται να τις πούμε φασιστικές. Το σημαντικότερο όμως εδώ είναι ότι το μονοτονικό δεν ψηφίστηκε ("επιβλήθηκε φασιστικά") το 1978 με τη Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση, αλλά το 1982 με κυβέρνηση το -"επάρατο", "λαϊκιστικό"- ΠΑΣΟΚ. Στην ψηφοφορία αυτή μάλιστα η Νέα Δημοκρατία είχε αποχωρήσει, με τον Μητσοτάκη να χειρίζεται την υπόθεση ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος. Το ΚΚΕ είχε υπερψηφίσει τη διάταξη, ενώ άλλο κόμμα δεν εκπροσωπούνταν στη Βουλή.

Παρ' όλα αυτά, ο Παναγιωτόπουλος όχι μόνο δεν επισημαίνει το -καραμπινάτο- λάθος του Βελόπουλου, αλλά προχωράει και "παραδέχεται" ότι ήταν λάθος και επιπολαιότητα της Νέας Δημοκρατίας!

Για να εμπεδωθεί η αίσθηση ότι οι Βελόπουλος και Παναγιωτόπουλος δεν έχουν ιδέα από την ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, ο εκπρόσωπος του ΛΑΟΣ συνεχίζει και υποστηρίζει ότι "εκείνο το βράδυ [που ψηφίστηκε το μονοτονικό, το 1978 υποτίθεται] έγινε και η μείωση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών". Ο περιορισμός της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο έγινε βέβαια το 1976, όταν καθιερώθηκε και η δημοτική. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά, ήταν όντως ο Ράλλης υπουργός Παιδείας και η ΝΔ στην κυβέρνηση. Ο Βελόπουλος τελειώνει την αναφορά του στο ζήτημα του μονοτονικού και των αρχαίων μιλώντας και πάλι για λάθη της ΝΔ προγενέστερα του 1981, για να μας επιβεβαιώσει ότι τα όσα είπε δεν είναι καμιά παραδρομή του λόγου. Εξάλλου, δε μιλάμε για μια δευτερεύουσα, απλή αναφορά στα δύο γεγονότα από τους δύο πολιτικούς στο πλαίσιο ενός ευρύτερου λόγου, αλλά είναι ακριβώς αυτά τα δύο σημεία στα οποία ο Βελόπουλος θεωρεί ότι το ΛΑΟΣ, ως κόμμα, πρέπει να ασκήσει κριτική πάνω στη γλωσσική πολιτική της ΝΔ, αλλά και ο Παναγιωτόπουλος διαφοροποιούμενος, υποτίθεται, από την επίσημη άποψη της ΝΔ και κάνοντας, πάντα υποτίθεται, κριτική στην ιστορία της να φανεί ο μεγάλος πολιτικός άντρας που δέχεται τα λάθη της παράταξής του. Στη διάρκεια όλου αυτού του διαλόγου, ούτε οι ίδιοι αμφιβάλλουν ή διστάζουν έστω για μια στιγμή για όσα λένε, αλλά ούτε και κανείς από τους άλλους παρευρισκόμενους παρεμβαίνει για να τους διορθώσει.

Δύο από τους πιο μανιασμένους "προστάτες" της γλώσσας μας, μιλώντας επίσημα και δημόσια, αποδεικνύεται όχι ότι δε θυμούνται "ακριβώς" κάποιες χρονολογίες, αλλά ότι είναι παντελώς άσχετοι με το γλωσσικό ζήτημα και την πολύ πρόσφατη ιστορία του, όσα συνέβησαν όταν αυτοί ήταν νέοι. Και όμως εμφανίζονται να τοποθετούνται κατηγορηματικά για ζητήματα που αφορούν τη γλώσσα και τι πρέπει να γίνει για αυτήν, απαξιώνοντας όλη τη γλωσσολογική και παιδαγωγική έρευνα για αυτά τα ζητήματα τα τελευταία εκατό τουλάχιστον χρόνια. Φαντάζομαι ότι, αφού έχουν τόσο ξεκάθαρη εικόνα για την πρόσφατη ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, εύκολα και αξιόπιστα θα μπορούσαν να εξηγήσουν με βάση τις γνώσεις τους και την εικόνα που έχουν για την ελληνική γλώσσα, την ιστορία της και τη γλώσσα γενικά γιατί το πολυτονικό είναι προτιμότερο από το μονοτονικό και τα αρχαία ελληνικά προϋπόθεση για να ξέρει κανείς πολύ καλά νέα ελληνικά, θα μπορούσαν με την ίδια ακρίβεια και αυτή τη χαρακτηριστική τους επιμονή ακόμη και στη λεπτομέρεια να μας τεκμηριώσουν ότι οι σημερινοί ομιλητές της ελληνικής "πάσχουν από λεξιπενία".

Ο Βελόπουλος έχει προχωρήσει μάλιστα και παραπέρα. Προωθεί μέσα από τις εκπομπές του την ιδέα Τσέγκου ότι τα αρχαία ελληνικά, όχι μόνο σε βοηθούν να χρησιμοποιείς "σωστότερα" τα νέα ελληνικά, αλλά απαλλάσσουν τα παιδιά από τη δυσλεξία, τα κάνουν "εξυπνότερα" και ποιος ξέρει τι άλλο. Πουλάει, όπως είναι λογικό, και τα σχετικά βιβλία. Το ότι βέβαια γλωσσολόγοι και ψυχίατροι έχουν καταρρίψει τις θεωρίες Τσέγκου και ότι ο ίδιος ο Τσέγκος έχει αναγκαστεί υπό το βάρος της κριτικής να αναιρέσει το ίδιο του το βιβλίο δια απλής επιστολής σε εφημερίδα δε φαίνεται να έχει προβληματίσει τον Βελόπουλο. Του αρκεί που τις απόψεις Τσέγκου συμμεριζόταν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Με παρόμοια εγκυρότητα αμφισβητεί ο Βελόπουλος ότι υπήρξαν Ινδοευρωπαίοι -αφού οι Έλληνες είναι ανάδελφοι και αυτόχθονες ή και απόγονοι των Έψιλον, αρνείται τη φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου -αφού η φοινικική ήταν σημιτική γλώσσα- και μας βεβαιώνει ότι ο Κίσινγκερ είπε ότι πρέπει να πληγεί η ελληνική γλώσσα. Υποθέτουμε πάντως ότι, για να μας προτείνει το φάρμακο των αρχαίων για τη δυσλεξία με την ίδια βεβαιότητα με την οποία κατακεραυνώνει τη ΝΔ για την "φασιστική επιβολή" του μονοτονικού, οι γνώσεις Βελόπουλου για την αναπτυξιακή ψυχολογία, την ψυχιατρική, την παιδαγωγική και τη γλωσσολογία θα συναγωνίζονται τις γνώσεις Βελόπουλου-Παναγιωτόπουλου για την πρόσφατη ιστορία του γλωσσικού ζητήματος.

Πάνος Παναγιωτόπουλος και Κυριάκος Βελόπουλος, δύο έγκυροι και αξιόπιστοι σχεδιαστές γλωσσικής πολιτικής.

Μιχάλης Καλαμαράς
17.7.08

Ενδεικτική τεκμηρίωση:
* Αλέξης Δημαράς, Βάσω Βασιλού-Παπαγεωργίου, Από το κοντύλι στον υπολογιστή, 1830-2000: Εκατόν εβδομήντα χρόνια ελληνική εκπαίδευση με λόγια και εικόνες, Αθήνα 2008, Μεταίχμιο.
* Νίκος Σαραντάκος, Η δράκα των επίορκων βουλευτών και άλλα πνευματώδη ψέματα.
* Νικ. Δ. Βαρμάζης, Η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία ως πρόβλημα της νεοελληνικής εκπαίδευσης, Θεσσαλονίκη 1992, Αφοί Κυριακίδη.
* Σπύρος Παπασπύρου, "Γλωσσική πολιτική στην Ελλάδα με αφετηρία τη γλωσσική μεταρρύθμιση. 1976-2000." στο: Γεώργιος Ι. Σπανός & Ευαγγελία Φρυδάκη, Γλώσσα και Λογοτεχνία στην Εκπαίδευση, Αθήνα 2001, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, σσ. 317-373.

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τρίτη, Μαρτίου 04, 2008

Ορθογραφία και ορθωγραφεία

Έπειτα από αρκετό καιρό, δημοσιεύουμε ένα νέο ανορθόγραφο κείμενο, συμπτωματικά με την πρόσφατη κυκλοφορία του ορθογραφικού λεξικού του "εθνικού" μας γλωσσολόγου...


‘Ορθοπαιδικός ή Ορθοπεδικός; Μήνυμα ή μύνημα; Εταιρεία ή εταιρία; Ταξείδι ή ταξίδι; Τρένο ή τραίνο;’ Αυτά είναι μόνο μερικά από τα διλήμματα που απασχολούν τους περισσότερους χρήστες της Ελληνικής, κατεξοχήν κατά τη διάρκεια της σχολικής τους εκπαίδευσης, όπου ενδεχόμενο λάθος κοστίζει κυριολεκτικά σε βαθμούς, αλλά και αργότερα, όπου ενδεχόμενο λάθος θεωρείται ένδειξη χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Η ορθογραφία αποτελεί ένα αγαπημένο θέμα των δασκάλων (και, αντίστοιχα, ένα αγκάθι για την πλειονότητα των μαθητών), ενώ παράλληλα αποτελεί και αγαπημένο θέμα συζητήσεων και αναζητήσεων για πολλούς που ασχολούνται με γλωσσικά ζητήματα από διάφορες σκοπιές, είτε ως μέρος της εργασίας τους είτε απλά ως χόμπυ. Τελευταία μάλιστα φαίνεται να μεγαλώνει το ενδιαφέρον για την ορθογραφία, με την έκδοση ‘ορθογραφικού’ λεξικού (!). Ξεκινώντας από την βασική σχέση γλώσσας και γραφής, θα διερευνήσουμε τη σημασία της ορθογραφίας από γλωσσική και κοινωνική άποψη, για να δικαιολογήσουμε και το όνομά μας («ανορθογραφίες»).

Α. Γλώσσα και γραφή

Σε αντίθεση με την (προφορική) γλωσσική ικανότητα, που φυσιολογικά αναπτύσσεται σε κάθε άνθρωπο, η γραφή αποτελεί επίκτητη ικανότητα, η οποία χρειάζεται μάθηση και άσκηση για να επιτευχθεί. Για τον λόγο αυτό, η γλώσσα είναι καταρχήν η προφορική γλώσσα, κοινή σε όλους τους ανθρώπους που ανήκουν σε μια γλωσσική κοινότητα. Η γραφή, από την άλλη, αποτελεί ένα αυθαίρετο σύστημα καταγραφής των ήχων από τους οποίους αποτελείται η γλώσσα (αυτό αποτελεί και ένα από τα βασικά γλωσσολογικά επιχειρήματα για την προτεραιότητα του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου από την άποψη της γλωσσολογικής έρευνας, αν και δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ σ’αυτό το θέμα).

Η γραφή, επομένως, αποτελεί ένα τρόπο καταγραφής της κατεξοχήν γλώσσας, της προφορικής. Αυτή η καταγραφή μπορεί να πάρει πολλές διαφορετικές μορφές, φυσικά και για την ίδια γλώσσα: η Γραμμική Β, ένα σύστημα όπου κάθε σύμβολο είχε την αξία μίας συλλαβής (αφήνοντας κατά μέρος διάφορες εξαιρέσεις που δεν έχουν ακόμα αποκρυπτογραφηθεί), θεωρείται ότι καταγράφει μία μορφή ελληνικής γλώσσας ή διαλέκτου. Το ίδιο συμβαίνει και με την αλφαβητική γραφή της Ελληνικής που είναι σε όλους μας οικεία, όπου κάθε σύμβολο έχει την αξία ενός φθόγγου της γλώσσας (πιο σωστά, ενός φωνήματος, ενός φθόγγου με διαφοροποιητική αξία, κατά την δομιστική παράδοση της γλωσσολογίας). Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην προσαρμογή του φοινικικού αλφαβήτου που επιχείρησαν οι αρχαίοι Έλληνες, πρώτον, πρόσθεσαν τα φωνήεντα, ενώ το σημιτικό σύστημα δεν δήλωνε τα φωνήεντα της γλώσσας (όπως ακόμα και σήμερα δεν τα δηλώνει η Αραβική και η Εβραϊκή), ενώ υπήρχε και ποικιλία στο ελληνικό αλφάβητο ανάλογα με την περιοχή (π.χ. ως προς την ίδια την ύπαρξη και το σχήμα κάποιων γραμμάτων κλπ.). Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο ο τρόπος που γράφουμε είναι αυτός που είναι σήμερα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι διαφορετικός, όπως το αποδεικνύουν και οι περιπτώσεις των γλωσσών που χρησιμοποιούν άλλα συστήματα, μη αλφαβητικά (π.χ. Κινεζική). Με αυτή την έννοια, η γραφή είναι αυθαίρετη.

Β. Πώς δημιουργείται η έννοια της ορθογραφίας

Σε ένα αλφαβητικό σύστημα, όπως αυτό της ελληνικής, η καλύτερη δυνατή αντιπροσώπευση θα απαιτούσε, προφανώς, η γραφή να ανταποκρίνεται στην ομιλία με σχέση 1:1, δηλαδή κάθε γράμμα να συμβολίζει και έναν διαφορετικό φθόγγο και το αντίστροφο, κάθε φθόγγος να συμβολίζεται με διαφορετικό γράμμα. Αυτή η λεγόμενη «φωνητική» γραφή θα βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στην γλώσσα, αποτελώντας πιστή καταγραφή της ομιλίας.

Δύο είναι οι κύριοι παράγοντες που δεν ευνοούν αυτού του τύπου την γραφή. Ο πρώτος είναι η γλωσσική αλλαγή: ως γνωστόν, όλες οι γλώσσες αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου (ή καλύτερα, οι ομιλητές διαμορφώνουν συνέχεια τη γλώσσα τους, με αποτέλεσμα αυτή να διαφοροποιείται). Κατά συνέπεια, η προφορά ορισμένων φθόγγων / λέξεων / φράσεων διαφοροποιείται, άλλοτε με ταχείς και άλλοτε με πιο αργούς ρυθμούς. Από την άλλη πλευρά, η γραφή, και καλύτερα αυτοί που κατέχουν αυτή την ικανότητα, έχουν την τάση να αντιστέκονται σε αλλαγές, μια και χρειάζεται άσκηση και μάθηση για την απόκτησή της, και έτσι δεν προσφέρεται για συνεχείς τροποποιήσεις.

Πέρα από τους δύο αυτούς παράγοντες, η έννοια της ορθογραφίας δημιουργείται παράλληλα με την προτυποποίηση ενός τρόπου γραφής μίας γλώσσας, δηλαδή με την καθιέρωση μιας γραπτής μορφής ως προτύπου. Αυτό συμβαίνει με την υιοθέτηση της έννοιας της γραπτής «παράδοσης», η οποία θεωρείται ισχυρότερη και σπουδαιότερη από την εκάστοτε ομιλία. Έτσι, η γραφή ουσιαστικά παύει να έχει ως στόχο την καταγραφή της τρέχουσας μορφής γλώσσας, αλλά στοχεύει στην διατήρηση μίας μορφής που θεωρείται σπουδαία, ισχυρή, καλύτερη για διάφορους κοινωνικούς λόγους. Δεν υπάρχει πια ο στόχος της 1:1 σχέσης, μια και αυτό θεωρείται δευτερεύον σε σχέση με την «σωστή» γραφή, η οποία αντλεί την ορθότητά της από το κοινωνικό γόητρο της γλώσσας την οποία διασώζει. Αυτό φυσικά προϋποθέτει συνειδητές αντιλήψεις για τη γλώσσα και τη γλωσσική και γραπτή παράδοση, που μόνο σε ένα πλαίσιο κάποιας συστηματοποίησης (όχι βέβαια διεύρυνσης) της εκπαίδευσης μπορεί να προκύψει. Καθώς λοιπόν η γλώσσα αλλάζει, χωρίς όμως να την ακολουθεί και ο τρόπος καταγραφής, οδηγούμαστε στην λεγόμενη «ιστορική» ορθογραφία, δηλαδή σε ένα τρόπο γραφής που δεν ανταποκρίνεται στην παρούσα κατάσταση, αλλά διασώζει τον τρόπο γραφής προγενέστερων μορφών της γλώσσας. Και φυσικά, η ιστορική ορθογραφία συνδέεται άμεσα με υποτιμητικές αντιλήψεις για την τρέχουσα μορφή της γλώσσας, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα υπήρχε κάποιος ουσιώδης λόγος διατήρησης της παλιάς γραφής, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες (ενιαίο έθνος και γλώσσα, επομένως και απαράλλακτος τρόπος γραφής, που έρχεται με τη σειρά του σε ένα κυκλικό σχήμα να αποδείξει αυτή την ενότητα, ενώ για χάρη αυτής διατηρείται). Όλα αυτά γίνονται εύκολα κατανοητά μέσα από το παράδειγμα της Ελληνικής, που είναι οικείο σε όλους μας.

Γ. Η περίπτωση της Ελληνικής

Τα πρώτα ελληνικά αλφάβητα δημιουργήθηκαν με στόχο να αποτυπώσουν ακριβώς τους φθόγγους της αρχαίας ελληνικής (όσο πιο πιστά είναι δυνατόν), επομένως θα έλεγε κανείς ότι εντάσσονταν σε μία προσπάθεια φωνητικής γραφής της γλώσσας. Όπως είναι πολύ γνωστό, τα πρώτα συστήματα αλφαβητικής γραφής της ελληνικής περιείχαν μόνο κεφαλαία γράμματα και καθόλου τονικά σημάδια. Στην πορεία, τα αλφάβητα αυτά διαφοροποιήθηκαν σε κάποιο βαθμό, χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε πόσο ανταποκρίνονταν στην ομιλία της εποχής τους από ένα σημείο και μετά.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ζήτημα «ορθογραφίας» ουσιαστικά δημιουργείται στην ελληνιστική εποχή, με την παράλληλη ανάδειξη των πρώτων φιλολογικών κέντρων και την επικράτηση του λεγόμενου «Αττικισμού» στα μορφωμένα στρώματα. Ενώ δηλαδή διάφορες γλωσσικές (φωνολογικές δηλαδή) μεταβολές είχαν οδηγήσει σε προφορά διαφορετική πολλές λέξεις της ελληνικής, η ανάδειξη της Αττικής σε πρότυπο (παιδευτικό, όχι μόνο γλωσσικό) από τους διάφορους «φιλολόγους» και λογίους της εποχής οδήγησε στη διατήρηση της ίδιας γραφής των λέξεων, δημιουργώντας έτσι ένα χάσμα ανάμεσα στη προφορά και την γραφή των λέξεων. Αυτό μας είναι γνωστό χάρη στην ανακάλυψη των παπύρων (και των διαφόρων επιγραφών, βέβαια), που μαρτυρούν πάρα πολύ διαφορετικές γραφές πολλών λέξεων, φανερώνοντας έτσι τη διαφορετική τους προφορά σε σχέση με την Αττική του 5ου αιώνα π.Χ. Επιπλέον, οι ίδιοι φιλολογικοί κύκλοι επινόησαν και τα τονικά σημάδια, τα οποία δηλώνουν ουσιαστικά την προφορά των λέξεων στην Αττική, μια και στην ελληνιστική εποχή αυτή είχε διαφοροποιηθεί.

Η έννοια του ορθογραφικού λάθους είναι, επομένως, δημιούργημα της ελληνιστικής εποχής. Οι πάπυροι περιέχουν αμέτρητα παραδείγματα ορθογραφικών λαθών, αφού μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν ήταν πολύ εξοικειωμένο με την Αττική διάλεκτο του 5ου αι., και έτσι έγραφε με βάση την τρέχουσα προφορά των λέξεων. Κατ’αυτή την έννοια, και όλα τα λεγόμενα «ορθογραφικά» λάθη απλά αποτυπώνουν την εξέλιξη της προφοράς των λέξεων.

Στην ελληνιστική εποχή έχει τις ρίζες της και ο παραλογισμός των κατοπινών αιώνων: οι λέξεις γράφονταν σύμφωνα με τα πρότυπα της Αρχαίας του 5ου αιώνα, με την προσθήκη όμως των τονικών σημαδιών που αρχικά προστέθηκαν για να δείξουν την προφορά εκείνων των λέξεων! Φυσικά, όπως αναφέρθηκε, αυτή η εξέλιξη και η επικράτηση της λεγόμενης «διγλωσσίας», μιας λόγιας και μίας δημώδους παράδοσης στην Ελληνική, σχετίζεται άμεσα με την ανάδειξη ήδη από την ελληνιστική εποχή της αρχαίας Ελλάδας ως αξεπέραστο πρότυπο προς μίμηση σε όλα τα επίπεδα, επομένως και στη γλώσσα. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση της «ορθογραφίας» και της εμμονής σε γραπτές μορφές του παρελθόντος δεν είναι αυτονόητη εξέλιξη σε κάθε γλώσσα, αλλά είναι απόρροια ιδεολογικών επιλογών.

Αυτό φαίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα στην επόμενη, Μεσαιωνική περίοδο της ελληνικής. Τότε εμφανίζονται και τα πρώτα εκτεταμένα κείμενα στη λεγόμενη δημώδη, τα οποία μας σώζονται σε διάφορα χειρόγραφα. Η «ορθογραφία» αυτών των χειρογράφων έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και αναζητήσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι συστηματική, όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά ενέχει τεράστια ποικιλία: ένα ρήμα όπως το «ήθελα» μπορούσε να γράφεται «ύθελα, ίθελα, ίθαιλα, είθελα, ήθελα κ.ά». Ο μόνος κανόνας που φαίνεται να ισχύει είναι: μπορείς να γράψεις τις λέξεις με όποια γράμματα θέλεις, αρκεί να συμβολίζουν τον κατάλληλο φθόγγο. Δηλαδή, όλα τα «ι» είναι ίδια, και μπορούν να εναλλάσσονται σε όλα τα γλωσσικά περιβάλλοντα. Αυτό προφανώς απέχει πάρα πολύ από την σημερινή έννοια της ορθογραφίας, που δεν ανέχεται ουσιαστικά καθόλου ποικιλία.

Αυτό που είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ίδιοι γραφείς που στην αντιγραφή των δημωδών κειμένων ήταν τόσο «ελεύθεροι» με την ορθογραφία των λέξεων, ήταν ταυτόχρονα και πολύ τυπικοί στην αντιγραφή των λογίων κειμένων. Αυτό καταμαρτυρά ακόμα πιο εμφατικά ότι η ορθογραφία σχετίζεται άμεσα με την αντίληψη για την γλώσσα: εφόσον τα δημώδη κείμενα ήταν προϊόντα της προφορικής, σύγχρονης παράδοσης, δεν υπήρχε λόγος η γραπτή τους μορφή να είναι συγκεκριμένη, μια και δεν υπήρχε και καθόλου τυποποιημένη μορφή της δημώδους αυτής γλώσσας. Από την άλλη, τα αρχαία κείμενα έπρεπε να αναπαράγονται ακριβώς όπως είναι, καθώς και η μορφή ήταν αναπόσπαστο μέρος του μεγαλείου τους.

Είναι ενδιαφέρον ότι ακριβώς το ίδιο φαινόμενο της ορθογραφικής ποικιλίας παρατηρείται και στις άλλες ευρωπαϊκές μεσαιωνικές γραμματείες, κάτι που φανερώνει την κοινή στάση ομιλητών διαφορετικών γλωσσών απέναντι στην μη τυποποίηση μιας γλωσσικής ποικιλίας, της δημώδους, και την άνεσή τους να χρησιμοποιούν τεράστια ποικιλία στη γραφή, χωρίς αυτό να έχει καμία συνέπεια στην επικοινωνία, τουλάχιστον απ’όσο μπορούμε να κρίνουμε σήμερα.

Φυσικά, ακόμα και οι «λόγιοι» είχαν συχνά δυσκολίες να τηρήσουν τους κανόνες της «ορθογραφίας», όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί από την ελληνιστική εποχή, μια και νέες λέξεις είχαν εισαχθεί στο λεξιλόγιο της ελληνικής, κυρίως δάνεια από τις δυτικές (ιταλική, γαλλική) και σλαβικές γλώσσες. Η «σωστή γραφή» αυτών των λέξεων ήταν αναγκαστικά τελείως αυθαίρετη, μια και δεν υπήρχε σημείο σύγκρισης με την αρχαία Ελληνική.

Στην πιο σύγχρονη περίοδο, η ορθογραφική απλοποίηση αποτέλεσε πάγιο αίτημα του δημοτικισμού, με διάφορες προτεινόμενες μορφές. Φυσικά το όλο θέμα αποτέλεσε μέρος μόνο του ευρύτερου γλωσσικού ζητήματος και της διγλωσσίας ανάμεσα σε καθαρεύουσα και δημοτική, με τις γνωστές κοινωνικές προεκτάσεις. Δεν θα μπούμε τώρα σε αυτό το θέμα, το οποίο είναι πολύ ευρύ και χρειάζεται ειδική διαπραγμάτευση. Ωστόσο, αξίζουν κάποιες επισημάνσεις σχετικά με την ορθογραφία της Νέας Ελληνικής όπως την εφαρμόζουμε σήμερα.

Το σημερινό σύστημα είναι, βέβαια, αποτέλεσμα όλων όσων προηγήθηκαν και αναφέρθηκαν πάρα πολύ σύντομα παραπάνω. Η επιμονή στην λεγόμενη ιστορική ορθογραφία δείχνει, φυσικά, την εμμονή στην διατήρηση της ιδέας της ενιαίας ελληνικής ως γλώσσας και γραφής με τρισχιλιετή ιστορία (φυσικά μόνο τρισχιλιετή, γιατί αν πάμε πιο πίσω, η ελληνική γραφή είναι η γραμμική Β, και αυτή δεν μπορεί να προσφερθεί για επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας, μια και δεν είναι αλφαβητική, ευτυχώς!), κάτι που άλλωστε φαίνεται και στο ευρύτερο γλωσσαμυντορικό κλίμα που δυστυχώς επικρατεί σε μεγάλο βαθμό στη νεοελληνική κοινωνία. Επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας συνήθως αναφέρονται α) η ίδια η ιστορία της και η σύνδεσή της με την ενότητα του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως σήμερα (το τελευταίο συνήθως υπονοείται, αλλά είναι σίγουρα το κλειδί για το συγκεκριμένο επιχείρημα), β) το ότι φανερώνει τις ρίζες των λέξεων, γ) είναι αισθητικά πολύ πιο ωραία από υποτιθέμενες απλοποιημένες μορφές, δ) κανείς άλλος στην Ευρώπη δεν το έχει κάνει, γιατί εμείς; και ε) ενδεχόμενη απλοποίηση θα αποκόψει τους νέους από την παλιότερη γλωσσική παράδοση και γραμματεία.

Ωστόσο, όλα τα παραπάνω είναι ανεπαρκή: Η λεγόμενη ιστορική διασώζει γραφές κυρίως από την αττική του 5ου αι. π.Χ. Θα έλεγε κανείς ότι εξίσου ιστορικές είναι και ελληνιστικές και μεσαιωνικές γραφές, που αποσιωπώνται, σκόπιμα βέβαια. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς ετυμολογία, ιστορική ορθογραφία των λέξεων, επομένως η ιστορικότητα δεν μπορεί να αποτελεί το τεκμήριο για την ορθογραφία. Αυτό είναι προφανές από την φοβερή σύγχυση που προκαλούν οι διαφορετικές γραφές των λέξεων στα λεξικά της Νέας Ελληνικής, όπως έχει κατ’επανάληψη επισημανθεί (βλ. λ.χ. τα άρθρα του Γιάννη Χάρη για την ορθογραφία). Μα η ιστορική ορθογραφία μόνο αντιφάσεις μπορεί να έχει, καθώς, όπως και η γλώσσα, διασώζει γραφές από διαφορετικές φάσεις, που δεν μπορούν να νοηθούν ως ένα ενιαίο σύστημα (όπως άλλωστε και η γλώσσα συνολικότερα). Επιπλέον, το ότι η ιστορική ορθογραφία φανερώνει την ετυμολογία των λέξεων, ακόμα και αν το δεχτούμε, ισχύει μόνο για τους φιλολόγους που μπορούν να διακρίνουν τις ρίζες και ετυμολογίες, και επιπλέον, δεν έχει κάποιο ενδιαφέρον πέρα από τους φιλολογικούς κύκλους. Για την αισθητική, δεν θα επιχειρήσουμε κάποιο σχόλιο, αλλά μόνο ένα ερώτημα: αν η ποικιλία των «ι» είναι ωραία αισθητικά, γιατί να μην εφαρμόσουμε το μεσαιωνικό σύστημα και να την επεκτείνουμε σε όλες τις λέξεις, ανεξάρτητα ρίζας; Σίγουρα η ανάγνωση θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν επιχειρηθεί κατά καιρούς διάφορες απλοποιήσεις, και κυρίως έχουν σιωπηλά γίνει από τους ίδιους τους χρήστες: π.χ. neighbor αντί για neighbour. Ενδεικτικά αναφέρουμε πρόσφατη απόφαση της Σουηδικής ακαδημίας, κατά την οποία η λέξη ‘skall’ καλό είναι να γράφεται πια μόνο ‘ska’, όπως συνήθως γράφεται και προφέρεται. Γενικευμένη απλοποίηση βέβαια δεν έχει γίνει στο πρόσφατο παρελθόν, μια και το ζήτημα της ορθογραφίας συνδέεται, όπως τονίσαμε, με την αντίληψη περί εθνικής γλώσσας που αντλεί την ιστορία της από το παρελθόν του έθνους. Από την άλλη, ο Κεμάλ επέβαλε το λατινικό αλφάβητο σε μία χώρα που έγραφε με Αραβικούς χαρακτήρες, κάτι που έγινε τελείως αποδεκτό, μια και ήταν άλλα τα κοινωνικά ζητούμενα για την Τουρκία εκείνη την εποχή. Τέλος, η αρχαιολατρεία και η εμμονή στην σωστή ορθογραφία είναι πιο πιθανό να απομακρύνει τους νέους από την παλαιότερη γραμματεία, παρά μια ορθογραφική απλοποίηση.

Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι η ορθογραφία αποτελεί ένα από τα καλύτερα εργαλεία, σε συνδυασμό φυσικά με τη γλώσσα ευρύτερα, για τον διαχωρισμό (από το σχολείο και εξής) σε μορφωμένους και μη, σε επιμελείς και μη. Και, κάτι εξίσου σημαντικό, μία ενδεχόμενη απλοποίηση της ορθογραφίας, στην κατεύθυνση της προσέγγισης στη φωνητική γραφή (και όχι φυσικά στην κατεύθυνση της εύρεσης της σωστής ιστορικής γραφής, που μόνο σε αδιέξοδα μπορεί να καταλήξει), θα διευκόλυνε σημαντικά την εκμάθηση της ελληνικής, όχι μόνο για τους έλληνες αλλά και για όλους τους υπόλοιπους που θα ήθελαν να μάθουν ελληνικά. Το τελευταίο ζήτημα φαίνεται να αποσιωπάται από τους περισσότερους γλωσσαμύντορες, μια και το κέρδος από την ορθογραφική απλοποίηση σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ προφανές και δεν μπορεί να αντικρουστεί, επομένως αποσιωπάται ή, εναλλακτικά, υποβαθμίζεται η σημασία της εκμάθησης της ελληνικής!

Ακόμα και πολλοί που αντιτίθενται στο γλωσσαμυντορικό εθνικισμό διστάζουν να προτείνουν απλοποίηση της ορθογραφίας, κυρίως λόγω του (συναισθηματικού) δεσίματος όλων των χρηστών της ελληνικής με τον συγκεκριμένο τρόπο γραφής. Ωστόσο, το συναισθηματικό δέσιμο δεν μπορεί να προτάσσεται εις βάρος των υπόλοιπων κοινωνιο-πολιτικών προτερημάτων της απλοποίησης. Καλύτερη η νοσταλγία, παρά ο εγκλωβισμός σε αυτό το μείγμα αυθαιρεσίας που είναι η σημερινή ορθογραφία.

Δ. Συμπεράσματα

Η ορθογραφία είναι το αποτέλεσμα τυποποίησης της γραφής σε συνδυασμό με αντιλήψεις που θεωρούν παλαιότερες μορφές (και γραφές) μιας γλώσσας ως ανώτερες, ως πρότυπα, και ως μέρη ενός ενιαίου συνόλου, μίας ενιαίας γλώσσας. Είναι ένα αυθαίρετο σύστημα κατ’ανάγκη, όπως άλλωστε και η γραπτή απόδοση μίας γλώσσας συνολικά. Οι πρώτες απόπειρες αλφαβητικών γραφών της ελληνικής υπηρετούσαν μια φωνητική γραφή, σήμερα όμως, αν και επικρατεί τόσος θαυμασμός για τους αρχαίους ημών προγόνους, δεν υιοθετείται αυτή η αντίληψή τους. Αντίθετα, η ορθογραφία θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια στη μόρφωση των πολιτών, και ένα κριτήριο κατηγοριοποίησής τους (ορθογράφοι και ανορθόγραφοι). Εμείς είμαστε το δεύτερο, και οι ανορθογραφίες μας δεν αφορούν την γραφή, αλλά τις αντειλείψης που κρίβωντε πίσο απώ την αιμμονή σε γλοσσικές ιδαιωλογίαις – μίθους.

Θ. Μαρκόπουλος

«Ανορθογραφίες»


Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Δευτέρα, Μαρτίου 03, 2008

Η "Μακεδονική": γλωσσολογία και πολιτική

Με αφορμή τις συζητήσεις του τελευταίου καιρού για το "μέγιστο" εθνικό θέμα, επαναφέρουμε στην επικαιρότητα το από τριετίας κείμενο του συνανορθόγραφου Θοδωρή για τη "Μακεδονική"...

Το ζήτημα της αρχαίας Μακεδονικής γλώσσας ή διαλέκτου αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα της στενής σχέσης ανάμεσα στην έρευνα με την ευρύτερη δυνατή έννοια, αλλά και ειδικότερα την γλωσσολογική έρευνα, και το εκάστοτε πολιτικό περιβάλλον. Αυτό είναι εμφανές από τις περιόδους αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος σχετικά με την "Μακεδονική": πέρα από τις αρχικές διαπιστώσεις και εικασίες του 19ου αιώνα, ο γνωστός νεο-γραμματικός γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις αναλαμβάνει να ασχοληθεί με το ζήτημα λίγο πριν και κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, με δύο μονογραφίες (1896, 1911), στις οποίες απευθύνει και μήνυμα στους "αδελφούς Μακεδόνες" οι οποίοι δοκιμάζονται. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το συμπέρασμα του Χατζιδάκι είναι ότι η Μακεδονική "αδιαμφισβήτητα" είναι διάλεκτος της αρχαίας Ελληνικής. Στη συνέχεια, πέρα από διάφορες μεμονωμένες έρευνες, το ενδιαφέρον στην Ελλάδα σχετικά με αυτό το ζήτημα αναθερμαίνεται την τριετία 1990-93, δηλαδή την περίοδο της μεγάλης εθνικιστικής έξαρσης με αφετηρία το όνομα της ΠΓΔΜ. Δεν είναι τυχαίο ότι σχετικός τόμος που εκδίδεται εκείνη την περίοδο έχει τον τίτλο: «Η γλώσσα της Μακεδονίας: Η αρχαία Μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων» (Εκδόσεις Ολκός, 1992). Είναι, κατά συνέπεια, εύκολα αντιληπτός και ο σκοπός της έκδοσης (που, σημειωτέον, περιλαμβάνει και τις δύο μονογραφίες του Χατζιδάκη που αναφέρθηκαν) και οι συγκεκριμένες θέσεις των συγγραφέων που συμμετείχαν. Έκτοτε, παράλληλα με την σχετική πτώση του ενδιαφέροντος της ελληνικής πολιτικής για το συγκεκριμένο θέμα, παρατηρείται και αντίστοιχη ύφεση στο ενδιαφέρον της γλωσσολογικής έρευνας, τουλάχιστον από την ελληνική πλευρά, η οποία σιωπηλά φαίνεται να θεωρεί το θέμα λήξαν.

Η παράλληλη πορεία του πολιτικού και γλωσσολογικού ενδιαφέροντος δεν είναι, φυσικά, ούτε δυσερμήνευτη ούτε σπάνια. Κατά μία έννοια, είναι κάτι το αναμενόμενο, αν θεωρήσουμε ότι η έρευνα συχνά κατευθύνεται (είτε σκόπιμα είτε όχι) με βάση το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο και τις επιταγές του. Ωστόσο, για την περίπτωση της Μακεδονικής, η έρευνα ακολούθησε περισσότερο πολιτικές σκοπιμότητες παρά γλωσσολογικές αρχές. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της αρχαίας Μακεδονικής δεν είναι ούτε ξεκάθαρο ούτε λυμένο, όπως το εμφανίζει η ελληνική πλευρά. Σε τι οφείλονται, λοιπόν, οι διχογνωμίες σχετικά με την καταγωγή της Μακεδονικής και πού χωρούν οι πολιτικές σκοπιμότητες σε ένα τέτοιο ζήτημα;

Το βασικό -γλωσσολογικό- πρόβλημα έχει ως αφετηρία την ουσιαστική έλλειψη στοιχείων σχετικά με την Μακεδονική. Όπως παραδέχεται η Παναγιώτου (2001), η οποία είναι η ερευνήτρια που υπερασπίζεται τα τελευταία χρόνια την ελληνικότητα της Μακεδονικής, το 99% των επιγραφών που μας έχουν σωθεί από την Μακεδονία είναι γραμμένες στην Αττική διάλεκτο, πιθανότατα λόγω της επιβολής της Αττικής ως επίσημης γλώσσας του Μακεδονικού βασιλείου ήδη από τα τέλη του 5ου- αρχές 4ου αι. π.Χ. Το υπόλοιπο 1% εκπροσωπείται από πολύ πρόσφατες ανακαλύψεις κάποιων -για την ακρίβεια, δύο- κατάδεσμων (δηλαδή, αντικειμένων που περιέχουν κατάρες), οι αρχαιότεροι των οποίων χρονολογούνται από τον 4ο αι. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι η γλώσσα των καταδέσμων δεν μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη βάση για έρευνα, αφού περιέχει πολλές ηχομιμητικές λέξεις, ελλειπτικές δομές, φορμουλαϊκές δομές κλπ. (βλ. π.χ. Curbera & Jordan, 2001). Είναι προφανές ότι το επιγραφικό υλικό είναι απολύτως ανεπαρκές για οποιαδήποτε, πόσο μάλλον για ασφαλή συμπεράσματα.

Επομένως, ποιες είναι οι μαρτυρίες που έχουμε για την Μακεδονική και οι οποίες έχουν προκαλέσει τόσες διχογνωμίες; Όσο κι αν προκαλεί εντύπωση, η βασική πηγή πληροφοριών για την Μακεδονική είναι οι λεξικογράφοι του Βυζαντίου, και ιδιαίτερα ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.), ο οποίος στην καταγραφή σπάνιων λέξεων που επιχείρησε περιέλαβε και μερικές χαρακτηρίζοντάς τες "Μακεδονικές". Πέρα από τους λεξικογράφους, διαθέτουμε και έμμεσες μαρτυρίες από αρχαίους συγγραφείς, με τις οποίες θα ασχοληθούμε πιο αναλυτικά παρακάτω. Εκ πρώτης όψεως, αυτή η έλλειψη υλικού οδηγεί χωρίς δυσκολία στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν (μέχρι στιγμής, τουλάχιστον) στοιχεία για τον χαρακτήρα της Μακεδονικής, καθώς οι πρωιμότερες καταγραφές λέξεων (και φυσικά όχι κειμένων), με την εξαίρεση των ελάχιστων επιγραφών και μεμονωμένων σχολίων στους ελληνιστικούς συγγραφείς, προέρχονται από τον 5ο αι. μ.Χ., πολλούς αιώνες (περίπου 10) μετά την πιθανή επιβολή της Αττικής ως επίσημης γλώσσας του Μακεδονικού βασιλείου. Γι’αυτό το λόγο, στην πρόσφατη εγκυκλοπαίδεια των αρχαίων γλωσσών (Woodard, 2004), που περιλαμβάνει γλώσσες από διάφορες οικογένειες, η Μακεδονική κατατάσσεται στις γλώσσες για τις οποίες δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για να μπορέσουμε να τις κατατάξουμε («insufficiently attested languages»), όπως και η Θρακική και αρκετές άλλες. Και πραγματικά, από γλωσσολογική πλευρά, αυτή θα ήταν η ασφαλέστερη λύση, λόγω ακριβώς της έλλειψης στοιχείων. Όμως, πολλοί ?έλληνες- ερευνητές αναφέρονται στη Μακεδονική σαν μια αυταπόδεικτα ελληνική διάλεκτο, και παρόλο που ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν είναι απίθανο, ωστόσο παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχτεί με ασφάλεια.

Τόσο οι "λέξεις" του Ησύχιου, όσο και οι έμμεσες μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, δεν επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων, ακόμα κι αν υποθέταμε ότι θα ήταν αρκετές για την κατηγοριοποίηση της Μακεδονικής. Οι "λέξεις" του Ησύχιου μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες (Brixhe & Panayotou, 1997, Woodard, 2004): α) Σε λέξεις που μοιάζουν πολύ με γνωστές αρχαίες ελληνικές λέξεις (π.χ. "κομμάραι", πβ. ΑΕ "κάμμαροι" = είδος αστακού). β) Σε λέξεις που δεν έχουν καμία αντίστοιχη λέξη στην ΑΕ (π.χ. "αλιή" = αγριογούρουνο) και γ) Σε λέξεις που πιθανόν να έχουν αντιστοιχία με ΑΕ λέξεις, αν και διαφοροποιούνται σημαντικά στην μορφο-φωνολογία τους (π.χ. "άδη", πβ. ΑΕ "αιθήρ"). Μολονότι η πρώτη κατηγορία είναι η πολυπληθέστερη, η ύπαρξη των δύο άλλων κατηγοριών δεν επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων με ασφάλεια, πόσο μάλλον όταν η καταγραφή αυτών των λέξεων είναι τόσο μεταγενέστερη του σταδίου που ενδιαφέρει κυρίως την σχετική γλωσσολογική έρευνα (κλασική και προ-κλασική περίοδος). Κι αυτό γιατί η σχετική πλειονότητα των εμφανώς "ελληνογενών" λέξεων μπορεί κάλλιστα να είναι το αποτέλεσμα της μερικής και ανεπαρκούς γνώσης των ελλήνων λεξικογράφων όσον αφορά τη Μακεδονική, ή της πολύ ισχυρής επιρροής άλλων Ελληνικών διαλέκτων, και κυρίως της Αττικής, στην Μακεδονική στους 10 αιώνες που μεσολάβησαν μέχρι την πρώτη καταγραφή Μακεδονικών λέξεων. Κατ’αυτόν τον τρόπο, το επιχείρημα ότι οι ξενικές λέξεις (κατηγορία β) αποτελούν δάνεια θα μπορούσε πολύ εύκολα να συμπεριλάβει και τις ελληνογενείς λέξεις, εφόσον δεν έχουμε καθόλου πληροφορίες για τα αρχαιότερα στάδια της Μακεδονικής, κυρίως πριν την επιβολή της Αττικής ως επίσημης γλώσσας.

Όσον αφορά τις έμμεσες μαρτυρίες των αρχαίων, η εικόνα είναι ακόμα πιο θολή. Υπάρχουν αντικρουόμενες αναφορές σχετικά με την θέση της Μακεδονικής και των Μακεδόνων σε σχέση με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα: Από τη μία πλευρά, ο Ηρόδοτος λ.χ. αναφέρει ξεκάθαρα ότι το Μακεδονικόν και το Δωρικόν ήταν δύο διαφορετικές ονομασίες για το ίδιο έθνος (Ι, 56), ενώ ο Πολύβιος χαρακτηρίζει τους Μακεδόνες και τους Έλληνες "ομόφυλους" (Ιστορίαι, 9.37.7). Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α΄ μπόρεσε να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς απλά και μόνο επειδή απέδειξε ότι κατάγεται από το Άργος (V, 22 / VIII, 137-9), ενώ και ο Πλούταρχος (Αντώνιος, 27. 3-4, κ.α.) αναφέρεται στη Μακεδονική σαν "ξεχωριστή" γλώσσα. Μάλιστα, δεδομένης της σχετικής ελευθερίας με την οποία οι αρχαίοι χαρακτήριζαν "βαρβάρους" άλλους λαούς, καθώς και της πρώιμης εισαγωγής της Αττικής ως επίσημης γλώσσας, αλλά και των πιθανών φωνολογικών ιδιαιτεροτήτων της Μακεδονικής, η αντικρουόμενη αυτή εικόνα είναι λίγο-πολύ αναμενόμενη.

Η σύντομη έκθεση των σχετικών μαρτυριών μάλλον δικαιολογεί απόλυτα τον χαρακτηρισμό της Μακεδονικής ως γλώσσας με μη επαρκή στοιχεία για την κατηγοριοποίησή της: Άμεσες αρχαίες μαρτυρίες (επιγραφικές) είναι σχεδόν ανύπαρκτες, οι έμμεσες αρχαίες μαρτυρίες είναι σε μεγάλο βαθμό αντικρουόμενες (απηχώντας πιθανώς και την ίδια την αβεβαιότητα των αρχαίων σχετικά με τους Μακεδόνες), ενώ οι βασικές μαρτυρίες, δηλαδή οι λέξεις του Ησυχίου, είναι πολύ μεταγενέστερες, και αφορούν αποκλειστικά το λεξιλογικό επίπεδο, που αποτελεί το πιο επισφαλές επίπεδο για μια γλωσσολογική ανάλυση. Για παράδειγμα, αν υποθέταμε ότι ήμασταν Γάλλοι και είχαμε ένα σώμα δεδομένων της Αγγλικής που θα περιλάμβανε αρκετές λέξεις, θα μπορούσαμε εύκολα να υποθέσουμε ότι η Αγγλική είναι κάποια διάλεκτος της Γαλλικής, μια και η Αγγλική έχει χιλιάδες δάνεια από την Γαλλική λόγω της Νορμανδικής κατάκτησης και της μετέπειτα κυριαρχίας της Γαλλικής στο Αγγλικό έδαφος για κάποιους αιώνες. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, η Αγγλική ανήκει στις Δυτικές Γερμανικές (West Germanic) γλώσσες.

Παρ’όλα αυτά, στην τελευταία αναλυτική και γλωσσολογικά σύγχρονη ιστορία της ελληνικής γλώσσας (Χριστίδης, 2001), η Παναγιώτου αναφέρει πως «σήμερα η Μακεδονική εξετάζεται συνήθως στο πλαίσιο των ελληνικών διαλέκτων, αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα». Βέβαια, από κει και πέρα, τα περισσότερα από τα προβλήματα αποσιωπώνται και η Μακεδονική εξετάζεται κανονικά στο πλαίσιο των ελληνικών διαλέκτων. Έτσι, μολονότι το διεθνές σκηνικό έχει πια διαφοροποιηθεί, και δεν «χρειάζεται» συστράτευση για το "Μακεδονικό" (όπως συνέβαινε στην περίπτωση του τόμου του 1992), η Μακεδονική εξακολουθεί να προσεγγίζεται με τρόπο μεροληπτικό.

Με όσα αναφέρθηκαν δεν υποστηρίζουμε ότι η Μακεδονική δεν ήταν ελληνική ή οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες κλπ. Γιατί, φυσικά, όλο το ζήτημα για την Μακεδονική δεν θα είχε ανακύψει χωρίς την ανάγκη από το επίσημο ελληνικό κράτος να τονίζει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και με όλους τους πιθανούς τρόπους ότι «η Μακεδονία ήταν και είναι ελληνική». Για παράδειγμα, η περίπτωση της Θρακικής ελάχιστα ενδιαφέρει, μολονότι είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι οι Θράκες δεν ήταν «ελληνικό» φύλο, κατοικούσαν εν μέρει και στην σημερινή ελληνική Θράκη και η γλώσσα τους πρέπει να ήταν μια Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα, πιθανώς συγγενική με την Φρυγική. Προφανώς, η ξεχωριστή σημασία των αρχαίων Μακεδόνων έγκεται στις κατακτήσεις του Αλέξανδρου και στην δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων από τους διαδόχους του, γι’αυτό και η γλώσσα των προγόνων του Αλέξανδρου πρέπει να ήταν «οπωσδήποτε» ελληνική. Και μολονότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος μπορεί να ένιωθε "Έλληνας", και δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε τις σχετικές μαρτυρίες, ωστόσο αυτό δεν μας λέει πολλά σχετικά με το τι ένιωθαν οι Μακεδόνες του 6ου και 5ου αι π.Χ.. Επομένως, ξαναγυρίζοντας στο ζήτημα της Μακεδονικής, αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι η γλώσσα των Μακεδόνων πριν την επιβολή της Αττικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους παραμένει άγνωστη: μπορεί πράγματι να ήταν μία διάλεκτος της Ελληνικής, ή μία γλώσσα συγγενική της Ελληνικής ή μία άλλη Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα. Επιπλέον, η αντίληψη ότι η Μακεδονική πρέπει να ήταν μία διάλεκτος της Ελληνικής δεν θεμελιώνεται με ασφάλεια από τα υπάρχοντα στοιχεία, και είναι περισσότερο αποτέλεσμα ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών, παρά γλωσσολογικών αναλύσεων. Σε κάθε περίπτωση, η πιθανότητα να είχε η Ελληνική συγγενικές γλώσσες, σε αντιστοιχία με όλες σχεδόν τις υπόλοιπες Ινδο-ευρωπαϊκές ομάδες γλωσσών (Κελτικές, Γερμανικές, Ιταλικές κλπ.), είναι πολύ μεγάλη, και μόνο σχετική έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι καμία γνωστή Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα δεν φαίνεται να συγγενεύει στενά με την Ελληνική, με μόνη πιθανή εξαίρεση την Αρμενική, η οποία συγγενεύει έστω και σε μικρό βαθμό.

Συνοψίζοντας, παρά τα ελάχιστα στοιχεία και τις αντικρουόμενες μαρτυρίες των αρχαίων πηγών, η ελληνική έρευνα (στο βαθμό που εξακολουθεί να ασχολείται με το ζήτημα) εξακολουθεί να θεωρεί ότι η Μακεδονική ήταν αναντίρρητα μία ελληνική διάλεκτος, βασιζόμενη στην ανάγκη να αποδείξει ότι η «δόξα» των αρχαίων Μακεδόνων ανήκει στην Ελλάδα και να «διαφυλάξει» τα εθνικά της σύνορα από πιθανούς εχθρούς. Όλα αυτά είναι κατανοητά, και επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες (βλ. λ.χ. Barbour & Carmichael, 2000: "Language and Nationalism in Europe"), ωστόσο ανήκουν εξ ολοκλήρου στον χώρο της κρατικής ιδεολογίας και της πολιτικής εν γένει και μικρή σχέση έχουν με την γλωσσολογική έρευνα και τις μαρτυρίες. Και πραγματικά προδίδουν έναν περισσότερο ή λιγότερο κρυφό φανατισμό, αφού η γλώσσα που μιλούσαν οι Μακεδόνες του 6ου ή του 5ου ή και του 4ου αι. π.Χ., όποια κι αν ήταν, δεν αλλάζει ουσιαστικά καθόλου την εικόνα για την διάδοση της ελληνικής ως lingua franca στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου κατά την ελληνιστική περίοδο, που προφανώς αποτελεί και το σημαντικό στοιχείο «εθνικής υπερηφάνειας». Αλλά ο εθνικιστικός φανατισμός δεν σχετίζεται στενά με την επιστημονική έρευνα, παρά μόνο με την "κατάλληλη" έρευνα που επιβεβαιώνει τις βασικές του αρχες.

Θοδωρής Μαρκόπουλος

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2008

22/2: Εκδήλωση για το 132ο Δημοτικό της Γκράβας




Η ομάδα δασκάλων «Τα Πίσω Θρανία» του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών διοργανώνουν την Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου στις 7 μ.μ εκδήλωση – συζήτηση με θέμα: «Για ένα σχολείο χωρίς σύνορα. Πώς η διδασκαλία των μητρικών γλωσσών και η προσευχή προκαλούν ρωγμές στο εκπαιδευτικό σύστημα - Το παράδειγμα του 132ου Δημοτικού Σχολείου της Γκράβας».

Γιατί το σχολείο της Γκράβας προκάλεσε την αντίδραση του ΥΠΕΠΘ;

Γιατί μετά από 9 χρόνια καταργούνται ριζοσπαστικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις;

Στην εκδήλωση θα μιλήσουν ο πανεπιστημιακός Γ. Τσιάκαλος, η δικηγόρος Γ. Κούρτοβικ και οι εκπαιδευτικοί του 132ου Δημοτικού Σχολείου.

Θα παρέμβουν εκπρόσωποι της ΔΟΕ, της ΟΛΜΕ, του ΚΕΜΕΤΕ, του φόρουμ μεταναστών και των εκπαιδευτικών περιοδικών.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα της Ε.Σ.Η.Ε.Α. (Ακαδημίας 20).

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Κυριακή, Φεβρουαρίου 17, 2008

Βιβλιοπαρουσίαση 23/2: Νίκος Σαραντάκος, Γλώσσα Μετ' Εμποδίων



Νίκος Σαραντάκος

Γλώσσα μετ’ εμποδίων
Συμβολή στη χαρτογράφηση του γλωσσικού ναρκοπεδίου

Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, Οκτώβριος 2007
σελ. 374, λιανική τιμή 20,90 €
ISBN 978-960-8219-49-6

Το βιβλίο του Νικου Σαραντάκου, Γλώσσα μετ' εμποδίων, θα παρουσιαστεί το Σάββατο 23 Φεβρουαρίου στις 12 το μεσημέρι στο βιβλιοπωλείο Ιανός (οδός Σταδίου, Αθήνα). Θα μιλήσουν: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΚΗΣ, πανεπιστημιακός- γλωσσολόγος, ΝΙΚΟΣ ΛΙΓΓΡΗΣ, λεξικογράφος- μεταφραστής, ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, κριτικός, και ο συγγραφέας.

Από το δελτίο τύπο του εκδοτικού οίκου:


Είναι άραγε αλήθεια ότι η ελληνική γλώσσα έχει 6 εκατομμύρια λέξεις; Ότι είναι γλώσσα πρωτογενής και νοηματική και ότι οι υπολογιστές του μέλλοντος θα λειτουργούν μόνο με αρχαία ελληνικά; Είναι αλήθεια ότι οι περισσότερες αγγλικές λέξεις είναι ομηρικές και ότι τα ελληνικά έχουν φτάσει μέχρι και στα νησιά του Ειρηνικού ωκεανού; Είναι τάχα αγράμματος όποιος λέει «παν μέτρον άριστον» και όποιος παραπέμπει «στις καλένδες»; Ποια τιμωρία αξίζει σε όποιον γράφει «έωλος» και «ευχαριστώ όλους όσους με βοήθησαν»; Πρέπει άραγε να ξεχάσουμε τη σχολική ορθογραφία και ν’ αρχίσουμε να γράφουμε τσηρώτο, αγώρι, τσαννάκι; Είναι αλήθεια ότι το πολυτονικό έχει άφταστη ακρίβεια και ότι το μονοτονικό επιβλήθηκε άγρια μεσάνυχτα από μια δράκα επίορκων βουλευτών;

Απαντώντας σ’ αυτά και σε άλλα ερωτήματα, ο Νίκος Σαραντάκος, παλιός εργάτης της τυπωμένης λέξης και μπαρουτοκαπνισμένος στα ιντερνετικά μετερίζια, θα σας βοηθήσει να βρείτε το δρόμο σας μέσα στο γλωσσικό ναρκοπέδιο της πραγματικότητας του 21ου αιώνα, χωρίς να σας παρασύρουν οι Σειρήνες των γλωσσικών μύθων και δείχνοντάς σας πώς να πολεμήσετε τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες της λαθοθηρίας και του ευπρεπισμού. Στο τέλος της διαδρομής, σας περιμένει περιήγηση στο πολύχρωμο παζάρι της νεοκαθαρεύουσας.

Ο Νίκος Σαραντάκος γεννήθηκε στο Παλαιό Φάληρο το 1959. Σπούδασε χημικός μηχανικός και αγγλική φιλολογία. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων και άλλα βιβλία. Δουλεύει μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα σε Λουξεμβούργο και Ελλάδα. Ενδιαφέρεται για τη φρασεολογία, την ετυμολογία και τη λεξικογραφία. Δημοσιεύει τα κείμενά του, γλωσσικά και άλλα, στο www.sarantakos.com. Σε μια άλλη ενσάρκωση, γράφει στα αγγλικά και στα γαλλικά για το μπριτζ (το παιχνίδι).


Για περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο και τη βιβλιπαρουσίαση επισκεφτείτε τη σελίδα του συγγραφέα.

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2008

15/2: Ανοιχτή συζήτηση του Παιδαγωγικού Ομίλου για τις εξελίξεις στο 132ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών

Παρασκευή 15 Φλεβάρη, 6.30μμ, στα γραφεία της ΔΟΕ, Ξενοφώντος 15α, Σύνταγμα

Παιδαγωγικός Όμιλος των Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων ΠΕ, οργανώνει ανοιχτή συζήτηση για τις πρόσφατες εξελίξεις στο 132ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών. Όλα όσα συμβαίνουν στο 132ο Δ.Σ. Αθηνών, με την ευθύνη και την κάλυψη των οργάνων της διοίκησης, εγείρουν σοβαρά ζητήματα για τον πολιτικό προσανατολισμό και την ιδεολογική κατεύθυνση της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής, στα οποία δεν πρόκειται να μείνουμε απαθείς. Η επιχείρηση ακύρωσης του παιδαγωγικού έργου και των παιδαγωγικών δραστηριοτήτων της σχολικής κοινότητας του 132ου Δ. Σχολείου Αθηνών δεν πρέπει να περάσει. Σε αυτή την κατεύθυνση, δε θα σταματήσουμε τη δράση για να σπάσει στην πράξη και να μην επιβληθεί στην εκπαίδευση ο νεοσυντηρητικός χειμώνας του αναχρονισμού και του νεοεπιθεωρητισμού."

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark