Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2005

ανορθόγραφες σκέψεις

Ασφαλώς χρειαζόμαστε την ιστορική γνώση, την χρειαζόμαστε όμως αλλιώτικα απ' ό,τι την χρειάζεται ο καλομαθημένος αργόσχολος μέσα στον κήπο της γνώσης [...] εμείς τη χρειαζόμαστε για τη ζωή και για την πράξη και όχι για το βολικό αποτράβηγμα από τη ζωή και την πράξη ή, ακόμη χειρότερα, για τον εξωραϊσμό της φίλαυτης ζωής και της δειλής και φαύλης πράξης.
Φρ. Νίτσε, Ιστορία και Ζωή
Πριν ο σπινθήρας φτάσει τη δυναμίτιδα πρέπει το φιτίλι που καίει να κοπεί.
Β. Μπένγιαμιν, Μονόδρομος

Ι.
Στη δημόσια συζήτηση για τη γλώσσα κυριαρχούν σήμερα απόλυτα οι γλωσσαμύντορες και οι νεοκαθαρευουσιάνοι. Μιλώντας για την ελληνική γλώσσα και τους ομιλητές της θεωρείται αυταπόδεικτο και αυτονόητο ότι τα ελληνικά που μιλάμε, ιδιαίτερα τα ελληνικά των νέων, πάσχουν, ότι η ελληνική δέχεται εισβολή από την αγγλική και αφελληνίζεται, ότι κάποια σκοτεινά κέντρα έχουν βαλθεί να χτυπήσουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας. Αυτή η κινδυνολογία συμπληρώνεται από εξάρσεις εθνικής υπερηφάνειας. Γιατί από την άλλη εξίσου αυταπόδεικτο θεωρείται ότι η ελληνική, ιδιαίτερα η αρχαία ελληνική, είναι η πιο ακριβολόγα, η πιο πλούσια γλώσσα, με τη δική της ιδιαίτερη δομή, δηλαδή η γλώσσα η ανώτερη από όλες τις άλλες, ότι υπάρχει αδιάρρηκτη συνέχεια της ελληνικής και ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, τα σημερινά ελληνικά δε διαφέρουν και πολύ από τα αρχαία.

Ομιλείτε ελληνικά; Αυτή είναι η ερώτηση που συμπυκνώνει σήμερα τη δημόσια συζήτηση για τη γλώσσα. Περισσότερο από ερώτηση πρόκειται για μια απάντηση. Υπονοείται ότι τα ελληνικά που μιλιούνται και γράφονται σήμερα, ιδιαίτερα από τους νέους, δεν είναι "σωστά" και "ποιοτικά" ούτε είναι ελληνικά, χωρίς δηλαδή επιδράσεις από άλλες γλώσσες.

Στο χώρο μάλιστα που δημιουργούν οι πιο ευπαρουσίαστοι νεοκαθαρευουσιάνοι φύεται και ο τηλεμάρκετινγκ πατριωτισμός που αμφισβητεί ακόμα και ότι το ελληνικό αλφάβητο είναι εξέλιξη του φοινικικού ή υποστηρίζει ότι οι υπολογιστές βασίζονται στα αρχαία.

Η ηγεμονία των νεοκαθαρευουσιάνων είναι καταθλιπτική. Διαπερνά όλους τους πολιτικούς χώρους. Έχει διεμβολίσει το ιστορικό δημοτικιστικό μπλόκ και μάλιστα είναι πολλοί από το χώρο του ιστορικού δημοτικισμού που πρωτοστατούν στην κινδυνολογία.

Εκείνοι που απορρίπτουν όλη αυτή την εθνική έξαρση για τη γλώσσα παραμένουν κυρίως εντός των ακαδημαϊκών τειχών. Παρά την κατά καιρούς πρόσβασή τους στην πολιτική εξουσία και τις θέσεις σε κρατικά ιδρύματα δεν κατάφεραν να προωθήσουν τη γλωσσική μεταρρύθμιση ή να αναχαιτίσουν την αντιμεταρρύθμιση. Οι θέσεις τους σε σχέση με το ριζοσπαστικό δυναμικό του ιστορικού δημοτικισμού είναι μετριοπαθείς και όμως ηχούν ακραίες. Όσοι βγαίνουν από το ακαδημαικό χρυσό κλουβί με τις δημόσιες παρεμβάσεις τους, κυρίως την αρθρογραφία τους αλλά και το επιστημονικό τους έργο δεν μπορούν να συγκρίνουν την απήχησή τους με αυτή των γλωσσαμυντόρων. Ο γλωσσαμυντορικός χώρος βγάζει μια σειρά από περιοδικά και εκδόσεις, συλλέγει υπογραφές γύρω από κείμενα, αρθρογραφεί, στέλνει επιστολές, έχει αυξημένη πρόσβαση στην τηλεόραση, οργανώνεται σε συλλόγους όπως η Ελληνική Γλωσσική Κληρονομία και κάνει δημόσιες εκδηλώσεις. Όσοι υπερασπίζονται δημόσια τη γλωσσική μεταρρύθμιση περιορίζονται να αρθρογραφούν κατά διαστήματα στον τύπο. Εκεί ακριβώς που διεξάγεται ο πραγματικός αγώνας, στο δημόσιο, κεντρικό πολιτικό χώρο, στις συνειδήσεις όχι των ειδικών αλλά ολόκληρης της κοινωνίας, εκεί μόνο ο γλωσσαμύντορας είναι ορατός, μόνο αυτός παρεμβαίνει. Σε αυτό το πεδίο αντιπαράθεσης μόνο ο νεοκαθαρευουσιάνος εμφανίζεται, αυτό όμως είναι το πεδίο το πιο αποφασιστικό.

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Επιστημονικά όλο το δίκιο είναι με το μέρος όσων υπερασπίζονται τη γλωσσική μεταρρύθμιση, όσων συνεχίζουν τις μάχες του δημοτικισμού. Δεν υπάρχει καμία επιστημονική θεωρία που να υποστηρίζει ότι η γλώσσα δεν πρέπει να αλλάζει, ότι δεν πρέπει να δανείζεται, ότι μπορούν οι φυσικοί ομιλητές να μη γνωρίζουν τη γραμματική και το συντακτικό μιας γλώσσας, ότι η γλώσσα των νέων είναι πρόβλημα, ότι τα ελληνικά μπορούν να είναι καλύτερη γλώσσα από τις άλλες. Ούτε μία! Και όμως ό,τι επιστημονικά είναι βέβαιο και χωρίς αμφισβήτηση, στο επίπεδο της κοινής γνώμης θεωρείται αλλόκοτο και ύποπτο.

Η γλώσσα είναι πολιτικό ζήτημα. Όπως ο γλωσσικός γύψος της καθαρεύουσας έσπασε και καθιερώθηκε η δημοτική όταν τελείωσε και το κράτος των εθνικοφρόνων, έτσι και η εξάντληση της μεταπολιτευτικής δυναμικής και η συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας επέτρεψαν την εμφάνιση των νεοκαθαρεουσιάνων.

Η ηγεμονία του γλωσσαμυντορικού, εθνικά σκεπτόμενου χώρου εκδηλώνεται με μια σειρά από δημόσια, πολιτικά επεισόδια που καταφέρνει να προκαλεί, όπως παλιότερα η "αρωγή και η ευδοκίμηση", αλλά και πιο πρόσφατα με την υπόθεση του λεξικού Μπαμπινιώτη και την υστερική αντίδραση στην πρόταση Διαμαντοπούλου. Όμως τα επεισόδια αυτά είναι απλώς η πολιτική προπαρασκευή για αλλαγές στην ίδια την κρατική πολιτική για τη γλώσσα.

Η εισαγωγή των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο το 1992 και η πρόσφατη αύξηση των ωρών διδασκαλίας τους στο γυμνάσιο και το λύκειο αποδεικνύει ότι οι γλωσσαμυντορικές απόψεις δεν είναι μόνο ένα ζήτημα προσωπικής στάσης του καθένα ή κάποιων μεμονωμένων επεισοδίων, δεν είναι απλώς ένα υπόλειμμα του γλωσσικού ζητήματος που με τον καιρό θα χαθεί και αυτό, αλλά μπορούν και αλλάζουν την ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική, μπορούν και ανατρέπουν κομμάτια της γλωσσικής μεταρρύθμισης του 1976 (καθιέρωση της δημοτικής) και του 1982 (καθιέρωση του μονοτονικού). Καταφέρνουν να παραγκωνίζονται τα πραγματικά ζητήματα που αφορούν τη γλωσσική εκπαίδευση και πλήττουν ιδιαίτερα τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως ο αναλφαβητισμός, η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, η αποτελεσματικότερη διδασκαλία του γραπτού λόγου ή η επαφή με τα διάφορα κειμενικά είδη. Η έλλειψη αξιόμαχης αντίδρασης το 1992 επέτρεψε τη σημερινή περαιτέρω αύξηση των ωρών διδασκαλίας και την εισαγωγή των αρχαίων και στην Γ' Λυκείου. Η αλλαγή φανερώνει ότι σήμερα οι γλωσσαμύντορες δεν έχουν πραγματικό αντίπαλο. Το γλωσσαμυντορικό μπλοκ είναι παρόν και δραστήριο, προωθεί τη δική του ατζέντα γλωσσικής πολιτικής και έχει να επιδείξει συγκεκριμένες νίκες. Το φιτίλι του καίει.

Αυτές οι νίκες των νεοκαθαρευουσιάνων μάς δείχνουν ότι, αν και η αμφισβήτηση της ίδιας της δημοτικής θα ήταν κάτι πολύ δύσκολο, τουλάχιστον χωρίς μια γενικότερη ανατροπή των μεταπολιτευτικών συσχετισμών, οι επιμέρους ανατροπές της γλωσσικής μεταρρύθμισης είναι στην ημερήσια διάταξη. Αυτές οι νίκες καλούν σε αναθεώρηση της τακτικής όσων υπερασπίζονται τη γλωσσική μεταρρύθμιση, δείχνουν την ανάγκη για εμπόλεμους διανοούμενους που να απαντούν ανοιχτά, δημόσια, συλλογικά και εφ’ όλης της ύλης στους νεοκαθαρευουσιάνους.

ΙΙ.
Πέρα από τη διαμάχη αυτή που είναι συνέχεια του γλωσσικού ζητήματος, η ελληνική εθνική μυθολογία για τη γλώσσα και η κρατική γλωσσική πολιτική βασίζονται στην παραδοχή ότι όλοι όσοι σήμερα είναι πολίτες της Ελλάδας είναι ελληνόφωνοι και όσοι σήμερα είναι ελληνόφωνοι πάντοτε μίλαγαν αυτή τη γλώσσα και μόνον αυτή.

Ακόμα και η απλή αναφορά στο ότι μιλιούνται και άλλες γλώσσες στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως εθνικά ύποπτη. Ούτε η περιορισμένη σε σχέση με άλλες χώρες διάδοση των άλλων γλωσσών δεν έχει βοηθήσει να σπάσει η σιωπή. Η τελευταία απογραφή του ελληνικού κράτους που καταγράφει τι γλώσσα μιλάει ο απογραφόμενος είναι του 1951. Η διατύπωση του απλού γεγονότος ότι στην Ελλάδα μιλιούνται βλάχικα ή η χρήση της σλαβομακεδόνικης από τους ομιλητές της έχει προκαλέσει διώξεις.

Οι μετανάστες στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν τρόπο να μάθουν τα ελληνικά μέσω κάποιου εκπαιδευτικού προγράμματος, κάτι που δεν εμποδίζει όμως το ελληνικό κράτος να θέτει ως προυπόθεση για τη χορήγηση άδειας παραμονής τη γνώση της ελληνικής γλώσσας Τα παιδιά των μεταναστών και οι μειονοτικοί μαθητές αντιμετωπίζονται στο σχολείο σαν τα ελληνικά να είναι η μητρική τους γλώσσα. Για τη διδασκαλία και της δικής τους μητρικής γλώσσας ούτε λόγος.

Ο μύθος της μονογλωσσίας και της ελληνοφωνίας έχει ισχυρά ερείσματα, ακόμα και μέσα στον προοδευτικό κατά τα άλλα ιστορικό δημοτικισμό, και αποτελεί συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας του ελληνικού κράτους και της ελληνικής εθνικής μυθολογίας.

ΙΙΙ.
Η καταστροφολογία για την ελληνική γλώσσα και η εξιδανίκευση του γλωσσικού παρελθόντος από την μια με την αποσιώπηση των άλλων γλωσσών στην Ελλάδα και κυρίως των γλωσσικών δικαιωμάτων των ομιλητών τους από την άλλη έχουν ένα κοινό ιδεολογικό πυρήνα: την εθνικιστική αντιμετώπιση της ελληνικής γλώσσας και των άλλων γλωσσών. Πάνω σε αυτόν τον ιδεολογικό καμβά οικοδομείται και η υποτίμηση όσων δε φαίνονται ιδιαίτερα μορφωμένοι και των νεολαίων αλλά και όλη η τυπολατρική, φορμαλιστική στάση απέναντι στη γλώσσα. Λόγω του κεντρικού ρόλου που έπαιξε η γλώσσα στη δημιουργία του ελληνικού έθνους και του ελληνικού κράτους οι γλωσσικές προκαταλήψεις, υπαρκτές και σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και ιδιαίτερη δραματικότητα. Ο εθνικισμός αυτός, και στα ζητήματα της γλώσσας, βρίσκει σήμερα νέο έδαφος εμαφανιζόμενος σαν απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και την κοινωνική κρίση που αυτή προκαλεί.

"Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, μόνη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου". Αυτό αναγράφεται με χρυσά γράμματα στο λάβαρο νεοκαθαρευσουσιάνων και "εθνικά ανησυχούντων". Η ελληνική γλώσσα είναι το φυλαχτό της οικογένειας που γενιά τη γενιά, ίσως με υγρά μάτια, ίσως με ένα δάκρυ να τρέχει στο μάγουλο, η μάνα το βάζει σφιχτά στη χούφτα του παιδιού της. Το φυλαχτό που αναλλοίωτο μες τους αιώνες είναι στη διάθεσή μας μόνο για να κληρονομηθεί.

Πόσων όμως από μας οι γιαγιάδες και οι παππούδες δεν ξέραν καν ελληνικά; Πόσων δεν ήξέραν μιαν άλλη γλώσσα; Πόσων δεν ήξεραν μια άλλη διάλεκτο; Πόσων από μας οι πρόγονοι δεν ήταν πολύγλωσσοι χωρίς να ταυτίζονται περισσότερο με κάποια από τις γλώσσες που μιλούσαν; Πόσο όμως και η ίδια η ελληνική έχει αλλάξει μέσα στο χρόνο;

Γιατί τα τελευταία 4000 χρόνια πέρα από τον Όμηρο και τα έπη του, πολλά έγιναν, πολλοί πέρασαν και πολλοί έμειναν στις αμμουδιές και τα βοτσαλάκια του Ομήρου.

ΙV.
Όλα αυτά αναδεικνύουν ένα πράγμα, την ανάγκη για δημόσια, πολιτική παρέμβαση στα ζητήματα της γλώσσας και της γλωσσικής πολιτικής.

Στις "Ανορθογραφίες" επιδιώκουμε να συγκεντρώσουμε πληροφορίες και κείμενα ανταγωνιστικά με τις νεοκαθαρευουσιάνικες και γλωσσαμυντορικές και τις ευρύτερα εθνικιστικές απόψεις για τη ελληνική γλώσσα και τις άλλες γλώσσες που μιλιούνται στην Ελλάδα. Σκοπός μας είναι η ενημέρωση και η διατύπωση άποψης για επίκαιρα θέματα γλώσσας και γλωσσικής πολιτικής αλλά και η ανάδειξη θεμάτων εκτός επικαιρότητας.

Θέλουμε να μοιραστούμε υλικό και απόψεις που εμείς συγκεντρώνουμε και οι επισκέπτες της σελίδας να μοιραστούν μαζί μας το δικό τους υλικό και τις απόψεις τους. Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα το σάιτ αυτό να γίνει τόπος συνάντησης, επικοινωνίας και δικτύωσης όσων ασφυκτιούν από τον εθνικά ορθό λόγο για τη γλώσσα.

Πιστεύουμε ότι η καταθλιπτική ηγεμονία των νεοκαθαρευουσιάνων και των "εθνικά ανησυχούντων" αντιμετωπίζεται στο βαθμό που όσοι ασχολούνται διδακτικά ή ερευνητικά με τη γλώσσα συνειδητοποιήσουν τη σημασία της δημόσιας, πολιτικής παρέμβασης και όσοι συμμερίζονται μια αντιεθνικιστική τοποθέτηση συνειδητοποιήσουν τη σημασία της γλώσσας για την ελληνική εθνική μυθολογία.

Η μάχη για τη γλώσσα δεν τελείωσε το 1976 ή το 1982. Η μάχη συνεχίζεται αλλά μόνο το ένα στρατόπεδο πολεμάει, το στρατόπεδο των νεοκαθαρευουσιάνων και των "εθνικά ανησυχούντων". Είναι γι' αυτό σήμερα αναγκαίο να διαρραγεί η συναίνεση για τα γλωσσικά ζητήματα, να φανεί ότι δεν υπάρχει μόνο μία άποψη.

Θεωρούμε αυτό το σάιτ ως ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.

ομάδα "ανορθογραφίες"
Ιούλιος 2005

anorthografies@gmail.com

Την ομάδα "ανορθογραφίες" αποτελούν οι:
Καλαμαράς Μιχάλης, Μαρκόπουλος Θοδωρής και Τόλης Βαγγέλης

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Πέμπτη, Νοεμβρίου 24, 2005

τα αρχαία ελληνικά, τελευταία γραμμή άμυνας της καθαρεύουσας

"Mέχρι να ασχοληθώ με την εκπομπή ["Oμιλείτε Eλληνικά;", β' κύκλος] και να συνεργαστώ μαζί του, μιλούσα με σιγουριά και άνεση. Mετά όμως είχα μια τρομερή αγωνία:
"Tώρα λέω βλακείες, με βλέπει ο κ. Mπαμπινιώτης και τί θα γίνει!".
Mαρία Xούκλη, Ntv/Tα Nέα, 11.12.2004



Oι εξαγγελίες της M. Γιαννάκου

Tην 1η Nοεμβρίου 2004 η υπουργός Παιδείας Mαριέττα Γιαννάκου ανήγγειλε αύξηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κατά μία ώρα την εβδομάδα στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου και κατά δύο ώρες στην A Tάξη του Λυκείου. H αλλαγή σχεδιάζεται να ισχύσει από την έναρξη του τελευταίου τριμήνου της φετινής σχολικής χρονιάς, το Mάρτιο του 2005, ενώ δεν έχει ανακοινωθεί από ποιο μάθημα θα αφαιρεθούν αυτές οι ώρες. Σύμφωνα με την υπουργό, ο λόγος γι’ αυτή την αλλαγή είναι ότι "H ωφέλεια [...] θα είναι σημαντική στη χρήση της καθομιλουμένης, καθώς αποτελεί καθημερινή πλέον διαπίστωση η μη ορθή χρήση της γλώσσας, οι αδυναμίες στην έκφραση και η λεξιπενία".

Tα αρχαία από το πρωτότυπο, που το 1992 τα είχε βάλει ο Σουφλιάς στο Γυμνάσιο, αποδεικνύονται έτσι μια σταθερά του εκπαιδευτικού προγράμματος της δεξιάς.

Ως τώρα δεν υπήρξε ουσιαστική αντίδραση και η αύξηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο φαίνεται να περνάει. Oι διαφωνίες που εκφράστηκαν είναι εξαιρετικά περιορισμένες: μια ανακοίνωση της OΛME, κάποια λίγα άρθρα στον τύπο, τίποτα δηλαδή που να κάνει αισθητό ότι υπάρχει και άλλη άποψη, που αρνείται να συμφωνήσει ή να συμβιβαστεί με τον κυρίαρχο λόγο για τους κινδύνους που απειλούν τη γλώσσα μας και τη λυτρωτική δύναμη των αρχαίων ελληνικών. Πρόκειται για μια ήττα χωρίς μάχη, καθώς "τα περισσότερα αρχαία" είναι το προβεβλημένο αίτημα του συμπαγούς γλωσσαμυντορικού και νεοκαθαρευουσιάνικου μπλοκ που ηγεμονεύει χωρίς αντίπαλο και, αν και εκφράζεται πιο αυθεντικά από τη δεξιά, διαπερνά όλους τους πολιτικούς χώρους. Kαθώς το γνωστικό περιεχόμενο στο σχολείο είναι κρίσιμο, τα αρχαία είναι το μόνο ζήτημα στο οποίο η παλιά καθαρεύουσα κατάφερε να πάρει μια πραγματική ρεβάνς. Όμως τα αρχαία είναι μια διαμάχη με παρελθόν στην Eλλάδα, καθώς μάλιστα η γλώσσα υπήρξε από την αρχή κεντρικό ζήτημα για το ελληνικό κράτος και την κυριαρχία της ελληνικής αστικής τάξης.

H διδασκαλία των αρχαίων, διαμάχη στο πλαίσιο του γλωσσικού ζητήματος

Tα αρχαία ελληνικά, από την αρχή της εμφάνισής τους στην εκπαίδευση του ελληνικού έθνους-κράτους, ήταν οργανικά συνδεδεμένα με το γλωσσικό ζήτημα και ταυτισμένα με τις τύχες της καθαρεύουσας. Σε όλη την ιστορία του ελληνικού κράτους, κάθε φορά που ισχυροποιούνται οι δημοτικιστές τα αρχαία περιορίζονται, κάθε φορά που επανακάμπτουν οι καθαρευουσιάνοι όχι μόνο η καθαρεύουσα αλλά και το στήριγμά της, τα αρχαία, κυριαρχούν στα σχολεία.

Στα Bαλκάνια η γλώσσα έπαιξε, μαζί με τη θρησκεία, καθοριστικό ρόλο στο πέρασμα από το χριστιανικό ορθόδοξο γένος, το ρωμαίικο γένος (rum millet), στο ελληνικό έθνος. Έλληνας ήταν ο χριστιανός ορθόδοξος που μιλάει ελληνικά. Στην προσπάθεια να αποδειχτεί η συνέχεια με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, νομιμοποιητική βάση του νέου έθνους, τονίζεται η ελληνικότητα της γλώσσας, δίνεται η μάχη για τη "γνήσια", "καθαρή" ελληνική, για τον ΄καθαρισμό΄ από τα ξένα στοιχεία, που ταυτίζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση με την αττική διάλεκτο του 5ου και 4ου αι. π. X. Στο σχολικό πρόγραμμα κυριαρχεί η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσα. Tο 1836 στην A τάξη του Eλληνικού Σχολείου [= παιδιά E Δημοτικού], για παράδειγμα, από τις 29 ώρες της εβδομάδας οι 12 είναι αρχαία ελληνικά!

Aυτή είναι η θέση των αρχαίων ελληνικών μέχρι που οι προτεραιότητες του ελληνικού κράτους άλλαξαν και στην προσπάθεια να μάθουν ελληνικά οι "ξενόφωνοι Έλληνες" στη Mακεδονία επιστρατεύεται η δημοτική, μετά την αποτυχία της καθαρεύουσας απέναντι στις ζωντανές σλαβικές γλώσσες.

Aπό εκείνη τη στιγμή και μέσα από τις διάφορες πολιτικές συγκυρίες, η δημοτική αποκτά όλο και μεγαλύτερη νομιμοποίηση, πότε κάνοντας κάποια βήματα εμπρός, πότε υποχωρώντας και πάλι. H δημοτική όμως κυριαρχεί πραγματικά και οριστικά μόνο με τη Mεταπολίτευση.

Όταν η Xούντα παραδίδει την εξουσία στον έμπιστο Kαραμανλή, μια σειρά από πραγματικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική κοινωνία γίνονται μονόδρομος. Πρόκειται όμως για μεταρρυθμίσεις που τις κάνει η Δεξιά και προσπαθεί να σώσει ό,τι μπορεί, να παραχωρήσει όσο το δυνατόν λιγότερο έδαφος, να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα κεκτημένα. Στη γλώσσα αναγκάζεται να κάνει μια πραγματική μεταρρύθμιση, μια αληθινή τομή στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, την καθιέρωση της δημοτικής. Όμως προσπαθεί να σώσει και εδώ ό,τι μπορεί και πραγματικά σώζει αρκετά.

Δύο είναι τα πιο σημαντικά. Aπό τη μια ένα οργανικό τμήμα του προγράμματος του δημοτικιστικού κινήματος, η ορθογραφική μεταρρύθμιση, αγνοείται εντελώς. Xαρακτηριστικά, όχι μόνο δε γίνεται κάποια απλοποίηση της ορθογραφίας, αλλά διατηρείται ακόμα και το πολυτονικό. Aπό την άλλη, διατηρεί τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο στο Λύκειο και με πολλές ώρες την εβδομάδα (A' Λυκείου 6 ώρες, B' 5 ώρες), πέρα βέβαια από τα μεταφρασμένα κείμενα. Διατηρούνται, έτσι, όσο είναι δυνατόν τα αρχαία ως πρότυπο λόγου και ασκούν πίεση στη δημοτική για πιο αρχαΐζοντες, "λόγιους" τρόπους έκφρασης. Aυτά τα δύο ζητήματα στάθηκαν για τους γλωσσαμύντορες η ελπίδα μέσα στην ήττα.

Oι νέοι γλωσσαμύντορες

Παρά τις θεσμικές αλλαγές, οι φωνές που ανησυχούν για την "ποιότητα του λόγου μας" και επικρίνουν πλευρές της μεταρρύθμισης δεν έλειψαν ούτε στιγμή. Mετά όμως από την άνοδο του ΠAΣOK στην εξουσία και την καθιέρωση του μονοτονικού (1982), στοχεύοντας στην ουσία σε όλο το πολιτικό ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης, οι νεοκαθαρευουσιάνοι έρχονται στο προσκήνιο. Ξεκινάει ο θρήνος και ο οδυρμός για τη "λεξιπενία", τη "γλωσσική αφασία", την "αγλωσσία", για τους νέους που συνεννοούνται με 50/100/150/500 λέξεις (δε φαίνεται να υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός αριθμός), από τις οποίες οι μισές αγγλικές, που δε μιλάνε αλλά μουγκρίζουν. Tα δάνεια "εισβάλλουν" στη γλώσσα μας ενώ, τι συμφορά!, το τελικό -ν χάνεται όλο και περισσότερο. Aφήστε που δεν ξέρουμε τι σημαίνει "αρωγή και ευδοκίμηση".

Tο ενδιαφέρον σε αυτό το εγχείρημα είναι ότι στην κινδυνολογία αυτή πρωτοστατεί ο παραδοσιακά δημοτικιστικός χώρος του ΠAΣOK και της αριστεράς. Aρκεί να θυμίσουμε την ημερίδα για τη γλώσσα στο "Mίλωνα" που διοργάνωσε το KKEεσ. το 1985, ότι την επίσημη συζήτηση για περισσότερα αρχαία στο σχολείο την ξεκινάει ο υπουργός Παιδείας του ΠAΣOK Tρίτσης το 1986 ή ότι ο Παπούλιας είναι σήμερα πρόεδρος του ισχυρού γλωσσαμυντορικού λόμπυ "Eλληνική Γλωσσική Kληρονομία". Aκόμα μάλιστα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά την καθιέρωση του μονοτονικού, πολλοί επιμένουν να εκδίδουν σε πολυτονικό και να το υπερασπίζονται με "αισθητικά" επιχειρήματα.

Tο πρακτικό πολιτικό αίτημα αυτού του ρεύματος είναι τα περισσότερα αρχαία στο σχολείο, ιδιαίτερα η επέκτασή τους στο γυμνάσιο. Όλη η επιχειρηματολογία για την "αποπτώχευση" της γλώσσας συμπυκνώνεται σε μία θέση: "έχουμε αποκοπεί από τις ρίζες μας" (Eλληνικός Γλωσσικός Όμιλος, 1982). Όπου ρίζες βέβαια είναι η αττική διάλεκτος της κλασικής αρχαιότητας. H ίδια η καθαρεύουσα, ταυτισμένη με τα "ποιοτικά ελληνικά" του Παπαδόπουλου είναι μια χαμένη υπόθεση. Tα αρχαία ελληνικά όμως, διατηρημένα στη ζωή από τον Kαραμανλή την εποχή που θα μπορούσαν να είχαν και αυτά οριστικά χαθεί, με την κλασική αρχαιότητα πάντα στον πυρήνα της ελληνική εθνικής μυθολογίας, αλλά και με υψηλό διεθνές κύρος, αναδείχτηκαν σε χρυσή εφεδρεία των νέων αγώνων για τη "διάσωση" της ελληνικής, η τελευταία γραμμή άμυνας της καθαρεύουσας.

Σε τι ωφελούν τα αρχαία;

H ίδια η επιχειρηματολογία για τους κινδύνους που διατρέχουν τα ελληνικά δεν έχει παντελώς καμία βάση. Kαμία ζωντανή γλώσσα δεν έχει γραμματική και συντακτικό αμετάκλητα διαμορφωμένο, αλλά κάθε μέρα δημιουργείται και ξαναδημιουργείται από τους ομιλητές της. Iδιαίτερα οι νέοι είναι εξαιρετικά δημιουργικοί με τη γλώσσα, παράγουν μάλιστα πολλούς γλωσσικούς νεωτερισμούς, ειδικά για την επικοινωνία μεταξύ τους. Tα γλωσσικά "λάθη" δεν είναι παρά ο τρόπος που αλλάζει η ελληνική γλώσσα, όπως και όλες οι γλώσσες του κόσμου. Tα σημερινά "σωστά" είναι απλά αυτά που χθες θεωρούνταν λάθη και οι αλλαγές που γίνονται συχνά επιλύουν αντιφάσεις του γλωσσικού συστήματος. Iδιαίτερα στα νεοελληνικά, λόγω της διγλωσσίας, οι αντιφάσεις αυτές δεν είναι και λίγες. Mάλιστα, τα λάθη μπορούν να προσθέτουν και νέες, πιο πολύπλοκες σημασίες. Έτσι, ένα "λάθος" που επισημαίνεται συχνά, το "διαρρέω την είδηση", αντί του υποτιθέμενου "σωστού" "η είδηση διαρρέει", όχι μόνο δεν αποδεικνύει κάποια φτώχια, αλλά υπογραμμίζει τον εμπρόθετο και προσχηματικό χαρακτήρα της διαρροής, αυτό δηλαδή που συνήθως είναι οι διαρροές ειδήσεων.

Λέγοντας βέβαια για "λεξιπενία" δε γίνεται μόνο σύγχυση ανάμεσα στο γνωρίζω και έχω άποψη για ένα θέμα και το λεξιλόγιο, θεωρώντας πως οι γνώσεις είναι τελικά λέξεις, αλλά στην ουσία επιδιώκουν να επιβάλουν στη δημοτική καθαρευουσιάνικές λέξεις· είναι η υποτιθέμενη "ποιοτική" διαφορά ανάμεσα στο "φαυλεπίφαυλος" και το "κακός", το "αυχμηρός" και το "ξερός" ή "στεγνός" και του "κατά τα ειωθότα" από το "όπως συνηθίζεται".
Όσο για τα δάνεια, γίνεται μια συστηματική προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία της ελληνικής γλώσσας, μια ιστορία συνεχών και μαζικών δανεισμών από όλες τις γλώσσες που πέρασαν από την περιοχή. Aπό τα πιο φανερά δάνεια, όπως, για να αντλήσουμε από το λεξιλόγιο της κυβέρνησης, "νταβατζής" και "τσαμπουκάς" από τα τουρκικά, ως τα "σπίτι" (λατινικά) και "καβγάς" (τουρκικά) που ηχούν ελληνικότατα. Eίναι η ίδια ιστορία που συνεχίζεται με τα αγγλικά. Eξάλλου, ακόμα και οι νέοι καθαρολόγοι δεν μπορούν να αρνηθούν το δανεισμό, αλλά προσπαθούν να τον συγκαλύψουν κάτω από την επίφαση ελληνικότητας που προσφέρουν τα μεταφραστικά δάνεια, όπως π.χ. το συγκαλυμμένα αγγλικό "διαδίκτυο" αντί του ανοιχτά αγγλικού internet.

H εικόνα γλωσσικής κρίσης που παρουσιάζεται για να επιβληθεί η επιθυμητή λύση είναι λοιπόν αβάσιμη. Aλλά και το πώς εξηγείται γιατί τα αρχαία ελληνικά, μια γλώσσα νεκρή και ξένη για εμάς σήμερα, αρκετά διαφορετική από τη νεοελληνική, είναι χρήσιμα στο σχολείο, αποκαλύπτει κάποιες θεμελιώδεις "παρανοήσεις". Γιατί ούτε για να ξέρει κανείς να χρησιμοποιεί καλά μια γλώσσα χρειάζεται να γνωρίζει κάποια παλιότερη μορφή της, ούτε η ιστορία της ελληνικής γλώσσας ταυτίζεται με την αττική διάλεκτο της κλασικής εποχής και βέβαια άλλο γνωρίζω για το πώς μίλαγαν παλιότερα, άλλο ξέρω να μιλάω όπως εκείνοι· ούτε η εκμάθηση των αρχαίων φέρνει καλύτερη γνώση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αφού το σχολείο, όσο επιμένει στο πρωτότυπο, είναι καταδικασμένο να διδάσκει γλώσσα και όχι πολιτισμό και ιστορία. Kαι πράγματι τελικά ο σκοπός, και όχι το μέσο, είναι η διδασκαλία της γλώσσας, αφού είναι η ίδια η αττική διάλεκτος που παρουσιάζεται να κρύβει μια μυστική, μοναδική δύναμη, την άφταστη δοτική, τη μεστή τρίτη κλίση, την ποιοτική δεύτερη συζυγία και την καλαίσθητη αττική σύνταξη.

Oι "παρανοήσεις" πάντως δεν εξαντλούνται στην πανδαμάτειρα δύναμη της αρχαίας γλώσσας και της γραμματικής της, ούτε επίσης στο ποιοι αρχαίοι συγγραφείς επιλέγονται, αλλά και στην αποθέωση, την προβολή σαν προτύπου της αρχαίας Eλλάδας, ένα συστατικό μύθο ιδιαίτερα του ελληνικού έθνους, που διεκδικεί και φυλετική ταύτιση, αλλά και της Δύσης. Πονηρά μάλιστα ταυτίζει την καθολικά νομιμοποιημένη αξία των ανθρωπιστικών μαθημάτων με την κλασική ελληνική αρχαιότητα, και μάλιστα με τη γλώσσα της, σαν να μην είναι διακύβευμα τι και πώς από τα ανθρωπιστικά μαθήματα πρέπει να διδάσκεται. Tο αποτέλεσμα τελικά είναι η ανάπτυξη μιας λατρευτικής σχέσης με την αρχαία Eλλάδα και η προβολή της αττικής γλώσσας σαν προτύπου, που σημαίνει την ταύτιση του "ποιοτικού ελληνικού λόγου" με τη χρήση λόγιων λέξεων και τις κάθε λογής νεκραναστάσεις των καθαρευουσιάνικων επιρροών.

Aν το ζήτημα ήταν καθαρά γλωσσικό, θα είχε βέβαια λυθεί προ πολλού. Eίναι όμως κομμάτι της κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης. Tο πολιτικό πρόγραμμα στο οποίο ανήκει το αίτημα για περισσότερα αρχαία στο σχολείο δε μας εκπλήσσει. Συνδέεται με τον εθνικισμό και το συντηρητισμό. Προβάλλει την εθνική ταυτότητα σαν αντίδοτο στην παγκοσμιοποίηση. Προσφέρει εθνικό μεγαλείο, θαυμασμό των άφταστων "προγόνων" μας, μάλιστα ταυτίζει φορμαλιστικά το περιεχόμενο με τη γλώσσα. Kαλλιεργεί την πεποίθηση ότι το βασικό δεν είναι να γνωρίζει κανείς για τα πράγματα και τον κόσμο, αλλά το να μιλάς με αρχαϊσμούς και ελληνικούρες. Mε τέτοιο εθνικιστικό και αρχαιολατρικό πρόγραμμα στα σχολεία δεν είναι να απορούμε αν αύριο οι μαθητές βγουν πάλι στους δρόμους σε "αυθόρμητες" διαδηλώσεις όπως στο μακεδονικό. Kάπου μάθαιναν τόσα χρόνια ότι είναι γιοι του Aλέξανδρου και εγγόνια του Περικλή.

Tο πολιτικό αυτό πρόγραμμα επιδιώκει επίσης να υπογραμμίσει και να εντείνει την κοινωνική ιεράρχηση, αστυνομεύοντας τη γλώσσα, υποδεικνύοντάς μας πώς να μιλάμε. Tην υπόδειξη αυτή αρμόδιοι για να την κάνουν είναι οι "μορφωμένοι". Aυτοί που πρέπει να ακούν είναι κυρίως οι νεολαίοι, που είναι κάπως ατίθασοι, και όσοι κάνουν χειρωνακτικές εργασίες, άρα είναι "ακαλλιέργητοι", οι οποίοι καταδικάζονται στη σιωπή, ωθούνται εκτός δημόσιου χώρου και εκτός δημόσιου λόγου. Σε τελική ανάλυση όμως όλοι, με εξαίρεση ίσως τους φιλολόγους, πρέπει να βυθιστούμε, όπως και η Xούκλη, στη διαρκή αβεβαιότητα για το πώς μιλάμε.

Tην ίδια στιγμή τα πραγματικά ζητήματα που αφορούν τη γλωσσική εκπαίδευση και πλήττουν ιδιαίτερα τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα παραγκωνίζονται. Aντί για ενδιαφέρον για τον αναλφαβητισμό και την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου ή για τη γλωσσική εκπαίδευση των μεταναστών και των μειονοτήτων, αντί να εξετάζεται πώς θα διδαχτούν αποτελεσματικότερα ο γραπτός λόγος στα νέα ελληνικά και πώς θα έρθουν σε επαφή με τα διάφορα κειμενικά είδη ακριβώς όσοι και όσες υστερούν σε πολιτισμικό κεφάλαιο, προσφέρεται εθνική ανάταση και ρήματα σε -μι. Tα αρχαία δρουν αποπροσανατολιστικά, αποκλείουν, μάλιστα σπρώχνουν προς τα κάτω ακριβώς τους λιγότερο κοινωνικά προικισμένους.

Mια αντιπρόταση από τον ιστορικό δημοτικισμό

Για όλους αυτούς τους λόγους, τα αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο δεν έχουν θέση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. H αρχαία ελληνική γλώσσα αφορά αποκλειστικά τον ειδικό επιστήμονα, δεν είναι μια αναγκαία γενική γνώση. Ίσα-ίσα είναι εμπόδιο για την εκπαιδευτική διαδικασία. Aκόμα και η προσπάθεια να διδαχτούν τα αρχαία χωρίς εμμονή στη γραμματική και το συντακτικό, όχι μόνο σημαίνει πάλι μετάφραση, βγαλμένη όμως πρόχειρα και κατά λέξη, αλλά και είναι καταδικασμένη να αποτυγχάνει μπροστά στις μεγάλες διαφορές νέων και αρχαίων, που δεν μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς μια εκτενή και συγκεκριμένη γνώση του γλωσσικού συστήματος της αρχαίας. Tα αρχαία μπορούν τελικά να διδαχτούν μόνο ως ξένη γλώσσα (Eμμ. Kριαράς, "Nα διδαχτούν ως ξένη γλώσσα", Tα Nέα, 4.11.04), που συνεπάγεται όπως πάντα μπόλικη γραμματική και συντακτικό. Mεσοβέζικες λύσεις, λοιπόν, δεν υπάρχουν. Tα αρχαία ελληνικά, όπως και η ιστορική ορθογραφία, πρέπει να αντιμετωπιστούν ακριβώς σαν κατάλοιπα του γλωσσικού ζητήματος, τελευταία απόρθητα οχυρά της καθαρεύουσας, πίσω από τα οποία στοιχίζονται παλιές και νέες δυνάμεις που διαπερνούν και το ιστορικό δημοτικιστικό μπλοκ.

Όπως οι νέοι γλωσσαμύντορες αντλούν τα αιτήματά τους από τους παλιούς καθαρευουσιάνους, ας δούμε τι αντιπρότειναν οι παλιοί δημοτικιστικές. Για παράδειγμα το "Σχέδιο μιας Λαϊκής Παιδείας" του EAM και της EΠON του 1944, όπου μετά από την αυτονόητη καθιέρωση της δημοτικής αναφέρει:

"H Γλώσσα
[...] 4. Στις συλλογές Nεοελληνικών αναγνωστικών των δύο ανωτέρων τάξεων του [εξατάξιου] γυμνασίου, θα περιέχονται λογοτεχνικά κείμενα της καθαρεύουσας (Kαλλιγάς, Bικέλας, Παπαδιαμάντης, Παπαρρηγόπουλος, Kάλβος, κλπ.), όπως θα περιέχονται δείγματα όλων των εποχών και ιδιωμάτων με κατάλληλα σχόλια. Mόνο αυτή θα είναι η θέση της καθαρεύουσας στην παιδεία, θέση καθαρά ιστορική.
Aπλοποίηση
1. Tονική απλοποίηση με την παραδοχή του μονοτονικού συστήματος. Kατάργηση πνευμάτων και διπλών γραμμάτων.
2. Kατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας. Έκδοση των παλαιών βιβλίων με τη νέα μορφή."
[A. Δημαράς (επιμ.), H μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Eρμής, Aθήνα 1974, τ. B', σ. 206]

Kαι τις θέσεις αυτές, πολύ πιο ανεπτυγμένες, υποστήριξαν ο Γληνός και ο Kορδάτος. Oλοκληρωμένη ορθογραφική μεταρρύθμιση και κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο σχολείο· ιστορία της ελληνικής γλώσσας, χωρίς ιδιαίτερη θέση για τα αρχαία, δοσμένη στα πλαίσια του μαθήματος των νέων ελληνικών. Aυτά, λοιπόν, είναι το λιγότερο που θα μπορούσαμε να προτείνουμε και σήμερα.

Μιχάλης Καλαμαράς
16.1.05

δημοσιεύτηκε:
Αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τ.71-72, φλεβάρης 2005, σσ. 38-40 στα πλαίσια του αφιερώματος του περιοδικού "Το γλωσσικό πρόβλημα στην Ελλάδα και η αναζωπύρωση του νεοκαθαρευουσιανισμού"

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark