Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007

Η υπεραλίευση των τόνων στο ελληνικό γλωσσικό αρχιπέλαγος...

Η προσπάθεια που καταβάλλεται στην Γερμανία από το «Συμβούλιο για την γερμανική ορθογραφία» και απευθύνεται και στις γειτονικές της γερμανόφωνες χώρες προκειμένου να υιοθετηθεί απ’ όλες μία μέση ορθογραφική οδός (εφημερίδα «Αντιφωνητής», 15-3-2006) αποκαλύπτει την έντονη ανάγκη να υπάρξει ένα κοινό σύστημα συνεννόησης, το οποίο θα εξορθολογίσει τις ακρότητες και θα συνεισφέρει στην άρση κάθε σύγχυσης. Τη σημασία της προσπάθειας αυτής οι Έλληνες την αντιλαμβανόμαστε εύκολα, καθώς γενιές ολόκληρες έχουν ταλαιπωρηθεί από τα γλωσσικά κονταροχτυπήματα αρχαϊστών-«καθαρολόγων» και «μαλλιαριστών». Η φυσιολογική λύση του προβλήματος δόθηκε μεταπολιτευτικά με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης (καί διοικητικής) γλώσσας, ενώ το βήμα εξορθολογισμού ολοκληρώθηκε με την καθιέρωση του μονοτονικού όταν οι συνθήκες είχαν πλέον ωριμάσει. Κι ενώ το υπάρχον σύστημα παρέχει το απαιτούμενο πλαίσιο που προσφέρει τις λύσεις στις γλωσσικές απορίες, προτείνει την κοινή γραμμή και αίρει τις συγχύσεις, ανταποκρινόμενο μάλιστα στην γλωσσική πραγματικότητα των φυσικών ομιλητών της ελληνικής, η παλινορθωμένη με ιδιαίτερη ένταση τον τελευταίο καιρό εμμονή των υποστηρικτών του πολυτονικού συστήματος σ’ αυτό τείνει να δημιουργήσει νέο «γλωσσικό ζήτημα», καθώς καταργεί την κοινή γραμμή κι επιβραβεύει την αδιέξοδη τακτική τού «γράφω όπως μ' αρέσει, γιατί έτσι μ' αρέσει». Είναι ανάγκη, λοιπόν, να υπερασπιστούμε το μονοτονικό σύστημα απέναντι στο πολυτονικό, υπερασπιζόμενοι την ανάγκη κοινού τρόπου ορθογράφησης που δεν θα επιτρέψει την εξάπλωση των συγχύσεων.

Το μονοτονικό σύστημα τονισμού, παρά τις κατηγορίες που του απευθύνονται για κατάλυση της μακραίωνης ελληνικής γραπτής παράδοσης, για αδυναμία του να καταδείξει την ετυμολογία των λέξεων, άρα και τη σχέση των νέων με τα αρχαία ελληνικά, και για γενικότερη περιφρόνηση της «λογικής»(;), συνιστά ουσιαστικά το μοναδικό στην πραγματικότητα εξορθολογισμένο σύστημα τονισμού, γι' αυτό και βρίσκει τις απαντήσεις σ’ όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονται, δικαιολογώντας δυναμικά την ύπαρξή του. Αναφορικά καταρχάς με το πόσο «λογική» είναι η χρήση του, σημειώνουμε πως το μονοτονικό αποτελεί το σύστημα τονισμού που αντιστοιχεί στις σύγχρονες γλωσσικές ανάγκες των Νεοελλήνων, εφόσον δηλώνει τη συλλαβή που προφέρεται δυνατότερα σε κάθε λέξη, τη συλλαβή συνεπώς που τονίζεται. Ψιλές, δασείες, περισπωμένες και βαρείες δεν καταγράφουν καμία φωνητική πραγματικότητα της νέας ελληνικής. Η προσωδία έχει χαθεί για την ελληνική γλώσσα ήδη από την εξέλιξή της στην κοινή των ελληνιστικών χρόνων. Μακρές και βραχείες συλλαβές στα νέα ελληνικά δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. Ως εκ τούτων, η συμμόρφωση του τονικού συστήματος στις πραγματικές ανάγκες της γλώσσας συνιστά τη μοναδική λογική κίνηση. Είναι αυθαίρετο να χαρακτηρίζεται ως «λογικό» το πολυτονικό, που δεν αντιστοιχεί στη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα.

Η κατάλυση της «μακραίωνης ελληνικής γραπτής παράδοσης» αποτελεί άλλο ένα επιχείρημα υπέρ του πολυτονικού, το οποίο όμως αντικρίζει μόνο την μία όψη του νομίσματος. Είναι γεγονός πως μετά την προσθήκη των τονικών σημαδιών στον ελληνικό γραπτό λόγο κατά την ελληνιστική εποχή από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, προκειμένου να διατηρηθεί στη μνήμη των φιλολόγων η προσωδιακή προφορά που 'χε στο μεταξύ χαθεί, και κυρίως μετά τη γενίκευση της χρήσης των σημαδιών αυτών πολύ αργότερα, κατά τον 9ο προς τον 10ο μ.Χ. αι., ακολούθησε μία μακρά περίοδος 10 περίπου αιώνων κατά τους οποίους η ελληνική γλώσσα γραφόταν στο πολυτονικό. Είναι όμως επίσης γεγονός πως εξίσου μακραίωνη είναι και η ελληνική γραπτή παράδοση πριν το πολυτονικό. Οι υποστηρικτές του πολυτονικού θεωρούν «συγκλονιστική» την κατάργηση των τόνων που χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες στην ελληνική γραφή, δεν θεωρούν όμως ποτέ εξίσου συγκλονιστική την παρέμβαση των αλεξανδρινών φιλολόγων στο σύστημα γραφής με την προσθήκη τονικών σημαδιών που ποτέ νωρίτερα δεν υπήρξαν! Οι υποστηρικτές του πολυτονικού θεωρούν «ασέβεια» την μεταγραφή στο μονοτονικό κειμένων που πρωτογράφτηκαν στο πολυτονικό, ιδίως εφόσον οι συγγραφείς των κειμένων αυτών έχουν επιχειρηματολογήσει και υπέρ του πολυτονικού. Από την άλλη μεριά ωστόσο θεωρούν «αυτονόητο»(;) ότι πρέπει να τυπώνονται στο πολυτονικό τα έργα αρχαίων συγγραφέων που ποτέ δεν τα έγραψαν σε αυτό! Έτσι, τα κείμενα του Ομήρου, του Ηρόδοτου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα, του Δημοσθένη θεωρείται «λογικό» να γράφονται στο πολυτονικό, τη στιγμή που ποτέ δεν πρωτογράφτηκαν σε αυτό! Δύο μέτρα και δύο σταθμά; Ή τα παρουσιάζουμε όπως συμφέρει στη διαμορφωμένη ιδεολογία μας;

Το πολυτονικό προβάλλεται έναντι του μονοτονικού για τον επιπρόσθετο λόγο πως καθιστά σαφέστερη την ετυμολογία των λέξεων. Υποστηρίζεται, για παράδειγμα, ότι ο «ανθυπολοχαγός» δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί από τους νέους ομιλητές της γλώσσας μας, αν δεν αναχθεί στην ετυμολογική του ρίζα, η οποία θα εξηγήσει πώς η πρόθεση «αντί» τρέπεται σε «ανθ-». Ούτε το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, έχει ισχύ, αφού συγχέει την γραφή με την ετυμολογία. Ακόμη κι αν επιλέξουμε τη γραφή των λέξεων στο πολυτονικό σύστημα, η επιλογή αυτή από μόνη της δεν αρκεί προκειμένου να εξηγηθεί καμία αρχική προέλευση των λέξεων. Χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία, η οποία θα εξηγεί πώς προέκυψε η κάθε λέξη. Η ερμηνεία αυτή απαιτεί πάντα την ίδια διαδικασία παρουσίασης σ’ όσους δεν την έχουν υπόψη τους, είτε η οποιαδήποτε λέξη είναι γραμμένη στο πολυτονικό, είτε στο μονοτονικό. Η ετυμολογία, λοιπόν, ως ξεχωριστή ερμηνευτική διαδικασία, είναι λάθος να συγχέεται με τη γραφή. Η πραγματικότητα αυτή ενισχύεται από λέξεις των οποίων η ετυμολογία δεν σχετίζεται καθόλου με τις προσωδιακές συνθήκες που φανερώνουν οι τόνοι. Παράδειγμα αποτελεί το ρήμα «διέρχομαι», το οποίο δεν απαιτεί καμία παραπομπή στο πολυτονικό προκειμένου να εξηγηθεί η προέλευσή του από την πρόθεση «διά» και το ρήμα «έρχομαι». Με βάση, συνεπώς, την άποψη που προκρίνει το πολυτονικό για λόγους ετυμολογικούς, τι θα έπρεπε να συμβεί στην προκείμενη περίπτωση; Μήπως θα έπρεπε να εφεύρουμε ένα νέο σύστημα γραφής, το οποίο θα παραπέμπει απευθείας στην ετυμολογία των λέξεων; Είναι βέβαιο πως τέτοιου είδους απόπειρες δεν οδηγούν πουθενά, ή, μάλλον, οδηγούν μόνο στην σύγχυση, όπως φαίνεται από την αντίστοιχη «ορθογραφική» απόπειρα του Γ. Μπαμπινιώτη στο λεξικό του, σύμφωνα με την οποία επιχειρήθηκε η «διόρθωση» της γραφής των λέξεων με βάση την ετυμολογία τους. Το αποτέλεσμα ήταν το «αγώρι», το «τσηρώτο» και η «καλοιακούδα»! Πλήρης γλωσσική αναρχία!

Δεδομένης της αδυναμίας των προηγούμενων επιχειρημάτων που διατυπώνονται υπέρ του πολυτονικού, οι υποστηρικτές τους έχουν οδηγηθεί στο σημείο να το συνδέουν με μια υποτιθέμενη ικανότητά του να ωριμάζει τις γνωστικές λειτουργίες των μαθητών και να βελτιώνει τις οπτικοαντιληπτικές τους ικανότητες, καθώς τους εξοικειώνει με έναν συνθετότερο κώδικα γραφής. Η σύνδεση αυτή στηρίζεται μάλιστα σε «έρευνες» που γίνονται σε μαθητές οι οποίοι διδάσκονταν παράλληλα τόσο το μονοτονικό, όσο και το πολυτονικό σύστημα τονισμού. Το επιχείρημα της βελτίωσης των μαθητών χάρη στη μελέτη συνθετότερων κωδίκων γραφής είναι εξαιρετικά αποτυχημένο, για τον απλούστατο λόγο ότι η γραφή της νεοελληνικής γλώσσας, ακόμη κι αν απλουστεύεται κάπως όταν γίνεται χρήση του μονοτονικού, εξακολουθεί να είναι μία εξαιρετικά σύνθετη γραφή, στην οποία εμφανίζεται, για παράδειγμα, πλήθος [i] (η,ι,υ,ει,οι,υι), [o] (ο,ω), [e] (ε, αι). Η ποικιλία αυτή, ωστόσο, δεν είναι αρκετή προκειμένου οι χρήστες της νέας ελληνικής να κατορθώσουν τον άψογο χειρισμό της· αντίθετα, μάλιστα, η ποικιλία αυτή προκαλεί σύγχυση σ' ένα μεγάλο ποσοστό των χρηστών, οι οποίοι υποπίπτουν σε ορθογραφικά λάθη. Επιπρόσθετα, η μακρά περίοδος εφαρμογής του πολυτονικού κάθε άλλο παρά αποδεικνύει ότι η χρήση του οδηγούσε στην βελτίωση των μαθητών. Οι μαθητές που διδάσκονταν το πολυτονικό ταλαιπωρούνταν σε μεγάλο ποσοστό από τα τονικά σημάδια, τα οποία συχνά λειτουργούσαν τελείως αποτρεπτικά για έναν ικανό αριθμό νέων από το να συνεχίσουν και να κατορθώσουν ν' αποφοιτήσουν απ’ το σχολείο. Το «πόρισμα» οποιασδήποτε «έρευνας», συνεπώς, επί μικρού δείγματος μαθητών, που «αποδεικνύει» την «θεραπευτική» ικανότητα του πολυτονικού, δεν μπορεί να σταθεί πλάι στα αληθινά πορίσματα της μακροπερίοδης εφαρμογής του πολυτονικού στο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης. Επιπλέον, χρειάζεται πάνω στις αντίστοιχες «έρευνες» να ελέγχεται και το εξής: αν η πρόσθετη διδασκαλία του πολυτονικού πλάι στο μονοτονικό ωφέλησε όντως ορισμένους μαθητές, πόσο περισσότερο θα 'χαν ωφεληθεί οι ίδιοι μαθητές στην περίπτωση που η πρόσθετη γλωσσική τους ενασχόληση δεν γινόταν πάνω στο πολυτονικό, αλλά σε επιπλέον γλωσσικές ασκήσεις στο μονοτονικό;

Το δυστύχημα με τις «έρευνες» αντίστοιχου τύπου είναι πως επιδιώκουν ζητήματα καθαρά ιδεοληπτικά, όπως είναι η χρήση του πολυτονικού, να τα ανάγουν σε ζητήματα σωστού χειρισμού της γλώσσας και ικανών τρόπων εκπαίδευσης των νέων, παραβλέποντας πως ο οποιοσδήποτε λανθασμένος χειρισμός της γλώσσας από τους χρήστες της δεν είναι δυνατόν να οφείλεται ούτε στο πολυτονικό, ούτε στο μονοτονικό, αλλά σε λόγους που αφορούν τόσο ζητήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας όσο και γενικότερα κοινωνικοοικονομικά. Επαναλαμβάνω πως η μακροχρόνια εφαρμογή του πολυτονικού στην νεοελληνική εκπαίδευση κάθε άλλο παρά απέδειξε ότι αυτό το σύστημα τονισμού συμβάλλει στην ανάπτυξη των ικανοτήτων των μαθητών. Ομιλητές της γλώσσας μας που αποτυγχάνουν να τη χειριστούν σωστά υπήρχαν πάντα και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, όποιο σύστημα τονισμού κι αν εφαρμοστεί. Τα αίτια της αποτυχίας του σωστού χειρισμού της γλώσσας επιβάλλεται ν' αναζητηθούν εκεί που πραγματικά βρίσκονται, όπως στις μεθόδους διδασκαλίας, στους λόγους της μαθητικής διαρροής απ' τα σχολεία, στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, στην οικογενειακή κατάσταση των μαθητών, στις επαγγελματικές τους επιδιώξεις και στο έντονο χρησιμοθηρικό πνεύμα που επικρατεί μπροστά στην αγωνία της επαγγελματικής αποκατάστασης. Οποιοσδήποτε προσδιορισμός της αποτυχίας στη χρήση του μονοτονικού δεν εξυπηρετεί καμία πραγματικότητα, παρά μόνο την ιδεοληψία των φανατικών του πολυτονικού.

Πρόσθετα «επιχειρήματα» για την «αισθητική» του πολυτονικού απέναντι στη «μονοτονία» του μονοτονικού δεν αξίζει καν να συζητούνται: η αισθητική είναι θέμα καθαρά υποκειμενικό· με την ίδια λογική θα μπορούσε κάποιος να ικανοποιείται από τη λιτότητα, την απλότητα και την έλλειψη επιτήδευσης του μονοτονικού, τη στιγμή που το πολυτονικό, «φτιασιδωμένο» μ’ όλα του τα τονικά σημάδια, θυμίζει γριά πόρνη! Επιπλέον, και με δεδομένη την πραγματικότητα πως η ελληνική γλώσσα στη μακραίωνη πορεία της έχει αλλάξει πολλές φορές μορφή, προκαλεί απορία γιατί αναπαράγεται όλη αυτή η εμμονή για την «ιστορική αξία» του πολυτονικού, τη στιγμή που οι υποστηρικτές της «παραδοσιακής» μορφής της γλώσσας μας ουδέποτε διεκδίκησαν την επαναφορά άλλων στοιχείων που ξεπεράστηκαν με το πέρασμα του χρόνου, όπως για παράδειγμα τη δοτική πτώση, η οποία, με την ίδια λογική, θα έπρεπε να επανακάμψει ως... παραδοσιακό στοιχείο παραδοσιακότερο της παράδοσης»!

Καθώς, συνεπώς, το πολυτονικό δεν εξυπηρετεί καμία πραγματική ανάγκη αλλά ούτε καν δικαιώνεται να διεκδικεί την αποκλειστική «ιστορική» μορφή γραφής της γλώσσας μας, εφόσον αυτή έχει αλλάξει επανειλημμένως, άρα οι ιστορικές μορφές είναι πολλές, επιβάλλεται να σταματήσει επειγόντως η υπεραλίευση των τόνων στο ελληνικό γλωσσικό αρχιπέλαγος. Διαφορετικά, η συντηρούμενη αποψίλωση του γλωσσικού αρχιπελάγους προβλέπεται να οδηγήσει στην έξαρση του περισπώμενου φυτοπλαγκτού, που συνθλίβει κάθε ζωντανή έκφραση στερώντας της το οξυγόνο. Οι Γερμανοί που αναζητούν κοινή ορθογραφική οδό δίνουν το παράδειγμα. Εμείς, που κατορθώσαμε ύστερα από σφοδρές διαμάχες να 'χουμε πλέον αυτήν την κοινή οδό, με τη δημοτική γλώσσα και το μονοτονικό, ας πάψουμε να κινδυνολογούμε και να επιτείνουμε τη σύγχυση· μόνο κάκιστη υπηρεσία προσφέρουμε έτσι.

Γιάννης Στρούμπας
Φιλόλογος - 3ο Γενικό Λύκειο Κομοτηνής


Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2007

Αρχαία ελληνικά, η θαυματουργή γλωσσική... φραπελιά!

Μία «έρευνα» για την «προσφορά» των αρχαίων ελληνικών στην «ουσιαστικότερη εκμάθηση» των νέων...

Στις 23/1/2007 το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εξέδωσε δελτίο τύπου σχετικό με «έρευνα» που πραγματοποίησε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Π.Ι.) για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο, με αφορμή την εβδομαδιαία αύξηση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος. Το δελτίο τύπου του ΥΠ.Ε.Π.Θ. σημειώνει πως «τα αποτελέσματα της έρευνας είναι συντριπτικά υπέρ του μαθήματος, δικαιώνοντας ταυτόχρονα την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να αυξήσει τη διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας από το σχολικό έτος 2005-2006», ενώ η ανακοίνωση του Π.Ι. που ακολουθεί αμέσως παρακάτω επιβεβαιώνει - προς «εμπέδωσιν»! - το ίδιο συμπέρασμα, ώστε να μην υπάρξει καμία αμφισβήτηση: «Τα συντριπτικά υπέρ του μαθήματος ποσοστά της έρευνας δικαιώνουν την εκτίμηση της Πολιτείας για την πολλαπλή ωφελιμότητα της συστηματικής διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας στο Γυμνάσιο και δίνουν οριστική απάντηση σε όσους -εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας- επιμένουν να ζητούν τον εξοβελισμό του μαθήματος από το ωρολόγιο πρόγραμμα των Γυμνασίων και σε όσους αμφισβητούν τη σημαντική προσφορά του στην ουσιαστικότερη εκμάθηση της νέας ελληνικής γλώσσας, στον περαιτέρω εμπλουτισμό του λεξιλογίου των μαθητών, όπως και στην ανάπτυξη της κριτικής τους σκέψης.»

Η παράθεση των συμπερασμάτων και μόνο είναι ενδεικτική του ότι έχουμε να κάνουμε με μία «έρευνα» που συνιστά στην πραγματικότητα εργαλείο πολιτικής και όχι επιστημονική εργασία. Μιλάμε για «εργαλείο πολιτικής» γιατί η «έρευνα» που πραγματοποιήθηκε είχε στόχο να δικαιώσει μία πολιτική απόφαση για την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, γι' αυτό και απροσχημάτιστα κινήθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση. Το λογικό θα ήταν πρώτα να 'χε πραγματοποιηθεί μία έρευνα κι έπειτα να ακολουθούσαν τα βελτιωτικά μέτρα με βάση τα πορίσματα αυτής. Εδώ η διαδικασία ήταν ακριβώς η αντίστροφη και ο στόχος προκαθορισμένος: έπρεπε με κάθε τρόπο να δικαιωθεί η πολιτική του Υπουργείου. Επιπλέον μιλάμε για «έρευνα» που δεν αποτελεί επιστημονική εργασία, για τον απλούστατο λόγο πως δεν πρόκειται καθόλου για έρευνα, παρά για μία κοινή δημοσκόπηση, με ερωτήσεις που εκμαιεύουν τις «αυτονόητες» απαντήσεις και είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των πορισμάτων που το Υπουργείο επιθυμεί. Αν προστεθεί εδώ και η «οριστικότητα» της «έρευνας», που κατακεραυνώνει, σύμφωνα με το Υπουργείο, κάθε αντίθετη άποψη, η «επιστημονικότητα» εμπεδώνεται! Κι είναι πραγματικά άξιο απορίας πώς κατόρθωσε η «έρευνα» να μας δώσει τα συμπεράσματα που προαναφέρθηκαν, όταν η αυξημένη σε διδακτικές ώρες διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών εφαρμόστηκε μόλις μία σχολική χρονιά. Δηλαδή, μέσα σε μία χρονιά τα αποτελέσματα της βελτιωμένης χρήσης της νεοελληνικής χάρη στην αρχαία ήταν τόσο εμφανή, ώστε να εξαχθεί και το ανάλογο «οριστικό» πόρισμα; Και σε ποια απτά δεδομένα στηρίζονται τα αντίστοιχα συμπεράσματα, πέρα από την προσωπική εκτίμηση των ελάχιστων (345) φιλολόγων που συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια; Υπάρχουν δηλαδή συγκεκριμένες δραστηριότητες που αποδεικνύουν ότι πράγματι οι μαθητές βελτίωσαν τα νέα ελληνικά τους χάρη στα αρχαία; Κι αν έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί δεν γίνεται κι ένα ακόμη βήμα: να αυξηθούν περαιτέρω οι ώρες διδασκαλίας των αρχαίων, ώστε να μιλούν όλοι τέλεια τη νέα ελληνική;(!) Εφόσον λοιπόν υπάρχει πλέον η «έρευνα» (η οποία δεν υπογράφεται καν απ' τους ερευνητές που την εκπόνησαν!) που αναδεικνύει τις θεραπευτικές ιδιότητες των αρχαίων ως γλωσσικής... φραπελιάς, θα 'ταν ολέθριο σφάλμα αυτά να μην «αξιοποιηθούν»!

Πέρα όμως από τα προηγούμενα, το Υπουργείο μαζί με το «εκτελεστικό του όργανο», το Π.Ι., θύματα της δικής τους αθεράπευτης ψύχωσης, αντιμάχονται, σαν άλλοι Δον Κιχώτες, κινδύνους ανύπαρκτους, που ορθώνονται μόνο στην φαντασία τους. Ποιοι είναι εκείνοι που ζητούν «τον εξοβελισμό του μαθήματος από το ωρολόγιο πρόγραμμα των Γυμνασίων»; Προσωπικά, δεν γνωρίζω κανέναν. Κι αν ίσως υπάρχουν κάποιοι, συνιστούν μικρό ποσοστό, που δεν δικαιολογεί τέτοια «πολεμική» τακτική. Ο εξοβελισμός του μαθήματος δεν είναι το ζητούμενο. Η αξία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είναι αναγνωρισμένη σε παγκόσμιο επίπεδο. Το δυστύχημα ωστόσο είναι πως στη χώρα μας, επί σειρά δεκαετιών, η έμφαση δεν δίνεται στις ιδέες και στα ανθρωπιστικά μηνύματα που εκπέμπουν τα ελληνικά κείμενα παλαιότερων περιόδων, αλλά στον τύπο, και μάλιστα σε μια πολύ συγκεκριμένη διάλεκτο, την αττική του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα. Πάνω σ’ αυτό είναι ενδεικτικότατη και η ορολογία του Π.Ι., το οποίο δεν αναφέρεται στο κείμενό του στην «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία», παρά μόνο στην «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα»! Κι εκτός του ότι αυθαίρετα επιμένουμε να θεωρούμε ως «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα» μόνο την αττική διάλεκτο της κλασικής εποχής, η ύπαρξη στοιχειώδους μέτρου και λογικής στη διδασκαλία έστω της Γλώσσας και όχι της Γραμματείας παραμένει ζητούμενο, αν αναλογιστεί κανείς πως οι ώρες που διαθέτονται για τα νέα ελληνικά είναι λιγότερες από τις ώρες για τα αρχαία! Αυτός ο παραλογισμός είναι ο κατακριτέος, αυτή η υπερβολή, και τίποτα περισσότερο.

Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε μπροστά στο αυτονόητο, το οποίο όχι μόνο δεν στηρίζεται από καμία ερευνητική προσπάθεια εκ μέρους του ΥΠ.Ε.Π.Θ., αλλά και στο οποίο επιμελώς δεν γίνεται καμία αναφορά: αν στόχος είναι η «ουσιαστικότερη εκμάθηση της νέας ελληνικής γλώσσας» (σ.σ.: αυτή η «ταπεινή» σημειώνεται με πεζά αρχικά γράμματα και όχι με κεφαλαία, όπως η «άλλη», η περισπούδαστη!) και ο «εμπλουτισμός του λεξιλογίου των μαθητών», ποιος θα μας εξηγήσει επιτέλους γιατί δεν επιλέγεται για τον σκοπό αυτό η ενίσχυση της διδασκαλίας της νέας ελληνικής γλώσσας, αντί για της αρχαίας; Αλήθεια, γιατί κανένας απ' όσους μαθαίνουν ιταλικά ή γαλλικά δεν χρειάζεται απαραιτήτως τα λατινικά; Πάντως το ίδιο το δελτίο τύπου του ΥΠ.Ε.Π.Θ. μάς χαρίζει γλωσσικά απολιθώματα - «βρικόλακες», που απαξιώνουν τη φυσική εξέλιξη της γλώσσας: «υπουργείον», «υπ' όψιν», «εισήχθησαν», «υπεβλήθησαν», «απεστάλησαν»: η «ζωντάνια» της νέας ελληνικής σ’ όλο της το μεγαλείο, «χάρη» στην επαρκή γνώση της τυπολογίας της αρχαίας!

Αναφορικά με την «ανάπτυξη της κριτικής σκέψης», χρειάζεται να μας διευκρινίσει το ΥΠ.Ε.Π.Θ. αν η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι η μόνη που μπορεί να την πετύχει. Χώρια δε που για μία ακόμη φορά θα πρέπει να επισημάνουμε πως τον ουσιαστικότερο ρόλο στην ανάπτυξη της κρίσης τον διαδραματίζουν τα διανοήματα, όχι η τυπολογία. Κοντά σ' αυτά αν προσθέσουμε κι ένα τελευταίο συμπέρασμα του Π.Ι., πως «η μαθητεία στην Αρχαία Ελληνική Γλώσσα βοηθάει καταλυτικά στη συνειδητοποίηση της πολιτιστικής ταυτότητας και προσφέρει σημαντική υπηρεσία στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης», θα ρωτούσαμε το «σεβαστόν Υπουργείον» αν υπάρχει άλλο μάθημα που κατεξοχήν συμβάλλει προς την κατεύθυνση αυτή. Η απάντηση φυσικά είναι θετική, και αναφερόμαστε βεβαίως στο μάθημα της Ιστορίας. Θα πρέπει όμως εδώ και πάλι να μας εξηγήσει το Υπουργείο αν η Ιστορία, ως σχολικό μάθημα, κατορθώνει ν' ανταποκριθεί στην αποστολή της, ιδίως από τη στιγμή που η αύξηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών άφησε χωρίς αντικείμενο τους καθηγητές των ξένων γλωσσών και τους θεολόγους, και οδήγησε το Υπουργείο στην απόφαση να διδάσκουν οι συγκεκριμένοι κλάδοι καθηγητών, αν και μη σχετικοί με το αντικείμενο, το μάθημα της Ιστορίας στο Γυμνάσιο.

Τέλος, για τα ερωτήματα της «έρευνας» που διερευνούν αν οι δύο ώρες διδασκαλίας την εβδομάδα ήταν επαρκείς για το μάθημα των αρχαίων ελληνικών και αν η αύξηση των ωρών συνέβαλε στην αποτελεσματικότερη κάλυψη της ύλης, την ίδια θετική απάντηση θα έδιναν και όλοι οι άλλοι καθηγητές διαφορετικών ειδικοτήτων για τις ανάγκες των μαθημάτων τους. Ας ξανατεθεί όμως διαφορετικά το ερώτημα, επιστρεφόμενο στο Υπουργείο: οι δύο ώρες διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας είναι αρκετές για να βελτιώσουν οι μαθητές τη χρήση της νεοελληνικής;

Η θλιβερή «έρευνα» του Υπουργείου και του Π.Ι. δεν πετυχαίνει τίποτα περισσότερο από το να συντηρεί και να αναπαράγει τις ιδεοληπτικές εμμονές εκείνων που συστηματικά κινδυνολογούν και προβλέπουν το τέλος της ελληνικής γλώσσας (η οποία, αν και δεν χάθηκε ούτε επί τουρκοκρατίας, «κινδυνεύει» τώρα!), προσποιούμενοι ότι επιθυμούν τη διατήρηση της «παράδοσης», αν και στην πραγματικότητα δεν νοσταλγούν παρά μόνο την ξύλινη τυπολογία της καθαρεύουσας των μαθητικών τους χρόνων (αυτήν ξέρουν, αυτήν εμπιστεύονται!). Κι επειδή η τάση αυτή συνδέεται και με τη νοσταλγία του πολυτονικού συστήματος τονισμού, η υπεράσπιση του οποίου τελευταία γίνεται όλο και μαχητικότερη, μένει να δούμε πότε θα μας προκύψει και η ανάγκη για την επίσημη επαναφορά του πολυτονικού μέσα από τις «έρευνες» του Π.Ι. . Εδώ όμως θα χρειαστεί να επιμείνουμε.

Γιάννης Στρούμπας
Φιλόλογος - 3ο Γενικό Λύκειο Κομοτηνής


Σχετικά κείμενα:

* Γρηγόρης Καλομοίρης (Γ. Γραμματέας ΟΛΜΕ), Θέμης Κοτσιφάκης (μέλος του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ), Παύλος Χαραμής (πρόεδρος ΚΕΜΕΤΕ/ΟΛΜΕ), "Ερευνητικές λαθροχειρίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου", εκπαιδευτικό δίκτυο ενημέρωσης AlfaVita, 24.1.2007.

* Αντώνης / Gazakas (φιλόλογος - Δράμα), "Αλήθεια, Ποια Είναι η Αλήθεια;", μπλογκ Μέσα στη Νύχτα, 24.1.2007.

* Γιάννης Παπαθανασίου (φιλόλογος - Θεσσαλονίκη), "«έλλειμα παιδείας»", μπλογκ Συζήτηση για τη διδασκαλία της γλώσσας στο Γυμνάσιο, 24.1.2007.

Διαβάστε περισσότερα...

Share/Save/Bookmark