ανορθόγραφες σκέψεις
Ασφαλώς χρειαζόμαστε την ιστορική γνώση, την χρειαζόμαστε όμως αλλιώτικα απ' ό,τι την χρειάζεται ο καλομαθημένος αργόσχολος μέσα στον κήπο της γνώσης [...] εμείς τη χρειαζόμαστε για τη ζωή και για την πράξη και όχι για το βολικό αποτράβηγμα από τη ζωή και την πράξη ή, ακόμη χειρότερα, για τον εξωραϊσμό της φίλαυτης ζωής και της δειλής και φαύλης πράξης.
Φρ. Νίτσε, Ιστορία και Ζωή
Πριν ο σπινθήρας φτάσει τη δυναμίτιδα πρέπει το φιτίλι που καίει να κοπεί.
Β. Μπένγιαμιν, Μονόδρομος
Ι.
Στη δημόσια συζήτηση για τη γλώσσα κυριαρχούν σήμερα απόλυτα οι γλωσσαμύντορες και οι νεοκαθαρευουσιάνοι. Μιλώντας για την ελληνική γλώσσα και τους ομιλητές της θεωρείται αυταπόδεικτο και αυτονόητο ότι τα ελληνικά που μιλάμε, ιδιαίτερα τα ελληνικά των νέων, πάσχουν, ότι η ελληνική δέχεται εισβολή από την αγγλική και αφελληνίζεται, ότι κάποια σκοτεινά κέντρα έχουν βαλθεί να χτυπήσουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας. Αυτή η κινδυνολογία συμπληρώνεται από εξάρσεις εθνικής υπερηφάνειας. Γιατί από την άλλη εξίσου αυταπόδεικτο θεωρείται ότι η ελληνική, ιδιαίτερα η αρχαία ελληνική, είναι η πιο ακριβολόγα, η πιο πλούσια γλώσσα, με τη δική της ιδιαίτερη δομή, δηλαδή η γλώσσα η ανώτερη από όλες τις άλλες, ότι υπάρχει αδιάρρηκτη συνέχεια της ελληνικής και ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, τα σημερινά ελληνικά δε διαφέρουν και πολύ από τα αρχαία.
Ομιλείτε ελληνικά; Αυτή είναι η ερώτηση που συμπυκνώνει σήμερα τη δημόσια συζήτηση για τη γλώσσα. Περισσότερο από ερώτηση πρόκειται για μια απάντηση. Υπονοείται ότι τα ελληνικά που μιλιούνται και γράφονται σήμερα, ιδιαίτερα από τους νέους, δεν είναι "σωστά" και "ποιοτικά" ούτε είναι ελληνικά, χωρίς δηλαδή επιδράσεις από άλλες γλώσσες.
Στο χώρο μάλιστα που δημιουργούν οι πιο ευπαρουσίαστοι νεοκαθαρευουσιάνοι φύεται και ο τηλεμάρκετινγκ πατριωτισμός που αμφισβητεί ακόμα και ότι το ελληνικό αλφάβητο είναι εξέλιξη του φοινικικού ή υποστηρίζει ότι οι υπολογιστές βασίζονται στα αρχαία.
Η ηγεμονία των νεοκαθαρευουσιάνων είναι καταθλιπτική. Διαπερνά όλους τους πολιτικούς χώρους. Έχει διεμβολίσει το ιστορικό δημοτικιστικό μπλόκ και μάλιστα είναι πολλοί από το χώρο του ιστορικού δημοτικισμού που πρωτοστατούν στην κινδυνολογία.
Εκείνοι που απορρίπτουν όλη αυτή την εθνική έξαρση για τη γλώσσα παραμένουν κυρίως εντός των ακαδημαϊκών τειχών. Παρά την κατά καιρούς πρόσβασή τους στην πολιτική εξουσία και τις θέσεις σε κρατικά ιδρύματα δεν κατάφεραν να προωθήσουν τη γλωσσική μεταρρύθμιση ή να αναχαιτίσουν την αντιμεταρρύθμιση. Οι θέσεις τους σε σχέση με το ριζοσπαστικό δυναμικό του ιστορικού δημοτικισμού είναι μετριοπαθείς και όμως ηχούν ακραίες. Όσοι βγαίνουν από το ακαδημαικό χρυσό κλουβί με τις δημόσιες παρεμβάσεις τους, κυρίως την αρθρογραφία τους αλλά και το επιστημονικό τους έργο δεν μπορούν να συγκρίνουν την απήχησή τους με αυτή των γλωσσαμυντόρων. Ο γλωσσαμυντορικός χώρος βγάζει μια σειρά από περιοδικά και εκδόσεις, συλλέγει υπογραφές γύρω από κείμενα, αρθρογραφεί, στέλνει επιστολές, έχει αυξημένη πρόσβαση στην τηλεόραση, οργανώνεται σε συλλόγους όπως η Ελληνική Γλωσσική Κληρονομία και κάνει δημόσιες εκδηλώσεις. Όσοι υπερασπίζονται δημόσια τη γλωσσική μεταρρύθμιση περιορίζονται να αρθρογραφούν κατά διαστήματα στον τύπο. Εκεί ακριβώς που διεξάγεται ο πραγματικός αγώνας, στο δημόσιο, κεντρικό πολιτικό χώρο, στις συνειδήσεις όχι των ειδικών αλλά ολόκληρης της κοινωνίας, εκεί μόνο ο γλωσσαμύντορας είναι ορατός, μόνο αυτός παρεμβαίνει. Σε αυτό το πεδίο αντιπαράθεσης μόνο ο νεοκαθαρευουσιάνος εμφανίζεται, αυτό όμως είναι το πεδίο το πιο αποφασιστικό.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Επιστημονικά όλο το δίκιο είναι με το μέρος όσων υπερασπίζονται τη γλωσσική μεταρρύθμιση, όσων συνεχίζουν τις μάχες του δημοτικισμού. Δεν υπάρχει καμία επιστημονική θεωρία που να υποστηρίζει ότι η γλώσσα δεν πρέπει να αλλάζει, ότι δεν πρέπει να δανείζεται, ότι μπορούν οι φυσικοί ομιλητές να μη γνωρίζουν τη γραμματική και το συντακτικό μιας γλώσσας, ότι η γλώσσα των νέων είναι πρόβλημα, ότι τα ελληνικά μπορούν να είναι καλύτερη γλώσσα από τις άλλες. Ούτε μία! Και όμως ό,τι επιστημονικά είναι βέβαιο και χωρίς αμφισβήτηση, στο επίπεδο της κοινής γνώμης θεωρείται αλλόκοτο και ύποπτο.
Η γλώσσα είναι πολιτικό ζήτημα. Όπως ο γλωσσικός γύψος της καθαρεύουσας έσπασε και καθιερώθηκε η δημοτική όταν τελείωσε και το κράτος των εθνικοφρόνων, έτσι και η εξάντληση της μεταπολιτευτικής δυναμικής και η συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας επέτρεψαν την εμφάνιση των νεοκαθαρεουσιάνων.
Η ηγεμονία του γλωσσαμυντορικού, εθνικά σκεπτόμενου χώρου εκδηλώνεται με μια σειρά από δημόσια, πολιτικά επεισόδια που καταφέρνει να προκαλεί, όπως παλιότερα η "αρωγή και η ευδοκίμηση", αλλά και πιο πρόσφατα με την υπόθεση του λεξικού Μπαμπινιώτη και την υστερική αντίδραση στην πρόταση Διαμαντοπούλου. Όμως τα επεισόδια αυτά είναι απλώς η πολιτική προπαρασκευή για αλλαγές στην ίδια την κρατική πολιτική για τη γλώσσα.
Η εισαγωγή των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο το 1992 και η πρόσφατη αύξηση των ωρών διδασκαλίας τους στο γυμνάσιο και το λύκειο αποδεικνύει ότι οι γλωσσαμυντορικές απόψεις δεν είναι μόνο ένα ζήτημα προσωπικής στάσης του καθένα ή κάποιων μεμονωμένων επεισοδίων, δεν είναι απλώς ένα υπόλειμμα του γλωσσικού ζητήματος που με τον καιρό θα χαθεί και αυτό, αλλά μπορούν και αλλάζουν την ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική, μπορούν και ανατρέπουν κομμάτια της γλωσσικής μεταρρύθμισης του 1976 (καθιέρωση της δημοτικής) και του 1982 (καθιέρωση του μονοτονικού). Καταφέρνουν να παραγκωνίζονται τα πραγματικά ζητήματα που αφορούν τη γλωσσική εκπαίδευση και πλήττουν ιδιαίτερα τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως ο αναλφαβητισμός, η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, η αποτελεσματικότερη διδασκαλία του γραπτού λόγου ή η επαφή με τα διάφορα κειμενικά είδη. Η έλλειψη αξιόμαχης αντίδρασης το 1992 επέτρεψε τη σημερινή περαιτέρω αύξηση των ωρών διδασκαλίας και την εισαγωγή των αρχαίων και στην Γ' Λυκείου. Η αλλαγή φανερώνει ότι σήμερα οι γλωσσαμύντορες δεν έχουν πραγματικό αντίπαλο. Το γλωσσαμυντορικό μπλοκ είναι παρόν και δραστήριο, προωθεί τη δική του ατζέντα γλωσσικής πολιτικής και έχει να επιδείξει συγκεκριμένες νίκες. Το φιτίλι του καίει.
Αυτές οι νίκες των νεοκαθαρευουσιάνων μάς δείχνουν ότι, αν και η αμφισβήτηση της ίδιας της δημοτικής θα ήταν κάτι πολύ δύσκολο, τουλάχιστον χωρίς μια γενικότερη ανατροπή των μεταπολιτευτικών συσχετισμών, οι επιμέρους ανατροπές της γλωσσικής μεταρρύθμισης είναι στην ημερήσια διάταξη. Αυτές οι νίκες καλούν σε αναθεώρηση της τακτικής όσων υπερασπίζονται τη γλωσσική μεταρρύθμιση, δείχνουν την ανάγκη για εμπόλεμους διανοούμενους που να απαντούν ανοιχτά, δημόσια, συλλογικά και εφ’ όλης της ύλης στους νεοκαθαρευουσιάνους.
ΙΙ.
Πέρα από τη διαμάχη αυτή που είναι συνέχεια του γλωσσικού ζητήματος, η ελληνική εθνική μυθολογία για τη γλώσσα και η κρατική γλωσσική πολιτική βασίζονται στην παραδοχή ότι όλοι όσοι σήμερα είναι πολίτες της Ελλάδας είναι ελληνόφωνοι και όσοι σήμερα είναι ελληνόφωνοι πάντοτε μίλαγαν αυτή τη γλώσσα και μόνον αυτή.
Ακόμα και η απλή αναφορά στο ότι μιλιούνται και άλλες γλώσσες στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως εθνικά ύποπτη. Ούτε η περιορισμένη σε σχέση με άλλες χώρες διάδοση των άλλων γλωσσών δεν έχει βοηθήσει να σπάσει η σιωπή. Η τελευταία απογραφή του ελληνικού κράτους που καταγράφει τι γλώσσα μιλάει ο απογραφόμενος είναι του 1951. Η διατύπωση του απλού γεγονότος ότι στην Ελλάδα μιλιούνται βλάχικα ή η χρήση της σλαβομακεδόνικης από τους ομιλητές της έχει προκαλέσει διώξεις.
Οι μετανάστες στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν τρόπο να μάθουν τα ελληνικά μέσω κάποιου εκπαιδευτικού προγράμματος, κάτι που δεν εμποδίζει όμως το ελληνικό κράτος να θέτει ως προυπόθεση για τη χορήγηση άδειας παραμονής τη γνώση της ελληνικής γλώσσας Τα παιδιά των μεταναστών και οι μειονοτικοί μαθητές αντιμετωπίζονται στο σχολείο σαν τα ελληνικά να είναι η μητρική τους γλώσσα. Για τη διδασκαλία και της δικής τους μητρικής γλώσσας ούτε λόγος.
Ο μύθος της μονογλωσσίας και της ελληνοφωνίας έχει ισχυρά ερείσματα, ακόμα και μέσα στον προοδευτικό κατά τα άλλα ιστορικό δημοτικισμό, και αποτελεί συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας του ελληνικού κράτους και της ελληνικής εθνικής μυθολογίας.
ΙΙΙ.
Η καταστροφολογία για την ελληνική γλώσσα και η εξιδανίκευση του γλωσσικού παρελθόντος από την μια με την αποσιώπηση των άλλων γλωσσών στην Ελλάδα και κυρίως των γλωσσικών δικαιωμάτων των ομιλητών τους από την άλλη έχουν ένα κοινό ιδεολογικό πυρήνα: την εθνικιστική αντιμετώπιση της ελληνικής γλώσσας και των άλλων γλωσσών. Πάνω σε αυτόν τον ιδεολογικό καμβά οικοδομείται και η υποτίμηση όσων δε φαίνονται ιδιαίτερα μορφωμένοι και των νεολαίων αλλά και όλη η τυπολατρική, φορμαλιστική στάση απέναντι στη γλώσσα. Λόγω του κεντρικού ρόλου που έπαιξε η γλώσσα στη δημιουργία του ελληνικού έθνους και του ελληνικού κράτους οι γλωσσικές προκαταλήψεις, υπαρκτές και σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και ιδιαίτερη δραματικότητα. Ο εθνικισμός αυτός, και στα ζητήματα της γλώσσας, βρίσκει σήμερα νέο έδαφος εμαφανιζόμενος σαν απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και την κοινωνική κρίση που αυτή προκαλεί.
"Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, μόνη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου". Αυτό αναγράφεται με χρυσά γράμματα στο λάβαρο νεοκαθαρευσουσιάνων και "εθνικά ανησυχούντων". Η ελληνική γλώσσα είναι το φυλαχτό της οικογένειας που γενιά τη γενιά, ίσως με υγρά μάτια, ίσως με ένα δάκρυ να τρέχει στο μάγουλο, η μάνα το βάζει σφιχτά στη χούφτα του παιδιού της. Το φυλαχτό που αναλλοίωτο μες τους αιώνες είναι στη διάθεσή μας μόνο για να κληρονομηθεί.
Πόσων όμως από μας οι γιαγιάδες και οι παππούδες δεν ξέραν καν ελληνικά; Πόσων δεν ήξέραν μιαν άλλη γλώσσα; Πόσων δεν ήξεραν μια άλλη διάλεκτο; Πόσων από μας οι πρόγονοι δεν ήταν πολύγλωσσοι χωρίς να ταυτίζονται περισσότερο με κάποια από τις γλώσσες που μιλούσαν; Πόσο όμως και η ίδια η ελληνική έχει αλλάξει μέσα στο χρόνο;
Γιατί τα τελευταία 4000 χρόνια πέρα από τον Όμηρο και τα έπη του, πολλά έγιναν, πολλοί πέρασαν και πολλοί έμειναν στις αμμουδιές και τα βοτσαλάκια του Ομήρου.
ΙV.
Όλα αυτά αναδεικνύουν ένα πράγμα, την ανάγκη για δημόσια, πολιτική παρέμβαση στα ζητήματα της γλώσσας και της γλωσσικής πολιτικής.
Στις "Ανορθογραφίες" επιδιώκουμε να συγκεντρώσουμε πληροφορίες και κείμενα ανταγωνιστικά με τις νεοκαθαρευουσιάνικες και γλωσσαμυντορικές και τις ευρύτερα εθνικιστικές απόψεις για τη ελληνική γλώσσα και τις άλλες γλώσσες που μιλιούνται στην Ελλάδα. Σκοπός μας είναι η ενημέρωση και η διατύπωση άποψης για επίκαιρα θέματα γλώσσας και γλωσσικής πολιτικής αλλά και η ανάδειξη θεμάτων εκτός επικαιρότητας.
Θέλουμε να μοιραστούμε υλικό και απόψεις που εμείς συγκεντρώνουμε και οι επισκέπτες της σελίδας να μοιραστούν μαζί μας το δικό τους υλικό και τις απόψεις τους. Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα το σάιτ αυτό να γίνει τόπος συνάντησης, επικοινωνίας και δικτύωσης όσων ασφυκτιούν από τον εθνικά ορθό λόγο για τη γλώσσα.
Πιστεύουμε ότι η καταθλιπτική ηγεμονία των νεοκαθαρευουσιάνων και των "εθνικά ανησυχούντων" αντιμετωπίζεται στο βαθμό που όσοι ασχολούνται διδακτικά ή ερευνητικά με τη γλώσσα συνειδητοποιήσουν τη σημασία της δημόσιας, πολιτικής παρέμβασης και όσοι συμμερίζονται μια αντιεθνικιστική τοποθέτηση συνειδητοποιήσουν τη σημασία της γλώσσας για την ελληνική εθνική μυθολογία.
Η μάχη για τη γλώσσα δεν τελείωσε το 1976 ή το 1982. Η μάχη συνεχίζεται αλλά μόνο το ένα στρατόπεδο πολεμάει, το στρατόπεδο των νεοκαθαρευουσιάνων και των "εθνικά ανησυχούντων". Είναι γι' αυτό σήμερα αναγκαίο να διαρραγεί η συναίνεση για τα γλωσσικά ζητήματα, να φανεί ότι δεν υπάρχει μόνο μία άποψη.
Θεωρούμε αυτό το σάιτ ως ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
ομάδα "ανορθογραφίες"
Ιούλιος 2005
anorthografies@gmail.com
Την ομάδα "ανορθογραφίες" αποτελούν οι:
Καλαμαράς Μιχάλης, Μαρκόπουλος Θοδωρής και Τόλης Βαγγέλης
