Η υπεραλίευση των τόνων στο ελληνικό γλωσσικό αρχιπέλαγος...
Η προσπάθεια που καταβάλλεται στην Γερμανία από το «Συμβούλιο για την γερμανική ορθογραφία» και απευθύνεται και στις γειτονικές της γερμανόφωνες χώρες προκειμένου να υιοθετηθεί απ’ όλες μία μέση ορθογραφική οδός (εφημερίδα «Αντιφωνητής», 15-3-2006) αποκαλύπτει την έντονη ανάγκη να υπάρξει ένα κοινό σύστημα συνεννόησης, το οποίο θα εξορθολογίσει τις ακρότητες και θα συνεισφέρει στην άρση κάθε σύγχυσης. Τη σημασία της προσπάθειας αυτής οι Έλληνες την αντιλαμβανόμαστε εύκολα, καθώς γενιές ολόκληρες έχουν ταλαιπωρηθεί από τα γλωσσικά κονταροχτυπήματα αρχαϊστών-«καθαρολόγων» και «μαλλιαριστών». Η φυσιολογική λύση του προβλήματος δόθηκε μεταπολιτευτικά με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης (καί διοικητικής) γλώσσας, ενώ το βήμα εξορθολογισμού ολοκληρώθηκε με την καθιέρωση του μονοτονικού όταν οι συνθήκες είχαν πλέον ωριμάσει. Κι ενώ το υπάρχον σύστημα παρέχει το απαιτούμενο πλαίσιο που προσφέρει τις λύσεις στις γλωσσικές απορίες, προτείνει την κοινή γραμμή και αίρει τις συγχύσεις, ανταποκρινόμενο μάλιστα στην γλωσσική πραγματικότητα των φυσικών ομιλητών της ελληνικής, η παλινορθωμένη με ιδιαίτερη ένταση τον τελευταίο καιρό εμμονή των υποστηρικτών του πολυτονικού συστήματος σ’ αυτό τείνει να δημιουργήσει νέο «γλωσσικό ζήτημα», καθώς καταργεί την κοινή γραμμή κι επιβραβεύει την αδιέξοδη τακτική τού «γράφω όπως μ' αρέσει, γιατί έτσι μ' αρέσει». Είναι ανάγκη, λοιπόν, να υπερασπιστούμε το μονοτονικό σύστημα απέναντι στο πολυτονικό, υπερασπιζόμενοι την ανάγκη κοινού τρόπου ορθογράφησης που δεν θα επιτρέψει την εξάπλωση των συγχύσεων.
Το μονοτονικό σύστημα τονισμού, παρά τις κατηγορίες που του απευθύνονται για κατάλυση της μακραίωνης ελληνικής γραπτής παράδοσης, για αδυναμία του να καταδείξει την ετυμολογία των λέξεων, άρα και τη σχέση των νέων με τα αρχαία ελληνικά, και για γενικότερη περιφρόνηση της «λογικής»(;), συνιστά ουσιαστικά το μοναδικό στην πραγματικότητα εξορθολογισμένο σύστημα τονισμού, γι' αυτό και βρίσκει τις απαντήσεις σ’ όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονται, δικαιολογώντας δυναμικά την ύπαρξή του. Αναφορικά καταρχάς με το πόσο «λογική» είναι η χρήση του, σημειώνουμε πως το μονοτονικό αποτελεί το σύστημα τονισμού που αντιστοιχεί στις σύγχρονες γλωσσικές ανάγκες των Νεοελλήνων, εφόσον δηλώνει τη συλλαβή που προφέρεται δυνατότερα σε κάθε λέξη, τη συλλαβή συνεπώς που τονίζεται. Ψιλές, δασείες, περισπωμένες και βαρείες δεν καταγράφουν καμία φωνητική πραγματικότητα της νέας ελληνικής. Η προσωδία έχει χαθεί για την ελληνική γλώσσα ήδη από την εξέλιξή της στην κοινή των ελληνιστικών χρόνων. Μακρές και βραχείες συλλαβές στα νέα ελληνικά δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. Ως εκ τούτων, η συμμόρφωση του τονικού συστήματος στις πραγματικές ανάγκες της γλώσσας συνιστά τη μοναδική λογική κίνηση. Είναι αυθαίρετο να χαρακτηρίζεται ως «λογικό» το πολυτονικό, που δεν αντιστοιχεί στη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα.
Η κατάλυση της «μακραίωνης ελληνικής γραπτής παράδοσης» αποτελεί άλλο ένα επιχείρημα υπέρ του πολυτονικού, το οποίο όμως αντικρίζει μόνο την μία όψη του νομίσματος. Είναι γεγονός πως μετά την προσθήκη των τονικών σημαδιών στον ελληνικό γραπτό λόγο κατά την ελληνιστική εποχή από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, προκειμένου να διατηρηθεί στη μνήμη των φιλολόγων η προσωδιακή προφορά που 'χε στο μεταξύ χαθεί, και κυρίως μετά τη γενίκευση της χρήσης των σημαδιών αυτών πολύ αργότερα, κατά τον 9ο προς τον 10ο μ.Χ. αι., ακολούθησε μία μακρά περίοδος 10 περίπου αιώνων κατά τους οποίους η ελληνική γλώσσα γραφόταν στο πολυτονικό. Είναι όμως επίσης γεγονός πως εξίσου μακραίωνη είναι και η ελληνική γραπτή παράδοση πριν το πολυτονικό. Οι υποστηρικτές του πολυτονικού θεωρούν «συγκλονιστική» την κατάργηση των τόνων που χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες στην ελληνική γραφή, δεν θεωρούν όμως ποτέ εξίσου συγκλονιστική την παρέμβαση των αλεξανδρινών φιλολόγων στο σύστημα γραφής με την προσθήκη τονικών σημαδιών που ποτέ νωρίτερα δεν υπήρξαν! Οι υποστηρικτές του πολυτονικού θεωρούν «ασέβεια» την μεταγραφή στο μονοτονικό κειμένων που πρωτογράφτηκαν στο πολυτονικό, ιδίως εφόσον οι συγγραφείς των κειμένων αυτών έχουν επιχειρηματολογήσει και υπέρ του πολυτονικού. Από την άλλη μεριά ωστόσο θεωρούν «αυτονόητο»(;) ότι πρέπει να τυπώνονται στο πολυτονικό τα έργα αρχαίων συγγραφέων που ποτέ δεν τα έγραψαν σε αυτό! Έτσι, τα κείμενα του Ομήρου, του Ηρόδοτου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα, του Δημοσθένη θεωρείται «λογικό» να γράφονται στο πολυτονικό, τη στιγμή που ποτέ δεν πρωτογράφτηκαν σε αυτό! Δύο μέτρα και δύο σταθμά; Ή τα παρουσιάζουμε όπως συμφέρει στη διαμορφωμένη ιδεολογία μας;
Το πολυτονικό προβάλλεται έναντι του μονοτονικού για τον επιπρόσθετο λόγο πως καθιστά σαφέστερη την ετυμολογία των λέξεων. Υποστηρίζεται, για παράδειγμα, ότι ο «ανθυπολοχαγός» δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί από τους νέους ομιλητές της γλώσσας μας, αν δεν αναχθεί στην ετυμολογική του ρίζα, η οποία θα εξηγήσει πώς η πρόθεση «αντί» τρέπεται σε «ανθ-». Ούτε το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, έχει ισχύ, αφού συγχέει την γραφή με την ετυμολογία. Ακόμη κι αν επιλέξουμε τη γραφή των λέξεων στο πολυτονικό σύστημα, η επιλογή αυτή από μόνη της δεν αρκεί προκειμένου να εξηγηθεί καμία αρχική προέλευση των λέξεων. Χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία, η οποία θα εξηγεί πώς προέκυψε η κάθε λέξη. Η ερμηνεία αυτή απαιτεί πάντα την ίδια διαδικασία παρουσίασης σ’ όσους δεν την έχουν υπόψη τους, είτε η οποιαδήποτε λέξη είναι γραμμένη στο πολυτονικό, είτε στο μονοτονικό. Η ετυμολογία, λοιπόν, ως ξεχωριστή ερμηνευτική διαδικασία, είναι λάθος να συγχέεται με τη γραφή. Η πραγματικότητα αυτή ενισχύεται από λέξεις των οποίων η ετυμολογία δεν σχετίζεται καθόλου με τις προσωδιακές συνθήκες που φανερώνουν οι τόνοι. Παράδειγμα αποτελεί το ρήμα «διέρχομαι», το οποίο δεν απαιτεί καμία παραπομπή στο πολυτονικό προκειμένου να εξηγηθεί η προέλευσή του από την πρόθεση «διά» και το ρήμα «έρχομαι». Με βάση, συνεπώς, την άποψη που προκρίνει το πολυτονικό για λόγους ετυμολογικούς, τι θα έπρεπε να συμβεί στην προκείμενη περίπτωση; Μήπως θα έπρεπε να εφεύρουμε ένα νέο σύστημα γραφής, το οποίο θα παραπέμπει απευθείας στην ετυμολογία των λέξεων; Είναι βέβαιο πως τέτοιου είδους απόπειρες δεν οδηγούν πουθενά, ή, μάλλον, οδηγούν μόνο στην σύγχυση, όπως φαίνεται από την αντίστοιχη «ορθογραφική» απόπειρα του Γ. Μπαμπινιώτη στο λεξικό του, σύμφωνα με την οποία επιχειρήθηκε η «διόρθωση» της γραφής των λέξεων με βάση την ετυμολογία τους. Το αποτέλεσμα ήταν το «αγώρι», το «τσηρώτο» και η «καλοιακούδα»! Πλήρης γλωσσική αναρχία!
Δεδομένης της αδυναμίας των προηγούμενων επιχειρημάτων που διατυπώνονται υπέρ του πολυτονικού, οι υποστηρικτές τους έχουν οδηγηθεί στο σημείο να το συνδέουν με μια υποτιθέμενη ικανότητά του να ωριμάζει τις γνωστικές λειτουργίες των μαθητών και να βελτιώνει τις οπτικοαντιληπτικές τους ικανότητες, καθώς τους εξοικειώνει με έναν συνθετότερο κώδικα γραφής. Η σύνδεση αυτή στηρίζεται μάλιστα σε «έρευνες» που γίνονται σε μαθητές οι οποίοι διδάσκονταν παράλληλα τόσο το μονοτονικό, όσο και το πολυτονικό σύστημα τονισμού. Το επιχείρημα της βελτίωσης των μαθητών χάρη στη μελέτη συνθετότερων κωδίκων γραφής είναι εξαιρετικά αποτυχημένο, για τον απλούστατο λόγο ότι η γραφή της νεοελληνικής γλώσσας, ακόμη κι αν απλουστεύεται κάπως όταν γίνεται χρήση του μονοτονικού, εξακολουθεί να είναι μία εξαιρετικά σύνθετη γραφή, στην οποία εμφανίζεται, για παράδειγμα, πλήθος [i] (η,ι,υ,ει,οι,υι), [o] (ο,ω), [e] (ε, αι). Η ποικιλία αυτή, ωστόσο, δεν είναι αρκετή προκειμένου οι χρήστες της νέας ελληνικής να κατορθώσουν τον άψογο χειρισμό της· αντίθετα, μάλιστα, η ποικιλία αυτή προκαλεί σύγχυση σ' ένα μεγάλο ποσοστό των χρηστών, οι οποίοι υποπίπτουν σε ορθογραφικά λάθη. Επιπρόσθετα, η μακρά περίοδος εφαρμογής του πολυτονικού κάθε άλλο παρά αποδεικνύει ότι η χρήση του οδηγούσε στην βελτίωση των μαθητών. Οι μαθητές που διδάσκονταν το πολυτονικό ταλαιπωρούνταν σε μεγάλο ποσοστό από τα τονικά σημάδια, τα οποία συχνά λειτουργούσαν τελείως αποτρεπτικά για έναν ικανό αριθμό νέων από το να συνεχίσουν και να κατορθώσουν ν' αποφοιτήσουν απ’ το σχολείο. Το «πόρισμα» οποιασδήποτε «έρευνας», συνεπώς, επί μικρού δείγματος μαθητών, που «αποδεικνύει» την «θεραπευτική» ικανότητα του πολυτονικού, δεν μπορεί να σταθεί πλάι στα αληθινά πορίσματα της μακροπερίοδης εφαρμογής του πολυτονικού στο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης. Επιπλέον, χρειάζεται πάνω στις αντίστοιχες «έρευνες» να ελέγχεται και το εξής: αν η πρόσθετη διδασκαλία του πολυτονικού πλάι στο μονοτονικό ωφέλησε όντως ορισμένους μαθητές, πόσο περισσότερο θα 'χαν ωφεληθεί οι ίδιοι μαθητές στην περίπτωση που η πρόσθετη γλωσσική τους ενασχόληση δεν γινόταν πάνω στο πολυτονικό, αλλά σε επιπλέον γλωσσικές ασκήσεις στο μονοτονικό;
Το δυστύχημα με τις «έρευνες» αντίστοιχου τύπου είναι πως επιδιώκουν ζητήματα καθαρά ιδεοληπτικά, όπως είναι η χρήση του πολυτονικού, να τα ανάγουν σε ζητήματα σωστού χειρισμού της γλώσσας και ικανών τρόπων εκπαίδευσης των νέων, παραβλέποντας πως ο οποιοσδήποτε λανθασμένος χειρισμός της γλώσσας από τους χρήστες της δεν είναι δυνατόν να οφείλεται ούτε στο πολυτονικό, ούτε στο μονοτονικό, αλλά σε λόγους που αφορούν τόσο ζητήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας όσο και γενικότερα κοινωνικοοικονομικά. Επαναλαμβάνω πως η μακροχρόνια εφαρμογή του πολυτονικού στην νεοελληνική εκπαίδευση κάθε άλλο παρά απέδειξε ότι αυτό το σύστημα τονισμού συμβάλλει στην ανάπτυξη των ικανοτήτων των μαθητών. Ομιλητές της γλώσσας μας που αποτυγχάνουν να τη χειριστούν σωστά υπήρχαν πάντα και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, όποιο σύστημα τονισμού κι αν εφαρμοστεί. Τα αίτια της αποτυχίας του σωστού χειρισμού της γλώσσας επιβάλλεται ν' αναζητηθούν εκεί που πραγματικά βρίσκονται, όπως στις μεθόδους διδασκαλίας, στους λόγους της μαθητικής διαρροής απ' τα σχολεία, στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, στην οικογενειακή κατάσταση των μαθητών, στις επαγγελματικές τους επιδιώξεις και στο έντονο χρησιμοθηρικό πνεύμα που επικρατεί μπροστά στην αγωνία της επαγγελματικής αποκατάστασης. Οποιοσδήποτε προσδιορισμός της αποτυχίας στη χρήση του μονοτονικού δεν εξυπηρετεί καμία πραγματικότητα, παρά μόνο την ιδεοληψία των φανατικών του πολυτονικού.
Πρόσθετα «επιχειρήματα» για την «αισθητική» του πολυτονικού απέναντι στη «μονοτονία» του μονοτονικού δεν αξίζει καν να συζητούνται: η αισθητική είναι θέμα καθαρά υποκειμενικό· με την ίδια λογική θα μπορούσε κάποιος να ικανοποιείται από τη λιτότητα, την απλότητα και την έλλειψη επιτήδευσης του μονοτονικού, τη στιγμή που το πολυτονικό, «φτιασιδωμένο» μ’ όλα του τα τονικά σημάδια, θυμίζει γριά πόρνη! Επιπλέον, και με δεδομένη την πραγματικότητα πως η ελληνική γλώσσα στη μακραίωνη πορεία της έχει αλλάξει πολλές φορές μορφή, προκαλεί απορία γιατί αναπαράγεται όλη αυτή η εμμονή για την «ιστορική αξία» του πολυτονικού, τη στιγμή που οι υποστηρικτές της «παραδοσιακής» μορφής της γλώσσας μας ουδέποτε διεκδίκησαν την επαναφορά άλλων στοιχείων που ξεπεράστηκαν με το πέρασμα του χρόνου, όπως για παράδειγμα τη δοτική πτώση, η οποία, με την ίδια λογική, θα έπρεπε να επανακάμψει ως... παραδοσιακό στοιχείο παραδοσιακότερο της παράδοσης»!
Καθώς, συνεπώς, το πολυτονικό δεν εξυπηρετεί καμία πραγματική ανάγκη αλλά ούτε καν δικαιώνεται να διεκδικεί την αποκλειστική «ιστορική» μορφή γραφής της γλώσσας μας, εφόσον αυτή έχει αλλάξει επανειλημμένως, άρα οι ιστορικές μορφές είναι πολλές, επιβάλλεται να σταματήσει επειγόντως η υπεραλίευση των τόνων στο ελληνικό γλωσσικό αρχιπέλαγος. Διαφορετικά, η συντηρούμενη αποψίλωση του γλωσσικού αρχιπελάγους προβλέπεται να οδηγήσει στην έξαρση του περισπώμενου φυτοπλαγκτού, που συνθλίβει κάθε ζωντανή έκφραση στερώντας της το οξυγόνο. Οι Γερμανοί που αναζητούν κοινή ορθογραφική οδό δίνουν το παράδειγμα. Εμείς, που κατορθώσαμε ύστερα από σφοδρές διαμάχες να 'χουμε πλέον αυτήν την κοινή οδό, με τη δημοτική γλώσσα και το μονοτονικό, ας πάψουμε να κινδυνολογούμε και να επιτείνουμε τη σύγχυση· μόνο κάκιστη υπηρεσία προσφέρουμε έτσι.
Γιάννης Στρούμπας
Φιλόλογος - 3ο Γενικό Λύκειο Κομοτηνής
