Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2009

Τα «καλά ελληνικά» του κ. Καρατζαφέρη

Είναι γνωστό. Η νεολαία, περισσότερο από όλους τους άλλους, δεν τα πάει καλά με τα ελληνικά. Μιλάει με 50, 100, 200 λέξεις (οι προστάτες της γλώσσας μας δεν έχουν συμφωνήσει στο ακριβές νούμερο), οι μισές αγγλικά συν κάτι βρυχηθμοί και κραυγές. Ο Σαράντος Καργάκος έχει συνοψίσει σε δύο λέξεις το πρόβλημα: αλεξία και αλαλία.

Ο κ. Καργάκος μάς τα έχει πει και μας τα έχει ξαναπεί όλα αυτά. Λίγες φορές πάντως έχει αναφέρει και μερικούς που αντιστάθηκαν στη κυρίαρχη –κατά αυτόν- τάση των φτωχών και κακών ελληνικών. Κυρίως είναι οι μεγάλοι συγγραφείς του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα που ανήκουν σε αυτό το διακεκριμένο, κλειστό γλωσσικό κλαμπ. Πρόσφατα όμως έδωσε το σχετικό παράσημο και σε κάποιον που, ακόμα και μιλώντας για τον Καργάκο, δε θα το περίμενε κανείς.

Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από το δημοσίευμα του Ιού της Κυριακής (1.02.2009):


«Ο Σαράντος Καργάκος συνομιλεί με τον Γιώργο Καρατζαφέρη για το σήμερα και το αύριο της Ελληνικής Πολιτείας».
Εκπομπή του «ΤΗΛΕ-ΑΣΤΥ» (14.1.09) που διανεμήθηκε ως DVD από την κομματική «Αλφα Ενα» (και) για την πρόσφατη νεανική εξέγερση.
Μεταξύ ύμνων του επιφανούς φιλολόγου προς το ΛΑΟΣ («τη μόνη κοινοβουλευτική ομάδα που αρθρώνει πολιτικό λόγο σήμερα»), την εκ μέρους του απονομή ευσήμων στον Καρατζαφέρη (για τη «λεξιτεχνία» και τα άψογα ελληνικά του) και την κατάθεση των υποψιών του ότι «τα επεισόδια» του Δεκέμβρη έγιναν για ν' αποσπαστεί προληπτικά η προσοχή της ελληνικής νεολαίας από... τη μελλοντική σφαγή της Γάζας, απολαμβάνουμε στιχομυθίες όπως η παρακάτω:
Σ.Κ.: «Εκείνο που έχει κυριαρχήσει σήμερα στην Ελλάδα, και στην πολιτική και στην Παιδεία, είναι η περίφημη κουλτούρα των Εξαρχείων. Αλλά η κουλτούρα των Εξαρχείων έχει να κάνει περισσότερο με την Αμερική, παρά με τις ελληνικές παραδόσεις. Εάν κοιτάξετε όλες τις επιγραφές αυτών των υποτίθεται επαναστατημένων νεαρών, θα δείτε ότι όλες έχουν έναν ενιαίο ανθελληνικό χαρακτήρα».
Γ.Κ.: «Αρα, μιλάτε για όργανα της Νέας Τάξης Πραγμάτων;»
Σ.Κ.: «Θα έλεγα για αταξία πραγμάτων. Μιλάω για ένα χάος όπου κυρίαρχο στοιχείο στον τόπο μας είναι ο μηδενισμός».


Μάλιστα. Ο Καργάκος βρήκε επιτέλους και έναν πολιτικό που μιλάει καλά τα ελληνικά. Είναι ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ηγέτης του ακροδεξιού ΛΑ.Ο.Σ. , ο Καρατζαφέρης των άψογων ελληνικών και της «λεξιτεχνίας». Μια απλή φιλοφρόνηση του Καργάκου στο συνομιλητή του; Όχι και τόσο απλή, με την έμφαση που δίνει ο Καργάκος στα ζητήματα της γλώσσας και το προνόμιο που διεκδικεί για τον εαυτό του να μας υποδεικνύει ποιος ξέρει καλά ελληνικά και ποιος όχι.

Αυτό που διακυβεύεται σε τέτοιες συζητήσεις, μεταξύ Καργάκου και Καρατζαφέρη, αλλά και στον έμμεσο διάλογο Καργάκου και νεολαίας, δεν είναι στην πραγματικότητα τα ελληνικά. Ο Καργάκος βρίσκει καλά τα ελληνικά του Καρατζαφέρη, άψογα και με «λεξιτεχνία», κρίνοντας όχι από την υποτιθέμενη σωστή γραμματική του ή το υποτιθέμενο πλούσιο λεξιλογίο του, αλλά κυρίως από τη συμφωνία του πρώτα απ’ όλα στο περιεχόμενο των όσων λεει ο Καρατζαφέρης. Συμφωνία που φαίνεται από το γενικότερη σύγκλιση απόψεων στην οποία κινείται η συζήτηση, αλλά και από το ίδιο το γεγονός ότι ο Καργάκος βγαίνει στο –ακροδεξιό- κανάλι του –ακροδεξιού- Καρατζαφέρη και συζητά μαζί του. Αντίστροφα, ήδη από τη δεκαετία του 1980, το πρόβλημά του Καργάκου με τη νεολαία δεν ήταν η γλώσσα της, αλλά ότι ήταν αρκετά προοδευτική και εξεγερσιακή για τα δικά του γούστα.

Υπάρχει, από την άλλη, και μια σύγκλιση των δύο μεγάλων μαστόρων της γλώσσας μας που εξηγεί επίσης τον καλό λόγου του Καργάκου, τη σύγκλισή τους στο ύφος με το οποίο μιλάνε. Και στους δύο αρέσει να μιλάνε με τον ίδιο πομπώδη και επιδεικτικό τρόπο, ύφος κατάλληλο όταν ο ρήτορας θέλει να μας πείσει κυρίως για την αυθεντία του, για το πόσο ανώτερος και καλύτερος είναι από τον ακροατή/τηλεθεατή του. Ύφος όμως ιδιαίτερα χρήσιμο και για να χειραγωγήσει το νόημα, για να πείσει κανείς ότι το μαύρο είναι άσπρο, δηλαδή να βαφτίσει ό,τι αντιδραστικό και αντιδημοκρατικό προοδευτικό και πραγματική δημοκρατία. Ύφος πολύ κοντινό με αυτό της περιόδου 1967-1974, χωρίς καθαρεύουσα βέβαια, αλλά, έτσι είναι, ακόμα και ο συντηρητικός πρέπει να αλλάζει για να μένει το μήνυμά του επίκαιρο. Ο Καρατζαφέρης, βέβαια, δεν μπορεί να συναγωνιστεί τον Καργάκο στο τσιτάρισμα δόκιμων συγγραφέων - αλλά και στη χειραγώγηση των όσων λένε μέσα από την εκτός και εναντίον του συγκειμένου παράθεσή τους- αφού ο Καργάκος, πέρα από την επαγγελματική του ιδιότητα σα φιλολόγος, έχει κάνει δεύτερη φύση τη γνωστή αυτή, ενοχλητική και ματαιόδοξη στρατηγική λόγου των παλιών δασκάλων. Στα τσιτάτα του Καργάκου, αλλά και στη μανία του με την επινόηση νεολογισμών που μόνο αυτός χρησιμοποιεί, ο Καρατζαφέρης έχει να αντιτάξει κυρίως ευφυολογήματα και λογοπαίγνια, με εμφανή την καταγωγή τους από το διαφημιστικό παρελθόν του. Δε φτάνει το μεγάλο δάσκαλο, αλλά ο μεγάλος δάσκαλος τον αναγνωρίζει – και αυτό είναι που μετράει.

Μοιάζουν λοιπόν οι δύο δεξιοτέχνες του ελληνικού λόγου, αλλά δε μοιάζουν στα λόγια πρώτα απ’ όλα. Μοιάζουν κατ’ αρχήν στο πώς βλέπουν τη νεολαία. Ας θυμηθούμε εδώ μια άλλη φιγούρα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, και ένα περιστατικό με το οποίο έγινε ιδιαίτερα γνωστός στη Γαλλία: χαστουκίζοντας έναν νέο, έναν «αλήτη» (με την προστασία των σωματοφυλάκων του φυσικά). Οι Καρατζαφέρης και Καργάκος δε χαστουκίζουν κυριολεκτικά νέους –για αυτό το σκοπό υπάρχουν εξάλλου τα «ηρωικά» ΜΑΤ και «αγανακτισμένοι πολίτες». Φροντίζουν όμως να επιτίθενται στη νεολαία, ειδικά ο Καργάκος υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί καν, δεν ξέρει να αρθρώσει λέξη, για να την καταδικάσουν στη σιωπή. Τουλάχιστον όσο η νεολαία αυτή δεν έχει τα σωστά, εθνικοπατριωτικά βεβαίως βεβαίως, ιδεώδη. Αν είναι για τη Μακεδονία μας, ας πούμε, ας εκφράζεται ελεύθερα χωρίς άγχη για τη γραμματική και το λεξιλόγιό της.

Αυτά ήταν πάντα τα καθόλου γλωσσικά, αλλά πολύ πολιτικά διακυβεύματα της επίθεσης στη γλώσσα των νέων, ήδη από τη δεκαετία του 1980, επίθεση όπου ο Σαράντος Καργάκος έπαιξε κεντρικό ρόλο από την αρχή. Μπορεί να έπαιρνε τη μορφή των κατηγοριών για λεξιπενία και να είχε το χαρακτήρα ψευδο-επιστημονικής κατάθεσης, αλλά ήταν μια σειρά από κλασικές αντιδραστικές θέσεις δεξιάς και ακροδεξιάς προέλευσης. Απλά τώρα βλέπουμε την ωρίμανση αυτού του συντηρητικού ρεύματος και τις νέες πολιτικές συμμαχίες που έχει διαμορφώσει.

Last, but not least, ο Καργάκος έχει την τάση να θυμίζει από δω κι από κει τι υπέφερε ως παλιός αριστερός για να αποκλείσει οποιαδήποτε ταύτισή του με την ακροδεξιά και να παρουσιάσει ως προοδευτικά τα όσα λεει. Επιχείρημα βέβαια που χρησιμοποιούν και πολλοί άλλοι προστάτες της γλώσσας μας με αριστερό παρελθόν. Ποτέ δεν κατάλαβα βέβαια από πού και ως πού κάποιος που έχει βασανιστεί έχει εξορισμού παντού και πάντα δίκιο ή, επειδή είχε δίκιο τότε, πρέπει να αποδεχτούμε τη γνώμη του σε όλα και για όσα λεει και για τα επόμενα 40 χρόνια. Ωραίος ο συναισθηματικός εκβιασμός, αλλά καλύτερα είναι να κρίνει κανείς θέσεις και όχι χαρακτήρες. Τα πράγματα όμως είναι κάπως χειρότερα για τον Καργάκο και τους Καργάκους αυτού του κόσμου, γιατί το θέμα δεν είναι τι έκαναν και τι υπέφεραν 40 χρόνια πριν, αλλά τι έκαναν τα τελευταία 40 χρόνια – στην εμπροσθοφυλακή των εθνικιστών, των νεοσυντηρητικών και των νεοκαθαρευουσιάνων

Μιχάλης Καλαμαράς

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark