Παρασκευή, Οκτωβρίου 09, 2009

Θα αλλάξει η Άννα Διαμαντοπούλου τη γλωσσική πολιτική του Υπουργείου Παιδείας;

Η τοποθέτηση της Άννας Διαμαντοπούλου στη θέση της υπουργού «Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων» έχει ήδη προκαλέσει τις πρώτες «εθνικές ανησυχίες». Λίγο που ο Γιώργος Παπανδρέου θεωρείται «άνθρωπος των Αμερικάνων» σε αντίθεση με τον υποτιθέμενα πιο «ελληνόψυχο» και «φιλορώσο» Κώστα Καραμανλή, λίγο που καταργήθηκε το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης (διάδοχο υπουργείο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας για την ενσωμάτωση των κατειλημμένων εδαφών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και προπύργιο εθνικοφροσύνης και αντικομμουνισμού), λίγο που το υπουργείο από «Εθνικής Παιδείας» έγινε απλώς «Παιδείας», ήταν αναμενόμενο τα πατριωτικά πληκτρολόγια να πάρουν φωτιά.

Ειδικά όμως το πρόσωπο της Διαμαντοπούλου ήδη συγκεντρώνει αισθητά περισσότερο τα πυρά του πατριωτικού χώρου. Ο λόγος βέβαια είναι η πρόταση της από το 2001 «να γίνουν τα αγγλικά δεύτερη επίσημη γλώσσα στην Ελλάδα». Ήδη από τότε αποτελούσε κοινή πεποίθηση ότι η πρόταση αυτή συνιστά εθνική προδοσία και προσπάθεια να «πολτοποιηθεί» η ελληνική εθνική συνείδηση μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Η κριτική αυτή, όπως τότε έτσι και τώρα, προέρχεται από τον «πατριωτικό χώρο», όπως πολύ εύστοχα έχει ονομάσει ο Ιός τη Ελευθεροτυπίας τη σύγκλιση σε μια εθνικιστική ατζέντα δυνάμεων που ξεκινούν από την ακροδεξιά και την εκκλησία, περνούν από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και φτάνουν στην αριστερά.

Το πρόβλημα όμως με την τοποθέτηση της Άννας Διαμαντοπούλου στη θέση του Υπουργού Παιδείας δεν είναι κάποια υποτιθέμενα «μειωμένα εθνικά αντανακλαστικά». Είναι σαφές ότι, όταν συζητάμε για τις διαφορές της σοσιαλδημοκρατίας από τη δεξιά γύρω από το ζήτημα του έθνους, δεν έχουμε να κάνουμε με μια άρνηση του εθνικού συμφέροντος από τη σοσιαλδημοκρατία αλλά με μια διαφορετική αντίληψη για το πώς αυτό εξυπηρετείται. Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποια σύγκρουση ανάμεσα σε Έλληνες και ανθέλληνες, αλλά για σύγκρουση ανάμεσα σε δύο απόψεις για το πώς εξυπηρετείται το εθνικό συμφέρον. Παρά τις διαφορές στην πολιτική τους, δεξιά και σοσιαλδημοκρατία ξεκινούν από την ίδια ιδεολογική και πολιτική παραδοχή: του έθνους και των ενιαίων συμφερόντων του.

Αντίθετα, η τοποθέτηση της Διαμαντοπούλου σε αυτήν τη θέση θα έπρεπε να προκαλέσει ανησυχίες σε έναν εντελώς διαφορετικό τομέα. Η Διαμαντοπούλου είναι γνωστή για τις θέσεις της υπέρ της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης στο χώρο της εκπαίδευσης. Ανέλαβε λοιπόν αυτό το υπουργείο για να προωθήσει αλλαγές όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τη μετακύλιση του κόστους σπουδών στους φοιτητές και τους σπουδαστές , την παραπέρα υπαγωγή των πανεπιστημίων και ειδικότερα της έρευνας στις ανάγκες των επιχειρήσεων κλπ. Θα είναι δηλαδή , όπως και η Μαριέττα Γιαννάκου παλαιότερα, αυτή που θα προσπαθήσει να εφαρμόσει όλη τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα στην εκπαίδευση. Σε αυτά τα ζητήματα βέβαια ο πατριωτικός χώρος δεν έχει καμία αντίρρηση, μάλιστα επικροτεί και υπερθεματίζει. Σε αυτά τα ζητήματα, επίσης, δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα θετικό από την Άννα Διαμαντοπούλου.

Στο τομέα όμως του περιεχομένου της εκπαίδευσης και του ρόλου της ελληνορθόδοξης εκκλησίας θα μπορούσαν να υπάρξουν πραγματικές διαφορές από τη συντηρητική και ελληνοχριστιανική ατζέντα των κυβερνήσεων Καραμανλή. Από τον περιορισμό των σκανδαλωδών προνομίων της ελληνορθόδοξης εκκλησίας , συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής κατήχησης στο σχολείο μεταμφιεσμένης σε μάθημα, και την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα μέχρι το μετριασμό της εθνικής μυθολογίας στη διδασκόμενη ιστορία και τον περιορισμό της μονογλωσσίας και της αρχαιολατρίας.
Και είναι ακριβώς στη γλωσσική πολιτική, με βάση και τα ειδικά ενδιαφέροντα των «ανορθογραφιών», που θα θέλουμε να σταθούμε. Σε αντίθεση με τους περισσότερους, πιστεύουμε ότι η Άννα Διαμαντοπούλου θα έπρεπε να κάνει πραγματικότητα τους φόβους του «πατριωτικού χώρου», θα έπρεπε να δράσει στα ζητήματα γλωσσικής πολιτικής ακριβώς με βάση τις δηλώσεις και τις δημόσιες τοποθετήσεις της όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Το πρώτο ζήτημα είναι η καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας στην Ελλάδα. Η πρόταση αυτή είχε το νόημα της δραστικής ενίσχυσης της αγγλομάθειας, της εκμάθησης των αγγλικών ως ξένης γλώσσας, στο δημόσιο σχολείο. Παρόλο που τα αγγλικά διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία στις περισσότερες τάξεις, ήδη από την Γ’ Δημοτικού, η επιτυχία της διδασκαλίας είναι πολύ περιορισμένη. Όποιος ξέρει αγγλικά στην Ελλάδα, σίγουρα δεν τα έχει μάθει στο δημόσιο σχολείο, τα έχει μάθει κυρίως στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Το κόστος των μαθημάτων στα φροντιστήρια συνήθως ξεπερνά τα 100 ευρώ το μήνα, ένα δυσβάσταχτο κόστος που αναπαράγει και δημιουργεί κοινωνικές διακρίσεις. Και πάλι, όμως, τα αγγλικά που μαθαίνουμε στα φροντιστήρια, παρόλο που φέρνουν την Ελλάδα στην αγγλομάθεια σε καλύτερη θέση από τη Γαλλία, την Ιταλία ή την Ισπανία, πολύ απέχουν από το σαφώς υψηλότερο επίπεδο γνώσης που υπάρχει στις σκανδιναβικές χώρες ή την Ολλανδία, όπως φαίνεται τόσο από τις στατιστικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και από την προσωπική εμπειρία του καθένα. Πέρα από τη σύγκριση με άλλες χώρες όμως, το ζήτημα είναι ότι η πλειοψηφία στην Ελλάδα δεν μπορεί να επικοινωνήσει άνετα στα αγγλικά, να συμμετάσχει σε μια συζήτηση ή να ακούσει κάποιον να μιλάει χωρίς να ψάχνει τις λέξεις και χωρίς κενά κατανόησης. Είναι σαφές ότι αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την υιοθέτηση του στόχου της αγγλομάθειας από το –δημόσιο και δωρεάν- σχολείο. Εξάλλου, παρά τις υποκριτικές αποδοκιμασίες για την πρόταση Διαμαντοπούλου, η αγγλομάθεια στα σχολεία και στα πανεπιστήμια ενισχύεται. Ήταν ήδη επί υπουργίας Πέτρου Ευθυμίου που τα αγγλικά στο σχολείο θεσμοθετήθηκε να ξεκινούν από την Γ’Δημοτικού, ενώ ήταν η Μαριέττα Γιαννάκου που έδωσε τη δυνατότητα να διδάσκονται πανεπιστημιακά μαθήματα στα αγγλικά. Τίποτε από αυτά όμως δε έχει τη ριζοσπατικότητα και την αποτελεσματικότητα της πρότασης Διαμαντοπούλου. Αρκεί να μην την έκανε απλώς για να διαμορφώσει ριζοσπαστικό και καινοτόμο προφίλ, αλλά να θέλει πράγματι να την εφαρμόσει και σήμερα ως υπουργός.

Ένα δεύτερο ζήτημα, λιγότερο γνωστό, είναι η στάση που κράτησε η Άννα Διαμαντοπούλου στην παρέμβαση από την κυβέρνηση Καραμανλή για να σταματήσουν οι διαπολιτισμικές δράσεις στο 132ο Δημοτικό Σχολείο στην Αθήνα. Η ΝΔ απομάκρυνε τη διευθύντρια Στέλλα Πρωτονοταρίου, στην οποία μάλιστα ασκήθηκε και ποινική δίωξη, και σταμάτησε, ανάμεσα σε άλλα, τη διδασκαλία αραβικών και αλβανικών στα παιδιά των μεταναστών και τη διδασκαλία ελληνικών στους γονείς μετανάστες. Τότε, η Άννα Διαμαντοπούλου με ερωτήσεις στη Βουλή, με δελτία τύπου και με συμμετοχή σε εκδήλωση της ΔΟΕ είχε καταδικάσει τη στάση του υπουργείου και είχε στηρίξει τους εκπαιδευτικούς του σχολείου. Θα αποκαταστήσει τώρα τη Στέλλα Πρωτονοταρίου; Θα πάψει η δίωξη εναντίον της; Θα ξαναξεκινήσουν οι διαπολιτισμικές δράσεις του σχολείου; Θα κατοχυρωθεί νομικά η διδασκαλία και της μητρικής γλώσσας των παιδιών μεταναστών , όπως ζητάει τόσο η ΟΛΜΕ όσο και η ΔΟΕ; Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας είναι απόλυτα αναγκαία, τόσο ως βάση για την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας που για πολλά παιδιά μεταναστών είναι η ελληνική, όσο και για την ισότιμη ένταξη και όχι τη βίαιη αφομοίωσή τους στην ελληνική κοινωνία.

Ένα τρίτο ζήτημα είναι η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στα σχολεία. Η μεταρρύθμιση Ράλλη είχε περιορίσει τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Λύκειο και μόνο. Η ΝΔ, όμως, με τον Μητσοτάκη πρωθυπουργό, το Σουφλιά υπουργό και τον Μπαμπινιώτη πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, επανέφερε τα αρχαία από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο. Παρόλο που ο Αρσένης περιόρισε κάπως τις ώρες, η ΝΔ με τη Γιαννάκου αυτή τη φορά επανήλθε δριμύτερη. Αύξησε τη διδασκαλία τους κατά μία ώρα σε κάθε τάξη του Γυμνασίου και κατά δυο ώρες στην Α΄ τάξη του Λυκείου, κατά μία ώρα στη Θεωρητική Κατεύθυνση στη Β’ Λυκείου και έκανε τη διδασκαλία του Επιτάφιου του Περικλή από το Θουκυδίδη μάθημα Γενικής Παιδείας στην Γ’ Λυκείου. Τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο, όμως, με την κεντρική μάλιστα θέση που έχουν στο ελληνικό σχολείο, είναι ένα κατάλοιπο της κυριαρχίας της καθαρεύουσας, καλλιεργούν αρχαϊστικά πρότυπα και δε βοηθούν τους μαθητές να μάθουν καλύτερα τα νέα ελληνικά, συνιστούν ταύτιση της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας με την εκμάθηση της αττικής διαλέκτου του 5ου-4ου π.Χ. αιώνα, εμποδίζουν την επικοινωνία του μαθητή –που δε μπορεί να συγκριθεί με τον ερευνητή φιλόλογο- με το περιεχόμενο των κειμένων και στερούν πολύτιμες ώρες από άλλα, αναγκαία αντικείμενα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η Άννα Διαμαντοπούλου και το ΠΑΣΟΚ δεν είχαν πάρει τότε μια σαφή θέση ενάντια στα νεοσυντηρητικά μέτρα της ΝΔ για τη γλώσσα. Αυτό όμως δε δικαιολογεί τη διατήρησή τους, όταν μάλιστα είχαν καταδικαστεί από την εκπαιδευτική και επιστημονική κοινότητα και όταν ήδη η κυβέρνηση Σημίτη, σιωπηρά και στην πράξη, είχε περιορίσει τη γλωσσική αντιμεταρρύθμιση του Σουφλιά. Θα αντιστρέψει λοιπόν η Διαμαντοπούλου τις νεοκαθαρευουσιάνικες παρεμβάσεις της ΝΔ στην εκπαίδευση; Θα πάρει πίσω την ενίσχυση των αρχαίων τόσο από το Σουφλιά όσο και από τη Γιαννάκου, μέτρο που έχει καταδικάσει και η ΟΛΜΕ; Αυτά θα έπρεπε να είναι τα πρώτα βήματα της νέας υπουργού. Τα πρώτα, αλλά όχι τα μόνα. Γιατί τα αρχαία στο σχολείο θα έπρεπε να διδάσκονται, για όσο καιρό διδάσκονται ακόμη, με τη μεθοδολογία που διδάσκονται και οι ξένες γλώσσες, όπως έχει επισημάνει επανειλημμένα ο Εμμανουήλ Κριαράς(που συμπεριλήφτηκε και στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ), και όχι σαν μια παραλλαγή των νέων ελληνικών. Και, επίσης, γιατί το τέλος των επιπτώσεων της καθαρεύουσας στην εκπαίδευση θα ήταν η διδασκαλία των αρχαίων μόνο από μετάφραση, ο μόνος τρόπος να ωφεληθεί ο μαθητής από τη μελέτη τους, αντί να μαθαίνει αορίστους β’ και την τρίτη κλίση.

Μια τέτοια νέα γλωσσική πολιτική από τη νέα υπουργό είναι αναγκαία, αλλά δεν είναι επαρκής, αφού δε γίνεται καν λόγος για τα δικαιώματα των ομιλητών των μειονοτικών γλωσσών ή μια νέα ορθογραφική μεταρρύθμιση. Αυτά τα τρία μέτρα, όμως, που περιγράψαμε παραπάνω είναι μια γλωσσική πολιτική που η Άννα Διαμαντοπούλου και το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαν και θα έπρεπε σήμερα να ακολουθήσουν, όχι με βάση το τι θα θέλαμε εμείς σαν «ανορθογραφίες», αλλά με βάση το πώς έχουν πολιτευτεί ως τώρα, τι έχει δημόσια διατυπώσει η νέα υπουργός ως γλωσσική της πολιτική. Οι αντιδράσεις είναι βέβαιες, αλλά θα μπορούσαν να είναι περιορισμένες στο βαθμό που η εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή κοινότητα και ειδικότερα τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών προσέφεραν την ενεργή στήριξή τους στη νέα γλωσσική πολιτική. Και τα ίδια τα συνδικάτα βέβαια, παρά κάποιες θετικές ανακοινώσεις, κάθε άλλο παρά είναι αμόλυντα από νεοκαθαρευουσιάνικες και κινδυνολογικές απόψεις για τη γλώσσα. Το ερώτημα όμως είναι πώς θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια τέτοια συμμαχία, όταν η Διαμαντοπούλου θα αποξενώσει τους μόνους πιθανούς συμμάχους της με την απεχθή, νεοφιλελεύθερη πλευρά της πολιτικής της. Αυτή η αντίφαση θα είναι και το κυριότερο εμπόδιο για να γίνει αυτή η νέα γλωσσική πολιτική πράξη.

ομάδα «ανορθογραφίες»
9.11.2009


Γίνε μέλος στο σχετικό group στο Facebook.

Άννα Διαμαντοπούλου "Η ξένη γλώσσα ως συστατικό του ανθρώπινου κεφαλαίου"

Διαμαντοπούλου Δελτία Τύπου για 132ο Δημοτικό

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2009

Τα «καλά ελληνικά» του κ. Καρατζαφέρη

Είναι γνωστό. Η νεολαία, περισσότερο από όλους τους άλλους, δεν τα πάει καλά με τα ελληνικά. Μιλάει με 50, 100, 200 λέξεις (οι προστάτες της γλώσσας μας δεν έχουν συμφωνήσει στο ακριβές νούμερο), οι μισές αγγλικά συν κάτι βρυχηθμοί και κραυγές. Ο Σαράντος Καργάκος έχει συνοψίσει σε δύο λέξεις το πρόβλημα: αλεξία και αλαλία.

Ο κ. Καργάκος μάς τα έχει πει και μας τα έχει ξαναπεί όλα αυτά. Λίγες φορές πάντως έχει αναφέρει και μερικούς που αντιστάθηκαν στη κυρίαρχη –κατά αυτόν- τάση των φτωχών και κακών ελληνικών. Κυρίως είναι οι μεγάλοι συγγραφείς του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα που ανήκουν σε αυτό το διακεκριμένο, κλειστό γλωσσικό κλαμπ. Πρόσφατα όμως έδωσε το σχετικό παράσημο και σε κάποιον που, ακόμα και μιλώντας για τον Καργάκο, δε θα το περίμενε κανείς.

Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από το δημοσίευμα του Ιού της Κυριακής (1.02.2009):


«Ο Σαράντος Καργάκος συνομιλεί με τον Γιώργο Καρατζαφέρη για το σήμερα και το αύριο της Ελληνικής Πολιτείας».
Εκπομπή του «ΤΗΛΕ-ΑΣΤΥ» (14.1.09) που διανεμήθηκε ως DVD από την κομματική «Αλφα Ενα» (και) για την πρόσφατη νεανική εξέγερση.
Μεταξύ ύμνων του επιφανούς φιλολόγου προς το ΛΑΟΣ («τη μόνη κοινοβουλευτική ομάδα που αρθρώνει πολιτικό λόγο σήμερα»), την εκ μέρους του απονομή ευσήμων στον Καρατζαφέρη (για τη «λεξιτεχνία» και τα άψογα ελληνικά του) και την κατάθεση των υποψιών του ότι «τα επεισόδια» του Δεκέμβρη έγιναν για ν' αποσπαστεί προληπτικά η προσοχή της ελληνικής νεολαίας από... τη μελλοντική σφαγή της Γάζας, απολαμβάνουμε στιχομυθίες όπως η παρακάτω:
Σ.Κ.: «Εκείνο που έχει κυριαρχήσει σήμερα στην Ελλάδα, και στην πολιτική και στην Παιδεία, είναι η περίφημη κουλτούρα των Εξαρχείων. Αλλά η κουλτούρα των Εξαρχείων έχει να κάνει περισσότερο με την Αμερική, παρά με τις ελληνικές παραδόσεις. Εάν κοιτάξετε όλες τις επιγραφές αυτών των υποτίθεται επαναστατημένων νεαρών, θα δείτε ότι όλες έχουν έναν ενιαίο ανθελληνικό χαρακτήρα».
Γ.Κ.: «Αρα, μιλάτε για όργανα της Νέας Τάξης Πραγμάτων;»
Σ.Κ.: «Θα έλεγα για αταξία πραγμάτων. Μιλάω για ένα χάος όπου κυρίαρχο στοιχείο στον τόπο μας είναι ο μηδενισμός».


Μάλιστα. Ο Καργάκος βρήκε επιτέλους και έναν πολιτικό που μιλάει καλά τα ελληνικά. Είναι ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ηγέτης του ακροδεξιού ΛΑ.Ο.Σ. , ο Καρατζαφέρης των άψογων ελληνικών και της «λεξιτεχνίας». Μια απλή φιλοφρόνηση του Καργάκου στο συνομιλητή του; Όχι και τόσο απλή, με την έμφαση που δίνει ο Καργάκος στα ζητήματα της γλώσσας και το προνόμιο που διεκδικεί για τον εαυτό του να μας υποδεικνύει ποιος ξέρει καλά ελληνικά και ποιος όχι.

Αυτό που διακυβεύεται σε τέτοιες συζητήσεις, μεταξύ Καργάκου και Καρατζαφέρη, αλλά και στον έμμεσο διάλογο Καργάκου και νεολαίας, δεν είναι στην πραγματικότητα τα ελληνικά. Ο Καργάκος βρίσκει καλά τα ελληνικά του Καρατζαφέρη, άψογα και με «λεξιτεχνία», κρίνοντας όχι από την υποτιθέμενη σωστή γραμματική του ή το υποτιθέμενο πλούσιο λεξιλογίο του, αλλά κυρίως από τη συμφωνία του πρώτα απ’ όλα στο περιεχόμενο των όσων λεει ο Καρατζαφέρης. Συμφωνία που φαίνεται από το γενικότερη σύγκλιση απόψεων στην οποία κινείται η συζήτηση, αλλά και από το ίδιο το γεγονός ότι ο Καργάκος βγαίνει στο –ακροδεξιό- κανάλι του –ακροδεξιού- Καρατζαφέρη και συζητά μαζί του. Αντίστροφα, ήδη από τη δεκαετία του 1980, το πρόβλημά του Καργάκου με τη νεολαία δεν ήταν η γλώσσα της, αλλά ότι ήταν αρκετά προοδευτική και εξεγερσιακή για τα δικά του γούστα.

Υπάρχει, από την άλλη, και μια σύγκλιση των δύο μεγάλων μαστόρων της γλώσσας μας που εξηγεί επίσης τον καλό λόγου του Καργάκου, τη σύγκλισή τους στο ύφος με το οποίο μιλάνε. Και στους δύο αρέσει να μιλάνε με τον ίδιο πομπώδη και επιδεικτικό τρόπο, ύφος κατάλληλο όταν ο ρήτορας θέλει να μας πείσει κυρίως για την αυθεντία του, για το πόσο ανώτερος και καλύτερος είναι από τον ακροατή/τηλεθεατή του. Ύφος όμως ιδιαίτερα χρήσιμο και για να χειραγωγήσει το νόημα, για να πείσει κανείς ότι το μαύρο είναι άσπρο, δηλαδή να βαφτίσει ό,τι αντιδραστικό και αντιδημοκρατικό προοδευτικό και πραγματική δημοκρατία. Ύφος πολύ κοντινό με αυτό της περιόδου 1967-1974, χωρίς καθαρεύουσα βέβαια, αλλά, έτσι είναι, ακόμα και ο συντηρητικός πρέπει να αλλάζει για να μένει το μήνυμά του επίκαιρο. Ο Καρατζαφέρης, βέβαια, δεν μπορεί να συναγωνιστεί τον Καργάκο στο τσιτάρισμα δόκιμων συγγραφέων - αλλά και στη χειραγώγηση των όσων λένε μέσα από την εκτός και εναντίον του συγκειμένου παράθεσή τους- αφού ο Καργάκος, πέρα από την επαγγελματική του ιδιότητα σα φιλολόγος, έχει κάνει δεύτερη φύση τη γνωστή αυτή, ενοχλητική και ματαιόδοξη στρατηγική λόγου των παλιών δασκάλων. Στα τσιτάτα του Καργάκου, αλλά και στη μανία του με την επινόηση νεολογισμών που μόνο αυτός χρησιμοποιεί, ο Καρατζαφέρης έχει να αντιτάξει κυρίως ευφυολογήματα και λογοπαίγνια, με εμφανή την καταγωγή τους από το διαφημιστικό παρελθόν του. Δε φτάνει το μεγάλο δάσκαλο, αλλά ο μεγάλος δάσκαλος τον αναγνωρίζει – και αυτό είναι που μετράει.

Μοιάζουν λοιπόν οι δύο δεξιοτέχνες του ελληνικού λόγου, αλλά δε μοιάζουν στα λόγια πρώτα απ’ όλα. Μοιάζουν κατ’ αρχήν στο πώς βλέπουν τη νεολαία. Ας θυμηθούμε εδώ μια άλλη φιγούρα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, και ένα περιστατικό με το οποίο έγινε ιδιαίτερα γνωστός στη Γαλλία: χαστουκίζοντας έναν νέο, έναν «αλήτη» (με την προστασία των σωματοφυλάκων του φυσικά). Οι Καρατζαφέρης και Καργάκος δε χαστουκίζουν κυριολεκτικά νέους –για αυτό το σκοπό υπάρχουν εξάλλου τα «ηρωικά» ΜΑΤ και «αγανακτισμένοι πολίτες». Φροντίζουν όμως να επιτίθενται στη νεολαία, ειδικά ο Καργάκος υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί καν, δεν ξέρει να αρθρώσει λέξη, για να την καταδικάσουν στη σιωπή. Τουλάχιστον όσο η νεολαία αυτή δεν έχει τα σωστά, εθνικοπατριωτικά βεβαίως βεβαίως, ιδεώδη. Αν είναι για τη Μακεδονία μας, ας πούμε, ας εκφράζεται ελεύθερα χωρίς άγχη για τη γραμματική και το λεξιλόγιό της.

Αυτά ήταν πάντα τα καθόλου γλωσσικά, αλλά πολύ πολιτικά διακυβεύματα της επίθεσης στη γλώσσα των νέων, ήδη από τη δεκαετία του 1980, επίθεση όπου ο Σαράντος Καργάκος έπαιξε κεντρικό ρόλο από την αρχή. Μπορεί να έπαιρνε τη μορφή των κατηγοριών για λεξιπενία και να είχε το χαρακτήρα ψευδο-επιστημονικής κατάθεσης, αλλά ήταν μια σειρά από κλασικές αντιδραστικές θέσεις δεξιάς και ακροδεξιάς προέλευσης. Απλά τώρα βλέπουμε την ωρίμανση αυτού του συντηρητικού ρεύματος και τις νέες πολιτικές συμμαχίες που έχει διαμορφώσει.

Last, but not least, ο Καργάκος έχει την τάση να θυμίζει από δω κι από κει τι υπέφερε ως παλιός αριστερός για να αποκλείσει οποιαδήποτε ταύτισή του με την ακροδεξιά και να παρουσιάσει ως προοδευτικά τα όσα λεει. Επιχείρημα βέβαια που χρησιμοποιούν και πολλοί άλλοι προστάτες της γλώσσας μας με αριστερό παρελθόν. Ποτέ δεν κατάλαβα βέβαια από πού και ως πού κάποιος που έχει βασανιστεί έχει εξορισμού παντού και πάντα δίκιο ή, επειδή είχε δίκιο τότε, πρέπει να αποδεχτούμε τη γνώμη του σε όλα και για όσα λεει και για τα επόμενα 40 χρόνια. Ωραίος ο συναισθηματικός εκβιασμός, αλλά καλύτερα είναι να κρίνει κανείς θέσεις και όχι χαρακτήρες. Τα πράγματα όμως είναι κάπως χειρότερα για τον Καργάκο και τους Καργάκους αυτού του κόσμου, γιατί το θέμα δεν είναι τι έκαναν και τι υπέφεραν 40 χρόνια πριν, αλλά τι έκαναν τα τελευταία 40 χρόνια – στην εμπροσθοφυλακή των εθνικιστών, των νεοσυντηρητικών και των νεοκαθαρευουσιάνων

Μιχάλης Καλαμαράς

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Κυριακή, Δεκεμβρίου 28, 2008

«Τώρα που κόπασε ο θόρυβος...»

Παρά το ότι δεν πρόκειται για γλωσσικό θέμα, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών νομίζουμε ότι επιβάλλουν και ένα μικρό σχόλιο από την πλευρά μας, κυρίως για τα όσα συμβαίνουν τώρα, δύο εβδομάδες μετά την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.

Αυτό που είναι πραγματικά εντυπωσιακό είναι η ευκολία της επιστροφής στην καθημερινότητα, στο shopping therapy των Χριστουγέννων, για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Και ας κυριαρχεί η παγωμάρα, το σφίξιμο και όπως αλλιώς θέλουν να το πουν τα μέσα ιδιωτικής προπαγάνδας, που πρωτοστατούν στην προσπάθεια να πάμε παρακάτω, γιατί η στάση είναι επικίνδυνη, η σκέψη είναι επικίνδυνη, καλύτερα να ψωνίζουμε. Πραγματικά εναγώνιες λ.χ. οι προσπάθειες του ΣΚΑΙ να τονωθεί η αγορά τις τελευταίες μέρες, με ρεπορτάζ από το κέντρο, με εκκλήσεις από καταστηματάρχες ότι όλα είναι ασφαλή τώρα, το κέντρο έχει τα καλύτερα μαγαζιά και άλλες παρόμοιες μεγαλειώδεις δηλώσεις.

Και όλα αυτά, ενώ το «χριστουγεννιάτικο δέντρο» του δημάρχου Αθηναίων φρουρείται και στολίζεται με γουρουνοκεφαλές και άλλα ωραία και γιορτινά στολίδια, γίνονται διαδηλώσεις, διακόπτονται παραστάσεις, στα γήπεδα επικρατεί αναβρασμός. Αλλά όχι, μάλλον αυτά είναι υποκινούμενα, είτε από πράκτορες, είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε από άλλους παρόμοιους, οι οποίοι φανταζόμαστε προσπαθούν να επιβάλλουν σε εμάς τον περιούσιο λαό τον «ινδο-ευρωπαϊκό μύθο» και άλλα παρεμφερή. Και σε κάθε περίπτωση, εντάξει παιδιά, σπάσαμε, κάναμε το παιχνίδι μας, αφήστε τους κακόμοιρους τους μαγαζάτορες να κάνουν ωραίες γιορτές! Όχι άλλο κάρβουνο!

Ναι, να πάμε παρακάτω, όχι όμως στο ίδιο παρακάτω: δηλαδή πιο κάτω και από κει που ήμασταν, με την κρατική και ψυχολογική βία που ασκείται στους πολίτες να παραμένει στο μάξιμουμ, και όλοι να θεωρούν ότι έτσι είναι. Δεν είναι έτσι. Δεν μπορούμε να προσπερνάμε αδιάφορα όταν δολοφονείται ένας μαθητής και ο υπουργός πηγαίνει στο γήπεδο να δει τον Πανθρακικό!

Και μέσα σε όλα, έχουμε και διάφορους που θλίβονται επειδή δεν είναι κίνημα αυτή η εξέγερση, ή επειδή κάηκε μέρος της βιβλιοθήκης της Νομικής, ενώ ακόμη και στις Βερσαλλίες σεβάστηκαν τον Ρέμπραντ (σύμφωνα τουλάχιστον με την Σώτη Τριανταφύλλου: δεν γνωρίζουμε αν στέκει η πληροφορία, αλλά μάλλον δεν ήταν «βελούδινη» και η γαλλική επανάσταση, ή μήπως και αυτή έγινε με διάλογο ή με όρους κινήματος;).
Ας συνεχιστεί το ξέσπασμα. Ας μην αφήνουμε τίποτα πια να πέφτει κάτω, μόνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα (άλλωστε, εκεί θα παρέμβει σίγουρα ο Κωστάκης και η παρέα του: ποιος θα χρηματοδοτεί τα σουβλάκια του Μπαϊρακτάρη για να τρώει ο πρόεδρος;). Παρεμβάσεις παντού και σε όλα!

Και στη γλώσσα. Είναι πια θλιβερό να βλέπεις συγγραφείς, επιμελητές, κριτικούς, δημοσιογράφους και άλλους να αναπαράγουν τραγικά στερεότυπα περί ελληνικής γλώσσας ως αυτονόητα. Ο παραλογισμός φτάνει σε τρομερά ύψη: ο Βασίλης Αλεξάκης αισθάνεται ειδικός όχι μόνο για την ελληνική, αλλά και για την αγγλική, αφού διαπιστώνει ότι «δεν θα ήθελα να ήμουν τώρα Άγγλος συγγραφέας. Τι ποίηση πια να βγει μέσα απ’όλη τη φθορά;» (Κ, 14/12/2008). Ίσως γι’αυτό δεν υπάρχουν πια καλοί Άγγλοι συγγραφείς, θα προσθέταμε εμείς: τι να γράψει κανείς με τόση φθορά; Δεν είναι σίγουρο αν μιλάνε πια οι Άγγλοι ή γρυλίζουν...

Δεν μπορούμε να ανεχόμαστε πια άλλα τέτοια παραληρήματα. Δεν τα αναμασάμε μεταξύ μας. Παρεμβάσεις!

Καλό αγωνιστικό 2009.
«ανορθογραφίες»

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τετάρτη, Αυγούστου 20, 2008

Γλωσσολογία και πολιτική ΙΙ: Η μακεδονική

Το σύντομο σημείωμα που ακολουθεί δεν εξαντλεί το θέμα της μακεδονικής γλώσσας, ούτε ασχολείται εξονυχιστικά με την γλωσσολογική ουσία του πράγματος. Αυτό που μας ενδιαφέρει να αναδείξουμε είναι το παράλογο του κυρίαρχου ελληνικού λόγου (τόσο στα ΜΜΕ όσο και στην επίσημη ελληνική θέση) σε σχέση με την μακεδονική γλώσσα της (Πρώην Γιουγκοσλαβικής) Δημοκρατίας της Μακεδονίας.

Γλωσσολογία και πολιτική ΙΙ: Η μακεδονική

Τον τελευταίο καιρό, φαίνεται να έρχεται στο προσκήνιο από την πλευρά της Δημοκρατίας της Μακεδονίας το ζήτημα της μακεδονικής γλώσσας, σε συνδυασμό με το ζήτημα μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Εμείς δεν θα ασχοληθούμε συνολικά με το ζήτημα αυτό (θα επανέλθουμε πιο αναλυτικά), αλλά με την αντίδραση από την ελληνική πλευρά σε σχέση με το θέμα της γλώσσας.

Καταρχήν, είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού τύπου (και των ΜΜΕ γενικότερα) έχει ενσωματώσει τον κυρίαρχο λόγο του ελληνικού κράτους περί «δήθεν μακεδονικής» και «προκλητικής απαίτησης των Σκοπιανών». Αν εξετάσουμε λίγο τα επιχειρήματα που προβάλλονται από όλους τους υποστηρικτές αυτής της θέσης, θα δούμε ότι είναι τελείως ανεδαφικά. Συγκεκριμένα:

α) Σε πρώτο επίπεδο, υπάρχει η γνωστή επωδός ότι δεν μπορούν να αναφέρονται οι γείτονες σε καμία γλώσσα με το όνομα «μακεδονική», γιατί αυτός ο όρος αναφέρεται είτε στην αρχαία μακεδονική (που κατά τη γνώμη τους ταυτίζεται με αρχαία ελληνική διάλεκτο, αλλά βλ. παλιότερο άρθρο μας «Η "Μακεδονική": γλωσσολογία και πολιτική» γι’αυτό το θέμα) είτε σε κάποια μακεδονική διάλεκτο στην Ελλάδα ή, τέλος πάντων, όπως το όνομα «Μακεδονία» είναι ελληνικό έτσι και ο όρος «μακεδονική» πρέπει να αναφέρεται στην Ελλάδα. Όμως, όπως και στην περίπτωση του ονόματος, έτσι και στην περίπτωση της γλώσσας κάτι τέτοιο είναι μάλλον αστείο. Από τη μια, αυτό το όνομα χρησιμοποιούν οι ομιλητές για να προσδιορίσουν τη γλώσσα τους, όνομα που προϋπήρχε και της δημιουργίας του κράτους. Πέρα από αυτό όμως, ένα κράτος που έχει αναγνωριστεί σχεδόν από όλους με το όνομα «Μακεδονία» είναι φυσικό να ονομάζει τη γλώσσα του «μακεδονική», γιατί, όπως είναι προφανές, η γλώσσα μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ ισχυρό εργαλείο δημιουργίας ταυτότητας. Θα ήταν πραγματικά αξιοπερίεργο η επίσημη γλώσσα ενός κράτους να έχει όνομα που να μην παραπέμπει στο κράτος αυτό (υπάρχουν φυσικά παραδείγματα, αλλά έχουν να κάνουν με διαφορετικούς τρόπους δημιουργίας των κρατών, όπως λ.χ. στην Αφρική). Άλλωστε, είναι γνωστό ότι μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τα ανεξάρτητα πια κράτη (π.χ. η Κροατία ή η Σερβία) έχουν επιδοθεί σε μία προσπάθεια διαχωρισμού της γλώσσας τους από αυτήν των γειτονικών κρατών. Ένα ακόμα παράδειγμα αποτελεί η πρώην Τσεχοσλοβακία, όπου τώρα έχουμε δύο γλώσσες, την τσέχικη και την σλοβάκικη, μολονότι φαίνεται να υπάρχει αρκετή επικάλυψη και πιθανότητα αλληλοκατανόησης μεταξύ των ομιλητών των δύο γλωσσών. Όμως, και στην Ελλάδα τι έγινε; Ο όρος «ελληνικά» καθιερώνεται μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, για να συνδέσει το νεοσύστατο κράτος με την αρχαιότητα, κάτι που δεν πετύχαινε βέβαια ο κοινός όρος «ρωμαίικα». Συμπερασματικά, η Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν κάνει τίποτα αξιοπερίεργο χρησιμοποιώντας το όνομα «μακεδονική» για τη γλώσσα των κατοίκων της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διεθνή βιβλιογραφία έχει καθιερωθεί ο όρος «Macedonian» για την γλώσσα της γειτονικής χώρας, αλλά βέβαια στην Ελλάδα υπάρχει ένα είδος δηλωμένης ή και σιωπηλής λογοκρισίας: αναφέρουμε απλά ότι στην ελληνική έκδοση του βιβλίου «Οι Γλώσσες των Κόσμου» (Εκδ. Σαββάλας), ενός πραγματικά πολύ ωραίου εκλαϊκευτικού βιβλίου για τις διάφορες γλώσσες του κόσμου, υπάρχει αναφορά στην «Σλαβική των Σκοπίων», ενώ φυσικά η πρωτότυπη, αγγλική έκδοση έχει τον όρο «Macedonian». Αναρωτιέται κανείς γιατί η «διόρθωση» αυτή γίνεται σιωπηρά...

β) Όμως, πέρα από το καθαρά τυπολογικό κομμάτι, υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα που τίθεται από ελληνικής πλευράς: η «γλώσσα των Σκοπίων» δεν μπορεί να λέγεται μακεδονική, γιατί βασικά είναι μία βουλγαρική διάλεκτος, και ονομάστηκε μακεδονική τεχνητά για να αποφεύγονται οι συσχετισμοί με την Βουλγαρία και τη βουλγαρική γλώσσα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό αυτό που γράφει ο Μπαμπινιώτης σε πρόσφατο άρθρο στο «Βήμα» (03.08.2008), ότι δηλαδή έχει «εκσερβιστεί» τεχνητά. Φυσικά, στην Ελλάδα γνωρίζουμε από τέτοιες τεχνικές, μια και η ελληνική «εξελληνίζεται» συνεχώς τους τελευταίους 2 αιώνες, σε μία συνεχή προσπάθεια να σβηστούν ανεπιθύμητα σημάδια (από την τουρκική, κυρίως, αλλά και από άλλες γλώσσες, όπως η ιταλική ή η γαλλική)! Από την άλλη, δε διακρίνουμε βέβαια την ίδια ετοιμότητα να ονομαστούν και τα πομάκικα βουλγαρικά, παρόλο που είναι πράγματι μια βουλγαρική διάλεκτος. Όμως ακόμα και αν δεχτούμε το σενάριο της στενής συνάφειας της μακεδονικής την βουλγαρική, αυτό σε καμία περίπτωση δεν μας λέει ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο όρος «βουλγαρική» για την ονομασία της γλώσσας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Και η ολλανδική έχει στενή συνάφεια με την γερμανική, αλλά η Ολλανδία δεν έχει επίσημη γλώσσα κάποια «γερμανική», όπως βέβαια ούτε η Δανία και οι υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες. Πολύ απλά, «γλώσσα είναι μία διάλεκτος με στρατό και ναυτικό». Από την στιγμή που μία διάλεκτος έγινε το κύριο όργανο ομιλίας σε μία κρατική οντότητα, ουσιαστικά αποκτάει αμέσως και την προσωνυμία της γλώσσας, της οποίας το όνομα δεν μπορεί να καθοριστεί από την απώτερη καταγωγή της διαλέκτου.

Φυσικά, το όλο θέμα είναι άλλο: πέρα από αυτά τα επιχειρήματα, που δεν στέκουν από καμία πλευρά, το ζήτημα είναι φυσικά οι σλαβόφωνοι στην ελλάδα και το θέμα περί μακεδονικής μειονότητας. Εκεί είναι το πρόβλημα για την ελληνική πλευρά, η οποία έχει καλύψει αυτό το θέμα με ένα πέπλο λογοκρισίας και σιωπής εδώ και χρόνια, γνωρίζοντας ότι δεν την ευνοεί η συζήτηση για τους σλαβόφωνους στην ελληνική επικράτεια, οι οποίοι έχουν δεχτεί διωγμούς και με αφορμή τη γλώσσα τους (οι οποίοι, προσοχή!, μιλούν «ντόπια» ή το πολύ «σλάβικα» γενικώς και αορίστως, σε καμία περίπτωση βουλγαρικά, εκσερβισμένα ή μη). Πάντως, τους ίδιους πληθυσμούς που τώρα προσπαθεί είτε να κρύψει είτε να μειώσει αριθμητικά, στις αρχές του 20ου αιώνα είχε προσπαθήσει να τους προσεταιριστεί και γλωσσικά, θεωρώντας ότι η σλαβική «διάλεκτος» που μιλούσαν έχει περισσότερη συνάφεια με την ελληνική παρά με την βουλγαρική! Και φυσικά, δεν χρειάζεται παρά να δει κανείς επίσημα ελληνικά έγγραφα για να διαπιστώσει ότι στο μεσοπόλεμο μιλούσαμε κανονικά στην Ελλάδα για μακεδονική γλώσσα: είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τριανταφυλλίδης αναρωτιέται τι θα γίνει με την διδασκαλία της ελληνικής στους σλαβόφωνους, που δεν πάει καλά, έχουμε φυσικά την έκδοση του «Αμπεσενταρ», του αλφαβητάριου για τους σλαβόφωνους, ενώ, για να θυμηθούμε και κάτι από την λογοτεχνία, ο Μυριβήλης στη «Ζωή εν τάφω», που τόσο πολύ διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία, μιλάει καθαρά για πληθυσμούς που αισθάνονται Μακεδόνες. Άλλωστε, είναι γνωστή η τρομοκρατία που ασκήθηκε σε αυτούς τους πληθυσμούς μετά τον εμφύλιο (βλ. και το πολύ αξιόλογο βιβλίο: «Η απαγορευμένη γλώσσα» του Τάσου Κωστόπουλου).

Στην αντιπαράθεση με τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, που και αυτή βέβαια κάθε άλλο παρά στερείται εθνικιστικής ρητορείας, η ελληνική πλευρά απαντάει με τη γνωστή τακτική της αποσιώπησης της αλήθειας, της παραπληροφόρησης, της εθνικιστικής υστερίας. Η μακεδονική είναι φυσικά η γλώσσα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, κάτι που δεν αποτελεί ούτε κορύφωση των «προκλήσεων», ούτε επιθετική ενέργεια: είναι απλά ένα ακόμα κομμάτι στη συνεχιζόμενη προσπάθεια της χώρας να αποτελέσει εθνικό κράτος. Όσο για τον εθνικισμό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αξίζει ίσως μία επισήμανση: ναι μεν υποδέχτηκαν ως απόγονους του Αλέξανδρου την πακιστανική φυλή των Χούσνα, αλλά ποιος «ανακάλυψε» πρώτος τους απόγονους του Αλέξανδρου στο Αφγανιστάν, τους Καλάς; Πάντως όχι οι Μακεδόνες εθνικιστές.

«ανορθογραφίες»

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τετάρτη, Ιουλίου 16, 2008

Καθιέρωσε η Νέα Δημοκρατία το μονοτονικό;

Αυτό "υποστήριξαν" στη Βουλή Βελόπουλος και Παναγιωτόπουλος

Πότε καθιερώθηκε αλήθεια το μονοτονικό στην Ελλάδα; Πότε άρχισαν να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο μόνο στο λύκειο; Αν δε ξέρετε πότε ακριβώς, μήπως θυμάστε ποιες κυβερνήσεις πήραν αυτές τις νομοθετικές πρωτοβουλίες;

Πολλοί και πολλές που διαβάζουν αυτό το ποστ είναι πιθανόν να μην ξέρουν ή να μη θυμούνται. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι περίεργο ή ανησυχητικό για όποιον δεν έχει ασχοληθεί συγκεκριμένα με την ιστορία του γλωσσικού ζητήματος στη Ελλάδα ή για κάποιον που δε φιλοδοξεί να μιλήσει, επίσημα και δημόσια, ακριβώς για αυτά τα θέματα.

Στη συνεδρίαση, όμως, της 15ης Ιουλίου 2008 στη Βουλή των Ελλήνων, στη διάρκεια της συζήτησης για νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας με διατάξεις για γλωσσικά θέματα, οι κύριοι Πάνος Παναγιωτόπουλος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, και Κυριάκος Βελόπουλος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΛΑΟΣ, ήθελαν να μας μιλήσουν ακριβώς για αυτά τα ζητήματα, για το πολυτονικό και τα αρχαία στο σχολείο, και να μας εξηγήσουν γιατί όλες οι βασικές επιλογές γλωσσικής πολιτικής των κυβερνήσεων μετά τη Μεταπολίτευση είναι εντελώς λανθασμένες.

Ας δούμε τα τρυφερά όσο και παραληρηματικά λόγια που αντάλλαξαν οι δύο αυτοί συναγωνιστές από τα επίσημα πρακτικά της Βουλής κατά τη συζήτηση για το νομοσχέδιο «Θέματα προσωπικού Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και άλλες διατάξεις»:


ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: [...] Είδαμε, λοιπόν, το εκπαιδευτικό συνδικαλιστικό κίνημα να ασχολείται με όλα τα θέματα, πλην εκείνου της πραγματικής ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.

Πότε είδαμε, κύριε Υπουργέ, τους περίφημους συνδικαλιστές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο χώρο της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων να αγωνιούν για την υποβάθμιση της εκμάθησης της γλώσσας στην Ελλάδα; Διαχειριζόμαστε ως έθνος των Ελλήνων μία γλώσσα που αποτελεί τη βάση του παγκόσμιου γλωσσικού πολιτισμού. Είναι ή δεν είναι έτσι; Η ελληνική γλώσσα αποτελεί τη βάση της παγκόσμιας γλωσσικής παιδείας. Δείξτε μου μια επίσημη πρωτοβουλία των συνδικαλιστικών οργάνων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που έχουν πλειοψηφία μέσα στα πλαίσια του συνδικαλισμού που ασκείται στο χώρο και των τριών εκπαιδευτικών βαθμίδων, που κατέτεινε στο να προβάλλει τη γλωσσική αμάθεια και ημιμάθεια που δημιουργείται μέσα στο χώρο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Πότε;
Πού είναι η αγωνία τους για την ελληνική ταυτότητα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης; Πού είναι η αγωνία τους για τη δραστική υποβάθμιση των δημοσίων σχολείων σε αυτήν την εικοσαετία που το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ασκούσε τη διακυβέρνηση του τόπου;

Τι είχαμε, λοιπόν; Είχαμε μια εκπαίδευση που από μέρα σε μέρα γνώριζε δραστική υποβάθμιση σε όλα τα επίπεδα. Γλωσσική εκπαίδευση; Ημιμάθεια και αμάθεια. Εκπαίδευση στο χώρο των κλασικών σπουδών; Ημιμάθεια και αμάθεια. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Διδασκαλία της ιστορίας; Προβληματική. Πρόσβαση στις νέες γνώσεις και στις νέες τεχνολογίες; Βήμα σημειωτόν ή στην χειρότερη περίπτωση δύο βήματα μπροστά, τρία βήματα πίσω.

[...]

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ : Κύριε Παναγιωτόπουλε, ήθελα να σας χειροκροτήσω και εγώ, πιστέψτε με. Ο λόγος σας ήταν εκπληκτικός. Αφού μπερδεύτηκα, νόμιζα ότι μιλούσε εκπρόσωπος του ΛΑ.Ο.Σ.

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Μήπως είστε εσείς Νεοδημοκράτης δεν ξέρω.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, εμείς είμαστε δεξιοί. Εσείς είστε κεντροδεξιοί. Αλλά θα σας πω και το εξής, για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, γιατί η μνήμη σας είναι πλημμελής.

Κατηγορείτε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. για τις επιλογές στο χώρο της παιδείας από το 1981 και μετά. Θα σας υπενθυμίσω κάτι για τη γλώσσα, κύριε Παναγιωτόπουλε.

Το 1978 επί Ράλλη σε ένα βράδυ επιβάλλατε [sic!] φασιστικά, αν θέλετε, στις 12.30’ το βράδυ, το μονοτονικό. Από εκεί ξεκίνησε το έγκλημα της γλώσσας.

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Λάθος μας. Το λέω εγώ.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Χαίρομαι που το παραδέχεστε. Είναι μεγάλη τιμή σε έναν πολιτικό άνδρα να παραδέχεται τα λάθη.

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ήταν επιπόλαιη γλωσσική μεταρρύθμιση του ’80 και την πλήρωσε ο ελληνικός λαός.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Θα σας πω και το εξής. Εκείνο το βράδυ έγινε και η μείωση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών. Η λεξιπενία, αν θέλετε…

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Και το λέω με πλήρη γνώση της ευθύνης.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Χαίρομαι γι’ αυτό.

Και το βιβλίο της Στ’ Δημοτικού με αγώνα που κάναμε εμείς προεκλογικά, αναγκαστήκατε να το αποσύρετε μετεκλογικά.

ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο κ. Στυλιανίδης το απέσυρε.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Βέβαια και προς τιμήν του. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Άργησε βέβαια, αλλά το έκανε. Κι αυτό είναι καλό. Απλά θέλω να πω ότι όταν πλημμελώς αναφέρεσαι στην ιστορία, στον πολιτισμό, στη γλώσσα και έχεις μνήμη επιλεκτική, δεν μπορώ να σας χειροκροτήσω. Θα ήθελα ειλικρινά να σας χειροκροτήσω αν μου λέγατε για το 1977, για το 1978, για το 1979. Αλλά εσείς σταματάτε συμπτωματικά στο 1981.

Εντάξει, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έκανε λάθη. Εσείς δεν κάνατε λάθη προγενέστερα; Γιατί ο μίτος της Αριάδνης ξεκινάει από κάποια σημεία. Ξεκινάει από τη δεκαετία του ’70.
[...]


Υπάρχουν πολλά ωραία πράγματα που λέγονται σε αυτή τη συζήτηση πέρα από το απόσπασμα που μόλις παραθέσαμε. Ειδικά ο Παναγιωτόπουλος καταλαμβάνεται από τον -συνήθη- ρητορικό του οίστρο και φτάνει να αναπολήσει "την εποχή που υπήρχε ο επιθεωρητής και έμπαινε στην τάξη". Μένοντας όμως στο παραπάνω απόσπασμα βλέπουμε τον Παναγιωτόπουλο, σε ένα χαρακτηριστικό δείγμα εθνικού λόγου για τη γλώσσα εμπνευσμένου από το γερμανικό ρομαντισμό, να μας βεβαιώνει ότι "η ελληνική γλώσσα αποτελεί τη βάση της παγκόσμιας γλωσσικής παιδείας", ενώ πιστεύει ότι στην εκπαίδευση επικρατεί γλωσσική ημιμάθεια και αμάθεια. Ξεσπαθώνει ακόμη που το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών προτίμησε, αντί για τις γλωσσικές απόψεις Παναγιωτόπουλου, τις γλωσσικές απόψεις του Τριανταφυλλίδη, του Δελμούζου, του Γληνού και του Κριαρά. Ο Βελόπουλος συμφωνεί και επαυξάνει και διεκτραγωδεί τις συμφορές που έφερε η καθιέρωση του μονοτονικού και ο περιορισμός της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο. Στις διαπιστώσεις αυτές συμφωνεί και ο Παναγιωτόπουλος και στιγμές αβροφροσύνης εκτυλίσσονται ανάμεσα στους εκπροσώπους των δύο κομμάτων.

Ως εδώ το πράγμα δεν προκαλεί καμία εντύπωση. Από τη μια, έχουμε δείγματα κλασικών νεοκαθαρεουσιάνικων απόψεων για τη γλώσσα, όπως κυκλοφορούν ευρύτατα, που τις υποστηρίζουν εδώ δύο εκπρόσωποι της δεξιάς και της ακροδεξιάς (μη ρωτάτε ποιος εκπροσωπεί ποιον χώρο, και οι ίδιοι μπερδεύτηκαν). Από την άλλη, δύο πολιτικοί, ο ένας από το χώρο της ΝΔ, και μάλιστα του κλίματος της λαϊκής δεξιάς, και ο άλλος από το ΛΑΟΣ συμφωνούν. Καθημερινές στιγμές στην ελληνική πολιτική ζωή.

Εκεί που το πράγμα αρχίζει να γίνεται κάπως περίεργο είναι όταν ο Βελόπουλος "θυμίζει" στον Παναγιωτόπουλο τις γλωσσικές "αμαρτίες" της ΝΔ, συγκεκριμένα ότι ο Ράλλης επέβαλε "φασιστικά" το μονοτονικό το 1978. Ένα θέμα είναι βέβαια η άνεση με την οποία βαφτίζει ο Βελόπουλος φασιστικό ό,τι απλά δε του αρέσει εκείνου, πέρα από τις θέσεις του ΛΑΟΣ που απαγορεύεται να τις πούμε φασιστικές. Το σημαντικότερο όμως εδώ είναι ότι το μονοτονικό δεν ψηφίστηκε ("επιβλήθηκε φασιστικά") το 1978 με τη Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση, αλλά το 1982 με κυβέρνηση το -"επάρατο", "λαϊκιστικό"- ΠΑΣΟΚ. Στην ψηφοφορία αυτή μάλιστα η Νέα Δημοκρατία είχε αποχωρήσει, με τον Μητσοτάκη να χειρίζεται την υπόθεση ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος. Το ΚΚΕ είχε υπερψηφίσει τη διάταξη, ενώ άλλο κόμμα δεν εκπροσωπούνταν στη Βουλή.

Παρ' όλα αυτά, ο Παναγιωτόπουλος όχι μόνο δεν επισημαίνει το -καραμπινάτο- λάθος του Βελόπουλου, αλλά προχωράει και "παραδέχεται" ότι ήταν λάθος και επιπολαιότητα της Νέας Δημοκρατίας!

Για να εμπεδωθεί η αίσθηση ότι οι Βελόπουλος και Παναγιωτόπουλος δεν έχουν ιδέα από την ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, ο εκπρόσωπος του ΛΑΟΣ συνεχίζει και υποστηρίζει ότι "εκείνο το βράδυ [που ψηφίστηκε το μονοτονικό, το 1978 υποτίθεται] έγινε και η μείωση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών". Ο περιορισμός της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο έγινε βέβαια το 1976, όταν καθιερώθηκε και η δημοτική. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά, ήταν όντως ο Ράλλης υπουργός Παιδείας και η ΝΔ στην κυβέρνηση. Ο Βελόπουλος τελειώνει την αναφορά του στο ζήτημα του μονοτονικού και των αρχαίων μιλώντας και πάλι για λάθη της ΝΔ προγενέστερα του 1981, για να μας επιβεβαιώσει ότι τα όσα είπε δεν είναι καμιά παραδρομή του λόγου. Εξάλλου, δε μιλάμε για μια δευτερεύουσα, απλή αναφορά στα δύο γεγονότα από τους δύο πολιτικούς στο πλαίσιο ενός ευρύτερου λόγου, αλλά είναι ακριβώς αυτά τα δύο σημεία στα οποία ο Βελόπουλος θεωρεί ότι το ΛΑΟΣ, ως κόμμα, πρέπει να ασκήσει κριτική πάνω στη γλωσσική πολιτική της ΝΔ, αλλά και ο Παναγιωτόπουλος διαφοροποιούμενος, υποτίθεται, από την επίσημη άποψη της ΝΔ και κάνοντας, πάντα υποτίθεται, κριτική στην ιστορία της να φανεί ο μεγάλος πολιτικός άντρας που δέχεται τα λάθη της παράταξής του. Στη διάρκεια όλου αυτού του διαλόγου, ούτε οι ίδιοι αμφιβάλλουν ή διστάζουν έστω για μια στιγμή για όσα λένε, αλλά ούτε και κανείς από τους άλλους παρευρισκόμενους παρεμβαίνει για να τους διορθώσει.

Δύο από τους πιο μανιασμένους "προστάτες" της γλώσσας μας, μιλώντας επίσημα και δημόσια, αποδεικνύεται όχι ότι δε θυμούνται "ακριβώς" κάποιες χρονολογίες, αλλά ότι είναι παντελώς άσχετοι με το γλωσσικό ζήτημα και την πολύ πρόσφατη ιστορία του, όσα συνέβησαν όταν αυτοί ήταν νέοι. Και όμως εμφανίζονται να τοποθετούνται κατηγορηματικά για ζητήματα που αφορούν τη γλώσσα και τι πρέπει να γίνει για αυτήν, απαξιώνοντας όλη τη γλωσσολογική και παιδαγωγική έρευνα για αυτά τα ζητήματα τα τελευταία εκατό τουλάχιστον χρόνια. Φαντάζομαι ότι, αφού έχουν τόσο ξεκάθαρη εικόνα για την πρόσφατη ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, εύκολα και αξιόπιστα θα μπορούσαν να εξηγήσουν με βάση τις γνώσεις τους και την εικόνα που έχουν για την ελληνική γλώσσα, την ιστορία της και τη γλώσσα γενικά γιατί το πολυτονικό είναι προτιμότερο από το μονοτονικό και τα αρχαία ελληνικά προϋπόθεση για να ξέρει κανείς πολύ καλά νέα ελληνικά, θα μπορούσαν με την ίδια ακρίβεια και αυτή τη χαρακτηριστική τους επιμονή ακόμη και στη λεπτομέρεια να μας τεκμηριώσουν ότι οι σημερινοί ομιλητές της ελληνικής "πάσχουν από λεξιπενία".

Ο Βελόπουλος έχει προχωρήσει μάλιστα και παραπέρα. Προωθεί μέσα από τις εκπομπές του την ιδέα Τσέγκου ότι τα αρχαία ελληνικά, όχι μόνο σε βοηθούν να χρησιμοποιείς "σωστότερα" τα νέα ελληνικά, αλλά απαλλάσσουν τα παιδιά από τη δυσλεξία, τα κάνουν "εξυπνότερα" και ποιος ξέρει τι άλλο. Πουλάει, όπως είναι λογικό, και τα σχετικά βιβλία. Το ότι βέβαια γλωσσολόγοι και ψυχίατροι έχουν καταρρίψει τις θεωρίες Τσέγκου και ότι ο ίδιος ο Τσέγκος έχει αναγκαστεί υπό το βάρος της κριτικής να αναιρέσει το ίδιο του το βιβλίο δια απλής επιστολής σε εφημερίδα δε φαίνεται να έχει προβληματίσει τον Βελόπουλο. Του αρκεί που τις απόψεις Τσέγκου συμμεριζόταν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Με παρόμοια εγκυρότητα αμφισβητεί ο Βελόπουλος ότι υπήρξαν Ινδοευρωπαίοι -αφού οι Έλληνες είναι ανάδελφοι και αυτόχθονες ή και απόγονοι των Έψιλον, αρνείται τη φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου -αφού η φοινικική ήταν σημιτική γλώσσα- και μας βεβαιώνει ότι ο Κίσινγκερ είπε ότι πρέπει να πληγεί η ελληνική γλώσσα. Υποθέτουμε πάντως ότι, για να μας προτείνει το φάρμακο των αρχαίων για τη δυσλεξία με την ίδια βεβαιότητα με την οποία κατακεραυνώνει τη ΝΔ για την "φασιστική επιβολή" του μονοτονικού, οι γνώσεις Βελόπουλου για την αναπτυξιακή ψυχολογία, την ψυχιατρική, την παιδαγωγική και τη γλωσσολογία θα συναγωνίζονται τις γνώσεις Βελόπουλου-Παναγιωτόπουλου για την πρόσφατη ιστορία του γλωσσικού ζητήματος.

Πάνος Παναγιωτόπουλος και Κυριάκος Βελόπουλος, δύο έγκυροι και αξιόπιστοι σχεδιαστές γλωσσικής πολιτικής.

Μιχάλης Καλαμαράς
17.7.08

Ενδεικτική τεκμηρίωση:
* Αλέξης Δημαράς, Βάσω Βασιλού-Παπαγεωργίου, Από το κοντύλι στον υπολογιστή, 1830-2000: Εκατόν εβδομήντα χρόνια ελληνική εκπαίδευση με λόγια και εικόνες, Αθήνα 2008, Μεταίχμιο.
* Νίκος Σαραντάκος, Η δράκα των επίορκων βουλευτών και άλλα πνευματώδη ψέματα.
* Νικ. Δ. Βαρμάζης, Η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία ως πρόβλημα της νεοελληνικής εκπαίδευσης, Θεσσαλονίκη 1992, Αφοί Κυριακίδη.
* Σπύρος Παπασπύρου, "Γλωσσική πολιτική στην Ελλάδα με αφετηρία τη γλωσσική μεταρρύθμιση. 1976-2000." στο: Γεώργιος Ι. Σπανός & Ευαγγελία Φρυδάκη, Γλώσσα και Λογοτεχνία στην Εκπαίδευση, Αθήνα 2001, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, σσ. 317-373.

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τρίτη, Μαρτίου 04, 2008

Ορθογραφία και ορθωγραφεία

Έπειτα από αρκετό καιρό, δημοσιεύουμε ένα νέο ανορθόγραφο κείμενο, συμπτωματικά με την πρόσφατη κυκλοφορία του ορθογραφικού λεξικού του "εθνικού" μας γλωσσολόγου...


‘Ορθοπαιδικός ή Ορθοπεδικός; Μήνυμα ή μύνημα; Εταιρεία ή εταιρία; Ταξείδι ή ταξίδι; Τρένο ή τραίνο;’ Αυτά είναι μόνο μερικά από τα διλήμματα που απασχολούν τους περισσότερους χρήστες της Ελληνικής, κατεξοχήν κατά τη διάρκεια της σχολικής τους εκπαίδευσης, όπου ενδεχόμενο λάθος κοστίζει κυριολεκτικά σε βαθμούς, αλλά και αργότερα, όπου ενδεχόμενο λάθος θεωρείται ένδειξη χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Η ορθογραφία αποτελεί ένα αγαπημένο θέμα των δασκάλων (και, αντίστοιχα, ένα αγκάθι για την πλειονότητα των μαθητών), ενώ παράλληλα αποτελεί και αγαπημένο θέμα συζητήσεων και αναζητήσεων για πολλούς που ασχολούνται με γλωσσικά ζητήματα από διάφορες σκοπιές, είτε ως μέρος της εργασίας τους είτε απλά ως χόμπυ. Τελευταία μάλιστα φαίνεται να μεγαλώνει το ενδιαφέρον για την ορθογραφία, με την έκδοση ‘ορθογραφικού’ λεξικού (!). Ξεκινώντας από την βασική σχέση γλώσσας και γραφής, θα διερευνήσουμε τη σημασία της ορθογραφίας από γλωσσική και κοινωνική άποψη, για να δικαιολογήσουμε και το όνομά μας («ανορθογραφίες»).

Α. Γλώσσα και γραφή

Σε αντίθεση με την (προφορική) γλωσσική ικανότητα, που φυσιολογικά αναπτύσσεται σε κάθε άνθρωπο, η γραφή αποτελεί επίκτητη ικανότητα, η οποία χρειάζεται μάθηση και άσκηση για να επιτευχθεί. Για τον λόγο αυτό, η γλώσσα είναι καταρχήν η προφορική γλώσσα, κοινή σε όλους τους ανθρώπους που ανήκουν σε μια γλωσσική κοινότητα. Η γραφή, από την άλλη, αποτελεί ένα αυθαίρετο σύστημα καταγραφής των ήχων από τους οποίους αποτελείται η γλώσσα (αυτό αποτελεί και ένα από τα βασικά γλωσσολογικά επιχειρήματα για την προτεραιότητα του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου από την άποψη της γλωσσολογικής έρευνας, αν και δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ σ’αυτό το θέμα).

Η γραφή, επομένως, αποτελεί ένα τρόπο καταγραφής της κατεξοχήν γλώσσας, της προφορικής. Αυτή η καταγραφή μπορεί να πάρει πολλές διαφορετικές μορφές, φυσικά και για την ίδια γλώσσα: η Γραμμική Β, ένα σύστημα όπου κάθε σύμβολο είχε την αξία μίας συλλαβής (αφήνοντας κατά μέρος διάφορες εξαιρέσεις που δεν έχουν ακόμα αποκρυπτογραφηθεί), θεωρείται ότι καταγράφει μία μορφή ελληνικής γλώσσας ή διαλέκτου. Το ίδιο συμβαίνει και με την αλφαβητική γραφή της Ελληνικής που είναι σε όλους μας οικεία, όπου κάθε σύμβολο έχει την αξία ενός φθόγγου της γλώσσας (πιο σωστά, ενός φωνήματος, ενός φθόγγου με διαφοροποιητική αξία, κατά την δομιστική παράδοση της γλωσσολογίας). Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην προσαρμογή του φοινικικού αλφαβήτου που επιχείρησαν οι αρχαίοι Έλληνες, πρώτον, πρόσθεσαν τα φωνήεντα, ενώ το σημιτικό σύστημα δεν δήλωνε τα φωνήεντα της γλώσσας (όπως ακόμα και σήμερα δεν τα δηλώνει η Αραβική και η Εβραϊκή), ενώ υπήρχε και ποικιλία στο ελληνικό αλφάβητο ανάλογα με την περιοχή (π.χ. ως προς την ίδια την ύπαρξη και το σχήμα κάποιων γραμμάτων κλπ.). Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο ο τρόπος που γράφουμε είναι αυτός που είναι σήμερα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι διαφορετικός, όπως το αποδεικνύουν και οι περιπτώσεις των γλωσσών που χρησιμοποιούν άλλα συστήματα, μη αλφαβητικά (π.χ. Κινεζική). Με αυτή την έννοια, η γραφή είναι αυθαίρετη.

Β. Πώς δημιουργείται η έννοια της ορθογραφίας

Σε ένα αλφαβητικό σύστημα, όπως αυτό της ελληνικής, η καλύτερη δυνατή αντιπροσώπευση θα απαιτούσε, προφανώς, η γραφή να ανταποκρίνεται στην ομιλία με σχέση 1:1, δηλαδή κάθε γράμμα να συμβολίζει και έναν διαφορετικό φθόγγο και το αντίστροφο, κάθε φθόγγος να συμβολίζεται με διαφορετικό γράμμα. Αυτή η λεγόμενη «φωνητική» γραφή θα βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στην γλώσσα, αποτελώντας πιστή καταγραφή της ομιλίας.

Δύο είναι οι κύριοι παράγοντες που δεν ευνοούν αυτού του τύπου την γραφή. Ο πρώτος είναι η γλωσσική αλλαγή: ως γνωστόν, όλες οι γλώσσες αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου (ή καλύτερα, οι ομιλητές διαμορφώνουν συνέχεια τη γλώσσα τους, με αποτέλεσμα αυτή να διαφοροποιείται). Κατά συνέπεια, η προφορά ορισμένων φθόγγων / λέξεων / φράσεων διαφοροποιείται, άλλοτε με ταχείς και άλλοτε με πιο αργούς ρυθμούς. Από την άλλη πλευρά, η γραφή, και καλύτερα αυτοί που κατέχουν αυτή την ικανότητα, έχουν την τάση να αντιστέκονται σε αλλαγές, μια και χρειάζεται άσκηση και μάθηση για την απόκτησή της, και έτσι δεν προσφέρεται για συνεχείς τροποποιήσεις.

Πέρα από τους δύο αυτούς παράγοντες, η έννοια της ορθογραφίας δημιουργείται παράλληλα με την προτυποποίηση ενός τρόπου γραφής μίας γλώσσας, δηλαδή με την καθιέρωση μιας γραπτής μορφής ως προτύπου. Αυτό συμβαίνει με την υιοθέτηση της έννοιας της γραπτής «παράδοσης», η οποία θεωρείται ισχυρότερη και σπουδαιότερη από την εκάστοτε ομιλία. Έτσι, η γραφή ουσιαστικά παύει να έχει ως στόχο την καταγραφή της τρέχουσας μορφής γλώσσας, αλλά στοχεύει στην διατήρηση μίας μορφής που θεωρείται σπουδαία, ισχυρή, καλύτερη για διάφορους κοινωνικούς λόγους. Δεν υπάρχει πια ο στόχος της 1:1 σχέσης, μια και αυτό θεωρείται δευτερεύον σε σχέση με την «σωστή» γραφή, η οποία αντλεί την ορθότητά της από το κοινωνικό γόητρο της γλώσσας την οποία διασώζει. Αυτό φυσικά προϋποθέτει συνειδητές αντιλήψεις για τη γλώσσα και τη γλωσσική και γραπτή παράδοση, που μόνο σε ένα πλαίσιο κάποιας συστηματοποίησης (όχι βέβαια διεύρυνσης) της εκπαίδευσης μπορεί να προκύψει. Καθώς λοιπόν η γλώσσα αλλάζει, χωρίς όμως να την ακολουθεί και ο τρόπος καταγραφής, οδηγούμαστε στην λεγόμενη «ιστορική» ορθογραφία, δηλαδή σε ένα τρόπο γραφής που δεν ανταποκρίνεται στην παρούσα κατάσταση, αλλά διασώζει τον τρόπο γραφής προγενέστερων μορφών της γλώσσας. Και φυσικά, η ιστορική ορθογραφία συνδέεται άμεσα με υποτιμητικές αντιλήψεις για την τρέχουσα μορφή της γλώσσας, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα υπήρχε κάποιος ουσιώδης λόγος διατήρησης της παλιάς γραφής, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες (ενιαίο έθνος και γλώσσα, επομένως και απαράλλακτος τρόπος γραφής, που έρχεται με τη σειρά του σε ένα κυκλικό σχήμα να αποδείξει αυτή την ενότητα, ενώ για χάρη αυτής διατηρείται). Όλα αυτά γίνονται εύκολα κατανοητά μέσα από το παράδειγμα της Ελληνικής, που είναι οικείο σε όλους μας.

Γ. Η περίπτωση της Ελληνικής

Τα πρώτα ελληνικά αλφάβητα δημιουργήθηκαν με στόχο να αποτυπώσουν ακριβώς τους φθόγγους της αρχαίας ελληνικής (όσο πιο πιστά είναι δυνατόν), επομένως θα έλεγε κανείς ότι εντάσσονταν σε μία προσπάθεια φωνητικής γραφής της γλώσσας. Όπως είναι πολύ γνωστό, τα πρώτα συστήματα αλφαβητικής γραφής της ελληνικής περιείχαν μόνο κεφαλαία γράμματα και καθόλου τονικά σημάδια. Στην πορεία, τα αλφάβητα αυτά διαφοροποιήθηκαν σε κάποιο βαθμό, χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε πόσο ανταποκρίνονταν στην ομιλία της εποχής τους από ένα σημείο και μετά.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ζήτημα «ορθογραφίας» ουσιαστικά δημιουργείται στην ελληνιστική εποχή, με την παράλληλη ανάδειξη των πρώτων φιλολογικών κέντρων και την επικράτηση του λεγόμενου «Αττικισμού» στα μορφωμένα στρώματα. Ενώ δηλαδή διάφορες γλωσσικές (φωνολογικές δηλαδή) μεταβολές είχαν οδηγήσει σε προφορά διαφορετική πολλές λέξεις της ελληνικής, η ανάδειξη της Αττικής σε πρότυπο (παιδευτικό, όχι μόνο γλωσσικό) από τους διάφορους «φιλολόγους» και λογίους της εποχής οδήγησε στη διατήρηση της ίδιας γραφής των λέξεων, δημιουργώντας έτσι ένα χάσμα ανάμεσα στη προφορά και την γραφή των λέξεων. Αυτό μας είναι γνωστό χάρη στην ανακάλυψη των παπύρων (και των διαφόρων επιγραφών, βέβαια), που μαρτυρούν πάρα πολύ διαφορετικές γραφές πολλών λέξεων, φανερώνοντας έτσι τη διαφορετική τους προφορά σε σχέση με την Αττική του 5ου αιώνα π.Χ. Επιπλέον, οι ίδιοι φιλολογικοί κύκλοι επινόησαν και τα τονικά σημάδια, τα οποία δηλώνουν ουσιαστικά την προφορά των λέξεων στην Αττική, μια και στην ελληνιστική εποχή αυτή είχε διαφοροποιηθεί.

Η έννοια του ορθογραφικού λάθους είναι, επομένως, δημιούργημα της ελληνιστικής εποχής. Οι πάπυροι περιέχουν αμέτρητα παραδείγματα ορθογραφικών λαθών, αφού μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν ήταν πολύ εξοικειωμένο με την Αττική διάλεκτο του 5ου αι., και έτσι έγραφε με βάση την τρέχουσα προφορά των λέξεων. Κατ’αυτή την έννοια, και όλα τα λεγόμενα «ορθογραφικά» λάθη απλά αποτυπώνουν την εξέλιξη της προφοράς των λέξεων.

Στην ελληνιστική εποχή έχει τις ρίζες της και ο παραλογισμός των κατοπινών αιώνων: οι λέξεις γράφονταν σύμφωνα με τα πρότυπα της Αρχαίας του 5ου αιώνα, με την προσθήκη όμως των τονικών σημαδιών που αρχικά προστέθηκαν για να δείξουν την προφορά εκείνων των λέξεων! Φυσικά, όπως αναφέρθηκε, αυτή η εξέλιξη και η επικράτηση της λεγόμενης «διγλωσσίας», μιας λόγιας και μίας δημώδους παράδοσης στην Ελληνική, σχετίζεται άμεσα με την ανάδειξη ήδη από την ελληνιστική εποχή της αρχαίας Ελλάδας ως αξεπέραστο πρότυπο προς μίμηση σε όλα τα επίπεδα, επομένως και στη γλώσσα. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση της «ορθογραφίας» και της εμμονής σε γραπτές μορφές του παρελθόντος δεν είναι αυτονόητη εξέλιξη σε κάθε γλώσσα, αλλά είναι απόρροια ιδεολογικών επιλογών.

Αυτό φαίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα στην επόμενη, Μεσαιωνική περίοδο της ελληνικής. Τότε εμφανίζονται και τα πρώτα εκτεταμένα κείμενα στη λεγόμενη δημώδη, τα οποία μας σώζονται σε διάφορα χειρόγραφα. Η «ορθογραφία» αυτών των χειρογράφων έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και αναζητήσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι συστηματική, όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά ενέχει τεράστια ποικιλία: ένα ρήμα όπως το «ήθελα» μπορούσε να γράφεται «ύθελα, ίθελα, ίθαιλα, είθελα, ήθελα κ.ά». Ο μόνος κανόνας που φαίνεται να ισχύει είναι: μπορείς να γράψεις τις λέξεις με όποια γράμματα θέλεις, αρκεί να συμβολίζουν τον κατάλληλο φθόγγο. Δηλαδή, όλα τα «ι» είναι ίδια, και μπορούν να εναλλάσσονται σε όλα τα γλωσσικά περιβάλλοντα. Αυτό προφανώς απέχει πάρα πολύ από την σημερινή έννοια της ορθογραφίας, που δεν ανέχεται ουσιαστικά καθόλου ποικιλία.

Αυτό που είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ίδιοι γραφείς που στην αντιγραφή των δημωδών κειμένων ήταν τόσο «ελεύθεροι» με την ορθογραφία των λέξεων, ήταν ταυτόχρονα και πολύ τυπικοί στην αντιγραφή των λογίων κειμένων. Αυτό καταμαρτυρά ακόμα πιο εμφατικά ότι η ορθογραφία σχετίζεται άμεσα με την αντίληψη για την γλώσσα: εφόσον τα δημώδη κείμενα ήταν προϊόντα της προφορικής, σύγχρονης παράδοσης, δεν υπήρχε λόγος η γραπτή τους μορφή να είναι συγκεκριμένη, μια και δεν υπήρχε και καθόλου τυποποιημένη μορφή της δημώδους αυτής γλώσσας. Από την άλλη, τα αρχαία κείμενα έπρεπε να αναπαράγονται ακριβώς όπως είναι, καθώς και η μορφή ήταν αναπόσπαστο μέρος του μεγαλείου τους.

Είναι ενδιαφέρον ότι ακριβώς το ίδιο φαινόμενο της ορθογραφικής ποικιλίας παρατηρείται και στις άλλες ευρωπαϊκές μεσαιωνικές γραμματείες, κάτι που φανερώνει την κοινή στάση ομιλητών διαφορετικών γλωσσών απέναντι στην μη τυποποίηση μιας γλωσσικής ποικιλίας, της δημώδους, και την άνεσή τους να χρησιμοποιούν τεράστια ποικιλία στη γραφή, χωρίς αυτό να έχει καμία συνέπεια στην επικοινωνία, τουλάχιστον απ’όσο μπορούμε να κρίνουμε σήμερα.

Φυσικά, ακόμα και οι «λόγιοι» είχαν συχνά δυσκολίες να τηρήσουν τους κανόνες της «ορθογραφίας», όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί από την ελληνιστική εποχή, μια και νέες λέξεις είχαν εισαχθεί στο λεξιλόγιο της ελληνικής, κυρίως δάνεια από τις δυτικές (ιταλική, γαλλική) και σλαβικές γλώσσες. Η «σωστή γραφή» αυτών των λέξεων ήταν αναγκαστικά τελείως αυθαίρετη, μια και δεν υπήρχε σημείο σύγκρισης με την αρχαία Ελληνική.

Στην πιο σύγχρονη περίοδο, η ορθογραφική απλοποίηση αποτέλεσε πάγιο αίτημα του δημοτικισμού, με διάφορες προτεινόμενες μορφές. Φυσικά το όλο θέμα αποτέλεσε μέρος μόνο του ευρύτερου γλωσσικού ζητήματος και της διγλωσσίας ανάμεσα σε καθαρεύουσα και δημοτική, με τις γνωστές κοινωνικές προεκτάσεις. Δεν θα μπούμε τώρα σε αυτό το θέμα, το οποίο είναι πολύ ευρύ και χρειάζεται ειδική διαπραγμάτευση. Ωστόσο, αξίζουν κάποιες επισημάνσεις σχετικά με την ορθογραφία της Νέας Ελληνικής όπως την εφαρμόζουμε σήμερα.

Το σημερινό σύστημα είναι, βέβαια, αποτέλεσμα όλων όσων προηγήθηκαν και αναφέρθηκαν πάρα πολύ σύντομα παραπάνω. Η επιμονή στην λεγόμενη ιστορική ορθογραφία δείχνει, φυσικά, την εμμονή στην διατήρηση της ιδέας της ενιαίας ελληνικής ως γλώσσας και γραφής με τρισχιλιετή ιστορία (φυσικά μόνο τρισχιλιετή, γιατί αν πάμε πιο πίσω, η ελληνική γραφή είναι η γραμμική Β, και αυτή δεν μπορεί να προσφερθεί για επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας, μια και δεν είναι αλφαβητική, ευτυχώς!), κάτι που άλλωστε φαίνεται και στο ευρύτερο γλωσσαμυντορικό κλίμα που δυστυχώς επικρατεί σε μεγάλο βαθμό στη νεοελληνική κοινωνία. Επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας συνήθως αναφέρονται α) η ίδια η ιστορία της και η σύνδεσή της με την ενότητα του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως σήμερα (το τελευταίο συνήθως υπονοείται, αλλά είναι σίγουρα το κλειδί για το συγκεκριμένο επιχείρημα), β) το ότι φανερώνει τις ρίζες των λέξεων, γ) είναι αισθητικά πολύ πιο ωραία από υποτιθέμενες απλοποιημένες μορφές, δ) κανείς άλλος στην Ευρώπη δεν το έχει κάνει, γιατί εμείς; και ε) ενδεχόμενη απλοποίηση θα αποκόψει τους νέους από την παλιότερη γλωσσική παράδοση και γραμματεία.

Ωστόσο, όλα τα παραπάνω είναι ανεπαρκή: Η λεγόμενη ιστορική διασώζει γραφές κυρίως από την αττική του 5ου αι. π.Χ. Θα έλεγε κανείς ότι εξίσου ιστορικές είναι και ελληνιστικές και μεσαιωνικές γραφές, που αποσιωπώνται, σκόπιμα βέβαια. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς ετυμολογία, ιστορική ορθογραφία των λέξεων, επομένως η ιστορικότητα δεν μπορεί να αποτελεί το τεκμήριο για την ορθογραφία. Αυτό είναι προφανές από την φοβερή σύγχυση που προκαλούν οι διαφορετικές γραφές των λέξεων στα λεξικά της Νέας Ελληνικής, όπως έχει κατ’επανάληψη επισημανθεί (βλ. λ.χ. τα άρθρα του Γιάννη Χάρη για την ορθογραφία). Μα η ιστορική ορθογραφία μόνο αντιφάσεις μπορεί να έχει, καθώς, όπως και η γλώσσα, διασώζει γραφές από διαφορετικές φάσεις, που δεν μπορούν να νοηθούν ως ένα ενιαίο σύστημα (όπως άλλωστε και η γλώσσα συνολικότερα). Επιπλέον, το ότι η ιστορική ορθογραφία φανερώνει την ετυμολογία των λέξεων, ακόμα και αν το δεχτούμε, ισχύει μόνο για τους φιλολόγους που μπορούν να διακρίνουν τις ρίζες και ετυμολογίες, και επιπλέον, δεν έχει κάποιο ενδιαφέρον πέρα από τους φιλολογικούς κύκλους. Για την αισθητική, δεν θα επιχειρήσουμε κάποιο σχόλιο, αλλά μόνο ένα ερώτημα: αν η ποικιλία των «ι» είναι ωραία αισθητικά, γιατί να μην εφαρμόσουμε το μεσαιωνικό σύστημα και να την επεκτείνουμε σε όλες τις λέξεις, ανεξάρτητα ρίζας; Σίγουρα η ανάγνωση θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν επιχειρηθεί κατά καιρούς διάφορες απλοποιήσεις, και κυρίως έχουν σιωπηλά γίνει από τους ίδιους τους χρήστες: π.χ. neighbor αντί για neighbour. Ενδεικτικά αναφέρουμε πρόσφατη απόφαση της Σουηδικής ακαδημίας, κατά την οποία η λέξη ‘skall’ καλό είναι να γράφεται πια μόνο ‘ska’, όπως συνήθως γράφεται και προφέρεται. Γενικευμένη απλοποίηση βέβαια δεν έχει γίνει στο πρόσφατο παρελθόν, μια και το ζήτημα της ορθογραφίας συνδέεται, όπως τονίσαμε, με την αντίληψη περί εθνικής γλώσσας που αντλεί την ιστορία της από το παρελθόν του έθνους. Από την άλλη, ο Κεμάλ επέβαλε το λατινικό αλφάβητο σε μία χώρα που έγραφε με Αραβικούς χαρακτήρες, κάτι που έγινε τελείως αποδεκτό, μια και ήταν άλλα τα κοινωνικά ζητούμενα για την Τουρκία εκείνη την εποχή. Τέλος, η αρχαιολατρεία και η εμμονή στην σωστή ορθογραφία είναι πιο πιθανό να απομακρύνει τους νέους από την παλαιότερη γραμματεία, παρά μια ορθογραφική απλοποίηση.

Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι η ορθογραφία αποτελεί ένα από τα καλύτερα εργαλεία, σε συνδυασμό φυσικά με τη γλώσσα ευρύτερα, για τον διαχωρισμό (από το σχολείο και εξής) σε μορφωμένους και μη, σε επιμελείς και μη. Και, κάτι εξίσου σημαντικό, μία ενδεχόμενη απλοποίηση της ορθογραφίας, στην κατεύθυνση της προσέγγισης στη φωνητική γραφή (και όχι φυσικά στην κατεύθυνση της εύρεσης της σωστής ιστορικής γραφής, που μόνο σε αδιέξοδα μπορεί να καταλήξει), θα διευκόλυνε σημαντικά την εκμάθηση της ελληνικής, όχι μόνο για τους έλληνες αλλά και για όλους τους υπόλοιπους που θα ήθελαν να μάθουν ελληνικά. Το τελευταίο ζήτημα φαίνεται να αποσιωπάται από τους περισσότερους γλωσσαμύντορες, μια και το κέρδος από την ορθογραφική απλοποίηση σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ προφανές και δεν μπορεί να αντικρουστεί, επομένως αποσιωπάται ή, εναλλακτικά, υποβαθμίζεται η σημασία της εκμάθησης της ελληνικής!

Ακόμα και πολλοί που αντιτίθενται στο γλωσσαμυντορικό εθνικισμό διστάζουν να προτείνουν απλοποίηση της ορθογραφίας, κυρίως λόγω του (συναισθηματικού) δεσίματος όλων των χρηστών της ελληνικής με τον συγκεκριμένο τρόπο γραφής. Ωστόσο, το συναισθηματικό δέσιμο δεν μπορεί να προτάσσεται εις βάρος των υπόλοιπων κοινωνιο-πολιτικών προτερημάτων της απλοποίησης. Καλύτερη η νοσταλγία, παρά ο εγκλωβισμός σε αυτό το μείγμα αυθαιρεσίας που είναι η σημερινή ορθογραφία.

Δ. Συμπεράσματα

Η ορθογραφία είναι το αποτέλεσμα τυποποίησης της γραφής σε συνδυασμό με αντιλήψεις που θεωρούν παλαιότερες μορφές (και γραφές) μιας γλώσσας ως ανώτερες, ως πρότυπα, και ως μέρη ενός ενιαίου συνόλου, μίας ενιαίας γλώσσας. Είναι ένα αυθαίρετο σύστημα κατ’ανάγκη, όπως άλλωστε και η γραπτή απόδοση μίας γλώσσας συνολικά. Οι πρώτες απόπειρες αλφαβητικών γραφών της ελληνικής υπηρετούσαν μια φωνητική γραφή, σήμερα όμως, αν και επικρατεί τόσος θαυμασμός για τους αρχαίους ημών προγόνους, δεν υιοθετείται αυτή η αντίληψή τους. Αντίθετα, η ορθογραφία θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια στη μόρφωση των πολιτών, και ένα κριτήριο κατηγοριοποίησής τους (ορθογράφοι και ανορθόγραφοι). Εμείς είμαστε το δεύτερο, και οι ανορθογραφίες μας δεν αφορούν την γραφή, αλλά τις αντειλείψης που κρίβωντε πίσο απώ την αιμμονή σε γλοσσικές ιδαιωλογίαις – μίθους.

Θ. Μαρκόπουλος

«Ανορθογραφίες»


Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Δευτέρα, Μαρτίου 03, 2008

Η "Μακεδονική": γλωσσολογία και πολιτική

Με αφορμή τις συζητήσεις του τελευταίου καιρού για το "μέγιστο" εθνικό θέμα, επαναφέρουμε στην επικαιρότητα το από τριετίας κείμενο του συνανορθόγραφου Θοδωρή για τη "Μακεδονική"...

Το ζήτημα της αρχαίας Μακεδονικής γλώσσας ή διαλέκτου αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα της στενής σχέσης ανάμεσα στην έρευνα με την ευρύτερη δυνατή έννοια, αλλά και ειδικότερα την γλωσσολογική έρευνα, και το εκάστοτε πολιτικό περιβάλλον. Αυτό είναι εμφανές από τις περιόδους αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος σχετικά με την "Μακεδονική": πέρα από τις αρχικές διαπιστώσεις και εικασίες του 19ου αιώνα, ο γνωστός νεο-γραμματικός γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις αναλαμβάνει να ασχοληθεί με το ζήτημα λίγο πριν και κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, με δύο μονογραφίες (1896, 1911), στις οποίες απευθύνει και μήνυμα στους "αδελφούς Μακεδόνες" οι οποίοι δοκιμάζονται. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το συμπέρασμα του Χατζιδάκι είναι ότι η Μακεδονική "αδιαμφισβήτητα" είναι διάλεκτος της αρχαίας Ελληνικής. Στη συνέχεια, πέρα από διάφορες μεμονωμένες έρευνες, το ενδιαφέρον στην Ελλάδα σχετικά με αυτό το ζήτημα αναθερμαίνεται την τριετία 1990-93, δηλαδή την περίοδο της μεγάλης εθνικιστικής έξαρσης με αφετηρία το όνομα της ΠΓΔΜ. Δεν είναι τυχαίο ότι σχετικός τόμος που εκδίδεται εκείνη την περίοδο έχει τον τίτλο: «Η γλώσσα της Μακεδονίας: Η αρχαία Μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων» (Εκδόσεις Ολκός, 1992). Είναι, κατά συνέπεια, εύκολα αντιληπτός και ο σκοπός της έκδοσης (που, σημειωτέον, περιλαμβάνει και τις δύο μονογραφίες του Χατζιδάκη που αναφέρθηκαν) και οι συγκεκριμένες θέσεις των συγγραφέων που συμμετείχαν. Έκτοτε, παράλληλα με την σχετική πτώση του ενδιαφέροντος της ελληνικής πολιτικής για το συγκεκριμένο θέμα, παρατηρείται και αντίστοιχη ύφεση στο ενδιαφέρον της γλωσσολογικής έρευνας, τουλάχιστον από την ελληνική πλευρά, η οποία σιωπηλά φαίνεται να θεωρεί το θέμα λήξαν.

Η παράλληλη πορεία του πολιτικού και γλωσσολογικού ενδιαφέροντος δεν είναι, φυσικά, ούτε δυσερμήνευτη ούτε σπάνια. Κατά μία έννοια, είναι κάτι το αναμενόμενο, αν θεωρήσουμε ότι η έρευνα συχνά κατευθύνεται (είτε σκόπιμα είτε όχι) με βάση το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο και τις επιταγές του. Ωστόσο, για την περίπτωση της Μακεδονικής, η έρευνα ακολούθησε περισσότερο πολιτικές σκοπιμότητες παρά γλωσσολογικές αρχές. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της αρχαίας Μακεδονικής δεν είναι ούτε ξεκάθαρο ούτε λυμένο, όπως το εμφανίζει η ελληνική πλευρά. Σε τι οφείλονται, λοιπόν, οι διχογνωμίες σχετικά με την καταγωγή της Μακεδονικής και πού χωρούν οι πολιτικές σκοπιμότητες σε ένα τέτοιο ζήτημα;

Το βασικό -γλωσσολογικό- πρόβλημα έχει ως αφετηρία την ουσιαστική έλλειψη στοιχείων σχετικά με την Μακεδονική. Όπως παραδέχεται η Παναγιώτου (2001), η οποία είναι η ερευνήτρια που υπερασπίζεται τα τελευταία χρόνια την ελληνικότητα της Μακεδονικής, το 99% των επιγραφών που μας έχουν σωθεί από την Μακεδονία είναι γραμμένες στην Αττική διάλεκτο, πιθανότατα λόγω της επιβολής της Αττικής ως επίσημης γλώσσας του Μακεδονικού βασιλείου ήδη από τα τέλη του 5ου- αρχές 4ου αι. π.Χ. Το υπόλοιπο 1% εκπροσωπείται από πολύ πρόσφατες ανακαλύψεις κάποιων -για την ακρίβεια, δύο- κατάδεσμων (δηλαδή, αντικειμένων που περιέχουν κατάρες), οι αρχαιότεροι των οποίων χρονολογούνται από τον 4ο αι. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι η γλώσσα των καταδέσμων δεν μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη βάση για έρευνα, αφού περιέχει πολλές ηχομιμητικές λέξεις, ελλειπτικές δομές, φορμουλαϊκές δομές κλπ. (βλ. π.χ. Curbera & Jordan, 2001). Είναι προφανές ότι το επιγραφικό υλικό είναι απολύτως ανεπαρκές για οποιαδήποτε, πόσο μάλλον για ασφαλή συμπεράσματα.

Επομένως, ποιες είναι οι μαρτυρίες που έχουμε για την Μακεδονική και οι οποίες έχουν προκαλέσει τόσες διχογνωμίες; Όσο κι αν προκαλεί εντύπωση, η βασική πηγή πληροφοριών για την Μακεδονική είναι οι λεξικογράφοι του Βυζαντίου, και ιδιαίτερα ο Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.), ο οποίος στην καταγραφή σπάνιων λέξεων που επιχείρησε περιέλαβε και μερικές χαρακτηρίζοντάς τες "Μακεδονικές". Πέρα από τους λεξικογράφους, διαθέτουμε και έμμεσες μαρτυρίες από αρχαίους συγγραφείς, με τις οποίες θα ασχοληθούμε πιο αναλυτικά παρακάτω. Εκ πρώτης όψεως, αυτή η έλλειψη υλικού οδηγεί χωρίς δυσκολία στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν (μέχρι στιγμής, τουλάχιστον) στοιχεία για τον χαρακτήρα της Μακεδονικής, καθώς οι πρωιμότερες καταγραφές λέξεων (και φυσικά όχι κειμένων), με την εξαίρεση των ελάχιστων επιγραφών και μεμονωμένων σχολίων στους ελληνιστικούς συγγραφείς, προέρχονται από τον 5ο αι. μ.Χ., πολλούς αιώνες (περίπου 10) μετά την πιθανή επιβολή της Αττικής ως επίσημης γλώσσας του Μακεδονικού βασιλείου. Γι’αυτό το λόγο, στην πρόσφατη εγκυκλοπαίδεια των αρχαίων γλωσσών (Woodard, 2004), που περιλαμβάνει γλώσσες από διάφορες οικογένειες, η Μακεδονική κατατάσσεται στις γλώσσες για τις οποίες δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για να μπορέσουμε να τις κατατάξουμε («insufficiently attested languages»), όπως και η Θρακική και αρκετές άλλες. Και πραγματικά, από γλωσσολογική πλευρά, αυτή θα ήταν η ασφαλέστερη λύση, λόγω ακριβώς της έλλειψης στοιχείων. Όμως, πολλοί ?έλληνες- ερευνητές αναφέρονται στη Μακεδονική σαν μια αυταπόδεικτα ελληνική διάλεκτο, και παρόλο που ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν είναι απίθανο, ωστόσο παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχτεί με ασφάλεια.

Τόσο οι "λέξεις" του Ησύχιου, όσο και οι έμμεσες μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, δεν επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων, ακόμα κι αν υποθέταμε ότι θα ήταν αρκετές για την κατηγοριοποίηση της Μακεδονικής. Οι "λέξεις" του Ησύχιου μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες (Brixhe & Panayotou, 1997, Woodard, 2004): α) Σε λέξεις που μοιάζουν πολύ με γνωστές αρχαίες ελληνικές λέξεις (π.χ. "κομμάραι", πβ. ΑΕ "κάμμαροι" = είδος αστακού). β) Σε λέξεις που δεν έχουν καμία αντίστοιχη λέξη στην ΑΕ (π.χ. "αλιή" = αγριογούρουνο) και γ) Σε λέξεις που πιθανόν να έχουν αντιστοιχία με ΑΕ λέξεις, αν και διαφοροποιούνται σημαντικά στην μορφο-φωνολογία τους (π.χ. "άδη", πβ. ΑΕ "αιθήρ"). Μολονότι η πρώτη κατηγορία είναι η πολυπληθέστερη, η ύπαρξη των δύο άλλων κατηγοριών δεν επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων με ασφάλεια, πόσο μάλλον όταν η καταγραφή αυτών των λέξεων είναι τόσο μεταγενέστερη του σταδίου που ενδιαφέρει κυρίως την σχετική γλωσσολογική έρευνα (κλασική και προ-κλασική περίοδος). Κι αυτό γιατί η σχετική πλειονότητα των εμφανώς "ελληνογενών" λέξεων μπορεί κάλλιστα να είναι το αποτέλεσμα της μερικής και ανεπαρκούς γνώσης των ελλήνων λεξικογράφων όσον αφορά τη Μακεδονική, ή της πολύ ισχυρής επιρροής άλλων Ελληνικών διαλέκτων, και κυρίως της Αττικής, στην Μακεδονική στους 10 αιώνες που μεσολάβησαν μέχρι την πρώτη καταγραφή Μακεδονικών λέξεων. Κατ’αυτόν τον τρόπο, το επιχείρημα ότι οι ξενικές λέξεις (κατηγορία β) αποτελούν δάνεια θα μπορούσε πολύ εύκολα να συμπεριλάβει και τις ελληνογενείς λέξεις, εφόσον δεν έχουμε καθόλου πληροφορίες για τα αρχαιότερα στάδια της Μακεδονικής, κυρίως πριν την επιβολή της Αττικής ως επίσημης γλώσσας.

Όσον αφορά τις έμμεσες μαρτυρίες των αρχαίων, η εικόνα είναι ακόμα πιο θολή. Υπάρχουν αντικρουόμενες αναφορές σχετικά με την θέση της Μακεδονικής και των Μακεδόνων σε σχέση με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα: Από τη μία πλευρά, ο Ηρόδοτος λ.χ. αναφέρει ξεκάθαρα ότι το Μακεδονικόν και το Δωρικόν ήταν δύο διαφορετικές ονομασίες για το ίδιο έθνος (Ι, 56), ενώ ο Πολύβιος χαρακτηρίζει τους Μακεδόνες και τους Έλληνες "ομόφυλους" (Ιστορίαι, 9.37.7). Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α΄ μπόρεσε να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς απλά και μόνο επειδή απέδειξε ότι κατάγεται από το Άργος (V, 22 / VIII, 137-9), ενώ και ο Πλούταρχος (Αντώνιος, 27. 3-4, κ.α.) αναφέρεται στη Μακεδονική σαν "ξεχωριστή" γλώσσα. Μάλιστα, δεδομένης της σχετικής ελευθερίας με την οποία οι αρχαίοι χαρακτήριζαν "βαρβάρους" άλλους λαούς, καθώς και της πρώιμης εισαγωγής της Αττικής ως επίσημης γλώσσας, αλλά και των πιθανών φωνολογικών ιδιαιτεροτήτων της Μακεδονικής, η αντικρουόμενη αυτή εικόνα είναι λίγο-πολύ αναμενόμενη.

Η σύντομη έκθεση των σχετικών μαρτυριών μάλλον δικαιολογεί απόλυτα τον χαρακτηρισμό της Μακεδονικής ως γλώσσας με μη επαρκή στοιχεία για την κατηγοριοποίησή της: Άμεσες αρχαίες μαρτυρίες (επιγραφικές) είναι σχεδόν ανύπαρκτες, οι έμμεσες αρχαίες μαρτυρίες είναι σε μεγάλο βαθμό αντικρουόμενες (απηχώντας πιθανώς και την ίδια την αβεβαιότητα των αρχαίων σχετικά με τους Μακεδόνες), ενώ οι βασικές μαρτυρίες, δηλαδή οι λέξεις του Ησυχίου, είναι πολύ μεταγενέστερες, και αφορούν αποκλειστικά το λεξιλογικό επίπεδο, που αποτελεί το πιο επισφαλές επίπεδο για μια γλωσσολογική ανάλυση. Για παράδειγμα, αν υποθέταμε ότι ήμασταν Γάλλοι και είχαμε ένα σώμα δεδομένων της Αγγλικής που θα περιλάμβανε αρκετές λέξεις, θα μπορούσαμε εύκολα να υποθέσουμε ότι η Αγγλική είναι κάποια διάλεκτος της Γαλλικής, μια και η Αγγλική έχει χιλιάδες δάνεια από την Γαλλική λόγω της Νορμανδικής κατάκτησης και της μετέπειτα κυριαρχίας της Γαλλικής στο Αγγλικό έδαφος για κάποιους αιώνες. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, η Αγγλική ανήκει στις Δυτικές Γερμανικές (West Germanic) γλώσσες.

Παρ’όλα αυτά, στην τελευταία αναλυτική και γλωσσολογικά σύγχρονη ιστορία της ελληνικής γλώσσας (Χριστίδης, 2001), η Παναγιώτου αναφέρει πως «σήμερα η Μακεδονική εξετάζεται συνήθως στο πλαίσιο των ελληνικών διαλέκτων, αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα». Βέβαια, από κει και πέρα, τα περισσότερα από τα προβλήματα αποσιωπώνται και η Μακεδονική εξετάζεται κανονικά στο πλαίσιο των ελληνικών διαλέκτων. Έτσι, μολονότι το διεθνές σκηνικό έχει πια διαφοροποιηθεί, και δεν «χρειάζεται» συστράτευση για το "Μακεδονικό" (όπως συνέβαινε στην περίπτωση του τόμου του 1992), η Μακεδονική εξακολουθεί να προσεγγίζεται με τρόπο μεροληπτικό.

Με όσα αναφέρθηκαν δεν υποστηρίζουμε ότι η Μακεδονική δεν ήταν ελληνική ή οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες κλπ. Γιατί, φυσικά, όλο το ζήτημα για την Μακεδονική δεν θα είχε ανακύψει χωρίς την ανάγκη από το επίσημο ελληνικό κράτος να τονίζει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και με όλους τους πιθανούς τρόπους ότι «η Μακεδονία ήταν και είναι ελληνική». Για παράδειγμα, η περίπτωση της Θρακικής ελάχιστα ενδιαφέρει, μολονότι είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι οι Θράκες δεν ήταν «ελληνικό» φύλο, κατοικούσαν εν μέρει και στην σημερινή ελληνική Θράκη και η γλώσσα τους πρέπει να ήταν μια Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα, πιθανώς συγγενική με την Φρυγική. Προφανώς, η ξεχωριστή σημασία των αρχαίων Μακεδόνων έγκεται στις κατακτήσεις του Αλέξανδρου και στην δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων από τους διαδόχους του, γι’αυτό και η γλώσσα των προγόνων του Αλέξανδρου πρέπει να ήταν «οπωσδήποτε» ελληνική. Και μολονότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος μπορεί να ένιωθε "Έλληνας", και δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε τις σχετικές μαρτυρίες, ωστόσο αυτό δεν μας λέει πολλά σχετικά με το τι ένιωθαν οι Μακεδόνες του 6ου και 5ου αι π.Χ.. Επομένως, ξαναγυρίζοντας στο ζήτημα της Μακεδονικής, αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι η γλώσσα των Μακεδόνων πριν την επιβολή της Αττικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους παραμένει άγνωστη: μπορεί πράγματι να ήταν μία διάλεκτος της Ελληνικής, ή μία γλώσσα συγγενική της Ελληνικής ή μία άλλη Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα. Επιπλέον, η αντίληψη ότι η Μακεδονική πρέπει να ήταν μία διάλεκτος της Ελληνικής δεν θεμελιώνεται με ασφάλεια από τα υπάρχοντα στοιχεία, και είναι περισσότερο αποτέλεσμα ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών, παρά γλωσσολογικών αναλύσεων. Σε κάθε περίπτωση, η πιθανότητα να είχε η Ελληνική συγγενικές γλώσσες, σε αντιστοιχία με όλες σχεδόν τις υπόλοιπες Ινδο-ευρωπαϊκές ομάδες γλωσσών (Κελτικές, Γερμανικές, Ιταλικές κλπ.), είναι πολύ μεγάλη, και μόνο σχετική έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι καμία γνωστή Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα δεν φαίνεται να συγγενεύει στενά με την Ελληνική, με μόνη πιθανή εξαίρεση την Αρμενική, η οποία συγγενεύει έστω και σε μικρό βαθμό.

Συνοψίζοντας, παρά τα ελάχιστα στοιχεία και τις αντικρουόμενες μαρτυρίες των αρχαίων πηγών, η ελληνική έρευνα (στο βαθμό που εξακολουθεί να ασχολείται με το ζήτημα) εξακολουθεί να θεωρεί ότι η Μακεδονική ήταν αναντίρρητα μία ελληνική διάλεκτος, βασιζόμενη στην ανάγκη να αποδείξει ότι η «δόξα» των αρχαίων Μακεδόνων ανήκει στην Ελλάδα και να «διαφυλάξει» τα εθνικά της σύνορα από πιθανούς εχθρούς. Όλα αυτά είναι κατανοητά, και επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες (βλ. λ.χ. Barbour & Carmichael, 2000: "Language and Nationalism in Europe"), ωστόσο ανήκουν εξ ολοκλήρου στον χώρο της κρατικής ιδεολογίας και της πολιτικής εν γένει και μικρή σχέση έχουν με την γλωσσολογική έρευνα και τις μαρτυρίες. Και πραγματικά προδίδουν έναν περισσότερο ή λιγότερο κρυφό φανατισμό, αφού η γλώσσα που μιλούσαν οι Μακεδόνες του 6ου ή του 5ου ή και του 4ου αι. π.Χ., όποια κι αν ήταν, δεν αλλάζει ουσιαστικά καθόλου την εικόνα για την διάδοση της ελληνικής ως lingua franca στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου κατά την ελληνιστική περίοδο, που προφανώς αποτελεί και το σημαντικό στοιχείο «εθνικής υπερηφάνειας». Αλλά ο εθνικιστικός φανατισμός δεν σχετίζεται στενά με την επιστημονική έρευνα, παρά μόνο με την "κατάλληλη" έρευνα που επιβεβαιώνει τις βασικές του αρχες.

Θοδωρής Μαρκόπουλος

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark